Sunday 6 October 2024
Αντίβαρο
Ιστορία: Βυζάντιο Μάριος Νοβακόπουλος

Ο Αλέξιος Κομνηνός στη νεότερη ιστοριογραφία: Σωτήρας ή “ψεύτικος από μηχανής θεός”;

Μάριος Νοβακόπουλος*

Η βασιλεία του Αλεξίου Α’ Κομνηνού υπήρξε μακρά και πολυτάραχη.  Έπεται της κρίσης και κατάρρευσης της αυτοκρατορίας τις δεκαετίες του 1060-1070, με αποκορύφωμα τη μάχη του Μαντζικέρτ, και συμπίπτει με την εδραίωση των Τούρκων στη Μικρά Ασία και την εξαπόλυση της Α’ Σταυροφορίας από την Δυτική Χριστιανοσύνη.  Ο Αλέξιος διεξήγαγε πολυμέτωπους στρατιωτικούς αγώνες, προχώρησε δε σε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες άλλαξαν μόνιμα τη φυσιογνωμία του βυζαντινού κράτους.  Η δυναστεία που εγκαθίδρυσε υπήρξε η τελευταία αναλαμπή της βυζαντινής ισχύος, ενώ η σύγκρουσή του με τους Νορμανδούς και η Α’ Σταυροφορία τροφοδότησε μία μακρά παράδοση δυτικής πολεμικής εναντίον του.  Είναι λοιπόν αναμενόμενο να κερδίσει την αμέριστη προσοχή της νεότερης ιστοριογραφίας και των βυζαντινών σπουδών.  Όλοι σχεδόν οι ερευνητές αναγνωρίζουν στον αυτοκράτορα μεγάλη προσωπική ικανότητα και πολιτική (ιδίως διπλωματική) δεξιοτεχνία.  Οι διαφορές εντοπίζονται στα σημεία και στον βαθμό που ασκείται κριτική.  Οι αρκετά διαφορετικές εκτιμήσεις της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού του έχουν προσδώσει τον χαρακτηρισμό του «αινίγματος».[1]  Παρακάτω εκτίθεται κρίσεις από μια σειρά σημαντικών βυζαντινολόγων, ενδεικτικά και δίχως αξιώσεις πληρότητας.

Ο Βρετανός ιστορικός Εδουάρδος Γίββων, συγγραφέας της Παρακμής και Πτώσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (1776-1789), είναι γνωστός για την αρνητική γενικά κρίση του για τη βυζαντινή ιστορία, κατά το πνεύμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού του 18ου αιώνα.  Ο Γίββων αναγνώριζε στον Αλέξιο πολλές αρετές, ως γενναίο στρατηγό και υπομονετικό διπλωμάτη, ο οποίος «μέσα στην καταιγίδα… κατεύθυνε το πλοίο της αυτοκρατορίας με επιδεξιότητα και θάρρος».[2]  Αναφερόμενος όμως στην ανάκτηση της δυτικής Μικράς Ασίας κατά το πέρασμα της Α’ Σταυροφορίας ως την πρακτική ενός τσακαλιού, το οποίο ακολουθεί το λιοντάρι και τρώει τα υπολείματα του φαγητού του.[3]

Ορμώμενος από την διάθεση υπεράσπισης του Βυζαντίου από τις κατηγορίες της δυτικής ιστοριογραφίας (τις οποίες ενστερνίζονταν και οι Έλληνες κλασσικιστές ιστορικοί του α’ μισού του 19ου αιώνα),[4] ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος έδωσε μεγάλη βαρύτητα στην βασιλεία του Αλεξίου Κομνηνού (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1860-1877).  Την χαρακτηρίζει ως μία εκ των «κατ’ επιφάνειαν λαμπροτέρων και των πράγματι ολεθριωτέρων της όλης μεσαιωνικής ημών ιστορίας», τονίζοντας τις αρνητικές συνέπειες των εμπορικών προνομίων προς τις ιταλικές πόλεις και της αύξησης της μεγάλης εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας με δωρεές.  Από την άλλη, δεν φείδεται επαίνων για την «θαυμαστή δραστηριότητά»[5] του, κατά την οποία «δεν θέλομεν εύρει ποτέ αυτόν αμηχανούντα και μη ηξεύροντα τι να πράξη».[6]  Ο Παπαρρηγόπουλος επαινεί τις στρατιωτικές επιτυχίες και την ανόρθωση του κράτους, αποκρούοντας παράλληλα τις δυτικές κατηγορίες περί δολιότητας και προδοσίας έναντι της Α’ Σταυροφορίας.[7]  Η αρκετά ισορροπημένη κρίση του Παπαρρηγόπουλου δεν βρίσκει συνέχεια στην μεταγενέστερή του ελληνική ιστοριογραφία, η οποία δίνει έμφαση σχεδόν αποκλειστικά στην απόκρουση των εξωτερικών εχθρών.[8]

