Δρ. Γεώργιος
Νεκτάριος Αθ. Λόης
Αναμφισβήτητα
στα (οκτακόσια) 800 χρόνια ιστορίας της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας υπάρχουν
πολλές εποχές αίγλης και δόξης όπως και δυσκολιών. Ξεκινώντας από τον μεγάλο
ζουπάνο Στέφανο Νεμάνια (1169-1196), ο οποίος πέτυχε να ενώσει όλους τους
Σέρβους υπό την εξουσία του και τον νεότερο υιό του άγιο Σάββα, ο οποίος είναι και
ο ιδρυτής της Εκκλησίας αυτής, η Σερβία και η Ορθόδοξη Εκκλησία της έφτασαν στο
απόγειο της ακμής της τους την περίοδο του Βασιλιά Στεφάνου Ντούσαν (1331-1355).
Όμως μετά το θάνατο αυτού, το έτος 1355, το μεγάλο και ισχυρό σερβικό κράτος κατακερματίσθηκε
και οι τοπικοί δεσπότες άρχισαν να αυτοανακηρύσσονται στις περιοχές τους
βασιλείς ή πρίγκιπες. Μεταξύ των κρατών που προέκυψαν ήταν και η περιοχή των
Σερρών.[1]
Την
ίδια περίοδο οι Οθωμανοί προελαύνουν και το ερώτημα που τίθεται είναι αν υπήρχαν
δυνάμεις που θα μπορούσαν να συσπειρωθούν, ώστε να ανακόψουν την πορεία τους. Στο
ερώτημα αυτό θεωρώ ότι είναι δύσκολο να δοθεί ακριβής απάντηση. Πάντως, οι
Οθωμανοί με μεθοδικότητα και διαβλέποντας ότι στα βόρεια της Βασιλεύουσας τα
κράτη των Βουλγάρων και Σέρβων, προσπαθούν να συνασπισθούν για να τους
αντιμετωπίσουν, καθώς και ότι καλούν μαζί τους και τους Βυζαντινούς, αποφασίζουν
να κατακτήσουν πρώτα αυτούς πριν προσβάλλουν την Κωνσταντινούπολη. Έπρεπε λοιπόν
να κυριαρχήσουν πρώτα στην κεντρική βαλκανική.
Ο
Σέρβος ηγεμόνας, της περιοχής των Σερρών, Ιωάννης Ούγκλεσης, το θέρος του 1371 έστειλε
αντιπροσωπεία Σέρβων στην Κωνσταντινούπολη, με την πρόθεση να καλέσει τους
Βυζαντινούς “να ενωθούν και να αντισταθούν από κοινού στον κοινό εχθρό”.[2] Αυτό
αποτελεί σαφέστατη απόδειξη των προσπαθειών που γίνονταν από τη σερβική πλευρά,
με σκοπό να συσπειρωθούν οι ορθόδοξοι σε έναν κοινό αγώνα κατά των Οθωμανών. Όλες
όμως οι προσπάθειες του Ούγκλεση έμειναν άκαρπες. Πιθανόν αυτό να οφείλεται
στους ενωτικούς πολιτικούς κύκλους της Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι ευνοούσαν
περισσότερο την προσέγγιση με τη Δύση παρά τη σύμπραξη των ορθοδόξων Βαλκανικών
κρατών. Ο μόνος που τοποθετήθηκε τελικά στο πλευρό του Ούγκλεση ήταν ο αδερφός
του, βασιλιάς της Βουλγαρίας Βουκάσιν, ένας βέβαια ισχυρός σύμμαχος την περίοδο
αυτή.
Αρχικά
οι Σέρβοι αναχαιτίζουν τους Οθωμανούς στην κοιλάδα του Έβρου και φτάνουν μέχρι
τους Τσερνομιανούς (ποταμό Μάριτσα)[3], ανάμεσα
στη Φιλιππούπολη και την Αδριανούπολη, όταν την αυγή της 26ης Σεπτεμβρίου
1371 ο οθωμανικός στρατός τούς αιφνιδίασε σφαγιάζοντας τους περισσότερους,
μεταξύ των οποίων και τους Ούγκλεση και Βουκάσιν. Η αιματοχυσία ήταν τόσο προκεχωρημένη
που το πεδίο μάχης είναι ακόμα γνωστό ως “το πεδίο της Καταστροφής των Σέρβων”.[4] Αυτή
ήταν η πιο εκτενής και σημαντικότερη νίκη των Οθωμανών πριν το 1453, η οποία
τούς άνοιξε διάπλατα το δρόμο της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Το επόμενο βήμα των Οθωμανών ήταν να
καταλάβουν την κοιτίδα τον Σέρβων, το Κοσσυφοπέδιο, ώστε να ισχυροποιήσουν τη
θέση τους στα Βαλκάνια.[5] Έτσι,
στις 28 Ιουνίου 1389, γίνεται η περίφημη μεγάλη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, η οποία
σφράγισε τη μοίρα των Βαλκανίων για τα επόμενα πεντακόσια έτη. Στην αρχή οι
Σέρβοι πίστεψαν πως θα έχουν επιτυχία, αφού σκότωσαν ακόμη και τον σουλτάνο
Μουράτ Α΄. Τελικά όμως οι Οθωμανοί, μ’ επικεφαλής τον Βαγιαζίτ, κέρδισαν τη
μάχη και ο πρίγκιπας Λάζαρος έγινε σύμβολο για τους Σέρβους, διότι δεν πολέμησε
μόνο ηρωικά, αλλά μαρτύρησε από κοινού με όλους τους αιχμαλώτους. Αν και
νικητές οι Οθωμανοί, αποσύρθηκαν εξαντλημένοι. Ποτέ άλλοτε δε θα συναντήσουν
παρόμοιους μαχητές στην ιστορία τους. Η μάχη στο Κοσσυφοπέδιο είναι το κεντρικό
γεγονός της μεσαιωνικής ιστορίας της Σερβίας. Για τους Σέρβους, είναι μία κορυφαία
ηρωική ήττα. Στην πραγματικότητα όμως, δεν υπήρξε νικητής και η Σερβία δεν
κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Χρειάστηκε να έρθει το έτος 1459 και ο Μωάμεθ Β΄
ο Πορθητής για να την καταλάβει.
Στην
Βαλκανική πλέον κυριαρχούν οι Οθωμανοί και η κυριαρχία αυτή θα συνεχιστεί μέχρι
τις αρχές του 20ου αιώνα και θα λήξει οριστικά με το διαμελισμό της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, και τη δημιουργία των
σύγχρονων εθνικών κρατών.
α. Από
την πτώση της Σερβίας (1459) στους Οθωμανούς έως την ανασύσταση του
Πατριαρχείου Πεκίου (1557)
Η
κατάκτηση των νοτίων διαμερισμάτων της Σερβίας από μέρους των Οθωμανών είχε ως
αποτέλεσμα να αποκοπούν οι νότιες επαρχίες από τη Σερβική Εκκλησία. Το γεγονός αυτό
εκμεταλλεύθηκε η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας, η οποία είχε ήδη νομιμοποιήσει τη θέση
της απέναντι στους Οθωμανούς και βαθμιαία επεκτεινόταν προς το Βορρά,
διορίζοντας δικούς της επισκόπους στις κενές σερβικές επαρχίες.[6] Έτσι, λίγο
πριν την πτώση του Δεσποτάτου της Σερβίας το Πατριαρχείο Πεκίου και η Ζίτσα, το
έτος 1455, ανήκαν στη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας.[7]
Μετά
το θάνατο του Πατριάρχη Νικοδήμου Β΄ (1445-1455)[8] ο
πατριαρχικός θρόνος της Σερβίας ήταν κενός και ο δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς βρέθηκε
σε δύσκολη θέση, διότι και οι δύο πατριαρχικές έδρες, το Πέκιο και η Ζίτσα,
βρίσκονταν εκτός της επικράτειας του Δεσποτάτου. Έτσι, το ερώτημα που ετέθη
ήταν αν θα μπορούσε να γίνει εκλογή νέου Σέρβου Πατριάρχη, ο οποίος θα είχε
έδρα σε κάποιο άλλο μέρος του κράτους του. Την ερώτηση αυτή έθεσε ο Γεώργιος
Μπράνκοβιτς στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιο Σχολάριο και όταν έλαβε θετική
απάντηση, ότι δηλαδή ο ηγεμόνας και η Σύνοδος «μπορούν να ορίσουν νέο Αρχιεπίσκοπο
και Πατριάρχη από τη στιγμή που είναι κενή η θέση»,[9] τότε
εξελέγη νέος Σέρβος Πατριάρχης ο Αρσένιος Β΄ (1457-1463),[10] την περίοδο
του οποίου έπεσε και η Πόλη του Σμεντέρεβο, το έτος 1459, που ήταν το κέντρο
του Δεσποτάτου και, κατ’ επέκταση, ολόκληρη η Σερβία τέθηκε υπό την κατοχή των Οθωμανών.
