Γράφει ο Ιωάννης Σαρρής – Ιστολόγιο Φιλαλήθεια
Η έννοια της εθνικής ταυτότητος απετέλεσε μάλλον ένα δυναμικό φαινόμενο μέσα στην υπερχιλιετή ιστορία του Βυζαντίου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τυγχάνει συχνά παρανοήσεων και ιδεολογικής αποχρώσεως στρεβλώσεων. Εν τούτοις, η κριτική εξέταση του τρόπου δια του οποίου εξελίχθηκε σε αυτό το διάστημα η περί έθνους αντίληψη οδηγεί σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα ιστορικής, εθνολογικής και κοινωνιολογικής φύσεως. Το ζήτημα χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.
Το Βυζάντιο κληρονόμησε τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου, όπου ετερόκλητα έθνη έπρεπε να υποτάσσονται σε μία υπέρτατη αρχή. Ειδικότερα στους πρώτους αιώνες, το βασικότερο κριτήριο για να γίνει κάποιος θεσμικώς και κοινωνικώς αποδεκτός, απολαμβάνοντας πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν η χριστιανική πίστη. Ο Λέων ΣΤ΄ απεκάλεσε τους Ρωμαίους «Έθνος Χριστιανών» [1]. Κατά την περίοδο της αραβικής παντοδυναμίας πολλοί εκτός συνόρων Χριστιανοί θεωρούσαν εαυτούς υπηκόους του Αυτοκράτορος, ενώ η αυτοκρατορική αρχή σε κάθε ευκαιρία αντιμετώπιζε την υπεράσπιση των όπου γης ομοθρήσκων ως φυσικό της καθήκον. Εξάλλου, ο Ηράκλειος πραγμάτωσε την πρώτη καταγεγραμμένη σταυροφορία, μισή χιλιετία πριν την σύνοδο της Κλερμόν και το περίφημο Deus vult. Επί Ηρακλείου (7ος αιών), ολοκληρώνεται και ο γλωσσολογικός εξελληνισμός των επισήμων εγγράφων της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μία διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει από την εποχή του Ιουστινιανού, καθώς ο λαός δεν κατανοούσε τα λατινικά της παλατινής γραφειοκρατίας. Οι δυτικές πηγές, από κλασικών χρόνων έως και σήμερον, ουδέποτε έπαυσαν να αποκαλούν τον λαό του γεωγραφικού πυρήνος της βυζαντινής κοινοπολιτείας “Γραικούς” (Graeci), χαρακτηρισμό τον οποίο χρησιμοποίησαν ως αυτοπροσδιορισμό και ορισμένοι βυζαντινοί λόγιοι.
Μετά την απώλεια των εδαφών της Μέσης Ανατολής και των ιδιότροπων λαών της (εν μέρει εξαιτίας των θεολογικών ερίδων), η Αυτοκρατορία κατέστη ομοιογενέστερη εθνολογικά και το ελληνικό στοιχείο επεβλήθη κατά κράτος (όπως διαπιστώνεται και στην έκβαση της Εικονομαχίας τον 9ο αιώνα). Μέχρι τότε ο όρος «Έλλην» σήμαινε τον ειδωλολάτρη, αλλά πλέον άρχισε να αποκτά πολιτισμική χροιά, την οποία διά της κλασικής παιδείας ενστερνίστηκαν υπερηφάνως οι βυζαντινοί λόγιοι. Ύστερα από την άλωση του 1204, συνειδητοποιήθηκαν και οι διαφορές με την φραγκική Δύση. Η πολιτισμική κοινοτική συνείδηση ενσωμάτωσε και φυλετικό χαρακτήρα, σφυρηλατήθηκε ένας εθνικισμός και μορφοποιήθηκε η ταυτότητα του Νεοέλληνος. Δυνάμεθα να παρατηρήσουμε ότι στην εννοιολογική εξέλιξη του όρου «Έλλην» ακολουθήθηκε αντίστροφη πορεία σε σχέση με την αρχαιότητα (που έως την κλασική Ελλάδα είχε φυλετικό χαρακτήρα, στην ελληνιστική εποχή πολιτισμικό και στην ρωμαϊκή θρησκευτικό). Τοιαύτη συναρπαστική εθνολογική παλιννόστησις καταμαρτυρεί την αδιάλειπτο συνέχεια του Ελληνικού Έθνους σε βάθος χιλιετιών.