Στη διεθνή ιστοριογραφία του 20ου αιώνα, ο απολογισμός των πεπραγμένων του Αλεξίου Α’ παραμένει κατά κύριο λόγο θετικός, αλλά εκφράζονται και σοβαρές επιφυλάξεις.  Για τον Charles Diehl (Histoire de l’empire byzantin, 1920) ο Αλέξιος Κομνηνός ήταν ο καταλληλότερος άνθρωπος για την κρίση που διερχόταν το Βυζάντιο στα τέλη του 11ου αιώνα,[9] όμως η παραμέληση του στόλου και η εναπόθεση της ναυτικής ασφάλειας στη Βενετία, η οποία είχε ήδη λάβει επώδυνα προνόμια, θεωρήθηκε επιπόλαιη.[10]  O Alexander Vasiliev (β’ τόμος, 1935), από τους επιδραστικότερους Βυζαντινολόγους του 20ου αιώνα, ανέλυσε ενδελεχώς την βασιλεία του Αλεξίου Α’, τόσο προς την εσωτερική όσο και την εξωτερική της πλευρά, με ιδιαίτερη βαρύτητα στο υπόβαθρο και τα αμφιλεγόμενα σημεία της Α’ Σταυροφορίας.  Συνέδεσε την άνοδό του στην εξουσία με την επικράτηση της στρατιωτικής, γαιοκτητικής αριστοκρατίας, ενώ χαρακτηρίζει την διοίκησή του ως δραστήρια και επιδέξια.[11]  Η απόκρουση των εχθρών και η επέκταση των συνόρων σηματοδοτούν μία εποχή «αδιαμφισβήτητης προόδου», ενώ οι διάφορες κατηγορίες της δυτικής ιστοριογραφίας περί προδοσίας και υπονόμευσης της Α’ Σταυροφορίας απορρίπτονται.[12]  Αντίθετα, τονίζονται τα προβλήματα της οικονομικής πολιτικής, κυρίως τα βενετικά προνόμια[13] και «το χειρότερο, ίσως, οικονομικό μέτρο», η νόθευση του νομίσματος.[14]  Σε σύντομη αναφορά του, ο Steven Runciman (Byzantine Civilisation, 1934) απέδιδε στον Αλέξιο Κομνηνό και τις στρατιωτικές-διπλωματικές ικανότητές του, την σωτηρία της αυτοκρατορίας.  Η πυροδότηση όμως των Σταυροφοριών είχε υψηλό κόστος, αφού οδήγησε στην απομάκρυνση της οικονομικής πρωτοβουλίας από τα χέρια της Κωνσταντινούπολης.[15]  Στο μνημειώδες έργο του για την ιστορία των Σταυροφοριών, χαρακτηρίζει απερίφραστα τον Αλέξιο ως τον «μεγαλύτερο πολιτικό ηγέτη της εποχής του».[16]

O Georg Ostrogorsky (Geschichte des byzantinischen Staates, 1940) σημειώνει με λακωνικότητα τις εσωτερικές αντιφάσεις της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού: «…αναγκάστηκε να οικοδομήσει πάνω σε νέα θεμέλια.  Όμως το αναστηλωτικό του έργο δεν θα μπορούσε να έχει παρά επιφανειακή και προσωρινή επιτυχία».  Αντίθετα με παλαιότερες περιπτώσεις σωτηρίας από την καταστροφή, όπως του Ηρακλείου και των Ισαύρων, την εποχή του Αλεξίου το Βυζάντιο είχε εξαντληθεί εσωτερικά και δεν είχε τη δύναμη για μία ακόμη ολοκληρωμένη ανάκαμψη.  Έτσι, η περίοδος των Κομνηνών είδε την απώλεια της Βυζαντινής πρωτοκαθεδρίας στο εμπόριο και την θάλασσα έναντι της ανερχόμενης ισχύος των Ιταλικών ναυτικών πολιτειών.[17]  Ο Αλέξιος ήταν, τονίζει, «ασυνήθιστα ευφυής» πολιτικός[18] και «απαράμιλλος» διπλωμάτης, διατηρώντας ασίγαστους τους αγώνες του επί 40 έτη.[19]  Παρά την επίτευξη πολιτικής σταθερότητας και την αμυντική ανασυγκρότηση, η βασιλεία του είδε την επιδείνωση των κοινωνικών δεινών του 11ου αιώνα, με την υπερεπέκταση της μεγάλης ιδιοκτησίας και τον μαρασμό των ελεύθερων καλλιεργητών.[20]  Η μοίρα των χωρικών γινόταν «καθημερινά χειρότερη».[21]  Η ανατροπή των παλαιών δομών και παραδόσεων του βυζαντινού κράτους σφράγισε τον προσωρινό και εύθραυστο χαρακτήρα της Κομνήνειας αναστήλωσης.[22]

