Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μπορεί να γαλουχήθηκε και να προέρχεται πολιτικά από το κέντρο, αλλά από το μέσο της δεκαετίας του 1980 μέχρι το 1993 που αποχώρησε από την πολιτική βρέθηκε στη θέση να ταυτίζεται με τη δεξιά.
Αυτό έγινε για δύο λόγους. Πρώτον επειδή η ακραία πόλωση δεξιά-αριστερά βόλευε τον αντίπαλό του, τον Ανδρέα Παπανδρέου, και δεύτερον επειδή σήκωσε το γάντι της πόλωσης και υπερασπίστηκε τον ρόλο που κλήθηκε να παίξει, δηλαδή τον «αντι-παπανδρέου». Βόλευε δηλαδή πολιτικά και τους δύο.
Δέσμιος όμως από τον πολιτικό αμοραλισμό του αντιπάλου του, παρά το τεράστιο ποσοστό του 47% που έλαβε στις τρίτες εκλογές του 9μήνου μετά την εκκωφαντική πτώση του ΠΑΣΟΚ μέσα στο κλίμα σκανδάλων, θήτευσε τρισήμισυ χρόνια με πλειοψηφία μόλις δύο εδρών και το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε παντοδύναμο για άλλες τρεις θητείες και 11 χρόνια, ως το 2004. Η επόμενη γενιά της οικογένειας είχε χρόνο να έρθει στην κορυφή, ώστε να αποδείξει ότι δεν ήταν η «μισή» από τις δυόμιση πολιτικές οικογένειες, αλλά ολόκληρη.
Έλαβε λοιπόν μία απόφαση: να μετακινηθεί στο κέντρο αναγνωρίζοντας ότι η εξ ολοκλήρου ηγεμονία της αριστεράς δεν θα επέτρεπε κανέναν πολιτικό με δεξιό στίγμα να ανέλθει στην εξουσία.
Μπορεί σήμερα να μας είναι εμπεδωμένο το αντίθετο, αλλά ο Έβερτ πήρε το τιμόνι της ΝΔ ως κεντρώος, συνδεδεμένος με τον Καραμανλή. Όχι ως πιο δεξιός όπως τελικά καταγράφηκε (εσφαλμένα) στο κοινό μας πολιτικό υποσυνείδητο. Ανασύρετε παρακαλώ μνήμες της εποχής, όσοι την ζήσατε, αντί για μεταγενέστερα εγκατεστημένες αντιλήψεις.
Ξεκίνησε λοιπόν ένας συμβιβασμός, ο οποίος λόγω της βαθειάς πολιτικής του καταγωγής, ήταν και εύκολο να γίνει σε ιδεολογικό επίπεδο, ακριβώς επειδή δεν ήταν ποτέ ο «δεξιός» όπως τον περιέγραφε ο κατεστημένος τύπος της αριστεράς. Πάντοτε υποχωρητικός στα εξωτερικά και, για την εποχή του, μετρίων τόνων στα κοινωνικά χωρίς συντηρητικές απόψεις. Αυτό που τον έσωζε ήταν η προσωπική (ατομικά δηλαδή) σχέση με την Εκκλησία. Τα υπόλοιπα τα είχε όλα.
Έτσι, δύο πράγματα έπρεπε να γίνουν, ώστε η επόμενη γενιά της οικογένειας να μπορεί να σταθεί πολιτικά: πρώτον να θυσιαστεί αυτή σχέση (με την Εκκλησία) και δεύτερον να προσεγγιστεί όλο το ανθρώπινο δυναμικό του κέντρου, ακόμα και της κεντροαριστεράς.
Μετά από δύο δεκαετίες είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία. Και ενώ θυγατέρα απέτυχε πολιτικά με το δικό της κόμμα, ο υιός Κυριάκος αφού τήρησε τις αποστάσεις του με τη στάση αφοσίωσης στον Σαμαρά, εξελέγη πρόεδρος της ΝΔ και λίγο αργότερα πρωθυπουργός ξεκάθαρα πλέον με το στίγμα του (σκέτο) κεντρώου.
