Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς
Νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 15
Η γένεση της αποδομητικής ιστοριογραφίας
Η απρόσκοπτη μετάβαση από το ελληνικό έθνος-κράτος σε μια απλή επαρχία –οιονεί αποικία– μιας παγκοσμιοποιημένης Ευρώπης, προϋποθέτει δραματικές και βίαιες ιδεολογικές μετατοπίσεις: Θα πρέπει, μέσα σε λίγα χρόνια, να αποδομηθεί η εθνική ταυτότητα ενός πανάρχαιου έθνους –αλλά και οι λαϊκές νοοτροπίες και παραδόσεις–, που αποτελεί εμπόδιο στις αναγκαίες «προσαρμογές» στο newspeak της «νέας παγκόσμιας τάξης». Και εάν ο ηλεκτρονικός Τύπος αποτελεί τον κυριότερο μηχανισμό αυτού του πολιτισμικού εξανδραποδισμού, ωστόσο είναι απαραίτητη και η συνδρομή της «υψηλής κουλτούρας», η οποία είναι εξ ίσου αναγκαία για την παραγωγή των νέων ιδεολογικών στερεοτύπων. Έτσι ο κατ’ εξοχήν φορέας στην Ελλάδα των «υπερεθνικών» στερεοτύπων που παρήχθησαν στην εκείθεν και εντεύθεν του Ατλαντικού, Εσπερία, υπήρξε το Πανεπιστήμιο και συνολικότερα οι «ακαδημαϊκοί θεσμοί».
Τωόντι, η νεώτερη εθνοαποδομητική ιστοριογραφία κυριάρχησε στους πανεπιστημιακούς και ακαδημαϊκούς χώρους, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και προπαντός κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια –1990-2010–, την εποχή της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, μεταφέροντας στην Ελλάδα όλες τις ιδεοληψίες και τα «πορίσματα» μιας Αγγλοσαξονικής ιστορικής Σχολής, η οποία, ήδη από την εποχή του Τόυνμπη, αναπαράγει τα βασικά στερεότυπα των απόψεων του Φαλμεράϋερ. Σήμερα μάλιστα, αυτή η Σχολή, επιχειρεί να ολοκληρώσει την αλλοίωση-έλεγχο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, χειραγωγώντας ιδεολογικά και τη στοιχειώδη και τη μέση εκπαίδευση, όπως είχε ήδη αποπειραθεί να κάνει στην περίοδο Σημίτη.
Αυτή η σχολή σκέψης επιδιώκει να αποδείξει πως δεν υπάρχει ιστορική συνέχεια των σημερινών Ελλήνων ως έθνους, από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο, αλλά ακόμα και από την Τουρκοκρατία· το νεώτερο ελληνικό έθνος αποτελεί, κατ’ αυτήν, ένα καινοφανές ιστορικό δημιούργημα. Κατά συνέπεια, και η επανάσταση του ’21 δεν αποτελεί τον ξεσηκωμό ενός πανάρχαιου έθνους με στόχο την απελευθέρωσή του και την κατάκτηση μιας αυτόνομης κρατικής υπόστασης, αλλά συνιστά, στην πραγματικότητα, την καταστατική πράξη της εθνογένεσης του νεώτερου ελληνισμού.
Mutatis-mutandis, η κυρίαρχη, σήμερα, «μεταμοντέρνα» ιστορική σχολή «ανέλαβε», τα τελευταία χρόνια, το «κυκλώπειο» έργο αν όχι της κατεδάφισης, τουλάχιστον της υπονόμευσης της ελληνικής ιστοριογραφίας και, γιατί όχι, του ίδιου του… ελληνικού έθνους (sic).
Το ζήτημα της συνέχειας
Κατά την περίοδο που προηγείται της Επαναστάσεως του 1821, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων θεωρούσε τον νεώτερο ελληνισμό συνέχεια του Βυζαντίου, την δε Κωνσταντινούπολη ως την ιστορική πρωτεύουσα του έθνους και «κληρονόμο» της αρχαίας Αθήνας. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αποτελεί καθολικό σύμβολο του γένους και οι μεγάλοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες παίρνουν τη θέση τους δίπλα στους ήρωες της αρχαιότητας και τον Αλέξανδρο.
