7 ΜΑΙΟΥ 1821
Γράφει ο Ιωάννης Κουζίου,
Μετά από τη ήττα των Ελληνικών δυνάμεων στην Αλαμάνα και κυρίως τον μαρτυρικό θάνατο του Αθανάσιου Διάκου που διατελούσε αρχηγός των όπλων της Λιβαδιάς, το ηθικό των Ελλήνων είχε πέσει σε σημαντικό βαθμό. Ο Βασίλης Μπούσγος πρωτοπαλίκαρο του Διάκου, διορίστηκε νέος αρχηγός και προσπάθησε να συγκεντρώσει τους άνδρες που είχαν διασκορπισθεί μετά την μάχη, καταφέρνοντας να ανασυγκροτήσει ένα σώμα από 1000 περίπου άνδρες. Οι στιγμές ήταν πολύ κρίσιμες όχι μόνο για την Βοιωτία και την Ανατολική Ελλάδα, αλλά και για την επανάσταση στην Πελοπόννησο, εάν ο τουρκικός στρατός κατευθυνόταν προς τον Ισθμό.
Όμως ο στρατηγός Ομέρ Βρυώνης είχε άλλα σχέδια κατά νου. Πίστευε ότι εάν κατάφερνε να προσεταιρισθεί σημαντικούς αρματολούς της Στερεάς και τους έπειθε να εκστρατεύσουν μαζί του, τότε η καταστολή της επανάστασης στην Πελοπόννησο θα ήταν μια εύκολη υπόθεση, διότι οι επαναστάτες της Πελοποννήσου θα επηρεάζονταν αρνητικά. Είχε επίσης πληροφορηθεί την άφιξη στην Στερεά του παλιού του γνώριμου Οδυσσέα Ανδρούτσου και ήθελε να τον έχει σύμμαχό του. Ελπίζοντας έτσι στην βοήθεια του, του έγραψε επιστολή με την οποία του ζητούσε την συνδρομή του, κατά των ανταρτών με πλούσια ανταλλάγματα και κυρίως του έδινε την αρχηγία των όπλων ολόκληρης της Ανατολικής Ελλάδας, όριζε δε ως σημείο συνάντησης το Χάνι της Γραβιάς.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος (1790-1825), ήταν μια από τις σημαντικότερες μορφές του αγώνα. Προσωπικότητα ισχυρή με στρατηγικό νου, τραχύς και σκληρός με τους αντιπάλους, γενναίος, παράτολμος και αποφασιστικός στις επιχειρήσεις, ήταν γεννημένος αρχηγός. Μετά τον θάνατο του πατέρα του εισήλθε στην αυλή του Αλή Πασά όπου διέπρεψε για τα σωματικά και στρατιωτικά του προσόντα και παράλληλα μυήθηκε στα τερτίπια και τις δολοπλοκίες των Αλβανών και των Τούρκων, γεγονός που του φάνηκε χρήσιμο κατά την διάρκεια της επανάστασης. Στον πόλεμο που έκανε ο Αλή Πασάς εναντίον του Αργυρόκαστρου, του Γαρδικίου και του Βερατίου, ο Ανδρούτσος διακρίθηκε, τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι κερδίζοντας έτσι την εκτίμηση του του Αλβανού σατράπη, που το 1820 τον πάντρεψε με την Ελένη Καρέλη από τους Καλαρρύτες των Ιωαννίνων. Όμως ο Ανδρούτσος από το 1818 είχε μυήθεί στην Φιλική Εταιρεία και τρία χρόνια αργότερα ήταν έτοιμος για τον μεγάλο αγώνα. Μετά από την αποστασία του Αλή Πασά κατά του Σουλτάνου, ο Ανδρούτσος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το αρματολίκι του και να βρει καταφύγιο στα Επτάνησα.
Στις αρχές Μαΐου του 1821, ο Ανδρούτσος βρίσκεται στο Χάνι της Γραβιάς. Εκεί κατευθύνθηκαν οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς και Μπούσγος, με 1300 περίπου άνδρες, με σκοπό να σχεδιάσουν την άμυνα κατά των Τούρκων. Είχε γίνει γνωστό πλέον ότι ο Ομέρ Βρυώνης είχε σκοπό να κατέβει από την Λαμία στα Σάλωνα, από εκεί στο Γαλαξίδι και σε συνεννόηση με τον Τουρκικό στόλο να περάσει στην Πελοπόννησο. Η κάθοδος των Τούρκων έπρεπε πάση θυσία να εμποδιστεί. Η γνώμη του Ανδρούτσου ήταν να κλειστούν στο Χάνι έτσι ώστε να αμυνθούν αποφασιστικά και αιφνιδιαστικά εναντίον των τουρκικών δυνάμεων. Αντίθετα ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης υποστήριξαν ότι έπρεπε να πιάσουν τις θέσεις εκατέρωθεν του δρόμου για να υπάρχει η δυνατότητα διαφυγής σε περίπτωση αποτυχίας. Επίσης δεν πίστευαν ότι το εκτεθειμένο σε ανοικτό χώρο και πλινθόκτιστο Χάνι ήταν ικανό να αντέξει τις επιθέσεις των Τούρκων. Ο Ανδρούτσος τελικά, συμφώνησε οι δυο οπλαρχηγοί Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης να πιάσουν το αριστερό τμήμα του στενού το ονομαζόμενο Χλωμό και ο Κοσμάς Σουλιώτης το δεξιό.