Η
Ορθόδοξη Σερβική Εκκλησία βρέθηκε μέσα σε μια εντελώς νέα και αναμφισβήτητα
εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση και από τη στιγμή που δεν υπήρχε σερβικό κράτος ανέλαβε
η ίδια, ως μητέρα του σερβικού λαού, το ρόλο αυτό και με τη συγκυρία των
περιστάσεων τέθηκε πολλές φορές επικεφαλής του σερβικού έθνους κατά τη δυσκολότερη
περίοδο της Ιστορίας του. Οι Οθωμανοί, με την κατάληψη της Σερβίας, δεν
κατάργησαν το Σερβικό Πατριαρχείο αλλά το υποχρέωσαν να πληρώνει τόσο βαρείς
φόρους που ήταν βέβαιο ότι τελικά θα λύγιζε. Έτσι, μετά το θάνατο του Αρσένιου
Β΄, πιθανόν το έτος 1463, δεν υπήρχε διάδοχη κατάσταση και πολλές σερβικές
επαρχίες σύν τω χρόνο ερήμωναν, με αποτέλεσμα πολλές εξ αυτών βαθμιαία να περιέλθουν
στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδας και η Σερβική Εκκλησία για έναν περίπου αιώνα να παραμείνει
ακέφαλη. Την περίοδο αυτή ο τίτλος του αρχιεπισκόπου Αχρίδας ήταν:
“αρχιεπίσκοπος Α΄ Ιουστινιανής, πάντων των Βουλγάρων, Σέρβων και Ελλήνων”.[11] Πάντως ορισμένες
επαρχίες για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα διατήρησαν την ανεξαρτησία τους
όπως οι μητροπόλεις: Βελιγραδίου, Ερζεγοβίνης και Ζέτας.
Η
πτώση του Δεσποτάτου της Σερβίας, εσήμανε και την τελική υποδούλωση του
μεσαιωνικού σερβικού κράτους. Το οδυνηρό αυτό γεγονός χαρακτηρίστηκε από τον
σερβικό λαό «ως θέλημα Θεού» λόγω της αμαρτίας και της απομάκρυνσης από τον Θεό.
Οι Οθωμανοί, από την πλευρά τους, επιθυμούσαν εξαρχής ένα ισχυρό πλήγμα στον
σερβικό λαό ούτως ώστε να διακόψουν και, αν μπορούσαν, να αφανίσουν τη λαϊκή
συνείδηση και τις παραδόσεις που είναι η δύναμη κάθε λαού, καθώς επίσης και να
παρουσιαστούν ως η μοναδική εξουσία απέναντι σ’ έναν απροστάτευτο λαό που έχει απωλέσει
τα πάντα και παραμένει χωρίς δικαιώματα. Όλα ήταν ένα μέρος του σχεδίου και
παραδόθηκαν στην εξουσία του σουλτάνου, στο έλεος και την αγαθή θέλησή του – η
γη, οι άνθρωποι ακόμα και η ζωή τους για την οποία, όποτε χρειαζόταν, έπρεπε να
πληρώσουν λύτρα για να τους την χαρίσει. Ακολούθησαν δύσκολα και επώδυνα έτη.
Οι Οθωμανοί ενεργούσαν κατά βούλησιν και άντλησαν τα πάντα από τον σερβικό λαό,
καταστρέφοντας και λεηλατώντας ακόμα και τα Ιερά προσκυνήματα με πρωτοφανείς
βιαιότητες.
Ένας
περιηγητής την περίοδο 1496-1498 έγραψε ότι τις χριστιανικές εκκλησίες οι Οθωμανοί
είχαν μετατρέψει σε στάβλους ή ακόμη και σε θηριοτροφεία, όπου κρατούσαν
ελέφαντες, λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα, τα οποία έδεναν με αλυσίδες. Ένας άλλος
επίσης περιηγητής έγραψε ότι οι Οθωμανοί συνήθιζαν να παίρνουν ως λάφυρα, από κάθε
εκστρατεία που επιχειρούσαν σε χριστιανικούς τόπους, καμπάνες εκκλησιών, από τις
οποίες κατασκεύαζαν όπλα.[12] Επίσης,
μετά την πτώση του Βελιγραδίου, οι Οθωμανοί μετέτρεψαν τον Μητροπολιτικό ναό και
τη μονή, σε μπεζεστένι (σκεπαστή αγορά) και σε Καραβάν Σαράϊ (ξενώνα).[13]
Η συμπεριφορά των Οθωμανών απέναντι
στους Σέρβους εξηρτάτο πάντα από τα πολιτικά συμφέροντα του Κράτους και τα
δεδομένα της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Όταν η αυτοκρατορία χρειαζόταν
μια ήρεμη Σερβία, χωρίς οποιεσδήποτε εξεγέρσεις, τότε φρόντιζε να ικανοποιεί ορισμένες
από τις επιθυμίες του λαού. Ο σουλτάνος εξέδιδε ορισμένα φιρμάνια ή βεράτια, με
τα οποία προσπαθούσε να δείξει το σεβασμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας απέναντι
στους χριστιανούς, απειλώντας μάλιστα τους παραβάτες που θα λεηλατήσουν ή βιαιοπραγήσουν
σε βάρος των Σέρβων χριστιανών με βαριές ποινές. Όμως, δεν πρέπει να λησμονούμε
το γεγονός ότι οι σχέσεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με τις διάφορες χριστιανικές
εκκλησίες και μονές δεν ρυθμιζόταν ποτέ με κάποιον γενικό κανονισμό. Όλα δε τα
φιρμάνια, βεράτια ή και όποιες άλλες αποφάσεις δεν είχαν ποτέ έναν συγκεκριμένο
μόνιμο χαρακτήρα, παρά μόνον ίσχυαν για κάποια συγκεκριμένη περιοχή ή πρόσωπο,
την περίοδο της διοίκησης του θεσμικού προσώπου που είχε εκδώσει αυτές τις
αποφάσεις.[14] H νομική θέση και η
δημόσια ζωή μιας συγκεκριμένης επαρχίας ρυθμιζόταν με σουλτανικό διάταγμα (χατι
σερίφ). Βάσει μιας τέτοιας πράξης, το έτος 1557, δόθηκε και η άδεια στη Σερβική
Εκκλησία για την ανασύσταση του Πατριαρχείου Πεκίου.
Τα έτη 1459 έως 1557, είναι η πιο
σκοτεινή περίοδος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Την περίοδο αυτή στον
κατάλογο των προκαθημένων αναφέρονται δύο. Το έτος 1508 καταγράφεται ως
αρχιεπίσκοπος Σέρβων ο Ιωάννης, ο οποίος προσπάθησε ανεπιτυχώς να ανακαινίσει
το Σερβικό Πατριαρχείο και τα έτη 1530 έως 1541 ο μητροπολίτης Σμεντέρεβου
Παύλος, ο οποίος από κοινού με τον κλήρο και το λαό εξεγέρθη κατά των Οθωμανών
και της υφαρπαγής της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Πεκίου από
την Αρχιεπισκοπή Αχρίδας.
«Ο μητροπολίτης Παύλος κατέβαλλε προσπάθειες
με σκοπό την ανασύσταση του Πατριαρχείου Πεκίου, αποσπώντας τελικά τις σερβικές
επαρχίες από την Αχρίδα. Στην προσπάθειά του αυτή στηρίχθηκε σε ισχυρούς συμπατριώτες
του, που με τον καιρό είχαν καταλάβει υψηλά αξιώματα στη διοίκηση και επηρέαζαν
τους Οθωμανούς προς την επίτευξη αυτού του στόχου. Ο αρχιεπίσκοπος Πρόχορος, με
την υποστήριξη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Α΄, στις 13 Μαρτίου
1532, στην Αχρίδα συγκάλεσε τοπική Σύνοδο, η οποία καταδίκασε τον μητροπολίτη Παύλο.
Ο Παύλος όμως αδιαφόρησε για τις αποφάσεις της Συνόδου και από κοινού με τους οπαδούς
του και την υποστήριξη των Οθωμανών κατάφερε να στείλει τον αρχιεπίσκοπο Πρόχορο
στη φυλακή. Ταυτόχρονα ο Παύλος χειροτονούσε νέους επισκόπους και τους διόριζε σε
εκείνες τις επαρχίες των οποίων οι επίσκοποι δεν επιθυμούσαν να τον αναγνωρίσουν.
Τότε ακριβώς εκδηλώθηκε και η κοινή συμπαράσταση των πατριαρχών της Ανατολής προς
τον αρχιεπίσκοπο Πρόχορο και με το κύρος τους κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν
επιτυχώς την υποστήριξη των Οθωμανών προς τον Παύλο και ο Πρόχορος να αποφυλακιστεί
Με την αποκατάστασή του στον αρχιεπισκοπικό
θρόνο ο Πρόχορος κατόρθωσε να πείσει τον σουλτάνο να εκδώσει ένα φιρμάνι, στο οποίο
ορίζονταν τα προηγούμενα όρια της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας. Συγχρόνως, για το ζήτημα
αυτό συγκάλεσε στην Αχρίδα, με την υποστήριξη του Οικουμενικού θρόνου, νέα Σύνοδο,
στις 20 Ιουλίου 1541, στην οποία συμμετείχαν, εκτός των άλλων, οι πατριάρχες Αντιοχείας
Μιχαήλ και Ιεροσολύμων Κύριλλος. Η Σύνοδος καταδίκασε με καθαίρεση και αφορισμό
τον μητροπολίτη Παύλο καθώς και τους επισκόπους που αυτός χειροτόνησε: Λεσνόβου
Νεόφυτο, Σβορνικίου Θεοφάνη και Κρατόβου Παχώμιο.
Μετά από σχεδόν δέκα έτη αποτυχημένου
αγώνα για την αποκατάσταση της λειτουργίας του Πατριαρχείου Πεκίου, ο μητροπολίτης
Παύλος άρχισε, από το έτος 1541, διάφορες αποστολές στη Ρωσία, Πολωνία και Βλαχία,
προβαίνοντας σε εράνους. Ο ίδιος δήλωνε Σέρβος αρχιεπίσκοπος».[15]
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως οι
ενέργειες του μητροπολίτη Παύλου απέτυχαν. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι,
διότι η επιτυχία του έγκειται στο γεγονός ότι αυτός ήταν ο πρώτος που κατόρθωσε
να συσπειρώσει τον σερβικό λαό και την εκκλησία του μετά την πτώση του σερβικού
κράτους στους Οθωμανούς, παροτρύνοντας τους συμπατριώτες του στον αγώνα για την
απελευθέρωση και την υπεράσπιση της πίστεώς τους. Ο Παύλος με το θάρρος του ενέπνευσε
τον σερβικό λαό και την εκκλησία του. Για αυτό και ο σπόρος τον οποίο ο ίδιος
έσπειρε καρποφόρησε λίγα έτη αργότερα.
