Του Μάριου Ευρυβιάδη
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ γινόμαστε μάρτυρες ενός
πρωτοφανούς γεγονότος για την ιστορία της Ευρώπης παρόμοιο του οποίου δεν έχει
συμβεί από τα μέσα του 17ου αιώνα όταν πρωτοεμφανίστηκε το κράτος. Ένα δυτικού
τύπου κράτος, όχι κάποιο Πακιστάν, Σομαλία κ.λπ., καταρρέει μέρα με τη μέρα.
Το κράτος όπως το γνωρίζουμε σήμερα,
εδαφικό -κυρίαρχο, γραφειοκρατικά συγκεντρωτικό με μονοπώλιο στη χρήση βίας-
είναι μια μορφή διακυβέρνησης που ταυτίζεται με τον σύγχρονο κόσμο.
Προγενέστερες μορφές διακυβέρνησης υπήρξαν ο χριστιανικός οικουμενισμός (του
Πάπα), οι λογής-λογής Αυτοκρατορίες, οι σατραπείες, ο φυλετισμός κ.λπ.
Προπομποί του σύγχρονου κράτους υπήρξαν οι πόλεις-κράτη της Αναγεννησιακής
Ιταλίας και, από τα μέσα του 17ου αιώνα, το κράτος εμπεδώθηκε και απέκτησε όλα
τα γνωστά σε εμάς χαρακτηριστικά.
Ταυτόχρονα, το ίδιο αναδείχθηκε ως ο
σημαντικότερος και ο χαρακτηριστικότερος θεσμός της εποχής.
Ειδικά, μετά από τον 19ο αιώνα, όταν
το κράτος αυτό οικειοποιήθηκε τον εθνικισμό (υπογραμμίζω οικειοποιήθηκε και δεν
κατασκεύασε διότι τα έθνη και οι εθνοτικές ομάδες προϋπήρχαν του κράτους και
δεν υπήρξαν κατασκευές του όπως διατείνονται νεωτεριστές και μαρξιστές) έγινε
ακαταμάχητο διότι απέκτησε και ηθικό περιεχόμενο.
Η οικειοποίηση του εθνικισμού από το
κράτος του επέτρεψε να απαιτεί από τους πολίτες καθολική αφοσίωση, υπακοή και
σειρά υποχρεώσεων. Ως αντάλλαγμα το κράτος παρείχε, μέσω ενός
«πολιτικο-κοινωνικού συμβολαίου» μια σειρά από αγαθά προς τους πολίτες. Πρώτο
και απαραίτητο ήταν η ασφάλεια – από εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς.
Ακολούθησε η ελευθερία, αρχικά προς τους λίγους και μετά στους πολλούς. Μετά η
τάξη ή ο «νόμος και τάξη», όπως είθισται να λέγεται. Ο «νόμος και τάξη» είναι
άμεσα συνυφασμένα με την απονομή δικαιοσύνης.
Τέλος, το κράτος αυτό παρείχε
κοινωνική πρόνοια προς τους πολίτες του. Κάποια κράτη, όπως αυτό της
ενοποιημένης Γερμανίας του Μπίσμαρκ, άρχισαν να παρέχουν κοινωνική πρόνοια προς
τους πολίτες, ήδη από τα τέλη του 19ο αιώνα. Αλλά κράτη, όπως π.χ. το ελληνικό,
δεν κατάφεραν να κάνουν κάτι τέτοιο παρά μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σήμερα, η περίπτωση του ελληνικού
κράτους δημιουργεί εύλογα ερωτήματα κατά πόσο το κράτος αυτό είναι σε θέση να
τηρήσει τα υπεσχημένα του προς τους πολίτες ώστε η εξουσία του να γίνεται
αποδεκτή από αυτούς και, με τη σειρά τους, να ανταποκρίνονται και να
αποδέχονται τις υποχρεώσεις τους έναντί του, συμπεριλαμβανομένης και της
αφοσίωσής τους.
Σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής η
παροχή ασφάλειας είναι συνυφασμένη με την κυριαρχία του κράτους. Η κυριαρχία
αυτή αναγνωρίζεται από όλα τα κράτη. Παραβίασή τους συνεπάγεται ανασφάλεια των
πολιτών.
