Η Σμύρνη, που στα
1600 είχε μόλις 5.000 πληθυσμό, ενισχύεται πληθυσμιακά διαρκώς, καθ’ όλο τον 17ο
αιώνα, για να φθάσει, στα μέσα του αιώνα, τις 80.000 και, λίγο πριν από το
τέλος, τις 100.000, καθιστάμενο ήδη ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια και
εμπορικά κέντρα της Αυτοκρατορίας[1].
Από τον 18ο αιώνα, αποτελεί πλέον το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και προ παντός το μεγαλύτερο λιμάνι, τόσο για το
εξωτερικό όσο και για το εσωτερικό εμπόριο της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής
Μεσογείου, ενώ ο ρόλος της ενισχύεται καθ’ όλον τον 18ο και τις
αρχές του 19ου αι., καθώς συρρικνώνεται αντίστοιχα ο ρόλος του
Χαλεπίου, της Συρίας και της Αιγύπτου. Ακόμα και τα μεγάλα ηπειρωτικά καραβάνια
από την Κεντρική Ασία και το Ιράν, με τις εκατοντάδες καμήλες, καταλήγουν στη
Σμύρνη και όχι πλέον στη Συρία.
Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία των
τουρκικών συναλλαγών με τη Μασσαλία, που αποτελούσε το σημαντικότερο ευρωπαϊκό
κέντρο των ανταλλαγών Ευρώπης και Ανατολής, καθ’ όλο τον 18ο αιώνα[2].
Κατά την περίοδο 1715-1719, η Σμύρνη αντιπροσώπευε το 14,5% των συνολικών οθωμανικών
εξαγωγών, έναντι 8% της Κωνσταντινούπολης, 15,4% της Σιδώνος, 19% της
Αλεξάνδρειας και 3,4% της Θεσσαλονίκης. Στα 1786-1789, τα αντίστοιχα ποσοστά
ήταν Σμύρνη 38,3%, Κωνσταντινούπολη 7%, Αλεξάνδρεια 7,5%, Σιδώνα και Άκκρα
2,4%, Καβάλα και Θεσσαλονίκη 7,6%[3].
Δηλαδή, συρρικνώνεται η παρουσία της Συρίας και της Αιγύπτου και ενισχύεται η
Μικρά Ασία και η Μακεδονία.
Ανάλογη ήταν και η εξέλιξη των
εισαγωγών καθώς και των ανταλλαγών με τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα
μετά τη Γαλλική Επανάσταση και την υποκατάσταση των Γάλλων από τους Εγγλέζους
και τους Ολλανδούς, ως των κυριότερων εμπορικών εταίρων της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Ενώ, το 1775 ακόμα, οι ανταλλαγές με τη Γαλλία αντιπροσώπευαν το
51% των συνολικών εξαγωγών της Σμύρνης και 62,2% των εισαγωγών, το 1789 ήταν το
41,4% και 43,8% αντίστοιχα, και, τέλος, το 1819, το 21,7% και 15,5% αντίστοιχα.
Την ίδια στιγμή, οι εξαγωγές προς την Αγγλία ήταν, το 1775, το 9,3% και οι
εισαγωγές το 14%, ενώ το 1819 έφθασαν το 27,2% και το 41,5% αντίστοιχα. Οι
σχέσεις με την Ολλανδία –που ήταν κυρίαρχες τον 17ο αιώνα– παρέμεναν
σημαντικές καθ’ όλο το τελευταίο ήμισυ του 18ου αι.,
αντιπροσωπεύοντας επί παραδείγματι το 40,3% των εξαγωγών και το 26,5% των
εισαγωγών της Σμύρνης, κατά το έτος 1779 (λίγο μετά την αναχώρηση του Κοραή από
το Άμστερνταμ), ενώ, κατά τον 19ο αιώνα, υποκαθίστανται από την
Αγγλία και εν μέρει από την Τεργέστη και την Αγκώνα, δηλαδή την Αυστροουγγαρία[4].
