του Μιχάλη Μελετίου
…………………………………………………………………….
- Ο ώριμος άνθρωπος οφείλει – πριν πεθάνει – να ξοδέψει όλα τα αποθέματα που διαθέτει. Και σωματικά και ψυχικά. Αν είναι δυνατόν, να μην αφήσει στον Χάρο τίποτε άλλο παρά μόνο ένα πέτσινο σακί γεμάτο με θρυμματισμένα κόκκαλα. Οι δεξαμενές αυτών των αποθεμάτων όμως πλάθονται και γεμίζουν όταν μέσα τους καταλήγουν τα πλουσιοπάροχα νερά της νεότητας. Άρα είναι ένα μέγεθος που καθορίζεται νωρίς στη ζωή του ανθρώπου. Τα ύδατα αυτά, αν και έχουν τη δυνατότητα να είναι χειμαρρώδη και γεμάτα με εύφορη ύλη, δεν σημαίνει ότι θα είναι και τέτοια. Ούτε σημαίνει ότι όλοι μας θα μπορέσουμε να φτάσουμε σε αυτό το επίπεδο πλησμονής. Χρειάζεται μέριμνα από νωρίς.
- Εκπαιδεύεται μια γενιά χωρίς πραγματικές εμπειρίες. Μια γενιά ανθρώπων που δεν έχουν επαφή με την αληθινή ζωή. Μια ολόκληρη στρατιά ανθρώπων που τους βιάζουν καθημερινώς στο να καλουπωθούν μέσα σε μια αλλοπρόσαλλη πνευματική αναπηρία, να εισέλθουν σ’ ένα αχυρένιο και παντελώς μέτριο πνευματικό προλεταριάτο, ενώ ταυτόχρονα τους παραμυθιάζουν για ελευθερίες, δικαιώματα και ευκαιρίες. Ο βιασμός εδώ έχει τη διττή σημασία της λέξης: είναι και βίαιος και βιαστικός (γρήγορος). Και στην τελική φάση του σχεδίου του πάντα άγαρμπος και με προφάσεις εν αμαρτίαις που θα ζήλευε ακόμα κι ο Προκρούστης. Έτσι, τα φρεάτια της σημερινής νεότητας κατασκευάζονται ρηχά διατρέχοντας τον άμεσο κίνδυνο να στερεύουν γρήγορα και να παραμένουν κατά την ενηλικίωση μόνο με τις κροκάλες του πάτου τους. Ή, έστω, μισογεμίζουν με ένα νερό γλυφό και παράξενο. Με νερό που αντί να σε ξεδιψά και να σε ξεκουράζει, περισσότερο σε συγχύζει, αφήνοντας σου ταυτόχρονα μια αίσθηση πίσσας στον ουρανίσκο, λες και έκανες πορείες μέσα στην έρημο κραδαίνοντας ένα άδειο παγούρι.
- Ο ενήλικας που δεν έχει βάθος ύπαρξης βολοδέρνει μέσα στα πάθη του. Επικεντρώνεται σε αυτά που ξέρει. Δηλαδή μόνο στις άλογες προβολές του συναισθηματικού του κόσμου. Επειδή δεν εργάστηκε όταν έπρεπε προκειμένου να μάθει πώς μπορεί κάπως να μετριάσει την επιστασία του, αυτός γιγαντώθηκε και τελικά, προκειμένου να επιβιώσει, μεταμορφώθηκε σε όλες εκείνες τις ανικανοποίητες ανάγκες αλλά και σε ένα ακαθόριστο και δυσεξιχνίαστο, υπαρξιακό άγχος. Επειδή επί της ουσίας υποφέρει, προσπαθεί να αναχαιτίσει τις επιδράσεις του με εξωτερικότητα και όχι με εσωτερικότητα. Με υπερβολές και όχι με μεσότητα. Αυτή η ανυπόφορη κατάσταση είναι δίχως άλλο η αναπόδραστη τιμωρία που δέχεται σήμερα, ως ενήλικας, επειδή δεν είχε μια εύφορη νιότη, κατά τον τρόπο που σημειώσαμε. Δεν θα πω ότι αυτός φταίει για την κατάστασή του. Θα πω όμως ότι αυτός γίνεται ο αποδέκτης. Η υπερβολή είναι στοιχείο της νιότης. Η μεσότητα είναι χαρακτηριστικό του ώριμου, του «ψημένου» ανθρώπου.
