Hμερομηνία δημοσίευσης: 19-11-06
Μια τριετία με απόπειρες, που τελικά απέτυχαν, για πολιτική χειραγώγηση της ελληνικής κοινής γνώμης
Ανάλυση του Γιαννη Μαυρη*
«1. Δεν αρχίζουμε ένα πρόγραμμα, ή δελτίο ειδήσεων απλά και μόνο με τα αποτελέσματα μιας δημοσκόπησης πρόθεσης ψήφου.
2. Δεν κάνουμε πρώτο θέμα ειδήσεων το αποτέλεσμα μιας δημοσκόπησης πρόθεσης ψήφου.
3. Αντιμετωπίζουμε όλες τις σοβαρές δημοσκοπήσεις ισότιμα. Ουδέποτε μπαίνουμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε κάποια, ειδησεογραφικά, πιο αξιοπρόσεκτη από τις υπόλοιπες».
(Αποσπάσματα από τις οδηγίες του BBC, για την παρουσίαση αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων)
Τα τελευταία τρία χρόνια, το φαινόμενο της ανοικτά προπαγανδιστικής χρήσης των δημοσκοπήσεων, από τα Μέσα Ενημέρωσης, έλαβε πρωτοφανείς διαστάσεις. Το γεγονός αυτό αποτελεί άλλη μια λυπηρή ελληνική ιδιομορφία. Οι δημοσκοπήσεις χρησιμοποιούνται από τα ΜΜΕ σε επιχειρήσεις «ψυχολογικού πολέμου» (PSYOPS), για την κατίσχυση στη μάχη των «εντυπώσεων». Στo πλαίσιo του κομματικού «πολέμου» (του κομματικού ανταγωνισμού), δεδομένου και του αυξημένου ρόλου που έχουν καταλάβει στην Ελλάδα τα ΜΜΕ, απέναντι στα κόμματα, ο στόχος είναι διπλός: τόσο η κοινή γνώμη, όσο και το ηθικό των (αντίπαλων) κομματικών στελεχών. Ωστόσο, η τεχνική της προπαγάνδας, μέσω δημοσκοπήσεων, αποδείχθηκε μάλλον ατελέσφορη και δεν επέφερε τα αναμενόμενα από τους κατασκευαστές της αποτελέσματα. Το σημαντικότερο, η αποτυχία της λειτουργεί απομυθοποιητικά για την ίδια την ισχύ των ΜΜΕ και την πραγματική δυνατότητα κοινωνικής επιρροής που διαθέτουν.
1. Το μάθημα του 2004 («επιχείρηση ψαλίδα»)
Οι βουλευτικές εκλογές του 2004 αποτελούν, χωρίς καμιά αμφιβολία, τη μελανότερη σελίδα στη σύντομη ιστορία των ελληνικών δημοσκοπήσεων. Τη μεγαλύτερη ευθύνη έχουν, όχι τυχαία, τα (τότε) φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ. Η κυβέρνηση Σημίτη υπερεκτιμούσε την επικοινωνιακή ισχύ των δημοσκοπήσεων. Από το 1996, θεωρώντας αναγκαία την εξασφάλιση ευνοϊκών –για αυτήν και κυρίως για τον πρωθυπουργό– αποτελεσμάτων στις δημοσκοπήσεις, υποστήριξε την ανάδειξη «φίλιων» εταιρειών και ευνόησε την προπαγανδιστική χρήση τους, από τα φιλικά προσκείμενα –προς αυτήν– Μέσα.
Οπως είναι γνωστό, το αποτέλεσμα του 2004 είχε κριθεί πολύ καιρό πριν από τις εκλογές. Επρόκειτο για παγιωμένη τάση του εκλογικού σώματος, ήδη από το 2001. Επιπλέον, όπως αποδείχθηκε αλλού, η προεκλογική εκστρατεία του 2004, όχι μόνον δεν ωφέλησε το ΠΑΣΟΚ, αλλά αντιθέτως διεύρυνε περαιτέρω τη διαφορά του από τη Ν.Δ., κατά 1,5-2 εκατοστιαίες μονάδες. (Βλέπε σχετικά, Γ. Μαυρής & Γ. Συμεωνίδης, βουλευτικές εκλογές 2004, στο: VPRC, Η Κοινή Γνώμη στην Ελλάδα 2004, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2005). Σε πλήρη αντίθεση με αυτήν την οφθαλμοφανή πραγματικότητα, τα (τότε) φιλοκυβερνητικά Μέσα επιχείρησαν ανοικτά την παραποίησή της, προπαγανδίζοντας την πεποίθηση, ότι η «ψαλίδα» μειώνεται και ότι η εκλογική αναμέτρηση είναι «ντέρμπι» (Βλέπε παραπλεύρως τα πρωτοσέλιδα του 2004). Ολοι γνωρίζουν ότι το εκλογικό αποτέλεσμα διέψευσε παταγωδώς αυτήν την «εκτίμηση», επιφέροντας έτσι ένα καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία τους. Αντί, όμως, αυτή η κραυγαλέα αποτυχία να προκαλέσει την αυτοκριτική, έναντι του κοινού, και τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων τηλεόρασης/ δημοσκοπήσεων, όπως π.χ. είχε συμβεί στη Μ. Βρετανία το 1992, οδήγησε, αντιθέτως, στη χειρότερη επανάληψη του φαινομένου, μόλις δύο χρόνια αργότερα: Στην επέτειο των δύο χρόνων από την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη Ν.Δ.