β.
Η ανασύσταση του Πατριαρχείου Πεκίου (1557) και η περίοδος των αγαστών σχέσεων με
τους Οθωμανούς (1557-1591).
Κατά το πρώτο ήμισυ
του 16ου αιώνα οι Οθωμανοί εισέβαλαν και κατέκτησαν τη Βουδαπέστη
(1526), την οποία και πυρπόλησαν, πολιόρκησαν την Βιέννη (1529), ανακήρυξαν ως
Οθωμανικά διάφορα εδάφη της Ουγγαρίας (1544) και κατέλαβαν την Τιμισοάρα, της
σημερινής Ρουμανίας (1552), με αποτέλεσμα η Σερβία να μην αποτελεί πλέον
παραμεθόρια περιοχή, αλλά μέρος της ενδοχώρας του Οθωμανικού κράτους. Έτσι, οι Οθωμανοί,
φοβούμενοι τυχόν εξεγέρσεις των Σέρβων από τα νότια και κεντρικά διαμερίσματα
της χώρας και έχοντας υπόψη τους την εξέγερση του επισκόπου Σμεντέρεβου Παύλου,
αποφάσισαν να τους παραχωρήσουν ορισμένα δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και την
ανασύσταση του Πατριαρχείου Πεκίου. Ως φορέα και ερμηνευτή αυτού του σχεδίου η
Υψηλή Πύλη εξέλεξε τον σερβικής καταγωγής μεγάλο βεζίρη Μεχμέντ-πασά Σοκόλοβιτς,
ο οποίος από μικρός είχε ασπασθεί τον μουσουλμανισμό.[16] Ο ίδιος ήταν καλός γνώστης της κατάστασης που
επικρατούσε στη Σερβία και αποδείχθηκε σοφός πολιτικός ηγέτης, όντας υπέρμαχος
της ιδέας για την εξομάλυνση της κατάστασης στο Πατριαρχείο Πεκίου και της
ρύθμισης των σχέσεών του, με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Βέβαια δεν πρέπει να λησμονούμε
ότι την περίοδο αυτή συνέπιπταν τα συμφέροντα του Οθωμανικού κράτους και της
Σερβικής Εκκλησίας. Γι’ αυτό και ο Μεχμέντ μεσολάβησε στο σουλτάνο Σουλεϊμάν Β΄
για την έκδοση Βερατίου.[17]
To έτος 1557 o Mεχμέντ-πασά
Σοκόλοβιτς διόρισε για πατριάρχη Πεκίου τον αδελφό του Μακάριο
(Σοκόλοβιτς),[18] ο οποίος όπως αναφέρεται
σε μία επιγραφή της εκκλησίας στη Borča, του
Βελιγραδίου, ήταν επίσκοπος από
το έτος
1553.
Στον επίλογο του Ψαλτηρίου, το οποίο τυπώθηκε, το έτος 1557, στη μονή Μιλέσεβο,
αναφέρεται ότι ο Μακάριος «συνέβαλε στην ανασύσταση του πατριαρχείου και ήταν ο
θεματοφύλακας του θρόνου του Αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου και δασκάλου των
Σέρβων». Επίσης, ο Μακάριος κατόρθωσε να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του πατριαρχείου
Πεκίου και σε άλλες περιοχές, με αποτέλεσμα να εκτείνεται από τις Δαλματικές
Ακτές έως τη Βουλγαρία και τα Σκόπια. Μάλιστα, λόγω του ότι η αρχιεπισκοπή
Αχρίδας βρισκόταν εν χηρεία, μετά το θάνατο του αρχιεπισκόπου Νικάνορος, ο
Μακάριος αξιοποίησε το εν λόγω κενό αποσπώντας όλες τις σερβικές επαρχίες από τη
δικαιοδοσία της.[19]
Έτσι, το ανασυσταθέν Πατριαρχείο Πεκίου είχε στη δικαιοδοσία του περισσότερες από
σαράντα (40) επισκοπές και μητροπόλεις.[20]
Παράλληλα με την ανασύσταση του Πατριαρχείου Πεκίου, ξεκίνησαν και οι
διαδικασίες ανακαίνισης και ανοικοδόμησης πολλών άλλων εκκλησιών και μονών και
επήλθε αναγέννηση του μοναχικού βίου.
Το γεγονός της ανασύστασης του
Πατριαρχείου Πεκίου έδωσε στους Σέρβους πιστούς τη δυνατότητα να ελπίζουν σ’
ένα καλύτερο αύριο. Η Εκκλησία άρχισε να επανακτά την εμπιστοσύνη του λαού. Με
πρωτοβουλία του ιδίου του Μακαρίου ανοικοδομήθηκε, το έτος 1561, και
εικονογραφήθηκε το παρεκκλήσι της μονής Πεκίου. Λόγω της διακοπής της
λειτουργίας των τυπογραφείων, προωθήθηκε το έργο της αντιγραφής πολλών παλαιών
βιβλίων, στο πλαίσιο του οποίου δημιουργούνται και ολόκληρα κέντρα αντιγραφής,
από τα οποία προέρχονται σήμερα πλείστα πολύτιμα και σπάνια χειρόγραφα.
Την
περίοδο αυτή υπήρξε ριζική αναδιοργάνωση και μεταρρύθμιση στην Εκκλησία της Σερβίας.
Μάλιστα ο Μακάριος πέτυχε από τον σουλτάνο την έκδοση χαττισερίφ, με το οποίο η
κεφαλή του Πατριαρχείου Πεκίου αποκτούσε προνόμια παρόμοια με εκείνα που είχε μόνο
ο Οικουμενικός Πατριάρχης και, ως εκ τούτου, ήταν όχι μόνο ανώτατος εκκλησιαστικός
άρχων αλλά και πολιτικός ηγέτης του λαού του.[21] Ο Πατριάρχης
ονομαζόταν “millet–basa”
δηλ. “ Εθνάρχης”,[22] και απολάμβανε
ιδιαίτερα προνόμια από μέρους της Υψηλής Πύλης. Ταξίδευε πολυτελέστατα, είχε
σωματοφύλακες και πλούσια στολισμένη άμαξα. Όλη την περίοδο αυτή η Σερβική
Εκκλησία διατήρησε την εσωτερική δομή και οργάνωσή της. Το γεγονός αυτό συνέβαλε
και στην διατήρηση των υγιών σχέσεων μέσα στην ίδια την Εκκλησία, στην ενότητά
της και στις αγαστές σχέσεις της με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Πατριάρχης
ήταν πρόεδρος της κληρικολαϊκής συνόδου. Έλεγχε και διοικούσε τη Σερβική
Εκκλησία διά μέσου των αρχιερέων της και ορισμένων Σέρβων αρχόντων. Έτσι, δεν
ήταν μόνο συμβολικά επικεφαλής του έθνους, αλλά και ουσιαστικά.[23]
Το
έτος 1571 ο Μακάριος αποσύρθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο, λόγω ασθένειας,
παραχωρώντας τον στον ανιψιό του Αντώνιο (Σοκόλοβιτς 1571-1575), μητροπολίτη
Ερζεγοβίνης.[24]
Όμως, απ’ όσα μπορούμε να αποκρυπτογραφήσουμε, αποσύρθηκε από το θρόνο όχι μόνο
για λόγους υγείας, αλλά διότι ήθελε να ενισχύσει και πολιτικά τους Σέρβους και
να αποφευχθούν τυχούσες προστριβές μετά το θάνατό του.
Στη
μονή Μπάνια σώζεται μια τοιχογραφία, η οποία παρουσιάζει τον Μακάριο να
παραχωρεί τον θρόνο στον Αντώνιο, ο οποίος παρέμεινε επικεφαλής της Σερβικής
Εκκλησίας έως το 1575, όταν τον διαδέχθηκε ο επίσης συγγενής Γεράσιμος
(Σοκόλοβιτς 1575-1586), μετά τον οποίο έρχεται στον θρόνο ένας άλλος της
οικογένειας Σοκόλοβιτς, ο Σαββάτιος (1586-1589), ο οποίος ήταν και αυτός
μητροπολίτης Ερζεγοβίνης. Όλη αυτή την περίοδο των Σοκόλοβιτς, από το 1557 έως
το 1589, αλλά και την μετέπειτα του Ιερόθεου (1589-1591) και Φιλίππου
(1591-1592), η Σερβική Εκκλησία είχε αγαστές σχέσεις με τους Οθωμανούς και ήταν
ισχυρή τόσο στην εσωτερική οργάνωση όσο και στην λειτουργία της.