Ο Δημητράκης Καταρτζής, ο δάσκαλος του Ρήγα, στη «Συμβουλή στους νέους», θα διατυπώσει ένα «Μανιφέστο» τόσο της διαχρονικής ενότητας του ελληνισμού, όσο και της δημιουργικής αναχώνευσης των οθνείων παραδόσεων:
… ἀφ’ οὗ ἕνας Ρωμηὸς συλλογιστῆ μία φορᾷ πὼς κατάγεται ἀπὸ τὸν Περικλέα, Θεμιστοκλέα καὶ ἄλλους παρόμοιους Ἕλληνες, ἢ ἀπτοὺς συγγενεῖς τοῦ Θεοδόσιου, τοῦ Βελισάριου, τοῦ Ναρσῆ, τοῦ Βουλγαροκτόνου, τοῦ Τζιμισκῆ κ’ ἄλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ἢ ἕλκει τὸ γένος του ἀπὸ κανέναν ἅγιο, ἢ ἀπὸ κανέναν τοῦ συγγενῆ, πῶς νὰ μὴν ἀγαπᾷ τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων κ’ αὐτωνῶν τῶν μεγάλων ἀνθρώπων; [ ]
Ὤντας λοιπὸν κ’ ἐμεῖς ὁπωσοὺν ἕνα ἔθνος, κ’ ἔχωντας πατρίδα φίλον ἔδαφος, πρέπει νὰ ’χουμε οἰκείαις ἰδέαις ποὺ μας τεριάζουν, ἡ ὁποίαις κ’ εἲν’ ἄλλαις κ’ ἀλλοιώτικαις ἀπὸ τῆς τούρκικαις, ἰταλικαὶς ἢ φραντζέζικαις, καὶ γιὰ τοῦτο χαρακτηρίζωντας τὸ ἔθνος μας πρέπει νὰ σπουδάζ’ ἕνας Ρωμηὸς χριστιανὸς νὰ τῆς ἀποχτᾷ[1].
Τουναντίον, η αντίληψη του δυτικού διαφωτισμού υπήρξε κατ’ εξοχήν απορριπτική και υποτιμητική για το Βυζάντιο, αντίληψη την οποία εν μέρει ασπάστηκαν και αρκετοί Έλληνες λόγιοι και διαφωτιστές[2]:
Το 1734, κυκλοφόρησε ένα «νεωτερικό» κείμενο που όχι μόνο θεωρούσε το Βυζάντιο ως εποχή παρακμής, αλλά ίσως να έθεσε και την θεμέλιο λίθο της αντιβυζαντινής προκατάληψης του Διαφωτισμού, διότι προηγείται κατά πενήντα χρόνια από το έργο του Γίββωνα (1776-1788)[3]· πρόκειται για το έργο του Μοντεσκιέ, Considérations sur les causes de la grandeur et de la décadence des Romains. Ο δε Βολταίρος, ως συνεχιστής του, θεωρούσε τη Βυζαντινή Ιστορία «ιστορία… αφανών ληστών» και «όνειδος της γης»[4] και ο Χέγκελ, στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, υποστηρίζει:
η γενική εικόνα της βυζαντινής ιστορίας παρουσιάζει… μια αποκρουστική εικόνα ηλιθιότητας: άθλια, αφόρητα και ανόσια πάθη πνίγουν κάθε τι το ευγενικό σε στοχασμούς, πράξεις και ανθρώπους. Εξεγέρσεις των στρατηγών, εκθρονισμοί των Αυτοκρατόρων από ή μέσω συνωμοσιών των αυλικών, δολοφονίες ή δηλητηριάσεις των Αυτοκρατόρων από τις συζύγους και τα παιδιά τους, γυναίκες παραδομένες σε ηδονές και ανοσιουργήματα κάθε είδους[5].
Έτσι, υπό την επιρροή των αντιλήψεων του δυτικού διαφωτισμού, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ένα νέο ρεύμα εμφανίζεται, το οποίο θεωρεί το Βυζάντιο εποχή παρακμής και αμφισβητεί κάθε σχέση κρατικής συνέχειας των νεώτερων Ελλήνων μαζί του: Οι Έλληνες, από τη Χαιρώνεια και μετά ή, στην καλύτερη περίπτωση, μετά την Πύδνα και το 146 π.Χ., είναι υπόδουλοι στις αυτοκρατορίες που κυριάρχησαν στον ελληνικό χώρο, τους Μακεδόνες, τους Ρωμαίους, που συνέχειά τους ήταν οι Βυζαντινοί, και εν τέλει στους Οθωμανούς. Αυτή η αντίληψη ενισχύεται και από τη σύγκρουση ορισμένων λογίων με την Εκκλησία, η οποία εμφανίζεται ως η αυθεντική κληρονόμος του Βυζαντίου. Ο Αδαμάντιος Κοραής έγραφε:
[Οι δεσπόται της Ρώμης] μετακομίσαντες έπειτα τον αυτοκρατορικόν θρόνον εις το Βυζάντιον, έδωκαν και εις εσάς, ω τέκνα μου, τους Γραικούς, των παλαιών Ελλήνων τους απογόνους, το όνομα των Ρωμαίων [ ] ο ζυγός έγινε τόσον βαρύτερος όσον και τα φώτα της Ελλάδος ηφανίζοντο έν μετά το άλλο, και οι ταλαίπωροι Έλληνες έχασαν έως και το προγονικόν αυτών όνομα, αντί Γραικών ονομασθέντες Ρωμαίοι[6].