- Τα χρόνια φεύγουν. Ξεγλιστράνε στον ορίζοντα και χάνονται στο πουθενά. Μένει μόνο μια θύμηση που μερικές φορές αλλάζει ανάλογα με τη συναισθηματική μας κατάσταση. Άλλοτε στριφογυρίζει θολή και άλλοτε μοιάζει με ξάστερο ουρανό. Μέσα εκεί κατοικούν τα παιδικά και εφηβικά μας κατάλοιπα. Οι ρίζες και οι καταβολάδες της προσωπικότητάς μας. Αδύνατον να κοπούν. Μόνο να δηλητηριαστούν μπορούν. Αλλά και πάλι, έχουν τον τρόπο να σε κρατάνε σε επαφή με το τότε. Μέσα εκεί κατοικούν και οι πρώτες γυναίκες που αγαπήσαμε. Όχι πια όμως ως η αλλοτινή κορυφή του μυστήριου βουνού της Δημιουργίας. Όχι πια ως σύμβολο. Όχι πια ως η Γυναίκα που είναι φορτισμένη με όλες εκείνες τις αμφισημίες των μυθικών κόσμων. Κατάντησαν αυτές οι πρώτες αγάπες να μην είναι τίποτε άλλο παρά μια απλή στατιστική. Λησμονήθηκε η γόνιμη σημασία τους μέσα στη μέγγενη που μας καθήλωσε στην πεζότητα και στη χρησιμοθηρία. Έγιναν σήμερα μόνο ένας αριθμός. Ποιες; Αυτές! Που αν κάτσω και συγκεντρωθώ και τα προσμετρήσω όλα θα γίνω πάλι 16 χρονών, έτοιμος να θυσιαστώ για την πηγή όλων των Ιδεών. Πρόκειται για τους κρουνούς της αυθόρμητης, της αμόλευτης και κατάλευκης από την αγνότητα που τη γέννησε, εσωτερικής παρόρμησης. Της βεβαιότητας ότι «γνωρίζεις» ενώ δεν έχεις προηγούμενη εμπειρία. Τους χείμαρρους που θα ξεχειλίσουν τα φρεάτια της νιότης. Δεν θα το κάνω όμως γιατί η μόνη επιλογή που θα μου απομένει είναι να σταυρώσω το κουράγιο μου πάνω στον έναστρο ουρανό και να απαρνηθώ τον κόσμο. Τον κόσμο τον τρελό και τον άδικο. Αυτόν που τσακίζει τη νεότητα. Μόνο αυτόν έχουμε όμως. Σ’ αυτόν παίζεται η «παρτίδα». Πεζά και θλιβερά τα χρόνια όσων ξεμένουν στη χώρα των ενηλίκων. Το μόνο που έμεινε ατόφιο είναι εκείνο το εσωτερικό ξάφνιασμα που το θυμάται ακόμα πεντακάθαρα η ύπαρξή μου. Ίσως η μόνη αληθινή στιγμή ολόκληρης της ίσαμε και τώρα παρουσίας μου εν τω κόσμω. Τουλάχιστον υπήρξα για μια στιγμή τυχερός κι ευλογημένος. Έγινα ζωντανός μάρτυρας της αποκάλυψης του Θεού. Γιατί όταν η άδολη καρδιά σαστίζει συθέμελα από την εικόνα του ωραίου, τότε η ύπαρξη συντονίζεται με τον Θεό. Μόνο για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Και μένει αυτή η στιγμή εις τους αιώνες. Κτήμα του Πνεύματος. Γιατί από αυτό πηγάζει. Σταγόνα στον ωκεανό των διηγήσεων της τραγικότητας του ανθρώπου.