Από την αντίθετη πλευρά, ο Γάλλος βυζαντινολόγος Paul Lemerle αμφισβήτησε την θεωρία περί παρακμής του Βυζαντίου τον 11ο αιώνα, και μαζί της την ανάδειξη του Αλεξίου ως αναστηλωτή.  Κατά την κρίση του ήταν ένας «ψεύτικος από μηχανής Θεός, υποτιθέμενος σωτήρας κατά θεία πρόνοια».[23]  Δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη της οικονομίας και της διανόησης την προγενέστερη περίοδο,[24] ο Lemerle επέκρινε το καθεστώς οικογενειοκρατίας (με υπέρμετρη την επιρροή των γυναικών)[25] και θρησκευτικού υπερσυντηρητισμού που επέβαλε ο Αλέξιος Κομνηνός, ελέγχοντας ασφυκτικά την Εκκλησία και την παιδεία,[26] παρεμποδίζοντας την κοινωνική κινητικότητα και δημιουργώντας μία «μπλοκαρισμένη» (bloquée) κοινωνία.[27]  Ο Lemerle συμφωνεί με τον Ostrogorsky για τις ολέθριες συνέπειες των προνομίων προς τους Βενετούς, καθώς η ως τότε ισχύς του Βυζαντίυο στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στην θέση του ως κέντρου διαμετακομιστικού εμπορίου, την οποία εγκατέλειψε – απώλεια η οποία το «έσβησε» από τον ίδιο τον ιστορικό στίβο.[28]  Στον αντίποδα του Αλεξίου επαινείται ο λογοθέτης του Μιχαήλ Ζ’, Νικηφορίτζης, ως ευφυής μεταρρυθμιστής, ο οποίος απέτυχε λόγω των δυσμενών συνθηκών.[29]

Σε πνεύμα παρόμοιο αλλά ευμενέστερο προς τον Αλέξιο, ο Cyril Mango αναγνώριζε πως ο αυτοκράτορας έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για τη διάσωση του κράτους, ενώπιον μεγάλων δυσκολιών.  Παρά ταύτα, το όραμά του ήταν «περιορισμένο και αντιδραστικό».  Η εχθρικότητά του απέναντι στην ανερχόμενη εμπορική τάξη και η παραχώρηση προνομίων στους Βενετούς «υπονόμευσαν αμετάκλητα το οικονομικό μέλλον της αυτοκρατορίας».[30]

