Ο Φρειδερίκος Νίτσε σε ένα από τα τελευταία του έργα προειδοποιεί ότι «μερικοί άνθρωποι ‘γεννιούνται’ μετά από το θάνατο τους». Αυτή ήταν και η μοίρα του Κρίστε Μισίρκοφ. Γεννημένος το 1874 κοντά στην αρχαία Πέλλα, έγραψε ένα βιβλίο το οποίο πουλήθηκε στη Σόφια για λίγες μόνο ημέρες, εξέδωσε ένα τεύχος περιοδικού που ουδέποτε διανεμήθηκε και πέθανε σχετικά άσημος σε ηλικία μόλις 52 ετών. Σήμερα όμως θεωρείται εθνικός ήρωας στη γειτονική Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και χαίρει αναγνώρισης ανάλογης με αυτής των Ρήγα Φεραίου και Αδαμάντιου Κοραή στην Ελλάδα (χωρίς βέβαια να μπορεί να συγκριθεί με τη διεθνή τους φήμη).
Το έργο και η ζωή του Κρίστε Μισίρκοφ παραμένουν απόλυτα άγνωστα στο ευρύ ελληνικό κοινό. Φωτίζονται όμως από τη μετάφραση του βασικού του πονήματος Μακεδονικές Υποθέσεις (1903)[1], καθώς και από την αξιόλογη μελέτη της κ. Αγγελοπούλου η οποία εντάσσει τη δράση του Μισίρκοφ στις ιδεολογικές και πολιτικές εξελίξεις της εποχής του.[2]
Συγκεκριμένα, οι περισσότεροι Βούλγαροι στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν πεπεισμένοι ότι οι σλαβόφωνοι κάτοικοι στη Μακεδονία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας-που απαρτίζονταν από τα βιλαέτια (επαρχίες) της Θεσσαλονίκης, Σκοπίων και Μοναστηρίου-ήταν ομοεθνείς τους, οι οποίοι θα έπρεπε να βρίσκονται εντός των ορίων μιας νέας «Μεγάλης Βουλγαρίας.» Συγχρόνως όμως αρκετοί Βούλγαροι συνειδητοποιούσαν ότι τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής και η περιφερειακή ισχύς της Ελλάδος και Σερβίας δεν επέτρεπαν μια τέτοια εξέλιξη. Προκειμένου να αποφευχθεί ο εδαφικός διαμελισμός της Οθωμανικής Μακεδονίας από όλα τα γειτονικά βαλκανικά κράτη, αναπτύχθηκε (πάντα από βουλγαρική σκοπιά) κίνημα πολιτικού «σεπαρατισμού» (διαχωρισμού). Στόχος ήταν η πολιτική αυτονομία της οθωμανικής Μακεδονίας και όχι η ενσωμάτωση της με τη Βουλγαρία (εξέλιξη βεβαίως που δεν αποκλείονταν για το απώτερο μέλλον).
Ο «πολιτικός σεπαρατισμός» των Βουλγάρων δε βασίστηκε μόνο στην «ανάγνωση» της ισορροπίας ισχύος της εποχής, αλλά ήταν και αποτέλεσμα της τοπικής δυσαρέσκειας αρκετών σλαβόφωνων με τις επιλογές του βουλγαρικού κράτους σε ζητήματα γλωσσικής, εκκλησιαστικής και εξωτερικής πολιτικής. Αποσύνδεε το άμεσο πολιτικό μέλλον της οθωμανικής Μακεδονίας με αυτό της Βουλγαρίας, χωρίς όμως να παραδέχεται την ύπαρξη ξεχωριστής «μακεδονικής» εθνότητας. Ουσιαστικά επρόκειτο για ενδο-βουλγαρική διαφοροποίηση στρατηγικών επιδιώξεων. Ακολουθήθηκε όμως από κίνημα «εθνικού σεπαρατισμού» το οποίο διακήρυξε την ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους μη ταυτιζόμενου με το βουλγαρικό ή το σερβικό.
Ο σημαντικότερος διανοούμενος του «εθνικού σεπαρατισμού» είναι ο Κρίστε Μισίρκοφ.
Όπως γράφει η κ. Αγγελοπούλου, το βιβλίο του Μακεδονικές Υποθέσεις «είναι το πρώτο κείμενο, στο οποίο ένας ‘Μακεδόνας διανοούμενος’ υποστηρίζει ξεκάθαρα και με επιχειρηματολογία τον εθνικό σεπαρατισμό’… Ο Μισίρκοφ επιχειρεί να γράψει το κείμενο στο ‘κεντρικό μακεδονικό’ ιδίωμα, το οποίο πιστεύει ότι πρέπει να καθιερωθεί ως βάση της λόγιας ‘μακεδονικής’ γλώσσας.» Συνεπώς μπορεί κάποιος πλέον να αρχίσει να αντιλαμβάνεται τη σημασία του για τη νεόκοπη γειτονική δημοκρατία.
Η μελέτη του Μισίρκοφ προσφέρει σημαντικά στοιχεία για τις εξελίξεις της εποχής του αλλά και για τη δημιουργία σλαβομακεδονικής εθνικής ταυτότητας. Εντύπωση προκαλεί η ανάλυση του για τις περιφερειακές διεθνείς σχέσεις: «Είμαι Μακεδόνας και ιδού πως βλέπω τη θέση της χώρας μου: εχθροί της Μακεδονίας δεν είναι ούτε η Ρωσία ούτε η Αυστροουγγαρία, αλλά η Βουλγαρία, η Ελλάδα και η Σερβία.»