Το ποιες διεργασίες συνέβησαν στο παρασκήνιο δεν το γνωρίζει κανείς. Εμείς οι απλοί θεατές αξιολογούμε το ορατό αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα είναι ότι με βάση τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τον πρωθυπουργό, την κυβέρνηση, τον τύπο και το ακαδημαϊκό προσωπικό που την στηρίζει, τους συμβούλους στα υπουργεία, τις σχολές σκέψεις που κατασκηνώνουν στα κέντρα αποφάσεων, είναι προφανές πλέον ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποτελεί τον φυσικό διάδοχο του Κώστα Σημίτη.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι προσωπικότητες που στηρίζουν την κυβέρνηση, ακόμα και ως υποψήφιοι στις εκλογές, νιώθουν πιο άνετα στον δημόσιο λόγο τους να χλευάζουν την πίστη των Ελλήνων, να τάσσονται υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών, να απαξιώνουν τις παραδόσεις, τους ήρωες, την Ιστορία, την οικογένεια, τα ιερά και τα όσια, και όλα όσα αποτελούν τα στοιχεία συνοχής των Ελλήνων, παρά να δηλώνουν απερίφραστα την υποστήριξή τους στην κυβέρνηση. Στην ίδια ακριβώς γραμμή με τους «Σημιτοφύλακες».
Επίσης, νομίζουν ότι βοηθούν την κυβέρνηση με το να προετοιμάζουν το κοινό τους για αποδοχή υποχωρήσεων ή συμβιβασμού με την Τουρκία!
Το ιδεολογικοπολιτικό στίγμα όσων υποστηρίζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη δημοσίως δεν ανταποκρίνεται ουδόλως στο τμήμα της κοινωνίας που τον προτιμάει εκλογικά.
Αυτό που διασώζει τη ΝΔ σήμερα είναι μόνο ότι ο αντίπαλός της, ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι αναμφισβήτητα ό,τι χειρότερο πέρασε από την πολιτική εξουσία ποτέ.
3 comments
Δυσκολεύομαι να διακρίνω από το 1990 και μετά, πως ακριβώς διακρίνεται η δεξιά πολιτική από την κεντρώα. Τολμώ να πω και από την υποτιθέμενη αριστερή του Συριζα. Η βασική ομοιότητα της διακυβέρνησης Σημίτη, Τσίπρα και Μητσοτάκη, δηλαδή των αυτοχαρακτηριζομένων ώς κεντρώος, αριστερός και δεξιός πρωθυπουργός, είναι οι υποχωρήσεις στα εθνικά θέματα, ο αποχρωματισμός της εθνικής και θρησκευτικής μας συνείδησης, η ψήφιση νόμων που αντιτίθενται στις παραδοσιακές αξίες της φυλής μας.
Ανδρέα,
Αν και δεν ασχολούμαι γενικώς με τα κομματικά, οι λέξεις “δεξιός”, “κεντρώος”, “αριστερός” μάλλον είναι ανούσιες, ειδικά στην Ελλάδα, θα τις χρησιμοποιήσω για την οικονομία τής συζήτησης. Ομολογώ ότι κι εγώ είχα την αίσθηση ότι ο τελευταίος δεξιός αρχηγός τής ΝΔ ήταν ο Μ. Έβερτ. Από αναλήψεως τής εξουσίας από τον Καραμανλή τον βραχύ (έκφραση τού Γιανναρά) και υπό την καθοδήγηση τού Γιάννη Λούλη, έγινε στροφή στον μεσαίο χώρο για ψηφοθηρικούς λόγους και τότε πράγματι χάθηκε η όποια διαφορά με τον εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ τού Σημίτη.
Αυτό που συνδέει τον Σημίτη με τον Μητσοτάκη είναι ο εθνομηδενισμός, η οικονμίστικη αντίληψη τής πολιτικής, που πόρρω απέχει από την παλιά πατριωτική τής Δεξιάς. Η συνεχής ενασχόληση τού Μητσοτάκη με τους λαθρομετανάστες, τους ΛΟΑΤΚΙ, η αμέριστη στήριξη των ομοδόξων ΜΚΟ (το έκανε και ο Γιωργάκης σε πολύ μεγάλο βαθμό) και προπαντός το γεγονός ότι ανάσυρε από την ναφθαλίνη τούς ΕΛΙΑΜΕΠηδες για συμβούλους, δίνει το στίγμα του.
“Επίσης, νομίζουν ότι βοηθούν την κυβέρνηση με το να προετοιμάζουν το κοινό τους για αποδοχή υποχωρήσεων ή συμβιβασμού με την Τουρκία!”
Μα είναι ολοφάνερο ότι εκεί πηγαίνει η δουλειά και αυτό είναι που με στενοχωρά. Δυστυχώς, δεν βλέπω να πολυενδιαφέρεται ο κοσμάκης για το τι θα γίνει με την Τουρκία, αρκεί να “τα βρούμε”, μην έχομε τίποτε φασαρίες. Δηλαδή, από τα Ίμια (1996) και μετά, εξακολουθεί να θεωρείται σώφρων η πολιτική Σημίτη. Να δώσομε κάτι τι, αρκεί να έχομε την ησυχία μας. Το ότι τότε είναι που θα την χάσομε ολότελα, δεν φαίνεται να περνά από το μυαλό κανενός.
Εξαιρετικό