Η κρίση του Robert Browning είναι ενδεικτική του διχασμού των ιστορικών ερευνητών, ανάμεσα στην αδιαμφισβήτητη πολιτικοστρατιωτική διάσωση του Βυζαντίου από τον Αλέξιο και αντίστοιχα εμφανείς δυσμενείς εσωτερικές τάσεις.  Σε μελέτη του για το πνευματικό περιβάλλον τους Βυζαντίου τον 11ο και 12ο αιώνα, ο Browning μιλά για την «καταστροφική αποτυχία» του Βυζαντίου των Κομνηνών να προσαρμοστεί στις ραγδαίες αλλαγές της εποχής, με μία πολεπίπεδη κρίση να προετοιμάζει την αναπόφευκτη πτώση του 1204.[31]  Η εκπαιδευτική κρίση ήταν άλλο ένα σύμπτωμα της παρακμής, καθώς με την καταδίκη του Ιωάννη Ιταλού (1082) και τον έλεγχο της εκπαίδευσης, ο Αλέξιος Κομνηνός ανέκοψε τη φιλοσοφική πρωτοπορία της αμέσως προηγούμενης περιόδου, «ευνουχίζοντας» τον Βυζαντινό πολιτισμό για έναν τουλάχιστον αιώνα.[32]  Σε μεταγενέστερο, γενικό ιστορικό του έργο, ο Browning επιδεικνύει μία πιο ισορροπημένη στάση.  Ο ίδιος ο Αλέξιος επαινείται ως ηγέτης «σχεδόν υπεράνθρωπης ενεργητικότητας, μεγάλης επιμονής στον στόχο του, ατρόμητος και ευφυής», ο οποίος εξασφάλισε στην αυτοκρατορία τη μεγαλύτερη ισχύ της από τον καιρό του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου, εκπροσωπώντας παράλληλα την μόνη κοινωνική ομάδα που μπορούσε να επαναφέρει την σταθερότητα.[33]  Η εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση την οποία κληρονόμησε παραλληλίζεται με εκείνη των διαδόχων του Ηρακλείου.[34]  Όμως ούτε εκείνος ούτε η αριστοκρατία την οποία εκπροσωπούσε μπορούσε να «καλλιεργήσει την στρατιωτική ισχύ και την κοινωνική αλληλεγγύη» όπως η δυναστεία των Ισαύρων τον 8ο αιώνα.  Με την παρακμή των ελεύθερων καλλιεργητών, αλλά και τα προνόμια στους Βενετούς, ο Αλέξιος «κέρδιζε χρόνο, υποθηκεύοντας το μέλλον της χώρας του».  Εν τέλει, ο αυτοκράτορας και το κράτος δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στους νέους καιρούς: «ήταν σαν ναυτικοί που προσπαθούσαν να προσανατολιστούν σε έναν άγνωστο, νέο ωκεανό με παλιούς χάρτες».[35]  Δεν είναι τυχαίο πως το κεφάλαιο του βιβλίου του για την περίοδο 1081-1204 φέρει τον τίτλο «Από την ψευδή αυγή στον κατακλυσμό».[36]

Ο ιστορικός της υστεροβυζαντινής περιόδου, Michael Angold, έδωσε μεγαλύτερο βάρος στο έργο του Αλεξίου για την αναδιοργάνωση της διοίκησης, της οικονομίας και της Εκκλησίας, το οποίο αν και επισκιάζεται από τους πολεμικούς αγώνες της βασιλείας του, εκείνος το θεωρεί αποκορύφωμά της.[37]  Ο Αλέξιος αναστήλωσε τη βυζαντινή ισχύ στην Εγγύς Ανατολή και τα Βαλκάνια, όμως τα θεμέλια του έργου του ήταν επισφαλή.  Η αυτοκρατορία του δεν είχε τα σαφή σύνορα και την διοικητική σταθερότητα του κράτους του Βασιλείου Β΄, όμως οι αλλαγές του Αλεξίου προσέδιδαν μία απαραίτητη ευελιξία για τις ρευστές περιστάσεις της εποχής.[38]  Ο Angold θεωρεί ακόμη ότι η κριτική για την απόδοση προνομίων στη Βενετία ήταν υπερβολική, καθώς η συμμαχία κατά των Νορμανδών ήταν εκείνη τη στιγμή αναγκαία, και βραχυπρόθεσμα ευεργετική για την οικονομία.[39]  Ελέγχει ακόμη την «απερισκεψία» του Αλεξίου σε κρίσιμες μάχες της πρώτης δεκαετίας της βασιλείας του: «επέδειξε μεγάλη επιμονή ενώπιον μία σειράς από στρατιωτικές ήττες. Αυτό όμως δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός πως [αυτές οι ήττες] ήταν συχνά δικά του δημιουργήματα».[40]  Παρότι δεν θα μπορούσε να προβλέψει τις τεράστιες αλλαγές του ερχόμενου αιώνα, η «σκιά του 1204» κρέμεται πάνω κάθε προσπάθεια απολογισμού της βασιλείας του.[41]