Και ενώ ο Κοραής δείχνει να μετριάζει αυτή την αντίληψη σε επιγενέστερα κείμενα –παρ’ ότι συνεχίζει να καταδικάζει τους «γραικορωμαίους αυτοκράτορες»[7]–, θα υπερκεραστεί από τους οπαδούς του στην προεπαναστατική και πολύ περισσότερο στη μετεπαναστατική Ελλάδα. Η Ελληνική Νομαρχία αποτελεί το ιδεολογικό πρότυπο της μετατροπής του ριζοσπαστικού αντικληρικαλισμού σε «αντιβυζαντινισμό».
Από τότε λοιπόν οπού εστερεώθη ο χριστιανισμός έως εις τους 1453, αντίς να αυξήσουν τα μέσα της ελευθερώσεώς των, φευ! εσμικρύνοντο. Η δεισιδαιμονία και ο ψευδής τε και μάταιος ζήλος των ιερέων και πατριαρχών κατεκυρίευσεν τας ψυχάς των βασιλέων [ ] Αφού λέγω το Ιερατείον ηθέλησε να ενώση τα εκκλησιαστικά εντάλματα με τους πολιτικούς νόμους, διά να τιμάται εν ταυτώ και να ορίζη, χωρίς δυσκολίας, εκατάλαβεν ότι αναγκαίον ήτον πρότερον να τυφλώση τον λαόν με την αμάθειαν, διά να στερεώση καλλιότερα τον σκοπόν του. Και ούτως επροσπάθησεν να εσβήση κάθε σπουδήν εις την Ελλάδα και υπερασπίσθη την αμάθειαν. Αι επιστήμαι, οπού πρότερον ήνθιζον, ήρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφαλίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφίαν εξωρίσθησαν. Άλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο ειμή τα πονήματα των ιερέων. Κάθε φιλόλογος άλλο δεν ημπορούσε να αναγνώση ειμή τα θαύματα και τους βίους των αγίων. Και οι ταλαίπωροι Έλληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, υστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι κατά συνήθειαν, μεμεθυσμένοι δε από την αμάθειαν και δεισιδαιμονίαν υπάκουον και εφοβούντο τους τυράννους των χωρίς να ηξεύρουν το διατί[8].
Αυτό το σχήμα έμελλε να ενισχυθεί στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια[9]. Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Σχινάς, θα μιλήσει, το 1837, κατά την εγκαθίδρυση του Πανεπιστημίου, για την «Ελλάδα [ ] μεταβάσα ως κληροδότημα τρόπον τινά υπό το σκήπτρον των διαδόχων της Ρωμαϊκής παντοκρατορίας Βυζαντινών αυτοκρατόρων»[10], ενώ ο πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Ι. Ρίζος Νερουλός, το 1841, θα επανέλθει:
Η βυζαντινή ιστορία είναι αλληλένδετος σχεδόν και μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών, και αισχρών βιαιοτήτων του εις το Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Ρωμαϊκού κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδιστος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων»[11].
Εξ άλλου, κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Βαυαροκρατίας, τα βυζαντινά κτήρια που βρίσκονταν πάνω σε αρχαία ερείπια γκρεμίζονταν[12].
Ο Νικόλαος Σαρίπολος, στον εναρκτήριο λόγο του στο Πανεπιστήμιο, το 1848[13], θα θεωρήσει πως, μετά τη μάχη της Χαιρωνείας, «πέπλος μέλας δουλείας επισκιάζει την Ελλάδα, εποχή μακράς καταστροφής, εποχή άγονος. Τους Μακεδόνας διαδέχονται οι Ρωμαίοι, τους Ρωμαίους οι βάρβαροι του Βορρά, τούτους δε οι αιμοχαρείς της Κασπίας περίοικοι». Έργο των νεωτέρων Ελλήνων είναι να γεφυρώσουν «τα δύο διεστώτα», «αποστρέφοντες τους οφθαλμούς του αναμέσον χάσματος»[14], ενός χάσματος που διετηρήθη για τουλάχιστον δεκαέξι αιώνες.
Ο Στέφανος Κουμανούδης, καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας, το 1853, θα υποστηρίξει πως υπήρξε μεν «έθνος Ελληνικόν καθ’ όλον τον μέσον αιώνα», αλλά «εις αμάθειαν περιπεσόν ελεεινήν, υπείκεν εις τα δεσποτικά δόγματα της Καισαρικής αρχής [του Βυζαντίου][ ]. Αίσθησις πολιτικής υπάρξεως έλειπεν εν τω λαώ ή εκοιμάτο ύπνον βαθύν». Το δε νεώτερο ελληνικό κράτος, της εποχής του Κουμανούδη, είναι το… μεγαλύτερο της ελληνικής ιστορίας, διότι περιέλαβε «ει μη πάσας, τόσας όμως Ελληνίδας χώρας, όσας ουδέποτε τούτω τω ονόματι»[15].