γ. Αλλαγή πολιτικής
πλεύσης της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (1592-1674) και οριστική ρήξη των
σχέσεων με τους Οθωμανούς (1690)
Την
τελευταία δεκαετία του 16ου αιώνα είχε αλλάξει η στάση της Σερβικής Ορθόδοξης
Εκκλησίας απέναντι στους Οθωμανούς, εξαιτίας των εσωτερικών και εξωτερικών
ανακατατάξεων. Οι κατακτήσεις των Οθωμανών στην Ουγγαρία, στη Σλαβονία και την
Κροατία, η κατάκτηση της Βουδαπέστης και η είσοδος των Οθωμανών στα πρόθυρα της
Βιέννης, έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου στην χριστιανική Ευρώπη. Έτσι,
εμφανίστηκε η ιδέα για κοινή άμυνα των χριστιανών απέναντι στους Οθωμανούς. Ο
πάπας Κλήμης VIII
(1592-1605) ανέλαβε την πρωτοβουλία να συσπειρωθούν η Ισπανία, η Βενετία και η
Αυστρία στον κοινό αγώνα και προσπάθησε να πείσει προς αυτόν το σκοπό τόσο τους
Σέρβους όσο και τους υπόλοιπους λαούς που ζούσαν στις υποδουλωμένες περιοχές.
Ήθελε να προσχωρήσουν όλοι σ’ έναν κοινό απελευθερωτικό αγώνα κατά των
Οθωμανών.
Την
περίοδο αυτή επικεφαλής του Πατριαρχείου Πεκίου ήταν ο Ιωάννης Καντούλης[25]
(1592-1613), ο οποίος έπαψε να στηρίζει την πολιτική των Σοκόλοβιτς, την
πολιτική των συμβιβασμών και αγαστών σχέσεων με τους Οθωμανούς και διακήρυττε ότι οι νέες ευρωπαϊκές εξελίξεις δίνουν την
ευκαιρία για έναν μαζικό αγώνα προς την ελευθερία. Από την πλευρά του σερβικού
λαού υπήρχε επίσης έντονη η επιθυμία για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού. Απεσταλμένοι,
λοιπόν, του πάπα έφτασαν στη Σερβία και λαμβάνουν τη συγκατάθεση των Σέρβων για
την συμμετοχή στον κοινό αγώνα. Έτσι, το έτος 1594 έλαβε χώρα η πρώτη μεγάλη εξέγερση
των Σέρβων στην επαρχία του Βανάτου, με επικεφαλής τον επίσκοπο Βρσατς Θεόδωρο.
Το ίδιο έτος έχουμε και το κίνημα του Πεκίου. Το 1597 ξέσπασε η εξέγερση των
Σέρβων στην Ερζεγοβίνη, με επικεφαλής τον οικείο μητροπολίτη Βησσαρίωνα. Όμως, και
οι τρεις εξεγέρσεις, όπως και ορισμένες άλλες μικρότερες, πνίγηκαν στο αίμα και
μάλιστα οι Οθωμανοί έλαβαν σκληρά μέτρα αντιποίνων, ιδίως σε βάρος των σερβικών
εκκλησιών και μονών. Τον επίσκοπο Θεόδωρο τον συνέλαβαν και τον θανάτωσαν με
βίαιο τρόπο.[26]
Ο Σινάν – πασάς έστειλε, την άνοιξη του 1594, ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, ένα
μέρος του στρατού του στην μονή Μιλέσεβο, όπου φυλάσσονταν επί τρεις αιώνες τα
ιερά λείψανα του αγίου Σάββα. Οι Οθωμανοί, αφού σκότωσαν τους περισσότερους
μοναχούς, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τη μονή. Επιστρέφοντας για το Βελιγράδι
πήραν μαζί τους τα λείψανα του αγίου και τα έφεραν στον Σινάν-πασά, ο οποίος τα
έκαψε στο ύψωμα Βράτσαρ, του Βελιγραδίου, στις 27 Απριλίου 1594, με σκοπό να τρομοκρατήσει
το σερβικό λαό.[27]
Παρόλα
τα αντίποινα των Οθωμανών, ο πατριάρχης Ιωάννης συνέχισε να έχει διπλωματικές
επαφές με τον πάπα και τις δυτικές χώρες, υπολογίζοντας στην υποστήριξή τους.
Όμως αυτή η υποστήριξη δεν ήρθε ποτέ, με αποτέλεσμα ο πατριάρχης Ιωάννης όχι
μόνο να απογοητευθεί, αλλά και να συλληφθεί από τους Οθωμανούς, ως υπεύθυνος
των εξεγέρσεων. Ο ίδιος οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου και τον κρέμασαν
την 14η Οκτωβρίου 1613.[28] Όλες
αυτές οι διπλωματικές δραστηριότητες του πατριάρχη Ιωάννη, παρότι ήταν
αποτυχημένες, είχαν κεφαλαιώδη σημασία και βρήκαν απήχηση τόσο στο σερβικό λαό,
όσο και στον δυτικό κόσμο και συνέβαλαν καθοριστικά για την αναβάθμιση του
κύρους της επανάστασης. Όμως οι Οθωμανοί ήταν ακόμα πανίσχυροι.
Ο
διάδοχος του Ιωάννη, πατριάρχης Παΐσιος Γιάνιεβατς (1614-1647) ακολούθησε την πολιτική
των Σοκόλοβιτς, την πολιτική των συμβιβασμών και των αγαστών σχέσεων με τους Οθωμανούς,
με σκοπό την ενίσχυση της θέσεως του πατριαρχείου και του σερβικού λαού.[29] Ο ίδιος
κατόρθωσε να έχει αγαθές σχέσεις και με τη Ρώμη και με την αυτοκρατορική Ρωσία
και με τους Οθωμανούς. Επίσης, προσπάθησε να ενισχύσει τις πνευματικές δυνάμεις
του σερβικού λαού και να ισχυροποιήσει ακόμα περισσότερο την παράδοση της
δυναστείας των Νεμάνια. Ήθελε οι Σέρβοι να μην λησμονούν το ένδοξο παρελθόν
τους. Ο ίδιος απεβίωσε στο Πέκιο στις 2 Νοεμβρίου 1647.
Την
πολιτική του Παϊσίου συνέχισε και ο διάδοχός του πατριάρχης Γαβριήλ Α΄
(1648-1655), όμως με εντεινόμενες τις τάσεις για απελευθέρωση. Ο ίδιος συνέχισε
τις επαφές με τους δυτικούς και τον πάπα, επιδιώκοντας την υποστήριξή τους για
την απελευθέρωση των Σέρβων. Την ίδια περίοδο οι Οθωμανοί σκότωσαν στη
Βουδαπέστη τον εκεί επίσκοπο Παΐσιο, τον οποίο ο Γαβριήλ είχε ορίσει ως εκπρόσωπό
του στη Ρώμη. Ο πατριάρχης Γαβριήλ στράφηκε και προς τη Ρωσία και μετέβη εκεί το
έτος 1653, για να ζητήσει αφενός οικονομική υποστήριξη και αφετέρου να
συζητήσει το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας συμμαχίας στον αγώνα κατά των Οθωμανών.
Στη Ρωσία ο Γαβριήλ έγινε θερμά δεκτός από τον τσάρο Αλέξιο Μιχαήλοβιτς
(1645-1676) και από τον πατριάρχη Νίκωνα.[30] Ο
Γαβριήλ είχε αποφασίσει να παραμείνει στη Ρωσία, βοηθώντας από εκεί το σερβικό
λαό. Γι’ αυτό και ζήτησε από το Πατριαρχείο Πεκίου να εκλέξουν νέο πατριάρχη.
Έτσι, νέος προκαθήμενος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εξελέγη ο μητροπολίτης
Ράσκας – Μάξιμος ο Σκοπιανός (1655-1674). Εντούτοις λίγο αργότερα φαίνεται ότι
ο Γαβριήλ άλλαξε γνώμη και επέστρεψε στη Σερβία, επιχειρώντας να επανέλθει και
πάλι στο θρόνο του, πράγμα που προκάλεσε αναστάτωση στο Πέκιο και οι Οθωμανοί,
οι οποίοι δεν του είχαν εμπιστοσύνη, λόγω των δραστηριοτήτων του στη Ρωσία, τον
συνέλαβαν και τον κρέμασαν στην περιοχή Brusa το έτος 1659.[31]
Ο
πατριάρχης Μάξιμος, με σκοπό να ενισχύσει την πίστη ανάμεσα στον λαό, ταξίδευε
πολύ συχνά εντός των ορίων του Πατριαρχείου και, για να μην κινεί υποψίες στους
Οθωμανούς, διέκοψε κάθε σχέση τόσο με τη Ρωσία όσο και με τη Ρώμη. Το έτος 1674,
ο ήδη ασθενής επί πενταετίας πατριάρχης Μάξιμος αδυνατούσε να αντεπεξέλθει άλλο
στα καθήκοντα του προκαθημένου και έτσι ο μέχρι τότε βοηθός του, μητροπολίτης Χβοστάνης
Αρσένιος Γ΄ Τσαρνόγιεβιτς, εξελέγη νέος πατριάρχης.
Ο Μάξιμος απεβίωσε στις 29 Οκτωβρίου 1680 στο Πέκιο.[32]
Ο
Αρσένιος Γ΄ Τσαρνόγιεβιτς έγινε επίσκοπος και πατριάρχης σε ιδιαιτέρως νεαρή ηλικία.