Ο Warren Treadgold ξεκινά την εξιστόρηση της περιόδου της «αυτοσχέδιας ανάκαμψης» (1081-1143) χαρακτηρίζοντας τον Αλέξιο Κομνηνό ως έναν «από κάθε άποψη εξαιρετικό άνθρωπο», του οποίου το θάρρος, το ένστικτο και οι υπόλοιπες αρετές ήταν κατάλληλες και απαραίτητες για την «πρωτοφανή έκτακτη ανάγκη» που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία το 1081.  «Κατέλαβε την εξουσία αδίστακτα σε έποχές χάους, όμως έδειξε επιείκεια στους εχθρούς του.  Παρότι πολλοί από τους συνεργάτες του δεν τον εμπιστεύονταν, λίγοι τον μισούσαν, και όλοι σέβονταν τις ικανότητές του.  Δεν είχε αντιπάλους ανάλογου αναστήματος και αγωνίστηκε να εμποδίσει την ανάδυση κάποιου», συνεχίζει.[42]  Η τελική του κρίση είναι θετική, εμμένοντας στην απόκρουση των εισβολών και την αποκατάσταση της σταθερότητας.  Σημειώνει όμως πως οι δυσκολίες των πρώτων χρόνων της βασιλείας του τον εμπόδισαν να προσφέρει περισσότερη βοήθεια στους Σταυροφόρους ή να ενισχύσει την στρατολογία των δικών του δυνάμεων.[43]  Ιδιαίτερη σημασία έχει η παρατήρηση πως ο Αλέξιος δεν έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την ανάκτηση της Μικράς Ασίας και ειδικά του εσωτερικού της, καθώς η επέκταση της αυτοκρατορίας θα ενίσχυε εχθρικές αριστοκρατικές οικογένειες και θα περιόριζε την εξουσία και τον πολιτικό έλεγχο των Κομνηνών.  Η αδιαφορία αυτή θεωρείται ως βασικός παράγων σε συνωμοσίες όπως τον Διογένηδων.  Ο Treadgold καταλογίζει πως, σε αυτήν την περίπτωση, ο Αλέξιος προέκρινε τα συμφέροντα της οικογένειάς του αντί εκείνων της αυτοκρατορίας.[44]

Κλείνοντας με ένα δείγμα σύγχρονων Ελλήνων ιστορικών, παρατηρείται η συνέχιση της παράδοσης του Παπαρρηγόπουλου για την κριτική αξιολόγηση του Αλεξίου, με θετικό σε γενικές γραμμές πρόσημο.  Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, ο Στέργιος Φασουλάκης δεν φείδεται επαίνων για τις προσωπικές αρετές του Αλεξίου, ούτε για την επιτυχή ανόρθωση του κράτους, την απόκρουση των Νορμανδών και την «κατάστρωση προγράμματος για την ανάκτηση της Μικράς Ασίας».  Από την άλλη, στηλιτεύονται οι οικονομικές παραχωρήσεις στους Βενετούς, η νόθευση του νομίσματος, η πώληση τίτλων, και η ευνοιοκρατία. Παρά ταύτα, η τελική κρίση είναι πως «η αυτοκρατορία σώθηκε από το χείλος του γκρεμού».[45]

Ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, στην εκτενή ανάλυση που αφιερώνει στην βασιλεία του Αλεξίου, αναγνωρίζει τους μεγάλους αγώνες του αυτοκράτορα για την απόκρουση των εξωτερικών εχθρών και την επέκταση των βυζαντινών εδαφών.[46]  Όμως «η κοινωνική πολιτική του Αλεξίου υπήρξε πολύ ατυχής και χειροτέρεψε τα πράγματα»,[47] ως προς την καταπίεση των ασθενέστερων στρωμάτων και την επέκταση της μεγάλης γαιοκτησίας.  Η νόθευση του νομίσματος και η επέκταση της πρόνοιας και της χαριστικής έβλαψαν την οικονομία. Για τον λόγο αυτό «η νέα λάμψη του Βυζαντίου και η νέα του ακμή δεν εδράζονταν σε σταθερή υποδομή». Η φαινομενική ισχύς της αυτοκρατορίας θα κατέρρεε πολύ γρήγορα με την πρώτη σοβαρή κρίση, όπως απέδειξε η άλωση του 1204. Επικρίνεται ακόμη «ο νεπωτισμός του και η υποστήριξη ανάξιων ευνοουμένων»,[48]  μαζί με τους θρησκευτικούς διωγμούς.[49]  Η παραχώρηση προνομίων στη Βενετία κρίνεται καταστροφική αλλά βραχυπρόθεσμα αναγκαία, δεδομένων των αναγκών του νορμανδικού πολέμου.[50]