Προφανώς, αυτή την αντίληψη υποδαύλιζε, αν δεν την κατασκεύασε, η αγγλική «προστασία», που επεδίωκε να μείνει η Ελλάδα καθηλωμένη στη Λαμία, η δε Αθήνα να καταστεί αντίπαλος της Κωνσταντινούπολης, εξ ου και το «αυτοκέφαλον» της ελλαδικής Εκκλησίας. Η αρχαία πόλη-κράτος των Αθηνών μεταβάλλεται σε οιονεί πρόκριμμα για την «πόλη-κράτος» της Αθήνας– η οποία δεν συνιστά απειλή για τα δυτικά συμφέροντα, σε αντίθεση με τη «Μεγάλη Ιδέα» και την «Αυτοκρατορία», η οποία, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, θα αναβίωνε το ανταγωνιστικό προς τη Δύση, Βυζάντιο[16].
Ο Διονύσιος Ζακυθηνός, μόλις το 1974, επιχειρεί να εξηγήσει το φαινόμενο της ολοκληρωτικής απόρριψης του Βυζαντίου μετά τη δημιουργία του νεώτερου ελληνικού κράτους:
Ως ήτο φυσικόν, οι Έλληνες και παλαιότερον, αλλά εντόνως κατά την εποχήν ταύτην, είχον σταθή διστακτικοί και είχον διχασθή μεταξύ δύο φωτεινών κέντρων της παραδόσεως, δύο μεγάλων περιόδων της ιστορίας, δύο συμβόλων, του Παρθενώνος και της Αγίας Σοφίας. Εις τον διχασμόν τούτον παρενεβάλλετο, άλλοτε συμπορευομένη και άλλοτε εναντιουμένη προς την παράδοσιν, η από μακρού παρατηρουμένη ισχυρά έλξις προς την «πεφωτισμένην Ευρώπην». Οι υπέρμαχοι της Αρχαιότητος συνέδεον αμέσως τα δύο άκρα, τους κλασσικούς χρόνους και την αναγεννωμένην διά της Επαναστάσεως Ελλάδα, παρεγνώριζον δε και αυτήν την ουσίαν της Βυζαντινής Ιστορίας και υπετίμων την οικουμενικήν πολιτικήν του Βυζαντινού Ελληνισμού[17].
Το γεγονός που θα πυροδοτήσει την αντίστροφη κίνηση, υπήρξε η παρέμβαση Φαλμεράυερ και η έκδοση των βιβλίων του, κατά την περίοδο 1830-1860[18]. Διότι, εάν όντως οι Έλληνες είχαν υποταχθεί για δεκαέξ αιώνες, τι απαγόρευε την παντελή εξαφάνισή τους κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, όπως υποστήριζε ο Φαλμεράυερ; [«Το γένος των Ελλήνων ξεριζώθηκε τελείως από την Ευρώπη. [ ] Είναι Σκυθικοί Σλάβοι, ιλλυρικοί Αρναούτες, απόγονοι βορείων λαών, ομόφυλοι των Σέρβων, των Βουλγάρων, των Δαλματών και των Μοσχοβιτών, αυτοί τους οποίους σήμερα ονομάζουμε Έλληνες»[19].]
Φαλμεράυερ και Παπαρρηγόπουλος
Η προσπάθεια των Ελλήνων λογίων και ιστορικών να απαντήσουν στον Φαλμεράυερ, τους έφερε για πρώτη φορά αντιμέτωπους με την ανάγκη διερεύνησης της ταυτότητας του μεσαιωνικού ελληνισμού και κατ’ επέκτασιν του ζητήματος της διαχρονικότητάς του. Το 1843 ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, θα εγκαινιάσει το ιστορικό του έργο, με τη δημοσίευση της μελέτης του, Περί της εποικήσεως Σλαβικών τινων φυλών εις την Πελοπόννησον[20]:
Καλή και αναγκαία είναι η σπουδή της αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας, αλλά παρορώντες την των μετέπειτα αιώνων, των οποίων, ούτως ειπείν, είμεθα άμεσα τέκνα, δεν είναι κίνδυνος μήπως ακούσωμεν να μας αφομοιώσωσι με τους δυστυχείς νόθους, οίτινες, αισχυνόμενοι ν’ αναφέρωσιν, ή αγνοούντες, τους πατέρας των, ανατρέχουσιν ακαταπαύστως εις τους πάππους και τους προπάππους αυτών;[21]
Το 1852, θα εκδοθεί το βιβλίο σταθμός του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, όπου θα διατυπώσει, το πρώτον, με ευκρίνεια, το σχήμα της τριμερούς υφής του ελληνισμού, το οποίο και θα επεξεργασθεί περαιτέρω στο επόμενο βιβλίο του[22]. Ο Ζαμπέλιος θα αναζητήσει στον μεσαιωνικό τις ρίζες του νεώτερου ελληνισμού. Στον αντίποδα των απόψεων που υποτιμούν το Βυζάντιο, «η Δευτέρα και μέση περίοδος, υπερεχόντως των άλλων εμπεριέχει το νήμα της ενότητος και ολομελείας. Ο μεσαίων είναι ο μέσος και ουσιωδέστατος κρίκος ο συναρμολογών λογικώς και φιλοσοφικώς τα προηγούμενα μετά των επομένων»[23].