Επιπρόσθετα πιστεύει ότι «οι καλές σχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες και εμάς (τους Σλάβους Μακεδόνες) εξαρτώνται περισσότερο από τους Έλληνες. Για να βελτιωθούν, οι Έλληνες πρέπει να εγκαταλείψουν τη μεγαλομανία τους και να αναγνωρίσουν στους Μακεδόνες το δικαίωμα συνύπαρξης στη Μακεδονία. Ιδιαίτερα το Πατριαρχείο, ως οικουμενικός θεσμός, πρέπει να σταματήσει να δρα ως θεσμός με ελληνικό χαρακτήρα.»
Πάντως, ο Μισίρκοφ ελάχιστα επιχειρηματολογεί σχετικά με την αρχαία Μακεδονία. Γνωρίζει αρκετά καλά ιστορία ώστε να μην προσπαθεί να συνδέσει την ιστορία των σλαβικών πληθυσμών με την αρχαία ιστορία της Χερσονήσου του Αίμου. Οι βυζαντινοί χρόνοι αποτελούν την απαρχή των αναλύσεων και των αναζητήσεων του για ύπαρξη «μακεδονικής» εθνότητα αν και παραδέχεται ότι «υπήρξε κάποια ιστορική στιγμή που δεν είχαμε συγκεκριμένη εθνική συνείδηση.»
Και καθώς πιθανολογείται νέα πρωτοβουλία για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας, χρήσιμο θα ήταν οι ιθύνοντες στα Σκόπια να λάβουν υπόψη την παρατήρηση του Μισίρκοφ ότι «Το όνομα ‘Μακεδόνας’ χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τους Σλάβους Μακεδόνες ως γεωγραφικός όρος, για να δηλώσουν την καταγωγή τους.»
Σημαντικό είναι επίσης είναι το γεγονός ότι ο Μισίρκοφ δεν ήταν απόλυτα συνεπής στις απόψεις του. Φαίνεται ότι μετά την έκδοση των Μακεδονικών Υποθέσεων μάλλον αποδέχθηκε θέσεις πιο φίλα προσκείμενες στις βουλγαρικές απόψεις, για να επιστρέψει όμως προς το τέλος της ζωής του στον αρχικό του «μακεδονικό σεπαρατισμό.» Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ακόμα και ο πρώην Πρόεδρος της ΠΓΔΜ Κίρο Γκλιγκόροφ εξομολογείται στα απομνημονεύματα του ότι «μέσα μου ωρίμασε από νωρίς η πεποίθηση ότι είμαι Μακεδόνας, αλλά έχω την αίσθηση ότι αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε τον καιρό που ήμουν μαθητής Γυμνασίου στα Σκόπια.» Κατά συνέπεια, η αίσθηση εθνικότητας που διέθετε ο Γκλιγκόροφ δε δημιουργήθηκε αμέσως, δεν ήταν δηλαδή κάτι το σχεδόν αυτόματο ή αυτονόητο, αλλά για να ολοκληρωθεί έπρεπε να φτάσει στα γυμνασιακά του χρόνια. Από αυτές τις περιπτώσεις η σλαβομακεδονική εθνική ταυτότητα παρουσιάζεται (πριν την ύπαρξη βέβαια της ΠΓΔΜ) μάλλον ως περισσότερο ευμετάβλητη από ότι θα περιμέναμε.
Επιπρόσθετα πρέπει να τονισθεί το γεγονός ότι ο Μισίρκοφ γράφει στις αρχές του 20ου αιώνα και μάλιστα αρχικά χωρίς σημαντικό αναγνωστικό κοινό. Με άλλα λόγια, ο «μακεδονικός εθνικός σεπαρατισμός» είναι σε επίπεδο διανόησης εγχείρημα ασυνήθιστα πρόσφατο, με κομβικά σημεία όχι μόνο τις δημοσιεύσεις του Μισίρκοφ, αλλά και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη δημιουργία από τον Τίτο το 1944 της «Λαϊκής (μετέπειτα Σοσιαλιστικής) Δημοκρατίας της Μακεδονίας» στο πλαίσιο της τότε Γιουγκοσλαβίας.
Ο Μισίρκοφ φαίνεται να διαισθάνεται αυτό το πρόβλημα: «Να τι μπορεί να απαντήσει κανείς σ’ αυτούς που ισχυρίζονται ότι η μακεδονική εθνότητα δεν υπήρξε ποτέ: μπορεί να μην υπήρξε ποτέ, αλλά σήμερα υπάρχει και θα υπάρχει και στο μέλλον.»
Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο αν έχει δημιουργηθεί σλαβομακεδονική εθνική ταυτότητα, αλλά αν η διαδικασία δημιουργίας της έχει ολοκληρωθεί καθώς και ποιες θα είναι οι συνέπειες αυτής της δημιουργίας για το μέλλον των Βαλκανίων.
Ο Αριστοτέλης Τζιαμπίρης είναι Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
[1] Άννα Αγγελοπούλου, Ο Κ. Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η Κίνηση των «Μακεδονιστών», University Studio Press, 2005.
[2] Κρίστε Μισίρκοφ, Μακεδονικές Υποθέσεις, Μετ. Δημήτρης Καραγιάννης, Εκδόσεις Πετσίβα, 2003.
.