Η Σμύρνη καθίσταται ένα μεγάλο ημι-αποικιακό
κέντρο, ίσως το μεγαλύτερο της Μεσογείου, που εξάγει όλο και περισσότερο
ακατέργαστα και ημικατεργασμένα προϊόντα, εισάγει κατεργασμένα και αποικιακά, και
διανέμει τα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα σε όλη τη μικρασιατική ενδοχώρα,
ακόμα και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και την πρωτεύουσα. Το ακατέργαστο
βαμβάκι καθίσταται το κύριο εξαγωγικό προϊόν κατά το δεύτερο ήμισυ του 18ου
αι., ενώ μειώνεται το ποσοστό των ημι-κατεργασμένων προϊόντων (νήματα) και
ακόμα περισσότερο των τελικών προϊόντων, των υφασμάτων κάθε είδους, των οποίων
αντιστρόφως αυξάνονται οι εισαγωγές. Έτσι, οι εξαγωγές της Σμύρνης προς τη
Μασσαλία σε ακατέργαστο βαμβάκι, από 63.878 λίβρες το 1700,
έφθασαν τις 8.599.892
λίβρες το 1787, αντιπροσωπεύοντας το 54% του συνόλου της
αξίας των εξαγωγών προς την ίδια πόλη[5]
ενώ, το 1785, αντιπροσώπευαν το 65% των εξαγωγών όλων των οθωμανικών λιμένων
προς τη Μασσαλία[6]˙
τέλος σημαντική άνοδο σημείωσαν και οι εξαγωγές ακατέργαστου μαλλιού, από 902.138 λίβρες, σε
2.647.920, τις ίδιες χρονολογίες[7].
Την ίδια στιγμή, οι εισαγωγές υφασμάτων από τη Μασσαλία πέρασαν από τις 674
μπάλες το 1728 στις 2.355 μπάλες το 1788[8],
ενώ οι εισαγωγές από την Ολλανδία και την Αγγλία κατέστησαν ακόμα σημαντικότερες.
Έτσι, σταδιακώς, συρρικνώθηκε η εγχώρια εξαγωγή βιοτεχνικών και βιομηχανικών
προϊόντων, εκτός από την παραγωγή χαλιών, ή ορισμένων μεταξωτών. Ενδεικτική είναι
η διαχρονική σύνθεση των εξαγωγών της Σμύρνης προς τη Μασσαλία.
Ετήσιες
εξαγωγές ορισμένων ειδών στη Μασσαλία, επί τοις εκατό του συνόλου
Έτος |
1700 |
1750 |
1788 |
1820 |
Μέταξα |
29,0 |
6,0 |
10,2 |
2,0 |
Μαλλί |
14,3 |
3,2 |
9,0 |
15,1 |
Μάλλινα Νήματα |
24,0 |
24,4 |
6,0 |
7,2 |
Ακατέργαστο βαμβάκι |
1,1 |
52,0 |
48,0 |
12,0 |
Βαμβακερά νήματα |
16,0 |
0,2 |
13,2 |
0,0 |
Υφάσματα |
1,4 |
0,2 |
0,4 |
0,0 |
ΠΗΓΗ: Εlena Frangakis-Syrett, The
Commerce of Smyrna in the Eighteenth Century (1720-1820), ΚέντροΜικρασιατικώνΣπουδών, Αθήνα 1992, σσ. 216-217.
Μειώνονται τα μεταποιημένα προϊόντα,
ακόμα και τα ημι-κατεργασμένα, μέταξα και νήματα, όσο δε για τα υφάσματα, αυτά
κατείχαν πάντα μια ασήμαντη θέση. Μετά δε την εισβολή του αμερικάνικου βαμβακιού
στην Ευρώπη, μειώνεται και η εξαγωγή βαμβακιού και αντικαθίσταται από άλλα
προϊόντα (σταφίδα, ξηρούς καρπούς, σιτηρά κ.λπ.). Μολονότι εμφανίζονται και
ορισμένες εγχώριες βιομηχανίες υφασμάτων που ανταγωνίζονται τα εισαγόμενα είδη,
ιδιαίτερα στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας –την Προύσσα, την Άγκυρα και αλλού[9]–
καθώς και στη Χίο ή τη Μάνισα, η Σμύρνη, καθ’ όλον τον 18ο και στις
αρχές του 19ου αιώνα, παραμένει ένα τεράστιο για την εποχή
διαμετακομιστικό κέντρο, όπου Ευρωπαίοι, Εβραίοι, Έλληνες, Αρμένιοι, και ελάχιστοι
Τούρκοι έμποροι ανταγωνίζονται, και κάποτε συνεργάζονται, για τον έλεγχο του
εμπορίου της Μικράς Ασίας, ίσως και ολόκληρης της Αυτοκρατορίας.