Η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου χαρακτήρισε τον Αλέξιο Κομνηνό ως «ισχυρή προσωπικότητα»,[51] με μεγάλες ικανότητες παρά το νεαρό της ηλικίας του,[52] «ακατάβλητη εργατικότητα και αγωνιστική διάθεση», μαζί με σωστή ιεράρχηση των εκάστοτε στόχων.  Ο τομέας στον οποίον κατεξοχήν διέπρεψε ήταν η διπλωματία, ενώ πιο αδύναμος ήταν στα οικονομικά, όπου δεν συνέλαβε τις αλλαγές της εποχής.  Ο συγκεντρωτισμός και η δυσπιστία εμπόδιζε την ανάδειξη ικανών συνεργατών.  Εξαιρετικά αρνητικές εξελίξεις θεωρούνται η απουσία μόνιμης στρατιωτικής ανασυγκρότησης και η απώλεια της βυζαντινής θαλασσοκρατίας.[53]  Έμφαση στην στρατιωτικη ανόρθωση και τη διπλωματική επιδεξιότητα, αλλά και στα προνόμια στους Βενετούς ως σημείο μελλοντικών τριβών, δίνει και η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ.[54]

 

*διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Βυζαντινής Ιστορίας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Mullett, M., “Introduction: Alexios the Enigma”, Alexios I Komnenos: Papers of the second Belfast Byzantine International Colloquium, 14-16 April 1989 (επ. Mullet, M., Smythe, D.), Belfast Byzantine texts and translations, Belfast Byzantine enterprises, 1996, σελ. 1-11

[2] Gibbon, E., The Decline and Fall of the Roman Empire, Modern Library, Νέα Υόρκη,  τ. 2, σελ. 564.

[3] Ο.π., σελ. 1047.

[4] Δημητρακόπουλος, Φ., Βυζαντιο και Νεοελληνική διανόηση στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος, Καστανιώτης, Αθήνα 1996, σελ. 35-55, Δημαράς, Κ. Θ., Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006, σελ. 70-71.

[5] Παπαρρηγόπουλος, Ι., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (επ. Καρολίδης, Π.), Νίκας Δ. Α.Ε., Αθήνα, τ. 5, σελ. 431.

[6] Ο.π., τ. 5, σελ. 377.

[7] Ο.π., τ. 5, σελ. 431. Δημαράς, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, σελ. 206-219.

[8] Ενδεικτικά: Καρολίδης, Π., Εγχειρίδιον Βυζαντινής Ιστορίας, Νικ. Τζἀκας, Αθήνα 1906, σελ. 229, 231, Άμαντος, Κ., Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων από του Ενδεκάτου αιώνος μέχρι του 1821, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1955, τ. Α’, σελ. 35, Κορδάτος, Ι., Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, 20ος αιώνας, Αθήνα 1959, τ. 7, σελ. 523.

Η απολύτως θετική εικόνα για τον Αλέξιο Κομνηνό φαίνεται καθαρά σε παλαιότερες ελληνικές εγκυκλοπαίδειες: Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, 1929, τ. 2, σελ. 42-44, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 1939, τ. 10 Ελλάς, σελ. 537, Εγκυκλοπαίδεια Ήλιος, 1945-1960, τ. Ελλάς, σελ. 290-292, Επίτομο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό «Πρωΐας», 1956, τ. 1, σελ. 328-329, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, 1962-1968, τ.2, στ. 134-136, Εγκυκλοπαίδεια Δομή, 1975, τ. 1, σελ. 327-328.

[9] Diehl, C., Η Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Δαμιανός, 2003, σελ. 122

[10] Ο.π. σελ. 138

[11] Vasiliev, A. A., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453), Πάπυρος, Αθήνα 1971, τ. 2, σελ. 11.

[12] Ο.π., τ. 2, σελ. 58.

[13] Ο.π., τ. 2, σελ. 20.

[14] Ο.π., τ. 2, σελ. 143.

[15] Runciman, S., Byzantine civilization, University Paperbacks, Methuen, Λονδίνο 1961, σελ. 52-53.

[16] Runciman, S., A History of the Crusades, Cambridge University Press, 1951, τ. 1, σελ. 70.

[17] Ostrogorsky, G., History of the Byzantine State, Basil Blackwell, Οξφόρδη 1968, σελ. 356-357.

[18] Ο.π., σελ. 357.

[19] Ο.π., σελ. 366.

[20] Ο.π., σελ. 367.

[21] Ο.π., σελ. 370.