Έναντι της Τουρκίας και ειδικά μετά το
1996, η Ελλάδα έπαψε να είναι κυρίαρχο κράτος. Δεν απώλεσε απλά κυριαρχία στα
Ίμια, αλλά εισήλθε σε μια διελκυστίνδα που επιτρέπει στην Άγκυρα να
τρομοκρατεί, κατά το δοκούν, Έλληνες πολίτες, κυρίως αυτούς που κατοικούν στη
νησιωτική επικράτεια της Ελλάδας. Η Ελλάδα αδυνατεί πλέον να ασκήσει την
κυριαρχία της σε σημαντικό μέρος της εδαφικής, νησιωτικής και θαλάσσιας
επικράτειας λόγω της τουρκικής πολιτικο-στρατιωτικής και ψυχολογικής πίεσης. Ως
συνέπεια η Ελλάδα έχει πάρει την άγουσα της φιλανδοποίησης. Η φιλανδοποίηση
υποδηλώνει προσαρμογή στις απαιτήσεις μιας άλλης χώρας. Αυτό είναι ασυμβίβαστο
με την κρατική κυριαρχία και την παροχή ασφάλειας προς τους πολίτες της φιλανδοποιημένης
χώρας.
Την τελευταία δεκαετία και με
αυξητικούς ρυθμούς, το ελληνικό κράτος αδυνατεί να παράσχει και εσωτερική
ασφάλεια, κυρίως σε αστικά κέντρα. Το φαινόμενο αυτό έχει πάρει πλέον
εκρηκτικές διαστάσεις στην ελληνική πρωτεύουσα αλλά και σε πολλά άλλα αστικά
κέντρα. Όπως για παράδειγμα η Πάτρα. Δείγματα γραφής της ανασφάλειας που
νιώθουν οι Έλληνες πολίτες είναι τα αυξανόμενα κρούσματα αυτοδικίας αλλά και η
γεωμετρική αύξηση ιδιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας. Και τα δυο αυτά φαινόμενα
υποδηλώνουν ότι το κράτος αδυνατεί πλέον να μονοπωλήσει τη χρήση βίας και να
παράσχει ασφάλεια στους πολίτες.
Ως συνέπεια, το κράτος δεν μπορεί να
διατηρήσει την τάξη και το νόμο και, βέβαια, ούτε να απονέμει δικαιοσύνη. Το
ζήτημα της απονομής δικαιοσύνης συνδέεται μόνο μερικώς με τις πρόσφατες
εξελίξεις. Ως τέτοιο, το ζήτημα απονομής δικαιοσύνης έχει μεγάλη προϊστορία που
συνδέεται με τη διαφθορά και την παρακμή των ταγών του τόπου και κυρίως με τη
διαπλοκή των αιρετών αρχόντων με το κομπαδόρικο οικονομικό σύστημα του τόπου.
Το πιο πρόσφατο και τελευταίο δείγμα
γραφής της κατάρρευσης του ελληνικού κράτους είναι η οργανωμένη από το ίδιο το
κράτος περικοπή των κοινωνικών παροχών. Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η
αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους δεν γίνεται διότι το ίδιο το κράτος το
αποφάσισε να κινηθεί αυτόνομα προς αυτήν την κατεύθυνση στη βάση μιας καλώς
νοούμενης λογικής ή ιδεολογίας όπως αυτής του νεοφιλελευθερισμού για
παράδειγμα.
Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα
αποδομείται διότι το ελληνικό κράτος έχει χάσει ήδη και την οικονομική του
κυριαρχία και υλοποιεί εντολές που λαμβάνει από εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας κατά
παράβαση του ίδιου του Συντάγματος της χώρας. Συγκεκριμένα ακολουθεί τις
εντολές της ΕΕ και του ΔΝΤ μέσω της γνωστής, πλέον στους Έλληνες, Τρόικας. Και
όταν ένα κράτος παραβιάζει με τέτοιο αναξιοπρεπή τρόπο το Σύνταγμά του αυτό δεν
είναι κράτος. Είναι μασκαραλίκι.