Η Σμύρνη αποτελούσε το επίκεντρο
της δραστηριότητας των δυτικών εμπόρων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήδη από τον
17ο, αν όχι και από τα τέλη του 16ου αιώνα και τις πρώτες
διομολογήσεις. Αυτές παραχωρήθηκαν για πρώτη φορά από τον σουλτάνο Σελίμ ΙΙ, στους
Γάλλους, το 1569, ενώ έντεκα χρόνια αργότερα δόθηκαν και στους Άγγλους, με
αντάλλαγμα τη συμμαχία κατά της Ισπανίας, ενώ ανάλογα προνόμια απέκτησε και η
Ολλανδία, μετά το 1612[10].
Σύμφωνα με τις αρχές του κρατικού μερκαντιλισμού και των εμπορικών εταιρειών, η
Αγγλία παραχώρησε το προνόμιο του εμπορίου με την Ανατολή στην «Εταιρεία της Ανατολής»
(Levant Company). Ένας πρόξενος της εταιρείας ρύθμιζε τις διαφορές τόσο μεταξύ
των εταίρων, όσο και με τις τοπικές αρχές ή τις άλλες κοινότητες. Όσοι Άγγλοι
έμποροι δεν ήταν μέλη της εταιρείας ήταν υποχρεωμένοι να συμβληθούν μαζί της
και να καταβάλουν ένα ποσό για να μπορούν να εμπορεύονται στην Ανατολή. Και αν
οι υπόλοιπες χώρες δεν διέθεταν μια ανάλογη μονοπωλιακού χαρακτήρα εταιρεία,
ωστόσο όλες απαγόρευαν στους αλλοεθνείς, και ιδιαίτερα στους Οθωμανούς υπηκόους,
τουλάχιστον μέχρι τα μέσα ή και τα τέλη του 18ου αιώνα, να εμπορεύονται
απ’ ευθείας με τις ίδιες. Οι πρώτοι που το επέτρεψαν ήταν οι Ολλανδοί, εξ ού
και η εγκατάσταση Ελλήνων εμπόρων στο Άμστερνταμ μετά το 1760[11],
μεταξύ αυτών και του νεαρού Διαμαντή Κοραή (ο οποίος ζούσε εκεί από το 1771 έως
το 1778, ως μέλος μιας εμπορικής συντροφίας, στην οποία συμμετείχαν ο Στάθης
Θωμάς στη Σμύρνη, ο Μανουήλ Πετροκόκκινος στην Πόλη, ο Αντώνης Πατεράκης στη
Χίο και ο ίδιος στο Άμστερνταμ[12]).
Απέναντι στο ευρωπαϊκό μονοπώλιο,
οι Έλληνες και οι λοιποί οθωμανικής υπηκοότητας έμποροι ήταν υποχρεωμένοι
αρχικώς να περιορίζονται στο εσωτερικό εμπόριο μεταπωλώντας τα ευρωπαϊκά
προϊόντα, να λειτουργούν ως τοκογλύφοι και τραπεζίτες ή να σπάνε το ευρωπαϊκό
μονοπώλιο με τη μαύρη αγορά – και οι Έλληνες, με την πειρατεία. Έτσι, οι
Έλληνες, κατ’ εξοχήν, αλλά και οι λοιποί μη μουσουλμάνοι έμποροι, λειτουργούσαν
με ένα διττό καθεστώς, από τη μια πλευρά ως ανταγωνιστές –συχνά άγριοι– των
Ευρωπαίων εμπόρων, και από την άλλη ως εκπρόσωποι και πράκτορες του δυτικού
βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου, διότι αυτός ο ανταγωνισμός διεξαγόταν στο
εσωτερικό της ημι-αποικιακής σχέσης
της Αυτοκρατορίας με τη Δύση. Χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της διττής σχέσης
είναι η συντροφία την οποία ίδρυσαν το 1782 τριάντα Χιώτες έμποροι που αγόραζαν
ολλανδικά υφάσματα ώστε η συντροφία να τα αγοράζει χονδρικά και σε μεγάλες
ποσότητες για να ρίχνει τις τιμές και να δανείζει τους εταίρους της. Αυτή η
εταιρεία λειτουργούσε επί τριάντα έξη χρόνια και κατόρθωσε να ελέγξει το
μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου όλης της Μικράς Ασίας. Το 1818 οι εταίροι της
ένιωθαν πλέον τόσο ισχυροί ώστε έφθασαν να απειλήσουν τους Ολλανδούς εμπόρους
ότι, ή θα πουλούσαν σε αυτούς αποκλειστικά τα υφάσματά τους, ή θα τους ασκούσαν
μποϋκοτάζ[13].