Είχε όμως πλούσια εκπαίδευση και ήταν κατεξοχήν δραστήριος και οργανωτικός. Γι’
αυτό και ο σερβικός λαός τού είχε μεγάλη εμπιστοσύνη. Ο καθηγητής Ράντοσλαβ Γρούιτς
κατατάσσει σε σπουδαιότητα τον πατριάρχη Αρσένιο Γ΄ αμέσως μετά τον Άγιο Σάββα και
τον Μακάριο Σοκόλοβιτς.[33] Ο καθολικός
αρχιεπίσκοπος της πόλεως Μπαρ, του Μαυροβουνίου, Andrija Zmajević,
περιγράφει τον πατριάρχη Αρσένιο ως εξής: “Ο πατριάρχης είναι ηλικίας 35 έως 40
ετών, έχει ωραία εμφάνιση και αξιοπρεπές ύφος, είναι πολύ ευγενής στη συζήτηση και
στη συμπεριφορά”.[34]
Όταν
ανέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο του Πεκίου,
ο Αρσένιος Γ΄ (1674-1690), στην ιστορία της Κεντρικής Ευρώπης διαδραματίζονταν
σημαντικά γεγονότα. Οι Οθωμανικές δυνάμεις έδειχναν ότι είναι πανίσχυρες
και προέλαυναν προς την κατάληψη της
Βιέννης. Τότε ο Αυστριακός αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α΄ κάλεσε όλους τους Χριστιανούς των Βαλκανίων να
ξεσηκωθούν κατά των Οθωμανών, προσφέροντας πλούσιες υποσχέσεις για προνόμια, εθνική
και θρησκευτική ελευθερία αλλά και απαλλαγή από φόρους και καταπιέσεις. Στην πρόσκληση
του Λεοπόλδου, ο πατριάρχης Αρσένιος απάντησε θετικά. Το παράδειγμα του Αρσενίου
ακολούθησε σύσσωμη η ιεραρχία, το πιο διευρυμένο μέρος του κλήρου, οι αξιωματούχοι
και ο απλός λαός.
Κατά
την πολιορκία της Βιέννης οι Οθωμανοί υπέστησαν μεγάλη ήττα από τον αυστριακό
στρατό και μάλιστα από κοινού με επικουρικό στράτευμα που έσπευσε από την Πολωνία
και με τη βοήθεια των Σέρβων τούς καταδίωξαν μέχρι τα Σκόπια. Όμως, σύντομα η κήρυξη
του πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Αυστρίας βοήθησε τους Οθωμανούς[35] να ανακτήσουν
τα εδάφη τους και για αντεκδίκηση στράφηκαν εναντίον των Σέρβων. Μάλιστα ο Αρσένιος
συνελήφθη δυό φορές από τους Οθωμανούς και χρειάστηκε να δραπετεύσει για να σωθεί.
Ο
Αρσένιος βλέποντας ότι οι Σέρβοι μένουν μόνοι και περικυκλωμένοι από τους Οθωμανούς,
αφού ο αυστριακός στρατός υποχωρούσε, ηγήθηκε του σερβικού λαού και αποφάσισε να
τον μεταφέρει από τα νότια διαμερίσματα της χώρας, την περιοχή του Κοσσυφοπεδίου,
προς τα βόρεια όπου θα ήταν πιο ασφαλείς έτσι, ώστε να αποφύγει, όσο μπορούσε, τα
αντίποινα των Οθωμανών. Αυτή είναι η πασίγνωστη μεγάλη μετοίκιση των Σέρβων, η οποία
ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1690 και ολοκληρώθηκε το πρώτο μέρος της φτάνοντας στο
Βελιγράδι την άνοιξη του ίδιου έτους.[36]
Εντούτοις,
οι Οθωμανοί συνέχισαν να προελαύνουν προς το Βελιγράδι και ο σερβικός λαός δεν γνώριζε
πώς να αντιδράσει. Ο πατριάρχης Αρσένιος συγκάλεσε κληρικολαϊκή σύνοδο, στις 18
Ιουνίου 1690, στην οποία ελήφθη η απόφαση να ζητηθεί από τον Αυστριακό αυτοκράτορα
Λεοπόλδο να αναγνωρίσει στους Σέρβους εθνικές και θρησκευτικές ελευθερίες και στον
πατριάρχη Αρσένιο την εκκλησιαστική αυτονομία και δικαιοδοσία, στα εδάφη τα οποία
θα μετοικούσε ο σερβικός λαός. Οι Σέρβοι από την πλευρά τους, θα αναγνώριζαν τον
Λεοπόλδο για βασιλέα τους.[37] Η απάντηση
του αυτοκράτορα Λεοπόλδου ήταν θετική και μάλιστα εξέδωσε και διάταγμα, στις 21
Αυγούστου 1690, με το οποίο ικανοποιούσε τα αιτήματα του Πατριάρχη Αρσενίου.[38] Σημαντικό
είναι να αναφέρουμε ότι την περίοδο αυτή τον Σέρβο πατριάρχη ονόμαζαν “Caput
nationis”, δηλ. “κεφαλή του έθνους”.[39]
Αφού έλαβαν το γραπτό διάταγμα και τις
διαβεβαιώσεις του αυτοκράτορα Λεοπόλδου, ο πατριάρχης Αρσένιος και περίπου
70000 Σέρβοι απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα, μετέβησαν στην αντίπερα όχθη του Δούναβη,
όπου ήταν Αυστροουγγρικά εδάφη.[40] Πολλοί δε
από αυτούς έφτασαν ακόμα και βορειότερα από τη Βουδαπέστη.[41] Αρκετοί
ταξίδευαν με βάρκες, άλλοι, πάλι, με κάρα και οι περισσότεροι πεζοί. Μαζί τους μετέφεραν
και ιερές εικόνες, εκκλησιαστικά βιβλία, ιερά σκεύη και διάφορα άλλα κειμήλια. Λίγες
ημέρες αργότερα, στις 8 Οκτωβρίου 1690, οι Οθωμανοί κατέλαβαν και πάλι το Βελιγράδι.[42]
Στην Αυστροουγγαρία
ο πατριάρχης Αρσένιος συνέχισε να ενδιαφέρεται για την τύχη του σερβικού λαού, ο
οποίος είχε παραμείνει στις εστίες του, μετά την επίθεση των Οθωμανών. Εκεί, πληροφορήθηκε
και το ότι στο θρόνο του Πεκίου, το έτος 1693, τοποθετήθηκε αντικαταστάτης του ο
ελληνικής καταγωγής Καλλίνικος, του οποίου την άνοδο ευνόησαν οι Οθωμανοί. Την ίδια
περίοδο ο Αρσένιος, παρότι βρισκόταν στην προσφυγιά, κατόρθωσε να εμποδίσει τους
ρωμαιοκαθολικούς να επεκτείνουν την ιδέα υπέρ της ουνίας ανάμεσα στο σερβικό λαό.
Ο ίδιος μάλιστα καθαίρεσε και ορισμένους αρχιερείς που τάχθηκαν στο πλευρό των Λατίνων,
εκλέγοντας νέους στους οποίους είχε εμπιστοσύνη πως δεν θα υπέκυπταν στις όποιες
πιέσεις και υποσχέσεις. Η μετανάστευση αυτή άνοιξε μία καινούργια σελίδα στην ιστορία
του σερβικού έθνους και της Εκκλησίας του, διότι εκεί ιδρύθηκε μία νέα σερβική μητρόπολη
των Καρλοβακίων.[43] Ο πατριάρχης Αρσένιος απεβίωσε στη Βιέννη, στις
27 Οκτωβρίου 1706 και τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη μονή Κρούσεντολ.[44]
Οι
συνέπειες της πολιτικής της συγκρούσεως με τους Οθωμανούς ήταν πλείστες. Αρχικά
διέσπασε την ενότητα της Σερβικής Εκκλησίας και του Πατριαρχείου Πεκίου, αφού στα
εδάφη της Αυστροουγγαρίας δημιουργήθηκε μια άλλη αυτόνομη μητρόπολη. Στον θρόνο
του Πεκίου οι Οθωμανοί ευνοούσαν την άνοδο Φαναριωτών επισκόπων καθώς επίσης και
σε πολλές επισκοπές, παρότι οι Φαναριώτες δεν ήταν αρεστοί στον σερβικό κλήρο και
λαό. Και αυτό λόγω των φοροεισπρακτικών μέτρων, του τρόπου ανέλιξης στο αρχιερατικό
αξίωμα αλλά και της φυσιολογικής αντίδρασης του πιστού που θέλει επίσκοπο με
πλείστα στοιχεία συγγένειας μαζί του, ο οποίος δεν αγνοεί τη γλώσσα του. Από τη
μία πλευρά, οι Σέρβοι που ζούσαν στα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας υφίσταντο
τις αυθαιρεσίες των Οθωμανών, ενώ από την άλλη οι Σέρβοι που ζούσαν στην Αυστροουγγαρία
αύξησαν τις επαφές τους με τη Ρωσία, η οποία όμως έστελνε βιβλία και δασκάλους για
τις ανάγκες των σερβικών σχολείων στη ρωσοσλαβική, με αποτέλεσμα να επικρατήσει
αυτή σε βάρος της σερβοσλαβικής τόσο στα σχολεία όσο και στη λογοτεχνική ζωή. Οι ρωμαιοκαθολικοί, από την πλευρά τους, μέσω
της Ουνίας ενέτειναν την προπαγάνδα τους στους Σέρβους, αφού διαβίωναν στην φιλική
γι’ αυτούς περιοχή της Αυστροουγγαρίας. Όσον αφορά στο ζήτημα των ελλήνων Φαναριωτών
επισκόπων, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι υπήρξαν και λαμπρά παραδείγματα όπως ο
Πατριάρχης Πεκίου Καλλίνικος (1693-1710), ο μητροπολίτης Νύσσης Μακάριος Β΄
(1802-1815), ο οποίος συνέβαλε όχι μόνο στον εκκλησιαστικό αλλά και στον απελευθερωτικό
αγώνα των Σέρβων, κ.α.[45]
δ. Από τη μετοίκιση
των Σέρβων στην Αυστροουγγαρία (1690) έως την κατάργηση του Πατριαρχείου Πεκίου
(1766)
Μετά
τη φυγή του πατριάρχη Αρσένιου Τσαρνόγιεβιτς και των χιλιάδων Σέρβων στην
Αυστροουγγαρία, το έτος 1690, ο θρόνος του Πεκίου έμεινε κενός. Αρχικά, ο μεγάλος
βεζίρης Μουσταφά Τσούπριλιτς κάλεσε τον πατριάρχη Αρσένιο και το σερβικό λαό να
επιστρέψουν στις εστίες τους. Όμως οι Σέρβοι φοβούμενοι τα αντίποινα των Οθωμανών
αρνήθηκαν.[46]
Έτσι, την άνοιξη του 1693, στο θρόνο του Πεκίου ανήλθε, με την υποστήριξη των Οθωμανών,
ο ελληνικής καταγωγής Καλλίνικος, συγγενής του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.[47] Όμως οι
Σέρβοι αρχιερείς δεν τον αναγνώρισαν και ούτε τον αποδέχθηκαν με προθυμία, επειδή,
αφενός, ήταν της επιλογής των Οθωμανών και, αφετέρου, επειδή δεν εξελέγη σε κανονική
κληρικολαϊκή σύνοδο. Μόλις μετά το θάνατο του πατριάρχη Αρσένιου (1706) οι Σέρβοι
αρχιερείς άρχισαν να τον αναγνωρίζουν. Την περίοδο αυτή ο Καλλίνικος αναφέρεται
ως πατριάρχης Σέρβων και Βουλγάρων.