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, με την Ιστορία του ελληνικού έθνους (1860-1874), θα κλείσει οριστικώς το κεφάλαιο της ανεπίγνωστης σχέσης των Ελλήνων λογίων και του επίσημου ελληνικού κράτους με τον βυζαντινό του πρόδρομο[24]. Σε κείμενό του, περιγράφει τις ρίζες της περί το Βυζάντιο πλάνης των λογίων, διττή συνέπεια της αρχαιολατρίας τους και της τυφλής προσκόλλησής τους στις εμμονές και την εχθρότητα της Δύσης έναντι του μεσαιωνικού ελληνισμού:
Η Εσπερία είχε προ καιρού διατεθή δυσμενώς προς την ημετέραν εν Κωνσταντινουπόλει μοναρχίαν. Συμφέροντα θρησκευτικά και πολιτικά πολλάς παρήγαγον αμοιβαίας αιτιάσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, επί τέλους δε επήγαγον και τας ολεθρίας σταυροφορικάς καθ’ ημών επιδρομάς[25].
Ο Παπαρρηγόπουλος διαπιστώνει, εξαιρετικά πρώιμα και διεισδυτικά, πως «φρονημάτων διάστασις μεταξύ λαού και λογίων συνέβη και εν τοις νεωτέροις χρόνοις παρ’ ημίν. Ενώ ουκ ολίγοι των λογίων σκώπτουσι κατά το μάλλον και ήττον ευφυώς τους πατέρας αυτών, ο λαός ουδέποτε έπαυε τιμών και γεραίρων αυτούς». Και θα θυμίσει το γεγονός πως, όταν ο αρματολός Χασιών, παπα-Θύμιος Βλαχάβας, συγκάλεσε, το 1808, στον Όλυμπο, σύνοδο για την κήρυξη νέου επαναστατικού κινήματος, «η Σύνοδος αύτη ώρισεν ως ημέραν ενάρξεως του αγώνος την 29ην Μαΐου, την πεπρωμένην ημέραν καθ’ ην έπεσεν επί των επάλξεων της Κωνσταντινουπόλεως ο έσχατος των Παλαιολόγων».
Εν Ελλάδι πολλοί επιμένουσιν έτι εις την αρχαίαν πλάνην, δεν εγκρίνουσιν όσα συνέβησαν επί της γης κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους και φαντασιοκοπούντες, αγωνίζονται να συναρμόσωσι τον νέον Ελληνισμόν μετά του αρχαίου δι’ εναερίου τινός και αοράτου γεφύρας[26].
Παράλληλα και στη Δύση, ιδιαίτερα στη Γερμανία και τη Γαλλία ενισχύεται ένα ρεύμα επανεκτίμησης του Βυζαντίου και σύνδεσής του με την ελληνική διαχρονία. Αποφασιστικό ρόλο σε αυτή την ουσιαστική αναθεώρηση έπαιξε η τρίτομη Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, του Γερμανού φιλολόγου Karl Krumbacher (Κρουμπάχερ ή Κρουμβάχερ για τους παλαιότερους), που κυκλοφόρησε το 1892, η οποία ανανέωσε τις βυζαντινές σπουδές. Στην «Εισαγωγή» του, επιχειρείται μια, έκτοτε, κλασική αποτίμηση της θέσης του Βυζαντίου και της βυζαντινής γραμματείας:
Η αυθύπαρκτος σημασία του πνευματικού βίου των Βυζαντηνών ανάγκη όσον ένεστι περιφανώς να εξαρθή. Ό,τι εδημιούργησαν είνε τι πλέον ή απλούν παράρτημα της αρχαιότητος. Παρά την ελληνικήν και ρωμαϊκήν λογοτεχνίαν ίστανται τα βυζαντηνά συγγράμματα ως νέον τι πλαστούργημα, εν ώ ελληνικά, ρωμαϊκά, χριστιανικά και ανατολικά στοιχεία συνεχωνεύθησαν εις έν ιδιόρρυθμον όλον. Tο κρατούν δ’ εν τούτω στοιχείον παρέμεινε το ελληνικόν. Και είνε μεν αληθές ότι το βυζαvτηνόν κράτος ουδαμώς ήτο τι αγνώς ελληνικόν –η τοιαύτη αντίληψις είνε παντελώς αποκρουστέα– άλλ’ ιδιόρρυθμόν τι κράμα ελληνικών και ξένων στοιχείων. [ ] Την ηγεμονίαν όμως διετήρησαν τα ελληνικήν έχοντα την γλώσσαν εθνικά στοιχεία, αδιάφορον αν εις τας φλέβας αυτών έρρεε μία σταγών περισσότερον ή ολιγώτερον αίματος αρχαίου ελληνικού. Αι πνευματικαί λειτουργίαι εν τη πολιτεία, εν τη εκκλησία και εν τη ανωτέρα, εν πολλοίς δε και εν τη κατωτέρα, κοινωνία και εν τη τέχνη ετελούντο αποκλειστικώς καθ’ ελληνικούς τύπους, και η παλαιά παρατήρησις ότι αι δυνάμεις έθνους τίνος κείνται εν τω πνεύματι αυτού διεπιστώθη λαμπρώς και ενταύθα. Πόσον αδιαφιλονίκητον ήτο του ελληνισμού το κράτος εν τη αυτοκρατορία, αποδεικνύει μεταξύ άλλων η καταπληκτικώς ταχεία εξελλήνισις των Σλαύων επιδρομέων εν τη συνεχεί Ελλάδι και εν τη Πελοποννήσω. [ ] Πραγματικώς ουδέποτε οι Έλληνες εκλήθησαν να διαδραματίσωσι τόσον σπουδαίον πολιτικόν πρόσωπον, όπως κατά τον μέσον αιώνα. Ο μικρός βίος των αρχαίων πολιτειών και φυλών, παραβαλλόμενος προς τον μεσαιωνικόν, φαίνεται ασήμαντος, έτι δε ολιγώτερον επιτρέπεται να πλανώμεθα περί της σημασίας του κατά τον βυζαντηνόν αιώνα ελληνισμού, εκτιμώντες αυτήν κατά το μέτρον της πολιτικής δυνάμεως των Ελλήνων κατά τους τέσσαρας τελευταίους αιώνας και κατά τους νυν έτι χρόνους δυστυχώς[27].
