Του Δρ. Κων/νου Αποστόλου-Κατσαρού*
Ο δημόσιος διάλογος στις μέρες μας βρίθει αναφορών για την ανάγκη άμεσης απεξάρτησης από ρυπογόνες πηγές ενέργειας και μετάβασης σε «ήπιες» και «φιλικές» προς το περιβάλλον, τις αποκαλούμενες «καθαρές» ή «πράσινες» οι οποίες περιορίζουν την αποδέσμευση διοξειδίου του άνθρακα. Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, η μετάβαση σε αυτές τις μορφές ενέργειας επικεντρώνεται κυρίως στην διαδικασία απολιγνιτοποίησης του εθνικού ενεργειακού συστήματος. Με βασικό επιχείρημα το υψηλό «περιβαλλοντικό κόστος» των λιγνιτικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σχεδιάζεται η αντικατάστασή τους από «φτηνές» και περιβαλλοντικά φιλικές/αειφόρες Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Εύλογα λοιπόν δημιουργείται το ερώτημα για το βάσιμο και το αληθές του συγκεκριμένου -εύηχου σε επίπεδο πρόθεσης- σχεδιασμού.
Στις ΑΠΕ, σύμφωνα με την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία, συγκαταλέγονται η αιολική ενέργεια, η ηλιακή, η γεωθερμία, η ενέργεια των κυμάτων, η εκμετάλλευση του υδάτινου δυναμικού (υδροηλεκτρικά) και της βιομάζας. Σύμφωνα με την Eurostat, οι ΑΠΕ που κυριάρχησαν στην ΕΕ για το 2020 ήταν η αιολική και η υδροηλεκτρική με ποσοστά 36% και 33% αντίστοιχα, ενώ ποσοστό 14% προερχόταν από την ηλιακή, 8% από βιοκαύσιμα και 8% από άλλες πηγές. Για την Ελλάδα, το 36% (κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ με 37%) της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώθηκε το 2020 παρήχθη από ΑΠΕ.
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφερθεί μία αντίφαση που παρατηρείται σχετικά με τις «πράσινες» μορφές ενέργειας. Παρότι ως τέτοιες θεωρούνται όσες παράγουν χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, εν τούτοις συχνά αποσιωπάται στο δημόσιο διάλογο το συνολικό περιβαλλοντικό κόστος που τις συνοδεύει. Αυτό αφορά στο πώς επιβαρύνουν το περιβάλλον εν γένει. Συγκεκριμένα, τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά την κατασκευή και την εγκατάσταση για παράδειγμα των αιολικών ή φωτοβολταϊκών μονάδων, αλλά και τη σημαντική επιβάρυνση του περιβάλλοντος κατά την απόσυρσή τους, στο τέλος της σύντομης διάρκειας ζωής τους (περίπου 15 με 20 χρόνια), λόγω του ότι δεν είναι δυνατό να ανακυκλωθεί το σύνολο των υλικών τους τα οποία εκτός των άλλων περιέχουν και ποικιλία τοξικών ουσιών.
Επιπρόσθετα, το μεγαλύτερο ζήτημα με τις ΑΠΕ και δη την ηλεκτροπαραγωγή από αιολική και ηλιακή ενέργεια (οι κυριότερες για την Ελλάδα) συνίσταται στο γεγονός ότι πρώτον δεν υπάρχει δυνατότητα αποθήκευσης της πλεονάζουσας ενέργειας, και δεύτερον, η παραγωγή ενέργειας δεν καθορίζεται από τη ζήτηση αλλά από τις καιρικές συνθήκες (ηλιοφάνεια/ένταση ανέμων κλπ). Ως εκ τούτου στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, οι ΑΠΕ δεν μπορούν να υπερβούν συγκεκριμένα πεπερασμένα όρια. Η ηλεκτρική ενέργεια που υπολείπεται, είναι επιβεβλημένο να συνεχίσει να προέρχεται από συμβατικές πηγές/μεθόδους οι οποίες ρυθμίζουν κατά το δοκούν την παραγωγή, αναλόγως με την ζήτηση.