2. Μάρτιος 2006 («επιχείρηση ισοπαλία»)
Στον πόλεμο της προπαγάνδας, το Μάρτιο του 2006, η κυβέρνηση υπέστη, αναμφίβολα, μια οδυνηρή ήττα. Για δεύτερη φορά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, τώρα όμως περισσότερο απροκάλυπτα, τα αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ επιχείρησαν να παρουσιάσουν την πραγματικότητα ανάποδα. Οσο και αν φαίνεται απίστευτο, η «επιχείρηση ισοπαλία» είχε προαναγγελθεί. Στις σημαντικότερες και κατά τεκμήριο σοβαρές εφημερίδες της αντιπολίτευσης, η ανατροπή του κομματικού συσχετισμού στις δημοσκοπήσεις, που επρόκειτο να δημοσιευτούν στο μέλλον, είχε προεξοφληθεί μήνες πριν (!).
Το «αξίωμα» που προβλήθηκε τώρα ήταν το ακόλουθο: η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων, που κατέγραψαν οι εκλογές 2004, δύο χρόνια μετά είχε πλέον εξανεμισθεί. Στο μέσον της τετραετίας, υπήρχε «ισοπαλία» και τα δύο κόμματα «ξεκινούσαν» για τις Νομαρχιακές του Οκτωβρίου από την ίδια βάση (βλέπε πρωτοσέλιδα του 2006). Μάλιστα, με βάση τρεις δημοσκοπήσεις, το ΠΑΣΟΚ είχε «περάσει μπροστά», κατά 0,3%-0,5%!
Σε μη-προεκλογική περίοδο και χωρίς το «άγχος» του ελέγχου της πραγματικότητας, στο οποίο υποβάλλουν οι εκλογές τις εταιρείες ερευνών, αυτές οι δημοσκοπήσεις προβλήθηκαν επί τρεις ημέρες στα κεντρικά δελτία, παραβιάζοντας κάθε έννοια δεοντολογίας στην παρουσίαση αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων. Για τα ελληνικά δεδομένα, πρόκειται μάλλον για το πλέον ακραίο παράδειγμα τηλεοπτικής προπαγάνδας με δημοσκόπηση. Ας σημειωθεί, ότι τα τρία μεγάλα κανάλια –MEGA, ΑΝΤ1 και ALPHA– και η πλειοψηφία του αντιπολιτευτικού Τύπου αποσιώπησαν εντελώς άλλες δημοσκοπήσεις (της VPRC), που έδειχναν διακριτό προβάδισμα της κυβέρνησης. Σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα, στο βαθμό που οι δημοσκοπήσεις σημαντικών εταιρειών εμφανίζουν αντιφατικά αποτελέσματα, μέσο ενημέρωσης που σέβεται τον εαυτό του, δεν θα προέβαινε σε τέτοια απροκάλυπτα επιλεκτική παρουσίαση.