[22] Ο.π., σελ. 374-375.

[23] Lemerle, Cinq Études, σελ. 252.

[24] Ο.π., σελ. 272-293. Σημαντικό ρόλο για την αναθεώρηση της παλαιότερης αντίληψης περί μαρασμού εκείνης της περιόδου είχε το έργο των A. Kazhdan και A. W. Epstein, Change in Byzantine Culture in the Eleventh and Twelfth Centuries (1985). Kazhdan, Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό, σελ. 68-72, 192-209, 245-251.

[25] Ο.π., σελ. 298-299.

[26] Ο.π., σελ. 247.

[27] Ο.π., σελ. 309-312.

[28] Ο.π., σελ. 305-307.

[29] Ο.π., σελ. 299-302.  Στην κριτική του Lemerle στηρίζεται και η αποτίμηση της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού από τον Α. Δημοσθένους. Δημοσθένους, Α., “Η Εποχή των Σταυροφοριών: Οι ανορθωτικές προσπάθειες της δυναστείας των Κομνηνών”, Ιστορία των Ελλήνων, ΔΟΜΗ, Αθήνα 2005, τ. 8, σελ. 68-75.

[30] Mango, C., Byzantium: The Empire of New Rome, Charles Scribner’s Sons, Νέα Υόρκη 1980, σελ. 58.

[31] Browning, R., “Enlightenment and Repression in Byzantium in the Eleventh and Twelfth Centuries”, Past & Present, 69, Νοέμβριος 1975, σελ. 23.

[32] Ο.π., σελ. 5, 15.

[33] Browning, R., The Byzantine Empire, The Catholic University of America Press, Ουάσινγκτον 1992, σελ. 160-161, 165

[34] Ο.π., σελ. 157

[35] Ο.π., σελ. 158, 166.

[36] Ο.π., σελ. 155.

[37] Angold, M., “Belle epoque or crisis? (1025–1118)”, The Cambridge History of the Byzantine Empire c. 500-1492 (επ. Shepard, J.), Cambridge University Press 2008, σελ. 619, 625.

[38] Angold, M., The Byzantine Empire, 1025-1204: A Political History, Longman 1997, σελ. 169-170.

[39] Angold, Byzantine Empire, σελ. 168, Angold, “Belle epoque or crisis?”, σελ. 625.

[40] Angold, “Belle epoque or crisis?”, σελ. 617.

[41] Ο.π., σελ .625.

[42] Treadgold, W., A History of the Byzantine state and society, Stanford University Press, 1997, σελ. 612.

[43] Ο.π., σελ. 628.

[44] Ο.π., σελ. 619, 628-629.

[45] Φασουλάκης, Σ., “Η Δυναστεία των Κομνηνών και οι Σταυροφορίες”, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, επετειακή έκδοση 2021, τ. 21, σελ. 18, 30.

[46] Καραγιαννόπουλος, Ι., Το Βυζαντινό Κράτος, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 211, Καραγιαννόπουλος, Ι., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Γ1, σελ. 20, 94.

[47] Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τ. Γ1, σελ. 90.

[48] Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, σελ. 211., Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τ. Γ1, σελ.  94-95.

[49] Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τ. Γ1, σελ.  92-93.

[50] Ο.π., τ. Γ1, σελ. 30.

Σε παραπλήσιο μήκος κύματος κινούνται και οι κρίσεις του Α. Σαββίδη (Σαββίδης, Α. Γ. Κ., Ιστορία του Βυζαντίου με αποσπάσματα από τις πηγές, Πατάκης, Αθήνα 2006, τ. Γ’, σελ. 42-43, 51, 53, Σαββίδης, Α. Γ. Κ., Hendrickx, B., Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία (284-1461), Ηρόδοτος, Αθήνα 2008, σελ. 64) και του Σ. Καργάκου (Καργάκος, Σ., Η αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2017, τ. Β’, σελ. 289, 292, 294-295, 297).

[51] Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ. Γ1, σελ. 11.

[52] Ο.π., τ. Γ1, σελ. 33.  Σημειώνεται, παράλληλα, πως τα πρώτα χρόνια ο Αλέξιος ήταν παρορμητικός και επιτελικά άπειρος ως στρατηγός – με δυσμενέστατα αποτελέσματα (σελ. 93).

[53] Ο.π., τ. Γ1, σελ. 93-96.

[54] Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε., Γιατί το Βυζάντιο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2012, σελ. 42.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.