- Αυτά κάθομαι και σκέφτομαι τις περισσότερες φορές όταν τα φώτα σβήνουν και παραδέρνω μόνος. Δεν ξέρω αν είναι η νοσταλγία εκείνης της αρχαίας πηγής ή αν είναι ένας βαθύς λυγμός επειδή φοβάμαι ότι δεν θα το ξαναζήσω. Ό,τι κι αν είναι, με βοηθά να ανανεώνω τις αντοχές μου. Το πρόβλημα είναι ότι εκεί που ανανεώνεται η αντοχή, παραδίπλα στέκεται βλοσυρή η προοπτική της πλήρους εξασθένησης. Κι ενώ αυτό ακούγεται – και είναι – ως μια οριακή κατάσταση, επειδή μπαζώνεται με τους κόπους της καθημερινής βιοτής, η σημασία της λησμονείται. Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουμε να χαθούμε; Να μην ξημερώσει για εμάς το αύριο;
- Το αύριο ανήκει πάντα στους νέους. Έτσι το όρισε η φύση. Διότι μόνο αυτοί θα υπάρχουν αύριο. Οι μεγάλοι, ανεξαρτήτως της αθλιότητας ή της μεγαλοσύνης τους, είναι καταδικασμένοι – σύντομα – να χαθούν. Όπως είπε εξάλλου με περίσσιο σαρκασμό ο John Maynard Keynes, μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί. Το έργο των σημερινών – ηλικιακά – μεγάλων, εφόσον τους ενδιαφέρει πραγματικά η συνέχιση αυτού που και οι ίδιοι κάποτε παρέλαβαν από τους προηγούμενους, οφείλει να περιλαμβάνει και αρκετές «εργατοώρες» προς διαμόρφωση της δυναμικής των νέων. Η δυναμική αυτή έχει δύο σκέλη. Από τη μία είναι τα υλικά μέσα και από την άλλη είναι τα πνευματικά μέσα. Δεν θα πω πια μέσα είναι τα σημαντικότερα. Μπορώ όμως να πω ότι το πιο υποσχόμενο και το πιο ευέλικτο σκέλος είναι το δεύτερο. Δηλαδή η επένδυση στα πνευματικά μέσα. Το κάρβουνο που καίει τη μηχανή του Πνεύματος δεν είναι η γνώση αλλά η αλήθεια. Και μην ψάχνετε να ορίσετε επ’ ακριβώς το τί είναι «αλήθεια». Ούτε οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι δεν κατάφεραν να το κάνουν. Δεν έχει και τόση σημασία όμως η απολυτότητα στην προκειμένη περίπτωση. Και αυτό γιατί θα αναγκαστείς να διολισθήσεις προς τον διαλεκτικό σχολαστικισμό. Η διαλεκτική αυτή, μας εγκλωβίζει μέσα σε ατραπούς που είναι αδύνατον να ξεφύγεις. Έτσι, στο τέλος σου μένει μια αποδομητική τάση που ρέπει προς τον μηδενισμό. Αν και η αλήθεια, νοούμενη ως η έσχατη κατάκτηση του Πνεύματος, είναι και παραμένει μόνο μία, επειδή αποτελείται από άπειρες συνιστώσες, κάποιες περισσότερο σημαντικές και κάποιες με ελάχιστη αξία, δεν είναι δυνατόν να τις κάνει όλες κτήμα του ο άνθρωπος. Όσο προικισμένος κι αν είναι. Μπορεί μόνο να κατέχει ένα μέρος του Όλου. Να βλέπει και να κατανοεί μια ή λίγες οπτικές. Και ανάλογα με τον φανατισμό που τον χαρακτηρίζει ως ιδιοσυγκρασία, να κρεμιέται από αυτή την οπτική που κατανοεί και να νομίζει κατ’ αυτό τον τρόπο ότι διάγει τον βίο του με «ασφάλεια». Μεγάλη λέξη η ασφάλεια. Επιφορτισμένη με πολύ συναισθηματικό άχθος. Ο άνθρωπος χρειάζεται την ασφάλεια αφού, κατά που είπαμε και προηγουμένως, γνωρίζει ότι ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να χαθεί. Επανερχόμαστε όμως στην απόφανση που διατυπώσαμε μερικές γραμμές πιο πάνω: Το κάρβουνο που καίει τη μηχανή του Πνεύματος δεν είναι η γνώση αλλά η αλήθεια. Θα πει κανείς: και ποια η διαφορά των δύο; Αν κατέχω τη γνώση, δεν κατέχω αυτόματα και την αλήθεια; Τα δύο δεν ταυτίζονται απόλυτα. Η αλήθεια στην πραγματικότητα περιλαμβάνει τη γνώση. Η αλήθεια είναι ένα διάνυσμα που αποτελείται από πολλές συνιστώσες. Μια από αυτές είναι και η γνώση.