3. Οκτώβριος 2006 («αλλαγή σκηνικού»)
Εντούτοις, με τις πρόσφατες Νομαρχιακές εκλογές, η εσφαλμένη εκτίμηση για «ισοπαλία» το Μάρτιο διαψεύσθηκε ξανά, χωρίς ωστόσο να «ιδρώσει το αυτί κανενός». Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ερμηνεύσει, γιατί το αποτέλεσμα του Α’ γύρου επιβεβαίωσε τον συσχετισμό του 2004 και δεν κατέγραψε μεταστροφή υπέρ της αντιπολίτευσης. Και τούτο, παρά το γεγονός πως η περίοδος Απριλίου-Οκτωβρίου 2006 ήταν περίοδος κοινωνικής αναταραχής και ευρύτατης δυσαρέσκειας προς την κυβέρνηση. Επομένως, είχε ή όχι η κυβερνητική φθορά το μέγεθος που φαντασιώνονταν τα αντιπολιτευτικά Μέσα; Είχε ή όχι συγκροτήσει η αντιπολίτευση μια εναλλακτική λύση διακυβέρνησης;
Καμιά ανάλυση δεν μπορεί να ερμηνεύσει πειστικά τις τάσεις της σημερινής πολιτικής σκηνής, αν βασισθεί σε τέτοιες «δημοσκοπήσεις». Η συγκρότηση εναλλακτικής λύσης διακυβέρνησης, από την αντιπολίτευση, είναι μια αργόσυρτη διαδικασία, που όταν έχει επιτευχθεί δεν ανακόπτεται, ούτε ανατρέπεται εύκολα. Προκαλεί δε, κατά κανόνα, τη μεταστροφή του εκλογικού σώματος. Ομως στο μέσον του εκλογικού κύκλου, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Φαίνεται ότι η εναλλακτική λύση απλώς… «ξεφούσκωσε» μετά το Πάσχα του 2006. Τα αντιπολιτευτικά ΜΜΕ ξέχασαν τι έλεγαν, ελάχιστους μήνες πριν, και η «ψαλίδα» απλώς… «ξανα-άνοιξε». Οι Νομαρχιακές απέδειξαν για τρίτη φορά την αποσύνδεση ορισμένων ΜΜΕ από την πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Η «αλλαγή του σκηνικού» που προανήγγειλαν, δεν επαληθεύθηκε.
4. Η απροσδόκητη επίδραση της προπαγάνδας
Η αποτελεσματικότητα της προπαγάνδας με δημοσκοπήσεις είναι (ευτυχώς) αμφιλεγόμενη. Μπορεί να ασκούν κάποια επίδραση στα κομματικά στελέχη, αλλά υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες, αν η ίδια επίδραση ασκείται και στο επίπεδο της κοινής γνώμης. Απόδειξη για αυτό είναι το γεγονός, ότι σε διάστημα δύο ετών και στις τρεις φορές που χρησιμοποιήθηκαν δημοσκοπήσεις προπαγανδιστικά επέφεραν, όχι τον επηρεασμό κατά το δοκούν του εκλογικού αποτελέσματος, αλλά, αντιθέτως, μόνον καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία των Μέσων που τις χρησιμοποίησαν. Η επίδραση που άσκησαν οι προπαγανδιστικές δημοσκοπήσεις, τον Μάρτιο του 2006, ήταν η αντίστροφη, από αυτήν που επιδιώχθηκε: α) Στο μέσο της 4ετίας, επειδή καμιά μεταστροφή δεν είχε επισυμβεί, η επίδρασή τους ήταν άλλη: «Υπενθυμίζοντας» στους εκλογείς τις εκλογές του 2004, προκάλεσαν «βίαια» την ανάκληση των κομματικών ταυτίσεων και αύξησαν τη συσπείρωση της Ν.Δ. β) Από την άλλη πλευρά, προσέφεραν κάκιστες υπηρεσίες στο ΠΑΣΟΚ. Καλλιέργησαν φρούδες ελπίδες και προσδοκίες σε ηγεσία, στελέχη και εκλογείς (θεωρώντας ότι η κατάρρευση της κυβέρνησης είναι προ των θυρών, ή εν πάση περιπτώσει εύκολη), οι οποίες διαψεύσθηκαν με τις πρόσφατες Δ/Ν εκλογές. Και ως γνωστόν, στην πολιτική, η διάψευση των προσδοκιών είναι πολύ χειρότερη από τη δημιουργία τους.
Το πρόβλημα είναι πολιτικό
Η εμπλοκή των δημοσκοπήσεων στον «πόλεμο της προπαγάνδας», που έχουν επιφέρει τα ΜΜΕ, με λίγες εξαιρέσεις, δεν είναι εύκολο να αντιμετωπισθεί. Δεν θα επιλυθεί δυστυχώς ούτε με την (απαραίτητη) θεσμική ρύθμιση, ούτε βεβαίως μπορεί να επιλυθεί με «καταστολή». Είναι ζήτημα που αφορά πρωτίστως τη λειτουργία και την αυτοπροστασία της αξιοπιστίας των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων. Την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα και δεοντολογία που ελλείπει. Ομως, τρεις διαψεύσεις μέσα σε δύο χρόνια είναι πολλές. Εκείνα τα ΜΜΕ που επέβαλαν την καθιέρωση της προπαγάνδας με τις δημοσκοπήσεις θα πρέπει επιτέλους να το σκεφτούν σοβαρά.
* Ο Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμονας Ph.D, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος των εταιρειών VPRC & Public Issue.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_politics_22_19/11/2006_205881
.