Ο
Καλλίνικος, παρόλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στο εσωτερικό, διατηρούσε εξαιρετικά
καλές σχέσεις με τους αρχιερείς της μητροπόλεως Κρούσεντολ,[48] (μετέπειτα
Καρλοβακίου), παρά το γεγονός ότι οι αρχές της Αυστροουγγαρίας δεν επιθυμούσαν κάτι
τέτοιο.[49] Η μητρόπολη
Κρούσεντολ αρχικά υπαγόταν στην πνευματική δικαιοδοσία του Πεκίου. Όμως από το έτος
1710 αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη από τον ίδιο τον πατριάρχη Καλλίνικο.[50] Μετά την
κατάργηση του Πεκίου (1766) είχε πλήρη ανεξαρτησία.
Ο
ελληνικής καταγωγής πατριάρχης Καλλίνικος έμεινε στην ιστορία της Σερβικής Ορθόδοξης
Εκκλησίας ως ένας με ποιότητα ποιμενάρχης. Ο ίδιος, όπως αναφέρουν οι πηγές, προέβη
σε όποια ενέργεια έκρινε ως αναγκαία για να διατηρήσει την ανεξαρτησία του πατριαρχείου
Πεκίου. Προσπάθησε να καταστήσει πιο άνετη τη ζωή όλων εκείνων των Σέρβων που έμειναν
στις εστίες τους και αγωνίστηκε κατά της ουνίας. Επίσης, κάθε φορά που στο θρόνο
του Πεκίου ανήρχετο νέος πατριάρχης, οι Οθωμανοί αύξαναν τους φόρους. Έτσι, ούτε
και ο πατριάρχης Καλλίνικος δεν αποτέλεσε την εξαίρεση και μάλιστα ο ίδιος είχε
έτι περαιτέρω οικονομικές υποχρεώσεις απ’ ό,τι ο προκάτοχός του Αρσένιος. Το πόσο
δύσκολο ήταν το έργο του, κυρίως στην αρχή, μαρτυρεί ένα έγγραφο του 1693, που αναφέρει
τον αγώνα του κατά των πιέσεων και των διαφόρων προβλημάτων που τού προξενούσαν
οι Οθωμανοί. Το ίδιο το έγγραφο καταλήγει λέγοντας ότι κανένας δεν γνωρίζει πόσα
προβλήματα είχε να αντιμετωπίσει και σε πόσες πιέσεις έπρεπε να αντεπεξέλθει.[51] Ο Καλλίνικος
απεβίωσε, πέντε μήνες μετά τη δοθείσα αυτονομία στη μητρόπολη Κρούσεντολ, στις
16 Αυγούστου 1710, στην πόλη Τεμισοάρα της σημερινής Ρουμανίας.[52]
Οι
μετέπειτα πατριάρχες Πεκίου, Αθανάσιος Α΄ (1711-1712) και Μωϋσής Ράϊοβιτς
(1712-1725), είχαν να αντιμετωπίσουν επίσης μια πολύ δύσκολη κατάσταση και
προσπαθούσαν να βελτιώσουν κάπως τη θέση της Εκκλησίας και τις σχέσεις με τους Οθωμανούς,
οι οποίοι είχαν αρχίσει να χάνουν την εμπιστοσύνη τους απέναντι στη σερβική ιεραρχία,
επιβάλλοντας όλο και πιο διευρυμένα τέλη. Ο πατριάρχης Αθανάσιος, παρόλα τα προβλήματα
που αντιμετώπιζε, διατήρησε το έθιμο να συναντώνται οι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου
Πεκίου και της μητροπόλεως Καρλοβακίου μία φορά κατ’ έτος, μεταξύ του Πάσχα και
της Αναλήψεως του Κυρίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διατηρήθηκαν έντονες οι σχέσεις μεταξύ
των δύο πλευρών και ενισχύθηκαν έτι περαιτέρω όταν ο πατριάρχης Αθανάσιος έδωσε
στον επίσκοπο Μπούντιμ (Βουδιμίου – τμήμα της σημερινής Βουδαπέστης), Βικέντιο Πόποβιτς
τον τίτλο του μητροπολίτη.[53]
Την
περίοδο του πατριάρχη Μωυσή, το Πατριαρχείο Πεκίου βρισκόταν σε άθλια κατάσταση
καθώς και ολόκληρη η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο ίδιος ο πατριάρχης ήταν αναγκασμένος
να ζητεί, συχνά, από τη μητρόπολη Καρλοβακίου χρηματική βοήθεια και χάρη σ’ αυτήν
και στις εξαιρετικά αγαθές σχέσεις που είχε με τους εκεί ιεράρχες, κατόρθωνε να
λύνει κατά διαστήματα ορισμένα επείγοντα ζητήματα οικονομικής φύσεως. Από την άλλη
πλευρά, τα μέλη της κληρικολαϊκής συνόδου του Καρλοβακίου, το έτος 1713, αποφάσισαν
το Πατριαρχείο Πεκίου να έχει στην έδρα της μητροπόλεως Καρλοβακίου έναν μόνιμο,
δικό του, εκπρόσωπο, ο οποίος θα είχε ως έργο τη συλλογή χρημάτων και τους εράνους,
με σκοπό την πιο διευρυμένη οικονομική υποστήριξη του Πατριαρχείου Πεκίου. Επίσης,
πολλοί Σέρβοι που ζούσαν στην Αυστροουγγαρία δώριζαν στο Πέκιο διάφορα περιουσιακά
στοιχεία μετά το θάνατό τους.[54]
Το
έτος 1718, ο πατριάρχης Μωυσής αντιμετώπισε έντονο πρόβλημα από έναν αγιορείτη μοναχό
Τιμόθεο, ελληνικής καταγωγής, ο οποίος, όπως αναφέρει ο καθηγητής Γκρούιτς κατάφερε
να εξαγοράσει από τους Οθωμανούς το θρόνο του Πεκίου. Ο Σέρβος πατριάρχης αγωνίστηκε
και με την υποστήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο τάχθηκε στο πλευρό
του, κατόρθωσε να τον διώξει. Μάλιστα, στις 21 Ιουλίου 1718, έγινε Σύνοδος στην
Κωνσταντινούπολη η οποία αναθεμάτισε τον Τιμόθεο.[55]
Την
ίδια περίοδο εξερράγη ένας ακόμη πόλεμος μεταξύ Αυστρίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας,
ο οποίος διήρκησε από το 1716 έως το 1718. Αποτέλεσμα αυτού του πολέμου είναι η
συμφωνία ειρήνης του Ποζάρεβατς το 1718, με την οποία η Αυστρία έλαβε από τους Οθωμανούς
τη νοτιοανατολική περιοχή του Σρεμ, τη βόρεια Σερβία μέχρι τα δυτικά του ποταμού
Μοράβα και στη Βοσνία τη δεξιά όχθη του Σάββα. Με αυτήν την απόφαση από το πατριαρχείο
Πεκίου αποκόπηκαν οι επαρχίες Βελιγραδίου-Σρεμ, Βάλιεβου, Βρσατς και Τεμισοάρας
και δόθηκαν στην μητρόπολη Κρούσεντολ (μητρόπολη Βελιγραδίου-Καρλοβακίου).[56]
Μετά
το θάνατο του πατριάρχη Μωϋσή (Ράγιοβιτς, το 1725), νέος Σέρβος πατριάρχης
έγινε ο Αρσέινος Δ΄ Γιοβάνοβιτς-Σακαμπέντα (1725-1737), μητροπολίτης Ράσκας. Ο νέος,
πατριάρχης ακολούθησε την πολιτική του προκατόχου του Αρσένιου Γ Τσαρνόγιεβιτς και αγωνίστηκε υπέρ της απελευθερώσεως
του σερβικού λαού από τον Οθωμανικό ζυγό. Ο πόλεμος της Ρωσίας και Αυστρίας κατά
της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1737-1739) επέφερε και πάλι προκεχωρημένα προβλήματα
στους Σέρβους, οι οποίοι είχαν ταχθεί, για άλλη μία φορά, κατά των Οθωμανών. Έτσι,
όταν οι αυστριακές δυνάμεις άρχισαν να υποχωρούν αποσύροντας την υποστήριξή τους
και αφήνοντας εκτεθειμένους τους Σέρβους, οι Οθωμανοί άρχισαν να προελαύνουν. Τότε
ο πατριάρχης Αρσένιος Δ΄ δεν είχε άλλη επιλογή παρά να πάρει τον σερβικό λαό και
να τον οδηγήσει και πάλι στην προσφυγιά, πέραν των ποταμών Σάββα και Δούναβη, στη
βόρεια Σερβία, τότε Αυστροουγγαρία, για να σωθούν από τις επιθέσεις και τα αντίποινα.