* Ο Μάριος Ευρυβιάδης διδάσκει
Διεθνείς Σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 22/05/2011
4 comments
Φοβοῦμαι ότι ὁ κ. Ἐυρυβιάδης ἁπλῶς διαπιστώνει μίαν κατάστασιν ἡ ὀποία κρατεί ἀπό δεκαετιῶν. Ἡ ἑλληνική ὑποχωρητικότης ἔναντι τῆς Τουρκίας ἀνάγεται εἰς τήν πρό τῆς ἐπαράτου ἐποχήν, διῆλθε τήν ἰωαννίδειον ἰλαροτραγωδίαν διά νά καταλήξη εἰς τήν σημιτικήν ταπείνωσιν καί ἡ κατρακύλα δέν φαίνεται νά ἔχη τέλος. Τό κατά πόσον ήρχισε από τό Σύμφωνον Ἑλληνοτουρκικής Φιλίας (1930, Ἄγκυρα, Βενιζέλος-Ινονού) ἤ μετά τόν Β΄ΠΠ εἶναι ἄλλον θέμα. Πάντως, εἶναι γεγονός ὄτι ἐνετάθη ἀπό τοῦ 1981 και ἐντεῦθεν, ὑπό ὄλων τῶν κυβερνήσεων, κυρίως διά τοῦ βλακώδους ἐφευρήματος τῆς ἐντάξεως τῆς Τουρκίας εἰς τήν ΕΕ, τό ὀποίον εἶναι κορωνίς δειλίας και φυγομαχίας. Ἐξαίρεσιν ἀποτελεί ἡ ἀπόρριψις τοῦ Σχεδίου Ἀ(υ)νάν. Ἡ γενικωτέρα κατάρρευσις τῆς Ἑλλάδος ήρχισε το 1974 καί ἐνετάθη μετά τό 1981. Οἱ Ἕλληνες εἶναι ἀνόητος λαός διότι ἐπίστευσαν ὄτι μία ἄτυπος μέν, ὑπαρκτή δέ, δικτατορία τοῦ κομματικοῦ προλεταριάτου συνδυαζομένη μέ στραγγαλισμόν τοῦ ιδωτικοῦ τομέως τῆς οἰκονομίας, καί κατά συνέπειαν ὑπερδανεισμόν, θά ἐπέφερε εὐημερίαν. Σημειωτέον ὄτι ὄλα τά ἀνωτέρω ἐπεκροτήθησαν διά τῆς ψήφου διαδοχικῶς κάθ΄ ὄλην τήν διαρρεύσαν περίοδον. Τὰ ἐπίχειρα τῆς ἀνοησίας καταβάλλονται ἐντόκως τὼρα.
Δεν ξέρω αν είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί, αλλά κύριε Κατσαρέ ενδεχομένως μπορείτε να βοηθήσετε:
Τοποθετώντας την έναρξη της γενικωτέρας καταρρεύσεως το 1974 και όχι το 1967 υποθέτω ότι χρησιμοποιείτε το έτος αυτό (το 1974) ως έτος κατά το οποίο ο λαός είχε εκ νέου την ευκαιρία να διαμορφώσει την μοίρα του. Ή ίσως μία από τις συμβολικές τομές που συχνά χρησιμοποιεί η ιστοριογραφία – εν προκειμένω για να δηλώσει την έναρξη της “μεταπολίτευσης”. Ή ενδεχομένως ως έτος στο οποίο πληρώθηκαν με τραγικό τρόπο παθογένειες που σωρρεύτηκαν αθροιστικά κατά την προγενέστρη επταετία – τουλάχιστον. Διαβάζοντας τα περί Ιωαννίδου νομίζω ότι όντως σ’ αυτό αναφέρεστε κι απλώς περιμένω την επιβεβαίωσή σας.
Διότι αισθάνομαι την ανάγκη να πω, ότι σε ένα ιστόγραμμα καθοδικής κλίσης το οποίο θα εξέταζε τα αίτια της παρακμής (προσοχή, μιλώ για τα αίτια, όχι τα αιτιατά), δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πως μπορεί ο κόμβος του 74 να παρουσιάζει οξύτερη γωνία απ’ ότι αυτός του 1967.
Φυσικά είναι και θέμα κολοκυθιάς. Θα συμφωνούσα δηλαδή χωρίς δεύτερη κουβέντα στο ότι το διάγραμμα θα μπορούσε να ξεκινήσει την απεικόνιση από οποιοδήποτε χρονικό σημείο θέλουμε – το 1830 ή το 1453 ή το 1071. Ή και παλαιότερα.
Απλώς πέραν των (φθηνών) ιστοριογραφικών μου παρατηρήσεων, διερευνώ μήπως η εκλογή του 1974 αφήνει κάποιο περιθώριο παρεξήγησης – ένα υπαινιγμό να αιωρείται δηλαδή, ότι η χρονικώς γειτνιάζουσα δικτατορία δεν πρέπει να κατατάσσεται στις περιόδους κατά τις οποίες η κλίση του διαγράμματος ήταν καθοδική.
Είμαι σίγουρος ότι η σκέψη μου προκύπτει εκ παρεξηγήσεως, έτσι δεν είναι;
Φιλικά,
Γιάννης Μικρός.
