Sunday 6 October 2024
Αντίβαρο
Άνθρωπος Δημήτρης Καπράνος Πολυτονικό

Ὁ θάνατος τῆς ἐπαφῆς καί οἱ μηχανές τοῦ διαβόλου.

Γράφει ὁ Δημήτρης Καπρᾶνος.

Διάβασα ἕνα δημοσίευμα τοῦ ψυχολόγου Δημήτρη Πετρούνια, τό ὁποῖον ἀμέσως παραθέτω:

«Πέρασα μία ὥρα στήν τράπεζα μέ τόν πατέρα μου, ἐπειδή ἔπρεπε νά μεταφέρει χρήματα. Δέν μποροῦσα νά ἀντισταθῶ στόν ἑαυτό μου καί ρώτησα….

“Μπαμπᾶ, γιατί δέν ἐνεργοποιοῦμε τό internet banking σου;” Ἀπάντησε ἀμέσως. “Γιατί νά τό κάνω αὐτό;” “Ἐπειδή τότε δέν θά χρειάζεται νά περάσεις μία ὥρα ἐδῶ γιά πράγματα ὅπως μιά ἁπλή μεταφορά. Μπορεῖτε ἐπίσης νά κάνετε τίς ἀγορές σας online. Θά ἦταν ὅλα τόσο εὔκολα!”. Ἤμουν τόσο ἐνθουσιασμένος πού τόν ἔβαλα στό ῾Net Banking.

Μέ ρώτησε: “Ἄν τό κάνω αὐτό, δέν θά χρειαστεῖ νά βγῶ ἀπό τό σπίτι;”. “Ναί, ναί” εἶπα. Τοῦ εἶπα ὅτι ἀκόμη καί τά ψώνια μποροῦν νά παραδίδονται στήν πόρτα τους!

Ἡ ἀπάντησή του μέ ἄφησε ἄφωνο: “Ἀπό τήν ὥρα πού μπήκαμε σέ αὐτή τήν τράπεζα σήμερα, συνάντησα τέσσερεις φίλους μου, μίλησα λίγο μέ τό προσωπικό πού μέ γνωρίζει πολύ καλά. Ξέρεις ὅτι εἶμαι μόνος…. αὐτή τήν παρέα χρειάζομαι. Μοῦ ἀρέσει νά ἑτοιμάζομαι καί νά ἔρχομαι στήν τράπεζα. Ἔχω ἀρκετό χρόνο, εἶναι τό φυσικό ἄγγιγμα πού λαχταρῶ. Πρίν δύο χρόνια ἀρρώστησα, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ μαγαζιοῦ ἀπό τό ὁποῖο ἀγοράζω φροῦτα, ἦρθε νά μέ δεῖ καί κάθισε κοντά στό κομοδῖνο μου, καί ἔκλαψε. Ὅταν ἡ μαμά σου ἔπεσε κάτω πρίν λίγες μέρες ἐνῷ ἔκανε τόν πρωινό της περίπατο, ὁ μπακάλης μας τήν εἶδε καί ἀμέσως πῆρε τό αὐτοκίνητό του γιά νά τήν φέρει σπίτι, καθώς ξέρει ποῦ μένουμε. Θά εἶχα αὐτό τό “ἀνθρώπινο” ἄγγιγμα ἄν ὅλα ἔμπαιναν online; Γιατί νά θέλω τά πάντα νά μοῦ δοθοῦν καί νά μέ ἀναγκάσουν νά ἀλληλεπιδρῶ μόνο μέ τόν ὑπολογιστή μου;”

Πόσο δίκιο ἔχει! Ἡ τεχνολογία δέν εἶναι ζωή! Νά περνᾶς χρόνο μέ ἀνθρώπους. Ὄχι μέ τίς συσκευές!…

Φίλτατε, ἡ μητέρα μου ἔζησε εἰκοσιοκτώ χρόνια ἐν χηρείᾳ. Ἔμεινε μόνη της πολλά χρόνια, δέν θέλησε νά ἔλθει νά μείνει μαζί μας καί, στά στερνά, προσλάβαμε μιά κυρία ἀπό τήν Βουλγαρία γιά νά τῆς κάνει συντροφιά. Ἔζησε μέχρι τά 96 της. Σχεδόν μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της, κατέβαινε στόν Πειραιᾶ ἀπό τόν Κορυδαλλό, γιά νά πᾶμε μαζί στήν Τράπεζα καί νά πάρει τήν σύνταξή της. Δηλαδή γιά νά κάνει τήν βόλτα της, νά μιλήσει μέ τήν ταμία, μέ τήν ὁποία ἀνέπτυξε πολύ γρήγορα σχέσεις καί τῆς ἄφηνε πάντα ἕνα “δωράκι” πρίν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό γκισέ.

“Γιατί παίρνεις τήν μαμά μαζί στήν Τράπεζα; Γιατί δέν τῆς μαθαίνεις πῶς νά χειρίζεται τόν ὑπολογιστή καί νά κάνει τά πάντα χωρίς νά χρειάζεται νά βγαίνει ἔξω” μοῦ εἶπαν, ἐπανειλημμένως, τά τέσσερα ἀδέλφια μου, πού διαβιοῦν στό Ἡνωμένο Βασίλειο.

Τούς ἐξήγησα ὅτι ὅποτε ἐρχόταν, τό πρόσωπό της ἔλαμπε ἀπό χαρά, καί ὅτι ἐννέα στίς δέκα φορές, ὅταν ξεμπερδεύαμε ἀπό τήν “Ἐθνική” τῆς Καστέλλας, καταλήγαμε στό “Πανόραμα” τοῦ Προφήτη Ἠλία γιά ψαράκι. Ἡ μαμά ἔφυγε, ἡ Ἐθνική τῆς πλατειούλας μας ἔκλεισε καί ἐγώ ματαίως ἔψαξα νά βρῶ ποῦ μετετέθη ἡ συμπαθέστατη ταμίας. Τήν ἔψαξα “per mare per teram” καί τελικά, στό “Ναυτιλιακό” τῆς Ἀκτῆς Μιαούλη, μέ πληροφόρησαν ὅτι συνταξιοδοτήθηκε. “Τί τήν θέλατε;” μέ ρώτησε ἡ ὑπάλληλος. “Ἤθελα νά ἔρχομαι νά τήν βλέπω καί νά μιλᾶμε γιά τήν μάνα μου!” τῆς εἶπα καί χαμογέλασε μέ νόημα…».

Ἄρθρο στήν «ΕΣΤΙΑ», Δ. 7 Ἱουλίου 2023, φ. 42.620 σελ. 1, 4 (αναδημ. στην ηλεκτρονική έκδοση 8/08/2023).

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.