Δυστυχώς, όμως, αυτή τη φορά πολλοί Σέρβοι δεν κατόρθωσαν να σωθούν από τις ανελέητες
επιθέσεις των Οθωμανών. Πάρα πολλοί απώλεσαν τη ζωή τους κυνηγημένοι στα περίχωρα
της μονής Λέλιτς, πλησίον στην πόλη του Βάλιεβο.[57]
Μονές
και ναοί πυρπολήθηκαν. Η εκκλησία της Παναγίας Λιεβίσκι, στην Πριζρένη, μετατράπηκε
σε τζαμί και παρατηρείται ένα διευρυμένο κύμα μεταστροφής στο Ισλάμ. Ακολουθούν
και πάλι οδυνηρές συνέπειες της πολιτικής της συγκρούσεως με τους Οθωμανούς. Πολλοί
από τους Σέρβους, δυστυχώς, μετέβησαν στον ισλαμισμό κι έτσι πολλοί από τους
καθαρώς σερβικούς και χριστιανικούς οικισμούς έγιναν μουσουλμανικοί. Η τάση του
εξισλαμισμού των Σέρβων θα διατηρηθεί σε όλη τη διάρκεια του 18ου
αιώνα, ιδίως μετά την διακοπή του Πατριαρχείου Πεκίου (1766). O ιστορικός
Jovan Tomić αναφέρει
ότι ο σερβικός λαός, που πρόβαλλε, πολλές φορές, αντίσταση στις οθωμανικές
Αρχές και ήταν
υπερασπιστής για αιώνες της Χριστιανοσύνης και της Ορθοδοξίας τώρα ήταν αναγκασμένος
να ασπαστεί τον ισλαμισμό και πολλοί Σέρβοι να αλλάξουν πίστη και διά της βίας
να γίνουν μουσουλμάνοι.[58] Έτσι,
εξηγούνται σήμερα και οι μουσουλμανικοί θύλακες που υπάρχουν από τη Βοσνία έως
και τη νότια Σερβία και την περιοχή της Π.Γ.Δ.Μ.
Όσοι
Σέρβοι παρέμειναν στα οθωμανικά εδάφη και πιστοί στην Χριστιανοσύνη ζούσαν σε
άθλιες συνθήκες, οι εκκλησίες τους ήταν κατεδαφισμένες, ιερείς δεν υπήρχαν και
τα τέκνα τους έμεναν αβάπτιστα. Όμως, οι πιστοί αυτοί Σέρβοι στην Ορθοδοξία
φρόντισαν να διατηρήσουν τα ήθη και τα έθιμα. Δεν λησμόνησαν ποτέ ότι είναι
Ορθόδοξοι και τιμούσαν την Slava,
τον προστάτη Άγιο της οικογένειας, ακόμα και αν έπρεπε να τελέσουν μόνοι τους
αρτοκλασία χωρίς ιερέα και να κοινωνούν με ένα κομμάτι άρτου και μια γουλιά
κρασιού. Το ίδιο έτος με τη μεγάλη μετανάστευση των Σέρβων απεβίωσε και ο μητροπολίτης
Καρλοβακίου Βικέντιος (6 Ιουνίου 1737) και τοποτηρητής της κενής μητροπολιτικής
έδρας ανέλαβε ο πατριάρχης Αρσένιος Δ΄, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην πόλη του Καρλοβακίου.[59]
Οι
κατακτητές έχασαν και πάλι την εμπιστοσύνη τους στους Σέρβους και άρχισαν να ανεβάζουν
στο θρόνο του Πεκίου πατριάρχες ελληνικής καταγωγής. Πρώτος επελέγη ο Ιωαννίκιος
Καρατζάς (1739-1746), ο οποίος καταγόταν από σημαντική οικογένεια του Φαναρίου,
πράγμα που οδήγησε στη διακοπή των πνευματικών και οικονομικών σχέσεων με τη μητρόπολη
Καρλοβακίου και τους Σέρβους της Αυστροουγγαρίας.
Μετά
την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Βελιγραδίου το 1739, που σήμανε το τέλος αυτού
του πολέμου, η Αυστροουγγαρία απώλεσε την πόλη του Βελιγραδίου και την περιοχή κάτω
από τους ποταμούς Σάββα και Δούναβη. Ο πατριάρχης Αρσένιος Δ΄ δύο έτη αργότερα,
και συγκεκριμένα την 1η Οκτωβρίου 1741, αναγνωρίσθηκε επίσημα από την
αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία ως πατριάρχης, η οποία μάλιστα τον ανακήρυξε προκαθήμενο
του σερβικού λαού σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.[60]
Ο πατριάρχης Αρσένιος, για τις ανάγκες
των Σέρβων, κατόρθωσε στη θέση του παλιού κτηρίου της Μητροπόλεως, στην πόλη του
Καρλοβακίου, να ανοικοδομήσει νέο Πατριαρχικό Μέγαρο, το οποίο δυστυχώς κάηκε το
έτος 1788. Δίπλα στο Πατριαρχικό Μέγαρο, ο Αρσένιος, έκτισε ένα σεμινάριο και ένα
παρεκκλήσι αφιερωμένο στον άγιο Τρύφωνα, τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι την ανέγερση
του σημερινού Καθεδρικού Ναού της πόλεως του Καρλοβακίου.[61]
Ανάμεσα στον πατριάρχη Αρσένιο Σακαμπέντα,
που μετανάστευσε από κοινού με χιλιάδες σέρβους στην Αυστροουγγαρία και τον νέο
πατριάρχη Πεκίου Ιωαννίκιο Καρατζά, τον οποίο τοποθέτησαν οι Οθωμανοί, δεν υπήρξαν
καθόλου επαφές, παρότι ο Ιωαννίκιος προσπάθησε κάτι τέτοιο. Οι σχέσεις ανάμεσα στο
Πατριαρχείο Πεκίου και τη μητρόπολη Καρλοβακίου είχαν διακοπεί. Ο Αρσένιος εντούτοις
διατηρούσε επαφή με τις μονές και τους διαφόρους Σέρβους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους
του Πατριαρχείου Πεκίου. Ο πατριάρχης Αρσένιος Δ΄ Σακαμπέντα απεβίωσε στις 7 Ιανουαρίου
1748 στην πόλη του Καρλοβακίου και κηδεύθηκε στη μονή Κρούσεντολ.[62]
Ο Ιωαννίκιος δεν άφησε στο σερβικό λαό
θετικές αναμνήσεις. Σερβικές πηγές αναφέρουν ότι κατά τη διάρκεια των επισκέψεών
του στις διάφορες επαρχίες του Πατριαρχείου Πεκίου είχε πάντα μαζί του και ένα διάταγμα
του σουλτάνου, βάσει του οποίου συνέλεγε χρήματα από το λαό ως φοροεισπράκτορας.