Για τον Κρουμπάχερ, όχι απλώς το Βυζάντιο είναι κατ’ εξοχήν ελληνικό αλλά και η βυζαντινή είναι η περίοδος της μεγαλύτερης ισχύος του ελληνισμού. Διότι η κλασική Ελλάδα έζησε μόνο έναν αιώνα και η ελληνιστική όχι περισσότερο από δύο, ενώ αντιθέτως, το Βυζάντιο, κατά την περίοδο της ακμής του, μέχρι τους Μακεδόνες, θα διαρκέσει τουλάχιστον εφτά. Υπενθυμίζει δε πως η ισχύς και ο ρόλος του ελληνισμού έως τους μεσοβυζαντινούς χρόνους δεν μπορεί να κρίνεται επί τη βάσει της ύστερης βυζαντινής περιόδου, ούτε του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Σε ό,τι αφορά στη λογοτεχνία κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, η βυζαντινή δεν επιδέχεται καμία σύγκριση με την ανάλογη της Δύσης, διότι η πρώτη αμιλλάται απ’ ευθείας με τα αρχαιοελληνικά της πρότυπα, ενώ η δεύτερη έχει διασπαστεί σε «ανίσους κατ’ ιδίαν υπάρξεις» και δεν διαθέτει εθνική, πολιτική και κοινωνική βάση. Έσχατο, αλλά όχι ελάχιστο, στο Βυζάντιο διατηρείται μια ανεξάρτητη από την Εκκλησία ομάδα διανοουμένων και λογίων, ποικίλης, μάλιστα, ταξικής προέλευσης, γεγονός που τη φέρνει σε επαφή με πολλές κοινωνικές τάξεις και ομάδες – σε αντίθεση με τη Δύση όπου συγκροτείται αποκλειστικά από μοναχούς.
Η κραταιά δε αύτη πραγματική υπόστασις δεν πρέπει να ολιγωρηθή υπό των μελλόντων να κρίνωσι την βυζαντηνήν λογοτεχνίαν. Όμοιόν τι δεν υπάρχει εν τη Δύσει· [ ] διότι εν τη Δύσει και η άμεσος παράδοσις της γλώσσης και λογοτεχνίας διελύθη εις ανίσους κατ’ ιδίαν υπάρξεις.
…Εκ της λατινικής λογοτεχνίας του μέσου αιώνος λείπει η αδιάκοπος ενότης, λείπει η εθνική, η πολιτική και η κοινωνική βάσις. Οι ποιηταί αυτής δεν αμιλλώνται εν επιγνώσει προς τους αρχαίους, αλλά γράφουσιν ιδιωτικά θεματογραφήματα [ ]. Εν τη Δύσει πάσα λογοτεχνική δημιουργία περιωρίσθη εις τους σιωπηλούς χώρους των μοναστηριακών κελλίων. Και εν Βυζαντίω εργάζονται πολλοί συγγραφείς εν τω ασφαλεί καταφυγίω ενός τίνος μοναστηρίου· αλλ’ οι πλείστοι αυτών ζώσιν εν ζωηρά αμοιβαία σχέσει προς τον κοινωνικόν και πολιτικόν βίον. Πολλά των αξιολογωτάτων πνευμάτων, οποίοι ο Φώτιος, ο Ψελλός, Ευστάθιος ο Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Κύπριος, ο Νικηφόρος Γρηγοράς κ. ά. κατέχουσι περιφανή αξιώματα της πολιτείας ή της εκκλησίας [ ]· άλλοι μανθάνουσι τον βίον του κόσμου εν υποδεεστέραις θέσεσι· ομάδα χωριστήν τέλος αποτελεί το πτωχόν γένος των λογοτεχνών, άνθρωποι πένητες εκ της καθ’ ημέραν εργασίας αποζώντες, οίοι ο Θεόδωρος Πτωχοπρόδρομος, ο Μιχαήλ Γλυκάς, ο Ιωάννης Τζέτζης, ο Μανουήλ Φιλής.[ ] Ένεκα των ποικίλων τούτων βαθμών της κοινωνικής τάξεως των συγγραφέων αποκτά και η λογοτεχνία ζωηρόν, ποικίλον και πολυειδή χαρακτήρα. Μολονότι δε και εν τη βυζαντηνή λογοτεχνία ως εν τη λατινική του μέσου αιώνος τα αρχαία πρότυπα γονιμοποιούσιν έτι τα νέα προϊόντα, αλλά το ουσιώδες εν Βυζαντίω είνε η αυθυπόστατος παραγωγή, η παράστασις νέων αντικειμένων[28].