Καὶ διδάσκει διεθνεῖς σχέσεις, λέτε, ὁ κύριος Εὐρυβιάδης ;
Ἐμ, τότε, πῶς δὲν γνωρίζει ὅτι κρατικὸ μόρφωμα χωρὶς τὴν ἐλάχιστη οἰκονομικὴ ἐπιφάνεια ὥστε νὰ συντηρεῖται ἀφ`ἑαυτοῦ δὲν λογίζεται ὡς κράτος ; Μὲ βάση, λοιπόν, τὸν ἐπιστημονικὸ ὁρισμό, τὸ ἑλλαδικὸ κρατικὸ μόρφωμα δὲν ἦταν ποτὲ κράτος. Ἀφοῦ πάντοτε μὲ δανεικὰ (καὶ ἀγύριστα) ζοῦσε, σὰν τὸν Ζητιάνο τοῦ Καρκαβίτσα. Συνεπῶς, ὅλοι οἱ θρῆνοι περὶ κυριαρχίας καὶ καταρρεύσεως εἶναι σπατάλη χρόνου.
Κε. Μικρέ σᾶς εὐχαριστῶ διά τάς ἐπισημάνσεις σας διότι μοῦ προσφέρετε τήν εὐκαιρίαν νά ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα τά ὀποία θά ἠδύναντο νά ἐκληφθοὺν λανθασμένως εἰς τὴν προηγουμένην ἀνάρτησίν μου.
Θεωρῶ το 1974 ὀρόσημον εἰς την οἰκονομικήν ἱστορίαν διότι, καθ΄ ἅ γνωρίζω, τότε ήρχισεν ἡ θεσμοθέτησις νόμων πριμοδοτούντων εἰσαγόμενα προϊόντα, πράγμα τό ὀποῖον, μεθ΄ οὐ πολύ, ὠδήγησε εἰς τόν μαρασμόν τῆς ἐγχωρίου βιομηχανίας. Τήν ιδίαν ἐποχήν ἡ κυβέρνησις Καραμανλή ἐπροχώρησε εἰς τήν κρατικοποίησιν δεκάδων ἐπιχειρήσεων προλειαίνουσα οὔτως τήν ὁδόν τοῦ ΠΑΣΟΚ. Οἱ ἐργαζόμενοι εἰς τόν ἰδωτικόν τομέα τῆς οἰκονομίας, ὀνειρευόμενοι μόνιμον κρατικήν θέσιν, παχυλῶς ἀμοιβομένην, ἀλλά καί ἐχθρευόμενοι τάς επιχειρήσεις, ὑπείκοντες εἰς τά κελεύσματα τῆς αριστερᾶς καί τάς σοσιαλιστικάς ακροβασίας, ἐλάχιστα ἐβοήθησαν τάς ἐπιχειρήσεις, ἐάν δέν συνέβαλλον ἐνεργῶς, εἰς τήν χρεωκοπίαν των μέσω ἀναιτιολογήτων ἀπεργιῶν κ.λ.π. Ἀκολουθούσα, ἡ κυβέρνησις τοῦ ΠΑΣΟΚ, ἐκρατικοποίησε μεγάλον ἀριθμόν ἐπιχειρήσεων μέσω του περιωνύμου “Ὀργανισμοῦ Ἀνασυγκρότησης Ἐπιχειρήσεων”. Εἰρήσθω ἐν παρόδω, το ΠΑΣΟΚ ὑπήρξε συνεπές ὡς προς τήν αγεληδόν προσχώρησιν εἰς τάς τάξεις του, ήμοιψε πλουσιοπαρόχως τά στελέχη καί ἐπαρκῶς τούς ὀπαδούς του μέ χρήματα πού καλεί όλους μας, σήμερα, να πληρώσωμεν.
Ἐκ πεποιθήσεως ἀντιπαθῶ ΟΛΑ τα ὀλοκληρωτικά καθεστῶτα καί ΟΛΕΣ τίς μορφές ὀλοκληρωτισμοῦ. Εἰς τά ἀνωτέρω συμπεριλαμβάνονται καί η χούντα ἀλλά καί ἡ ἰδεολογική τρομοκρατία τῆς ἀριστερᾶς ὑπό ὄλας τάς μορφάς.
Θεωρῶ τόν Ιωαννίδην ἀπυθμένως βλάκαν, ἀλλά δέν νομίζω ὄτι ἐκινήθη ἐσκεμμένως προδοτικῶς. Αὐτό βεβαίως ΔΕΝ τόν ἀπαλλάσει τῶν τραγικῶν εὐθυνῶν του.
Ἐλπίζω ὄτι τά ἐκτεθέντα συνεισφέρουν εἰς τήν διαύγειαν τῶν ὑπ΄ ἐμοῦ λεχθέντων εἰς τήν προτεραίαν ἀνάρτησιν.