Γράφει ο Σωτήρης Μητραλέξης.
Αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο
Πολλά έχουν γραφτεί και λεχθεί για την πρόσφατη επικράτηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη γείτονα χώρα, από τους πάντοτε έτοιμους για κάθε σχολιασμό δημοσιολόγους, υπάρχει όμως μία πτυχή η οποία δεν έχει προσεχθεί αρκετά. Αυτή αφορά την σχεδόν πλήρη «εξερντογάνωση» της αντιπολιτεύσεως, την ερντογανοποίηση του πολιτικού σκηνικού της γείτονος ιδίως επέκεινα του κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP).
Πριν την υπερεικοσαετή πλέον εποχή του AKP, ο κεμαλισμός ήταν το μόνο, κυρίαρχο, αδιαμφισβήτητο και παντοδύναμο δόγμα στην Τουρκία. Ποια αντιπολίτευση είδαμε κατά την προεκλογική περίοδο, και δη με προεξάρχοντα του «Τραπεζιού τον Έξι» (Altılı Masa: CHP, İYİ Parti, Saadet Partisi, Demokrat Parti, Demokrasi ve Atılım Partisi & Gelecek Partisi) τον υποψήφιο πρόεδρο της Τουρκίας και πρόεδρο του κεμαλικού κόμματος CHP Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου;
Είδαμε τον ίδιο να απευθύνεται στον λαό με την θρησκευτική του ιδιότητα: «Είμαι Αλεβίτης».
Είδαμε στα ερντογανικής αισθητικής προεκλογικά διαφημιστικά βίντεο του κεμαλικού κόμματος CHP νεαρές γυναίκες με μαντήλα (İlk Turda Bitirelim #Haydi, «Ας το κάνουμε στον πρώτο γύρο/Να τελειώνουμε από τον πρώτο γύρο. Άϊντε!»).
Είδαμε την εντυπωσιακή απουσία κάθε αναφοράς ή υπόσχεσης περί της επαναμετατροπής της Αγια-Σοφιάς (Ayasofya-i Kebir Cami-i Şerifi) σε μουσείο, εάν κερδίσει η αντιπολίτευση: δηλαδή, την παραίτηση από την επιμονή/επιστροφή σε μία θεμελιώδη πράξη του ίδιου του Κεμάλ Ατατούρκ, και την σιωπηρή αποδοχή μιας τεράστιου συμβολικού βεληνεκούς πρωτοβουλίας του Ερντογάν.
Και άλλα πολλά, όλως ασύμβατα με τον παραδοσιακό κεμαλισμό.
Και φυσικά, θυμίζουμε ότι στο «Τραπέζι των Έξι» της αντιπολίτευσης συμμετείχαν – προφανέστατα ως μελλοντικοί κορυφαίοι υπουργοί – τα άλλοτε κορυφαία στελέχη του ερντογανικού συστήματος: ο πρώην πρωθυπουργός, πρώην υπουργός Εξωτερικών, πρώην επικεφαλής του AKP και πάντοτε θεωρητικός του επανασχεδιασμού της Τουρκίας ως διεθνούς οντότητας, καθηγητής Αχμέτ Νταβούτογλου και ο άλλοτε υπουργός Εξωτερικών, υπουργός Οικονομικών, αναπληρωτής πρωθυπουργός Αλί Μπαμπατζάν με τα κόμματα τους (Gelecek Partisi και Demokrasi ve Atılım Partisi αντίστοιχα).
Για να καταλάβουμε πόσο, μα πόσο αλλόκοτα θα ήταν τα παραπάνω προ κάποιων ετών, αξίζει να θυμηθούμε λίγα στοιχεία. Οι βασικές αρχές του κεμαλισμού περιλαμβάνουν μια αυστηρή εκκοσμίκευση, με αντίστοιχή της να εντοπίζεται μόνο στη Γαλλία, όπερ και το όνομα αυτής: από τη laïcité στο laiklik. Το τουρκικό Σύνταγμα περιέχει αρκετές διατάξεις που υποστηρίζουν την αρχή του laiklik. Στο προοίμιο σημειώνεται πως «τα θρησκευτικά συναισθήματα δεν πρέπει να εμπλέκονται στις κρατικές υποθέσεις και την πολιτική, όπως απαιτεί η αρχή της κοσμικότητας» αλλά και «οι μεταρρυθμίσεις και οι αρχές του Ατατούρκ», του «ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, του αθάνατου ηγέτη και του απαράμιλλου ήρωα». Το άρθρο 24 ορίζει πως «κανείς δεν επιτρέπεται να εκμεταλλεύεται ή να καταχράται τη θρησκεία ή τα θρησκευτικά αισθήματα ή τα ιερά με οποιονδήποτε τρόπο για προσωπικούς ή πολιτικούς σκοπούς, συμφέροντος ή επιρροής». Το να είσαι ευσεβής μαντηλοφορούσα προ AKP σήμαινε αποκλεισμό σου από την ανώτατη εκπαίδευση (και, λογικά, περιορισμό στο άροτρο, στο αλέτρι, στη συζυγία και στη μητρότητα): υπήρχαν περιορισμοί για τις γυναίκες που φορούσαν μαντήλα όσον αφορά την εισαγωγή στα πανεπιστήμια και τη δυνατότητά τους να παρακολουθούν μαθήματα φορώντας μαντίλα. Το Συμβούλιο Ανώτατης Εκπαίδευσης (YÖK) είχε εφαρμόσει στα τέλη της δεκαετίας του 1990 έναν κανονισμό που έγινε γνωστός ως «απαγόρευση της μαντήλας»: σύμφωνα με αυτόν τον κανονισμό, οι φοιτήτριες δεν επιτρεπόταν να φορούν μαντήλες στους πανεπιστημιακούς χώρους ή κατά τη διάρκεια των μαθημάτων. Μόλις το 2008 ψηφίστηκε συνταγματική τροποποίηση που επέτρεψε στις μαντηλοφορούσες να φοιτούν σε πανεπιστήμια, ανατρέποντας τους προηγούμενους περιορισμούς.