- Ένα άριστο παράδειγμα για να κατανοήσουμε αυτή την οπτική, μιας και είναι οι μέρες επίκαιρες, με πολλές μάλιστα γόνιμες αναγωγές και στο σήμερα, το έδωσε ο Τσώρτσιλ κατά τον λόγο που εκφώνησε την 4η Ιουνίου του 1940 μετά την εκκένωση της Δουνκέρκης κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είπε στους συμπατριώτες του να μην γελιόνται. Μπορεί η εκκένωση να έσωσε χιλιάδες από τον θάνατο ή την αιχμαλωσία αλλά τους τόνισε ότι οι πόλεμοι δεν κερδίζονται με εκκενώσεις. Αντίθετα, αυτό που έγινε στη Γαλλία και στο Βέλγιο υπήρξε δίχως άλλο μια κολοσσιαία στρατιωτική καταστροφή. Ωστόσο, μέσα στον απολογισμό και την αυτοκριτική, έδωσε, αλλά και έδειξε συνάμα το πεδίο όπου η δυναμική των νέων επρόκειτο να θριαμβεύσει. Είπε ότι τα πάντα σώθηκαν από τις ικανότητες και από την αφοσίωση μιας δράκας νεαρών αεροπόρων. Που με τις προσπάθειές τους υπερασπίστηκαν αυτούς που ήθελαν να διαφύγουν. Που με τη θυσία τους κατάφεραν να δώσουν ανάσες στον ψυχορραγούντα ανθρώπινο πολιτισμό. Κάπου λέει μάλιστα ότι ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας οι νέοι δεν ήταν σε τόσο κρίσιμη θέση προκειμένου να υπερασπιστούν τα πάντα. Πράγματι, τον άνθρωπο μπορούν να τον υπερασπιστούν καλύτερα οι νέοι. Γιατί μόνο αυτοί ορμούν χωρίς πολλή περίσκεψη μέσα στα δόντια του κινδύνου προκειμένου να θυσιαστούν για ένα ιδανικό. Είναι κρίσιμο οι νέοι κάθε εποχής να μπορούν να συνεισφέρουν σε αυτή την ορμητικότητα. Αυτό είναι το κάρβουνο που κινεί τη μηχανή του Πνεύματος. Γιατί η ορμή του νέου αποτελεί ταυτόχρονα και την «Αλήθεια» του στον απόλυτο βαθμό. Η αλήθεια ως τοιαύτη λαμβάνει πλέον θρησκευτικές κατηγορίες και πλημμυρίζει τον κόσμο με τα ύδατα της Δημιουργίας.
- Καλύτερα από τον Τσώρτσιλ τα είπε όμως ο δικός μας ποιητής, ο Διονύσιος Σολωμός. Μας είπε ότι η όψη με βιά μετράει τη γη. Δηλαδή η ματιά – που είναι η πύλη της εσωτερικότητας κάθε ανθρώπου – μετράει τον εξωτερικό της κόσμο με βία και με βιασύνη. Και αυτός είναι ο βίος του. Δηλαδή η πρόσληψη είναι εξ ορισμού πολεμική. Πόλεμος και βιασύνη είναι τα δύο «φυσικά μεγέθη» που φορτίζονται ταυτόχρονα τόσο με την έννοια του απόλυτου, όσο και με την έννοια της σχετικότητας. Και τα δύο μεγέθη σε όλες τους τις εκφάνσεις και σε όλες τους τις διαστάσεις αποτελούν τα αναπόδραστα στοιχεία που διαμορφώνουν ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης Ιστορίας. Πόλεμος και βιασύνη είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των νέων. Πάντα θα ενυπάρχουν μέσα τους. Αποστολή των «μεγάλων» είναι να περιθάλψουν τον πνευματικό κόσμο των νέων από τις πληγές των απατηλών κόσμων και να τους διοδεύσουν μέσα στη δυναμική της ζωτικότητάς τους. Και για να επιστρέψουμε ξανά στον Τσώρτσιλ, πρέπει οι νέοι να ακούσουν ότι εκτός από κανακέματα και φροντιστήρια «τσαμπαμαγκισμού» και «δικαιωματισμού» υπάρχει και το εξής: we have nothing else to offer you but blood, toil (=μόχθος), tears and sweat. We have before as an ordeal of the most grievous kind.