Ακολούθως ο Ανδρούτσος θέλοντας να είναι εθελοντική η προσέλευση των ανδρών που θα κλεινόντουσαν μαζί του στο Χάνι, έβγαλε από την ζώνη του ένα μαντήλι και απευθυνόμενος στους παρευρισκόμενους φώναξε δυνατά:« Ε, παιδιά, όποιος θέλει να μ ακολουθήσει ας πιασθεί στο χορό!» Και άρχισε να τραγουδά και να χορεύει το γνωστό κλέφτικο: «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά!». Πρώτος έτρεξε ο Γκούρας, ακολούθησαν ο Τράκας, ο Αγγελής Γοβγίνας, πολλοί αξιωματικοί του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη, κ.α. Συνολικά εκατό δεκαεπτά άτομα κλείστηκαν στο Χάνι, από αυτούς ο τελευταίος επιζών ήταν ο Ηλίας Πετώνης Κατσάκος (φωτό) πέθανε το 1896 σε ηλικία 109 ετών!!! Ο έφορος των Σαλώνων Αναγνώστης Κεχαγιάς φρόντισε να εφοδιάσει το Χάνι με τα απαραίτητα εφόδια για την διεξαγωγή της μάχης όπως νερό και πολεμοφόδια. Ακολούθως ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του έκλεισαν με πέτρες τις πόρτες και άνοιξαν πολεμίστρες στους τοίχους, περιμένοντας τον εχθρό.
Ηλίας Πετώνης Κατσάκος
Η ΜΑΧΗ
Τα ξημερώματα της 8ης Μαΐου 1821 ο Ομέρ Βρυώνης με 9000 Τουρκαλβανούς πεζούς και ιππείς, έφθασε μπροστά στο Χάνι της Γραβιάς και σταμάτησε για την καθιερωμένη προσευχή. Κατόπιν χώρισε τον στρατό του σε τρία μέρη, με τα δύο να επιτίθενται στους Έλληνες που βρίσκονταν στο Χλωμό και στο Σύντσικα. Οι επιθέσεις είχαν ως αποτέλεσμα οι δυνάμεις των Ελλήνων να υποχωρήσουν και να αρχίσει η καταδίωξη τους προς τα ορεινά. Μετά από αυτές τις επιθέσεις, ο Ομέρ Βυώνης συγκέντρωσε όλο το στράτευμα τέθηκε επικεφαλής και κατευθύνθηκε προς το Χάνι. Μπροστά πήγαινε έφιππος ένας ηλικιωμένος δερβίσης, ο οποίος προσευχόμενος έκανε δεήσεις ανεβάζοντας το ηθικό των Τούρκων. Όταν έφθασε μπροστά από το Χάνι, ο Οδυσσέας τον ρώτησε: « Που πας ωρέ Τούρκο;». Να υποτάξω και να σφάξω απίστους απάντησε εκείνος. Τότε ο Οδυσσέας πυροβόλησε τον δερβίση στο κεφάλι ξαπλώνοντάς τον νεκρό, ενώ μέσα από το Χάνι άρχισαν αδιάκοποι πυροβολισμοί, που απέκρουσαν το πρώτο κύμα της επίθεσης, με τους Τούρκους να αφήνουν πολλούς νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Ακολούθησαν σφοδρές επιθέσεις των Τούρκων κατά κύματα. Με το αριστερό τους χέρι έκλειναν τα μάτια τους και με τα γιαταγάνια υψωμένα στο άλλο ορμούσαν κατά των έγκλειστων παλληκαριών. Οι Έλληνες έριχναν ασταμάτητα, καθώς ένας γέμιζε και ο άλλος έριχνε, αλλά το πλήθος και το μένος των Τούρκων ήταν τέτοιο που έφταναν μέχρι τον τοίχο και προσπαθούσαν να τον γκρεμίσουν με τα χέρια τους ή με τα γιαταγάνια. Τα παλληκάρια που ήταν εντός τους κτυπούν εξ επαφής, τα βόλια σκίζουν σάρκες, ανοίγουν κρανία, κομματιάζουν ανθρώπινα μέλη, ακούγονται κραυγές, βλασφημίες και ο τόπος μπροστά από το Χάνι γεμίζει με πτώματα τούρκων. Ο Ομέρ Βρυώνης αγανακτισμένος από την εξέλιξη της μάχης, διατάζει δύο ακόμα επιθέσεις, οι οποίες αποτυγχάνουν παταγωδώς. Στην τρίτη επίθεση οι Τούρκοι μπαϊρακτάρηδες καταφέρνουν να καρφώσουν τα μπαϊράκια τους στα τοιχώματα αλλά οι Έλληνες με την εμψύχωση του Οδυσσέα καταφέρνουν να αναχαιτίσουν και το τρίτο κύμα επίθεσης, θερίζοντας τους τουρκαλβανούς.