Κάτι ανάλογο θα συμβεί και με την αγγλική «Εταιρεία της Ανατολής», που το 1798
υποχρεώθηκε για πρώτη φορά να δεχτεί στην Αγγλία ελληνικά πλοία τα οποία
μετέφεραν από τη Σμύρνη εμπορεύματα για μέλη της Εταιρείας στο Λονδίνο[14].
Δηλαδή, οι Έλληνες έμποροι ενισχύουν τη θέση τους και στη Σμύρνη,
όπως σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, καθ’ όλη την περίοδο από το 1770 περίπου
έως το 1821, εκμεταλλευόμενοι και τους ευρωπαϊκούς πολέμους και ανταγωνίζονται
επιτυχώς τους δυτικούς εμπόρους, αλλά πάντα μέσα
στο πλαίσιο που ορίζει η Δύση – εξάγοντας δηλαδή τα εγχώρια ακατέργαστα και
ημικατεργασμένα προϊόντα στη Δύση και εισάγοντας βιομηχανικά από αυτή. Έτσι,
τόσο αυτοί, όσο και κυρίως οι Εβραίοι, θα λειτουργούν ως αντιπρόσωποι πολλών
ευρωπαϊκών εταιρειών ή μεγαλεμπόρων, θα αποκτούν την υπηκοότητα ή την προστασία
των δυτικών δυνάμεων (θα γίνονται «μπερατλήδες» τους), ή της Ρωσίας, μετά τη
συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, και θα συνάπτουν σε διαρκώς αυξανόμενο αριθμό
οικογενειακές σχέσεις με τους Ευρωπαίους, μετέχοντας σε αυτή την ιδιαίτερη
κοινωνική πυραμίδα της Σμύρνης. Ένας επιπλέον λόγος για την πρόσκτηση της ευρωπαϊκής
υπηκοότητας ήταν πως, από τον 18ο αι. και εφεξής, οι Ευρωπαίοι
έμποροι κατέβαλλαν το 3% επί της αξίας ως φόρο, ενώ οι Οθωμανοί Τούρκοι 4%, και
οι Οθωμανοί ραγιάδες 5%!
[1] Βλ. Léon Contente, Smyrne et l’ Occident, De l’ Antiquité au XXIème siècle, Yvelinédition,
Montigny Le Bretonneux 2005, σσ. 286-337.
Ο πληθυσμός θα υποστεί μια τεράστια καθίζηση με τον
καταστρεπτικό σεισμό του 1688, ο οποίος έγινε αισθητός μέχρι το Περού, και τη
μεγάλη επιδημία πανώλης του 1709, αλλά θα αρχίσει και πάλι να αναλαμβάνει
σταδιακά. (Βλ. Εlena
Frangakis-Syrett, The Commerce of Smyrna
in the Eighteenth Century [1720-1820],
Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1992, σσ. 47, 53.)
[2] Κατά τον 17ο αιώνα, στο εμπόριο της Σμύρνης κυριαρχεί
η Ολλανδία, ενώ στον 19ο η Αγγλία. (Léon Contente, Smyrne…,ό.π.,σ. 285.)
[3] E. Frangakis-Syrett, The
Commerce…,ό.π., σσ. 257-260.
[4] E. Frangakis-Syrett, The
Commerce…,ό.π.,σσ. 274-279.
[5] E. Frangakis-Syrett, The
Commerce…,ό.π.,σ. 231.
[6] E. Frangakis-Syrett, The
Commerce…,ό.π.,σ. 233.
[7] E. Frangakis-Syrett, The
Commerce…,ό.π.,σσ. 328-329.
[8] E. Frangakis-Syrett, The
Commerce…,ό.π.,σσ. 274-285.
[9] E. Frangakis-Syrett, The
Commerce…,ό.π.,σσ. 205-206.
[10] E. Frangakis-Syrett, The
Commerce…,ό.π.,σ. 75.
[11] E. Frangakis-Syrett, The
Commerce…,ό.π.,σσ. 75-103.
[12] Βλ. B.J. Slot, «Commercial activities
of Korais in Amsterdam»,
O Ερανιστής, τ. 16, 1980, σσ. 68-77, και Σταμάτης Πέτρου, Γράμματα από το Άμστερνταμ, επιμ.-εισαγ. Φίλιππος Ηλιού, Ερμής, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
1976, σσ. μθ΄-νθ΄.
[13] E. Frangakis-Syrett, The
Commerce…,ό.π., σσ. 101-102.
[14] E. Frangakis-Syrett, The
Commerce…,ό.π., σσ. 37-40.
http://ardin.gr/node/2961