Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης.
Δημοσιεύθηκε στην Εστία, 24 Μαΐου 2023.
Στη διάρκεια μίας κυβερνητικής θητείας οι παράμετροι που ενδιαφέρουν περισσότερο τις εταιρείες δημοσκοπήσεων είναι α. ποιο κόμμα προηγείται, β. με ποια διαφορά προηγείται και γ. η παράσταση νίκης. Τα ποσοστά των κομμάτων ενδιαφέρουν κι αυτά βεβαίως. Υπάρχει μία παράμετρος, η οποία δεν μπορεί ούτε να ποσοτικοποιηθεί, ούτε να μετρηθεί.
Ας υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε σε μία ουρά στην τράπεζα, μέσα σε ένα ταξί, στο διπλανό τραπέζι σε εστιατόριο ή σε διπλανή ομπρέλα στην παραλία. Με πόση ευκολία ένας τελείως άγνωστός μας θα κάνει κριτική στην κυβέρνηση ή θα μιλήσει απαξιωτικά για τον πρωθυπουργό; Ασφαλώς η κυβέρνηση παίρνει αποφάσεις και κυβερνά, οπότε η κυβέρνηση δημιουργεί δυσαρεστημένους στην κοινωνία, πολλές φορές είτε κάνει κάτι, είτε δεν το κάνει. Πάντα κάποιος θα βγει παραπονούμενος.
Η πολιτική αυτοπεποίθηση όμως που νιώθει ο ψηφοφόρος της αντιπολίτευσης να μοιραστεί σε αγνώστους όχι απλώς τη δυσαρέσκειά του, αλλά την απέχθειά του, την απαξίωσή του, συχνά συνοδευόμενα όλα αυτά με ύβρεις, είναι μία παράμετρος, η οποία αντικατοπτρίζει το κλίμα της συγκεκριμένης περιόδου. Ας την ονομάσουμε «πολιτικό αέρα».
Ρωτώντας έναν τυχαίο πολίτη του πλανήτη «ένα κόμμα από 31.5% έπεσε στο 20%, τι συνέβη;», η πιθανότερη απάντηση που θα έδινε, θα ήταν ότι αυτό το κόμμα κυβερνούσε και δυσαρέστησε τον κόσμο που τον είχε ψηφίσει. Δεδομένου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κυβερνούσε την περίοδο 2019-23, αυτό που το εκλογικό σώμα αποδοκίμασε μπορεί να ήταν αφ’ ενός η δεύτερη δόση της διακυβέρνησης 2015-19, αφ’ ετέρου όμως – για να μην πω «κυρίως» – ήταν ο τρόπος που αντιπολιτεύτηκε την κυβέρνηση.
Πράγματι, επένδυσε εξ ολοκλήρου σε μία αντιπολίτευση χυδαία. Όχι μόνο χωρίς αντιπροτάσεις, αλλά και χωρίς επίπεδο γενικώς. Είδαμε συνθήματα με υβριστικές λέξεις που δεν ακούγονται πια ούτε καν στα γήπεδα, να γράφονται στα φεστιβάλ νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ εναντίον του πρωθυπουργού. Καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ αυτόν τον αέρα αυτοπεποίθησης στην κοινωνία, ο οποίος εκτός του ότι τελικά δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, απετέλεσε μία από τις αιτίες (μικρή ή μεγάλη, είναι άλλο θέμα) της παταγώδους αποτυχίας όλων των δημοσκοπήσεων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών εξόδου από την κάλπη (exit-polls).
Διότι το να μετράς την διαφορά στο 5% ή έστω 7% προεκλογικά και η διαφορά να είναι κοντά στο 21% είναι ένα θέμα όταν ρωτάς «τι θα ψήφιζες;», αλλά όταν μετράς την διαφορά στο 11% ή στο 15% και η διαφορά είναι στο 21% την ώρα που ρωτάς «τι ψήφισες μόλις τώρα;» είναι πολύ διαφορετικό.
Προφανώς λοιπόν η λύση του μυστηρίου είναι ότι και στις δημοσκοπήσεις, όπου απαντούν στην καλύτερη περίπτωση ο ένας στους πέντε, αλλά και στα exit-polls, όπου απαντούν ο ένας στους τρεις, ο μη ανταποκρινόμενος στην πραγματικότητα πολιτικός αέρας που είχε χτίσει ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε τους ψηφοφόρους του πολύ πιο πρόθυμους να συμμετέχουν από όσο τους ψηφοφόρους άλλων κομμάτων.
Αν εξαιρεθεί το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ (το οποίο απείχε 5% από το κάτω άκρο των exit-polls!), στα υπόλοιπα κόμματα, συμπεριλαμανομένης και της ΝΔ, οι δημοσκοπήσεις θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ήταν αξιοπρεπείς. Το πρόβλημα λοιπόν ήταν στην υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία και που έφτανε στη χυδαιότητα.