(συνεχίζεται)
[1] Δημήτριος Καταρτζής, «Συμβουλή στους νέους πώς να ωφελιούνται και να μη βλάπτουνται απτά βιβλία τα φράγκικα και τα τούρκικα και ποια να ’ναι η καθ’ αυτό τ6ους σπουδή», στο Δοκίμια, επιμ. Κ.Θ. Δημαράς, Ερμής, Αθήνα 1974, σσ. 43-47.
[2] Γιώργος Κοκορέλης, «Διαφωτισμός και Βυζάντιο», στο Η καθ’ ημάς Ανατολή, Περιοδική Έκδοση των εν Αθήναις Μεγαλοσχολιτών, τ. Δ΄, Αθήνα 1998, σσ. 119-141.
[3] Gibbon, E., The History of the Decline and Fall of the Roman Empire, Strahan & Cadell, Λονδίνο 1776-1788 και Everyman’s Library, Λονδίνο 1993.
[4] Βλ. Δ.Α. Ζακυθηνός, «Βυζαντιναί σπουδαί», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, συμπλήρωμα, Αθήνα 1959, σ. 177.
[5] G. Hegel, Lectures on the Philosophy of History, Λονδίνο 1857, σ. 352.
[6] Αδ. Κοραής, Σάλπισμα Πολεμιστήριον, Αλεξάνδρεια 1801, σσ. 8-9· Φώτης Δημητρακόπουλος, Βυζάντιο και νεοελληνική διανόηση, Καστανιώτης, Αθήνα 21999, σ. 141.
[7] Αδ. Κοραής, Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις; Διάλογος δύο Γραικών κατοίκων της Βενετίας, όταν ήκουσαν τας λαμπράς νίκας του Αυτοκράτορος Ναπολέοντος, Βενετία 1805, σ. 33, και Αδ. Κοραής, Περί των ελληνικών συμφερόντων διάλογος δύο Γραικών, Ύδρα 1825, σσ. 41-42.
[8] Ανώνυμος ο Έλλην, Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας (επιμ. Γ. Βαλέτας), Αποσπερίτης, Αθήνα 1982, Β΄ 34-36, σσ. 123-124.
[9] Βλ. Αλέξης Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, ΕΜΝΕ-Μνήμων, Αθήνα 21998 Β. Καραμανωλάκης – Π. Στάθης, «Ιστορίες για την Άλωση στον πρώτο αιώνα του ελληνικού βασιλείου», στο, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 1453. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης και η μετάβαση από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2005, σσ. 227-257.
[10] Φώτης Δημητρακόπουλος, Βυζάντιο και νεοελληνική διανόηση, Καστανιώτης, Αθήνα 21999, σ. 151.
[11] Φώτης Δημητρακόπουλος, ό.π., σ. 161.
[12] George Huxley, «Aspects of modern Greek historiography of Byzantium», στο David Ricks, Paul Magdalino, Byzantium and the Modern Greek Identity, Variorum 1998, σ. 16.
[13] Λόγος εκφωνηθείς την 21ην Οκτωβρίου 1848 κατά την έναρξιν της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών πολιτευμάτων, εν Αθήναις 1848, σ. 24. Πρβλ. Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, «Οι βυζαντινές ιστορικές σπουδές στην Ελλάδα, από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στον Διονύσιο Ζακυθηνό», στο ΚΒΕ/ΕΙΕ, Σύμμεικτα, τ. 9, Μνήμη Δ.Α. Ζακυθηνού, μέρ. Β΄, σσ. 153-176.
[14] Ό.π., σ. 24.
[15] Λόγος εκφωνηθείς την 20ήν Μαΐου 1853 κατά την επέτειον εορτήν της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου Όθωνος, υπό Στεφάνου Α. Κουμανούδη, εν Αθήναις 1853.
[16] Βλέπε και τη ρηξικέλευθη μελέτη του Δημήτρη Μάρτου, Αθήνα, πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Πολιτική, ιδεολογία και χώρος, Γόρδιος, Αθήνα 2006.