Όταν ο ήλιος άρχισε να δύει οι επιθέσεις σταμάτησαν, ο χώρος μπροστά και γύρω από το Χάνι είναι απροσπέλαστος από τα πτώματα των Τουρκαλβανών. Ο Ομέρ Βρυώνης εξαγριωμένος από το αποτέλεσμα της μάχης καλεί σε σύσκεψη τους αξιωματικούς του και τους υβρίζει επιρρίπτοντας τους ευθύνες γιατί δεν κατόρθωσαν να κυριεύσουν ένα Χάνι. Αποφάσισε τότε ότι η μόνη λύση ήταν να το γκρεμίσει με το πυροβολικό. Έτσι έστειλε στην Λαμία ανθρώπους του να μεταφέρουν κανόνια με σκοπό να μετατρέψει το Χάνο σε σκόνη. Ο Ανδρούτσος αντιλαμβανόμενος τις ενέργειες του Τουρκαλβανού στρατηγού, έκοψε τη νύκτα ένα τμήμα από τους πλίνθους της ανατολικής τοιχοποιίας έτσι ώστε να μπορούν αργότερα να διαφύγουν από εκεί. Ακολούθως έθαψε τους νεκρούς σε μια γωνία μέσα στο Χάνι, σκορπίζοντας μπαρούτι αντί για λιβάνι επάνω στις σωρούς, έβαλε κατόπιν τους εξουθενωμένους άντρες του να γευματίσουν και στις 2 μετά τα μεσάνυχτα διέταξε την αποχώρηση, που είχαν αποφασίσει νωρίτερα σε σύσκεψη, με κατεύθυνση τους γύρω ορεινούς όγκους.
Την ώρα που οι Τουρκαλβανοί βρίσκονταν σε βαθύ ύπνο, οι Έλληνες με μπροστάρη τον Γκούρα άρχισαν να φεύγουν περνώντας σα φαντάσματα ανάμεσα από τους στρατιώτες που κοιμόντουσαν. Κάποιος όμως από τους φρουρούς τους αντιλήφθηκε και άρχισε να πυροβολεί, τότε ο Οδυσσέας ανταπέδωσε τα πυρά φωνάζοντας «απάνω τους παιδιά!», οι Τουρκαλβανοί που δεν είχαν προλάβει να καταλάβουν τι γίνεται, νόμισαν ότι πρόκειται για γενική επίθεση των Ελλήνων, αποτραβήχτηκαν αφήνοντας δρόμο μέσα από τον οποίο κατάφεραν οι Έλληνες να ξεφύγουν. Τελικά ο Οδυσσέας και τα παλληκάρια του κατάφεραν να συγκεντρωθούν σε ένα ύψωμα πάνω από το χωριό Χλωμό. Την επομένη 9 Μαΐου 1821 ο Ομέρ Βρυώνης μπήκε στο εγκαταλειμμένο Χάνι και θαύμασε την στρατιωτική υπεροχή των αντιπάλων του! Ο Τουρκαλβανός στρατηγός παρέμεινε στην περιοχή άλλες οκτώ μέρες για να περισυλλέξει τους νεκρούς του που υπολογίζονται σε 340 και να περιθάλψει τους τραυματίες που ήταν πολλοί περισσότεροι.
Το Χάνι της Γραβιάς.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Η νίκη των Ελλήνων στο Χάνι της Γραβιάς υπό την ηγεσία του Οδυσσέα Ανδρούτσου έχει μεγάλη ιστορική σημασία γιατί ανέβαλε την ταχεία κάθοδο του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ στην Πελοπόννησο, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον Κολοκοτρώνη να σημειώσει πέντε ημέρες μετά τον θρίαμβο στην μάχη του Βαλτετσίου. Απέτρεψε τον κίνδυνο να καταπνιγεί η επανάσταση στην Πελοπόννησο, πριν προλάβει ακόμα να εδραιωθεί, αναπτέρωσε σημαντικά το ηθικό των Ελλήνων που μετα τον θάνατο του Διάκου είχε πέσει δραματικά και συνέβαλε στην έναρξη του Αγώνα στην δυτική Ελλάδα. Τέλος η νίκη στην Γραβιά αποτέλεσμα της στρατιωτικής ιδιοφυίας του Ανδρούτσου, αύξησε το γόητρο και το στρατιωτικό του κύρος και τον επέβαλλε ως ηγετική στρατιωτική φυσιογνωμία της Στερεάς Ελλάδας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Διαμαντούρου Ι., «Η μάχη της Γραβιάς», Η Ελληνική Επανάσταση, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 27, εκδ. Παραπολιτικά Α.Ε., Αθήνα 2015.
Καργάκος Σ., «Η μάχη της Γραβιάς 8 Μαΐου 1821» στο Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, τ. Β, εκδ. Real Media A.E., Αθήνα 2014.
Κόκκινος Δ., «Η μάχη στο Χάνι της Γραβιάς», στο Η Ελληνική Επανάστασις, τ. 1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1956.