Υπό αυτό το πρίσμα, η «τεχνολογική ανωριμότητα» καθιστά αναγκαία αφενός την ήπια και σταδιακή απολιγνιτοποίηση και αφετέρου τη χρήση «μεταβατικών καυσίμων» όπως το φυσικό αέριο το οποίο αποτελεί ίσως ιδανική γέφυρα προς τις ΑΠΕ. Με την υποσημείωση βέβαια ότι το φυσικό αέριο δεν είναι τελείως «πράσινο», με εκπομπές που κυμαίνονται περίπου στο 65% των εκπομπών του CO2 εκείνων του λιγνίτη. Βέβαια, για μια χώρα που δεν διαθέτει το δικό της φυσικό αέριο, εγείρονται σοβαρά ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας/εξάρτησης. Αρκεί και μόνο να συλλογιστεί κανείς τα σημεία εισαγωγής του φυσικού αερίου στη χώρα, προκειμένου να κατανοηθεί ο κίνδυνος. Περίπου το 70% των εισαγωγών υλοποιείται μέσω ενός πλέγματος αγωγών που διέρχονται από την Τουρκία.
Μία εναλλακτική επιλογή είναι η αύξηση του όγκου του εισαγόμενου LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου) το οποίο όμως έχει αισθητά μεγαλύτερο κόστος προμήθειας/μεταφοράς. Η ιδανική λύση είναι να εκμεταλλευτούμε την ιδιαίτερα ευνοϊκή συγκυρία (ευρωπαϊκή ενεργειακή πενία) και να επιταχύνουμε τις διαδικασίες αξιοποίησης του φυσικού αερίου που διαθέτει η χώρα. Σύμφωνα με την Ελληνική Αρχή Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ), «υπό την προϋπόθεση ότι οι γεωτρήσεις που θα γίνουν, είναι επιτυχείς στο ένα τέταρτο(1/4) των εντοπισμένων γεωλογικών δομών […], αυτές οι δομές θα μπορούσαν να φιλοξενούν αποθέματα της τάξης των 2.000bcm [σημ. η Ελλάδα καταναλώνει ≈6bcm/έτος]. Η αξία των ελληνικών κοιτασμάτων είναι 250δις ευρώ».
Με οδηγό μάλιστα την ανάπτυξη/εκμετάλλευση του αιγυπτιακού κοιτάσματος Zohr, η οποία επιτεύχθηκε εντός διετίας από την ανακάλυψή του, κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να υλοποιηθεί και στη χώρα μας. Με αυτόν τον τρόπο θα περιοριστεί η ακροσφαλής ενεργειακή εξάρτηση, θα μειωθεί σημαντικά το ενεργειακό κόστος, και θα εξαχθεί η πλεονάζουσα ποσότητα φυσικού αερίου, μέχρις ότου επιλυθούν τα ζητήματα που περιορίζουν τη χρήση των πράσινων τεχνολογιών.
Τέλος επισημαίνεται ότι οι υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες στη χώρα μας παράγουν ισχύ μεγέθους 3,4GW. Ο ορίζοντας για την ολική απεξάρτηση από αυτές είναι το 2028, τη στιγμή που η Γερμανία (κύριος κατασκευαστής πράσινων τεχνολογιών) τον μεταθέτει για το 2038 με εκτιμώμενο κόστος που ανέρχεται στα 1,2δις ευρώ για κάθε 1GW. Ως εκ τούτου πολλοί υποστηρίζουν ότι η επιχειρούμενη πολιτική μετάβασης της Ελλάδας στις ΑΠΕ είναι βεβιασμένη, με μεγάλο κόστος για το ευρύ κοινό αλλά και για την βιομηχανία ειδικά στη δεδομένη χρονική συγκυρία των εξελίξεων στην Ουκρανία. Εν κατακλείδι, η περαιτέρω καθυστέρηση στην εκμετάλλευση του εγχώριου ορυκτού πλούτου, υποσκάπτει την ενεργειακή ασφάλειά της χώρας, δημιουργώντας αχρείαστες εξαρτήσεις με απρόβλεπτες συνέπειες στο διαρκώς μεταλλασσόμενο διεθνές σύστημα και στην υπό διαμόρφωση νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας.
*Ειδικός τεχνικός σύμβουλος. Διετέλεσε λέκτορας και επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Μπράιτον της Βρετανίας, από το οποίο κατέχει διδακτορικό και μεταπτυχιακό τίτλο.