[17] Διονύσιος Α. Ζακυθηνός, «Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 1974.
[18] Jakob Philipp Fallmerayer, Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μτφρ. Κ. Ρωμανός, Νεφέλη, Αθήνα 1984.
[19] Γ. Βελουδής, Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του Ελληνικού Ιστορισμού, ΕΜΝΕ-Μνήμων, Θεωρία και Μελέτες Ιστορίας, 5, Αθήνα 1982, σσ. 18-19.
[20] Εν Αθήναις 1843 και στο Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορικαίς Πραγματείαις, μέρ. Α΄, Αθήνα 1858, σσ. 261-370. Πρβλ., Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, Η εποχή του, η ζωή του, το έργο του, ΜΙΕΤ Αθήνα 1986, σ. 188.
[21] Κ. Παπαρρηγόπουλος, Στοιχεία της Γενικής Ιστορίας κατά το σύστημα του Γάλλου Λευΐ, εν Αθήναις 1845. Πρβλ. και Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ό.π., σ. 122.
[22] Σπ. Ζαμπελίου, Βυζαντιναί Μελέται. Περί πηγών της Νεοελληνικής Εθνότητος από Η΄ άχρι Ι΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ., Αθήναι 1857.
[23] Σπυρίδωνος Ζαμπελίου, Άσματα δημοτικά, ό.π., σσ. 18-23.
[24] Για τη μεταβολή της στάσης των Ελλήνων διανοουμένων έναντι του Βυζαντίου, από το 1860 έως τους Βαλκανικούς Πολέμους, βλ. τη σχετική μελέτη της Ρωξάνης Αργυροπούλου, Roxane D. Argyropoulos, Les intellectuels grecs à la recherche de Byzance (1860-1912), INE/ΕΙΕ, Αθήνα 2001.
[25] Βλ. σχετικά, Γ. Κοντογιώργης, «Το Βυζάντιο ως παράμετρος του ελληνικού κοσμοσυστήματος και η δυτικο-ευρωπαϊκή μετάβαση στον ανθρωποκεντρισμό», στο Μ. Morfakidis (επιμ.), Constantinopla: 550 anos desde su Caida, IX Encuento Cientifico sobre Grecia, Granada, (2003) 2006.]
[26] Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Απόπειρα εθνικής αυτοκτονίας», Ιστορικαί πραγματείαι, 1888, http://www.myriobiblos.gr/index.htm. Πρτθ. στο σύνολό του και από τον Κ.Θ. Δημαρά, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986, σσ. 378-395.
[27] Κρουμβάχερ, Ιστορία…, ό.π., τόμ. A΄, σσ. 40-41.
[28] Κρουμβάχερ, Ιστορία…, ό.π., τόμ. Α΄, σσ. 41-42.
1 comment
Ο Κύριος Καραμπελιάς δεν αναφέρει τον σπουδαίο αρχαιολόγο και ιστορικό Αντώνιο Δ. Κεραμόπουλλο, τακτικό Καθηγητή του ΚΕΚΠΑ, Ακαδημαικο, Πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών, ο οποίος είιπε κάτι το απλό, αντιμετώπισε ιστορικά τις θεωρίες του Φαλμεράυερ.
Αφ΄ενός ότι η φτωχή σε γαίες και συνεισφέρουσα περισσότερα στην φορολογία του κράτους, έφερνε περισσότερα από την πλούσια Μεσσηνία η οποία, κατά τον Φαλμεράυερ, κατωκείτο ως επι το πλείστον από Σλαύους, ότι οι απόμαχοι στρατιώται είχαν ως δούλους τους άρρενες Σλαύους οι οποίοι δεν είχαν συζύγους, άρα δεν τεκνοποιούσαν, τέλος πως στην πολιορκία των Πατρών μετείχε πλήθος άλλων, όπως π.χ. σαρακηνών και όχι Σλαύων. Αυτό αποδεικνύεται και από την έξοδο που πραγματοποίησε η μάλλον ολιγομελής Φρουρά των Πατρών, (νομίζοντας ότι έρχονται οι αυτοκρατορικές δυνάμεις ενίσχυσης και λύσης της πολιορκίας).
Τέλος, δεν υπάρχει κανένα έθνος, ούτε και το Γερμανικό, που να μην έχει κάποιες σκούρες, αν όχι μαύρες, σελίδες στην ιστορία του. Το να ψάχνουμε να βρούμε κατί τι που να επιβαρύνει την Ελληνική Ιστορία, είναι γελοίο.
Αποδεικνύεται αυτό και από την πράξη των Ελλήνων αγράμματων μεν – αλλά εχόντων Ελληνική συνείδηση – πολιορκητών της Ακρόπολης Αθηνών, οι οποίοι προσέφεραν στους πολιορκούμενους Τούρκους μολύβι, ώστε αυτοί να μην σπάζουν τα μάρμαρα για να πάρουν το μολύβι που ενεργούσε σαν συνδετικό υλικό στους μαρμάρινους σπονδύλους.