Υπό το φως των παραπάνω και ενδεικτικών περιττεύει, νομίζω, η όποια περαιτέρω εμβριθής και εκτενής ανάλυση ως προς το εάν έχει εξερντογανισθεί η αντιπολίτευση όταν ο κατ’ εξοχήν θεματοφύλακας του κεμαλισμού, το CHP, διαφημίζει νεαρές κοπέλες με μαντήλα, ενώ ο πρόεδρός του και υποψήφιος πρόεδρος της Τουρκίας αναφέρεται δημοσίως στο αλεβιτικό θρησκευτικό του ανήκειν και ενώ κανείς δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για την υπεράσπιση της κληρονομιάς του «ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, του αθάνατου ηγέτη και του απαράμιλλου ήρωα» ως προς το εκκοσμικευμένο καθεστώς της Αγια-Σοφιάς, δηλαδή την ιδιότητά του ως μουσείου, κομβικής συμβολικής σημασίας επιλογή του Ατατούρκ και όχι απλώς «μία ακόμα» από τις μεταρρυθμίσεις και αποφάσεις του. Συνελόντι ειπείν, ο κεμαλισμός (όπως τον γνωρίζαμε τουλάχιστον) απλώς δεν υφίσταται πλέον, και το κεμαλικό κόμμα αφίσταται συνειδητά από αυτόν, παρά τη συνεχή επίκλησή του.
Για να καταλάβουμε το πλαίσιο έτι περαιτέρω, αξίζει να σημειώσουμε ότι, πριν από την έλευση και έκτοτε παντοκρατορία του AKP και του Ερντογάν στις αρχές της νέας χιλιετίας, την εξουσία είχε στην Τουρκία σχεδόν αποκλειστικά το κεμαλικό CHP (με ή χωρίς συγκυβερνώντες), με πραγματικά λίγες εξαιρέσεις. Στις εκλογές του 1950, το Δημοκρατικό Κόμμα αναδείχθηκε νικητής και ο Αντνάν Μεντερές έγινε πρωθυπουργός, τερματίζοντας την αδιάλειπτη διακυβέρνηση του CHP μετά την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκίας. Το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960 οδήγησε στην προσωρινή αναστολή των πολιτικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου του CHP: το πραξικόπημα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας στρατιωτικής χούντας, γνωστής ως Επιτροπή Εθνικής Ενότητας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η χούντα κυβέρνησε τη χώρα μέχρι την αποκατάσταση της πολιτικής κυβέρνησης το 1961. Μετά έχουμε την περίοδο πρόσκαιρης κυριαρχίας του Δημοκρατικού Κόμματος (1950-1960 και 1965-1969), και μια ακόμα στρατιωτική δικτατορία το 1980-1983. Ναι μεν το CHP έχει βιώσει διάφορες περιόδους στην αντιπολίτευση και έχει επίσης σχηματίσει κυβερνήσεις συνασπισμού στο παρελθόν, ωστόσο οι προαναφερθείσες περίοδοι είναι οι σημαντικότερες κατά τις οποίες το CHP δεν κυβέρνησε την Τουρκία κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα. Από το 2002 κι έπειτα τη χώρα κυβερνά το Adalet ve Kalkınma Partisi.
Επιστρέφοντας στο παρόν και στην υπόσταση ή μη των συμβολισμών του, για το κλείσιμο της προεκλογικής εκστρατείας (του πρώτου, όπως απεδείχθη, γύρου) ο μεν Ερντογάν επέλεξε την Αγια-Σοφιά, ο δε Κιλιτσντάρογλου το Μαυσωλείο του Ατατούρκ. Οι συμβολισμοί προφανείς: Ισλάμ και κεμαλισμός, η «Δημοκρατία των Δεύτερων» και η «Δημοκρατία των Πρώτων». Αντιπολιτευτικός συμβολισμός όμως άδειος: τι να το κάνεις το Μαυσωλείο και τα κεμαλικά διαπιστευτήρια, όταν έχεις εξερντογανισθεί πλήρως…
Επιπροσθέτως (αν και αυτό δεν είναι per se μη-κεμαλικό στοιχείο), για «επιλογή της Δύσης» έναντι του Ερντογάν, η πλατφόρμα του Κιλιτσντάρογλου ηχούσε αρκούντως ευρασιατική. Αν και τα διεθνή μέσα παρουσίαζαν τον Κιλιτσντάρογλου ως τον φιλοδυτικό υποψήφιο (και, σίγουρα, τον υποψήφιο που ανοιχτά στήριζαν οι δυτικές χώρες) και τον Ερντογάν ως τον… τέλος πάντων μη-φιλοδυτικό υποψήφιο, μια εβδομάδα πριν τον πρώτο γύρο ο Κιλιτσντάρογλου ανακοίνωσε «το μεγαλύτερο εγχείρημα της ζωής του»: «Ne Batı ne Doğu, bu Türk’ün Yolu — Ούτε Δύση ούτε Ανατολή, αυτός είναι ο τουρκικός δρόμος»: «Αγαπητοί μου, συκοφαντούν τη συμμαχία μας ότι είναι φιλοδυτική. Ας τους αφήσουμε να συκοφαντούν. Σήμερα ανακοινώνω το μεγαλύτερο έργο της ζωής μου. Ας δουν πόσο πολύ νοιάζομαι για «Δύση» και «Ανατολή»: δεν κάνω διάκριση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Είμαι όπου βρίσκονται τα συμφέροντα του τουρκικού κράτους… Θα αναβιώσουμε τον ιστορικό Δρόμο του Μεταξιού. Με άλλα λόγια, θα συνδέσουμε την Τουρκία με την Κίνα… Κοιτάξτε, αυτό θα ανησυχήσει τη Δύση. Θα περάσουν τις εκθέσεις τους απόψε. Και λέω, ας τους αφήσουμε να ανησυχούν… Η Τουρκία θα ενσωματωθεί πλήρως με τις αδελφές γεωγραφίες της…».
Πέραν, όμως, του ευρύτερου πεδίου της έκλειψης κάθε πρότασης παλινόρθωσης του κεμαλισμού, η εξερντογάνωση της αντιπολίτευσης διαφαίνεται και «στα σημεία». Συγκυβερνούσε ο Ερντογάν με το εθνικιστικό κόμμα MHP; Είχε και ο Κιλιτσντάρογλου την εθνικίστρια Μεράλ Άκσενερ από το İYİ Parti, διάσπαση του MHP. Στήριξε ο υπερυπερεθνικιστής υποψήφιος πρόεδρος Σινάν Ογάν τον Ερντογάν στον δεύτερο γύρο; Ανέσυρε και ο Κιλιτσντάρογλου το υπερεθνικιστικό πλην λιλιπούτειο Zafer Partisi του Ουμίτ Οζντάγ προς στήριξή του. Χρειαζόταν ο Κιλιτσντάρογλου αδέσποτες ψήφους ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις; Γέμισε τις πόλεις με τεράστιες διαφημίσεις «Οι Σύροι θα-φύ-γουν» (SURİYELİLER Gİ-DE-CEK), ενώ είχε πολιτευθεί προηγουμένως με τα δάκτυλα σε σύμβολο καρδιάς (όπως προσφάτως και η καθ’ ημάς Ζωή Κωνσταντοπούλου, εξίσου εγνωσμένης μετριοπάθειας, νηφαλιότητας και υπερεκχειλίζουσας αγαπητικότητας). Παραμονή του δεύτερου γύρου των εκλογών, μάλιστα, μία από τις υποσχέσεις και δεσμεύσεις του εκ της της αντιπολίτευσης υποψηφίου προέδρου Κιλιτσντάρογλου αφορούσε τα θεάματα χωρίς άρτο: «Μετά τη νίκη μου στις εκλογές, ένα από τα πρώτα διατάγματα που θα υπογράψω είναι να διασφαλίσω ότι οι αγώνες θα μεταδίδονται από την TRT χωρίς password [συνδρομή]. Έκλεψαν ακόμη και τις μικρές χαρές του έθνους. Έτσι, θα συμφιλιώσω το έθνος με το TRT και το TRT θα είναι πραγματικά το κανάλι του έθνους». Δεν γνωρίζω εάν είναι να απορεί κανείς που αυτή η στρατηγική δεν στέρησε, εν τέλει, την ενδέκατη κατά σειρά εκλογική νίκη από τον νυν πρόεδρο της γείτονος.
Αν υπάρχει ένα «αστέρι» αυτή τη στιγμή στο αντιπολιτευτικό τοπίο, αυτό μοιάζει να είναι το εξής ένας: ο Εκρέμ Ιμάμογλου, δήμαρχος Κωνσταντινουπόλεως με το CHP. Πενηνταενός ετών και δημοφιλέστατος, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει δικό του το μέλλον, μετά από την προαναγγελθείσα ως τελευταία θητεία του εβδομηντατετραετούς τότε Ερντογάν – ο οποίος, αν μη τι άλλο, κάποτε θα αντιμετωπίσει και την φυσική του φθορά. Τι σημασία όμως έχει πέραν της εναλλαγής των προσώπων και των «διορθωτικών κινήσεων» και μετεξελίξεων (δηλαδή, πέραν ενός αμιγώς εσωτερικού πεδίου που εκ των πραγμάτων δεν αποτελεί το πρώτο ενδιαφέρον μας εδώ), όταν ο Ιμάμογλου δεν ευαγγελίζεται ένα ουσιωδώς και ριζικά διαφορετικό πλαίσιο από αυτό που έχει σχηματίσει το υπερεικοσαετές AKP και ο «νέος Ατατούρκ» της τελεσίδικης ρεβάνς των άλλοτε «Δεύτερων»; Σημειολογικά και μόνον έχει ενδιαφέρον ακόμα και η παράλληλη πορεία Ιμάμογλου-Ερντογάν: από ευσεβή οικογένεια, ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής στα νιάτα του, δήμαρχος Κωνσταντινουπόλεως και με δικαστικά προβλήματα πολιτικού περιεχομένου κατά τη διάρκεια της δημαρχιακής θητείας του: όλα τα παραπάνω ισχύουν τόσο για τον Ιμάμογλου όσο και για τον Ερντογάν – ενώ κάποτε, πριν από αρκετές δεκαετίες, θα ήταν κάπως δύσκολο να φανταστεί κανείς κορυφαίο στέλεχος του κεμαλικού κόμματος με επώνυμο «Ιμάμ-ολου», αν μη τι άλλο δυνάμει και μόνο των συνυποδηλώσεων του επωνύμου, για να ολοκληρώσουμε αυτήν τη σημειολογική παρένθεση. Ο Ιμάμογλου, εάν και εφόσον η ανοδική του πορεία ολοκληρωθεί και ευοδωθεί, δεν επαγγέλλεται εν τέλει μία αναίρεση της ερντογανικής πλέον Τουρκίας ούτε μια εναλλακτική στα βασικά της θέσμια ως προς την πραγματικά ευρύτερη εικόνα, αλλά τη διαχείριση της επόμενης μέρας της. Μιας επόμενης μέρας κατά την οποία το κράτος της Τουρκίας ορίζεται και καθορίζεται με πληρότητα από τις ερντογανικές προσλαμβάνουσες, ακόμη και μετά τον Ερντογάν, ενώ το εκπτωχευμένο κεμαλικό μοντέλο οργάνωσης και ταυτότητας της χώρας παραμένει ως ένα κλεισμένο κεφάλαιο του παρελθόντος πλέον αιώνα.
Στα αγγλικά, η λέξη «after» έχει σειρά σημαινομένων: πέραν της χρονικής αλληλουχίας («μετά»), μπορεί να σημαίνει την μίμηση της τεχνοτροπίας («a painting after Titian/a concerto after Mozart»), μπορεί να σημαίνει την αναζήτηση, το να ψάχνεις κάποιον («I am after him» ή «being after God» ή «a man after God’s heart»). Όλα αυτά περιγράφουν την Τουρκία μετά τον Ερντογάν : πέπρωται να είναι… «after Erdoğan».
Το ερώτημα, βέβαια, περιλαμβάνει και το ποια θα είναι η πρωτεύουσα της χώρας «μετά» τον Ερντογάν . Διότι δεν αποκλείεται να δούμε μέσα στα επόμενα χρόνια, αυτά της τελευταίας θητείας του νυν προέδρου την οποία ο ίδιος επιθυμεί ρητώς να καταστήσει ιστορική, και την εσχάτη, κορυφαία συμβολική αντιστροφή της κεμαλικής συνθήκης: αυτήν της επιστροφής της πρωτεύουσας του κράτους από μια γραφειοκρατική, διοικητική πόλη (τεχνητή πρωτεύουσα) στο φυσικό του κέντρο βάρους – πληθυσμιακώς, ιστορικώς, συμβολικώς, γεωπολιτικώς και άλλως πώς.