Επίσης, στις κενές επισκοπικές έδρες τοποθετούσε ελληνικής καταγωγής επισκόπους,
επιλογή που δεν ήταν αρεστή στο σλαβικό στοιχείο της περιοχής. Ο ίδιος, επειδή αντιμετώπιζε
προκεχωρημένα προβλήματα, το έτος 1746 εγκατέλειψε το θρόνο του Πεκίου.[63]
Μετά
την αποχώρηση του Ιωαννικίου νέος πατριάρχης Πεκίου εξελέγη, το 1747, ο μητροπολίτης
Σκοπίων Αθανάσιος Γαβρίλοβιτς. Για την εκλογή του Αθανασίου ως πατριάρχη ένας μοναχός
επ’ ονόματι Μωυσής, από τη Φρούσκα Γκόρα, έγραψε ότι όλοι οι Σέρβοι εξέφρασαν την
ιδιαίτερη ικανοποίηση και χαρά τους που εξελέγη αυτός.[64] Απόδειξη
αυτού αποτελεί και το γεγονός της άμεσης αποκαταστάσεως των σχέσεων ανάμεσα στο
Πατριαρχείο Πεκίου και τη μητρόπολη Καρλοβακίου. Έτσι, για τις ανάγκες των
Σέρβων που ζούσαν υπό τους Οθωμανούς, εστάλησαν στο Πατριαρχείο Πεκίου από την πόλη
του Καρλοβακίου λαξευμένες πλάκες για την εκτύπωση λειτουργικών και άλλων εκκλησιαστικών
βιβλίων. Η εκτύπωση αυτών των συγγραμμάτων θα απέφερε αρκετά χρήματα στο τυπογραφείο
του Πεκίου.[65]
Μετά
τον Αθανάσιο, πατριάρχης έγινε με βεράτιο του σουλτάνου Μεχμέντ Β΄ (1730-1754),
στις 6 Οκτωβρίου 1752, ο Γαβριήλ Β΄, το έτος 1752, ο οποίος, όμως, έμεινε επικεφαλής
του Πατριαρχείου για πενήντα (50) μόνο ημέρες. Τον διαδέχθηκε, και πάλι, ένας ελληνικής
καταγωγής Φαναριώτης, ο Γαβριήλ Γ΄, ο οποίος ήταν μητροπολίτης Νύσσης. Όμως έξι
έτη αργότερα αναγκάστηκε και αυτός να εγκαταλείψει τον πατριαρχικό θρόνο, επειδή
αδυνατούσε να βελτιώσει την οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου Πεκίου και να
εξοφλήσει τα χρέη. Έτσι, το έτος 1758 εγκατέλειψε τον πατριαρχικό θρόνο του Πεκίου
και αποσύρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στη θέση του ήρθε, το ίδιο έτος, ο
μητροπολίτης Βελιγραδίου Βικέντιος Στεφάνοβιτς, ο οποίος όμως δεν πρόλαβε να επιτελέσει
κάτι το ουσιαστικό, παρά μόνο ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, για την επικύρωση
της εκλογής του, αφού κατά την επιστροφή απεβίωσε αιφνιδίως. Λέγεται ότι τον δηλητηρίασαν
οι Οθωμανοί. Ο συγκεκριμένος παριάρχης μετά την πτώση του Βελιγραδίου, και πάλι,
υπό την δικαιοδοσία, κατοχή των Οθωμανών δεν έφυγε. Παρέμεινε ως αρχιμανδρίτης που
ήταν και κατέβαλε κάθε προσπάθεια να στηρίξει τον σερβικό λαό που είχε παραμείνει
στις εστίες του και στη συνέχεια κατόρθωσε να γίνει μητροπολίτης Βελιγραδίου.[66]
Ο
ελληνικής καταγωγής επίσκοπος Ούζιτσε και Βάλιβο Παΐσιος συνόδευε τον νεοεκλεγέντα
πατριάρχη Βικέντιο στην Κωνσταντινούπολη, με σκοπό τη χορήγηση του βερατίου και
πιθανόν, όταν απεβίωσε ο Βικέντιος, αυτός είχε υπό την κατοχή του το βεράτιο, το
οποίο και χρησιμοποίησε για να γίνει ο επόμενος πατριάρχης της Σερβικής Εκκλησίας,
χωρίς όμως η εν λόγω εκδοχή να είναι βέβαιη. Ωστόσο, και αυτός απεβίωσε το ίδιο
έτος. Ο Παΐσιος έμεινε στη μνήμη του σερβικού λαού ως ένας επιεικής και συνετός
άνθρωπος.[67]
Οι
δύο επόμενοι πατριάρχες Γαβριήλ Δ΄ (1758) και Κύριλλος Β΄ (1759-1763) ήταν και
αυτοί ελληνικής καταγωγής. Δυστυχώς όμως ούτε και αυτοί κατόρθωσαν να επιτελέσουν
κάτι για την βελτίωση των συνθηκών στις οποίες βρισκόταν τόσο το Πατριαρχείο
Πεκίου όσο και ο σερβικός λαός.[68] Μετά
από αυτούς ακολούθησε, ο τελευταίος σερβικής καταγωγής πατριάρχης, Βασίλειος Γιοβάνοβιτς
– Μπρκιτς, από την πόλη του Καρλοβακίου. Όμως, ούτε και αυτός δεν πέτυχε να
πράξει κάτι ουσιαστικότερο. Ο ίδιος αποτέλεσε στόχο συκοφαντιών και οι Οθωμανοί
τον συνέλαβαν και τον έστειλαν εξορία στην Κύπρο. Όμως, κατόρθωσε να αποδράσει και
να μεταβεί στο Μαυροβούνιο, απ’ όπου μετακινήθηκε στην Ιταλία και στη συνέχεια στη
Ρωσία, όπου και απεβίωσε το έτος 1772.
Διάδοχος
του πατριάρχη Βασιλείου Μπρκιτς εκλέχτηκε ο ελληνικής καταγωγής Καλλίνικος Β΄. Από
ένα παλαιό κείμενο μαθαίνουμε ότι ο πατριάρχης Καλλίνικος Β΄ έφτασε στο Πέκιο, στις
17 Μαρτίου 1765.[69]
Όμως η οικονομική κατάσταση, η οποία ήταν άθλια στο Πατριαρχείο Πεκίου, τον ανάγκασε,
μέσα σε ένα έτος, σε παραίτηση. Με την παραίτηση του Καλλίνικου Β΄ και την προαποφασισμένη
κατάργηση του Πατριαρχείου Πεκίου (1766) θα ρυθμίζονταν κατ’ έναν τρόπο τα χρέη,
τα οποία θα αναλάμβανε να εξοφλήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στην οικονομική
εξάντληση και χρεοκοπία οδήγησαν το Πατριαρχείο Πεκίου οι συνεχείς πόλεμοι, οι φόροι
των Οθωμανών και η εκμετάλλευση του σερβικού θρόνου από επιτήδειους, που μπορούσαν
να τον αγοράζουν και να τον πωλούν εξυπηρετώντας τα συμφέροντά τους. Έτσι, από τη
μία το Πατριαρχείο Πεκίου βρέθηκε να χρωστά υψηλό οικονομικό ποσό στην Υψηλή Πύλη,
το οποίο ήταν αδύνατο να το εξοφλήσει, και από την άλλη η οικονομική κατάπτωση είχε
οδηγήσει σε πνευματικό μαρασμό τέτοιο που εξυπηρετούσε τη διείσδυση της λατινικής
προπαγάνδας.
Η
πρωτοβουλία για την κατάργηση του Πατριαρχείου Πεκίου ξεκίνησε το 1765 από τους
επισκόπους: Νύσσης Γαβριήλ, Βελιγραδίου Ιερεμία, Ζίτσης Μητροφάνη, Σκοπίων Κωνσταντίνο,
Δαμπροβοσνίας Σεραφείμ, Σαμοκοβίου Νεόφυτο, Κεστεντηλίου Γαβριήλ, Ερσεκίου Άνθιμο
και Πριζρένης Γαβριήλ, οι οποίοι με κοινό έγγραφο, στο οποίο δήλωναν ότι εκπροσωπούν
όλους τους υποκείμενους στο θρόνο του Πεκίου επισκόπους, ζητούσαν την υπαγωγή τους
στο Οικουμενικό Πατριαρχείο λόγω των διευρυμένων οικονομικών προβλημάτων.[70] Ο τότε πατριάρχης
Καλλίνικος Β φαίνεται ότι δεν ήταν σύμφωνος
με αυτή τη ρύθμιση των χρεών και την κατάργηση του Πατριαρχείου Πεκίου, που αναπόφευκτα
θα οδηγούσε στον υποβιβασμό του σε μητροπολίτη και γι’ αυτό υπέβαλε γραπτή παραίτηση
από το θρόνο του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Σαμουήλ Χατζέρη (1763-1768) και
τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, με σκοπό να εκλεγεί για τη θέση αυτή, όπως ο ίδιος
λέγει, κάποιο άλλο πρόσωπο “άξιον και αρμόδιον”. Ως αιτιολογία της παραιτήσεώς του
ο Καλλίνικος προβάλλει το δυσβάστακτο και υπέρογκο φορτίο των χρεών του Πεκίου,
που δεν του επέτρεπε να ασκεί τα αρχιερατικά καθήκοντά του.[71]
Με
τα δύο ανωτέρω έγγραφα ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σαμουήλ, υπέβαλε αίτηση στο
σουλτάνο Μουσταφά Γ΄ (1757-1773) και ζητούσε την κατάργηση του Πεκίου. Έτσι, στις
11 Σεπτεμβρίου 1766, ο σουλτάνος εξέδωσε χατισερίφ, με το οποίο καταργούσε το Πατριαρχείο
Πεκίου και η εκκλησία αυτή υπαγόταν πλέον στον Οικουμενικό Θρόνο. Η κατάργηση του
Πατριαρχείου Πεκίου εξυπηρετούσε την Υψηλή Πύλη και γι’ αυτό έγινε αποδεκτή. Άλλωστε,
οι επαρχίες του Πεκίου αλλά και οι αρχιερείς του πολλές φορές συμμετείχαν σε επαναστατικά
κινήματα και προξενούσαν σε παρατεταμένη κλίμακα προβλήματα στις οθωμανικές αρχές.
Ένα έτος αργότερα, το 1767, καταργήθηκε για τους ίδιους λόγους και η αρχιεπισκοπή
Αχρίδας. Από τότε έως και το 1879, που ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη, η Εκκλησία της Σερβίας
ήταν υπό την διοικητική και πνευματική εξάρτηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.[72] Η ανασύσταση
και πάλι του Σερβικού Πατριαρχείου έγινε το 1920.
Με
την κατάργηση του Πατριαρχείου Πεκίου έπαψε να υπάρχει και η μέχρι τότε
οργάνωση της σερβικής εκκλησίας. Όμως, το Πατριαρχείο Πεκίου παρέμεινε στη συνείδηση
του σερβικού λαού και του κατώτερου κλήρου, που ανέλαβε πολλά από τα καθήκοντα
των μέχρι τότε αρχιερέων στην καθημερινή ζωή των πιστών. Η περίοδος που
ακολούθησε στην ιστορία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, μετά την κατάργηση
του Πεκίου το 1766, μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πιο σκοτεινή. Επίσκοποι
ελληνικής καταγωγής, Φαναριώτες, αναρριχούνταν στις επισκοπικές θέσεις και,
παρότι πολλοί από αυτούς ήταν ποιοτικοί ως ποιμένες και ενδιαφέρονταν για το
σερβικό λαό, εντούτοις δεν κατόρθωσαν όλοι να κερδίσουν την εύνοια του ποιμνίου
τους και να είναι αρεστοί. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η εκκλησιαστική
ζωή βυθιζόταν όλο και περισσότερο στα βάθη της αγνοίας, η δύναμη της αντίστασης
του λαού εξασθενούσε και έτσι κέρδιζε έδαφος η ισλαμοποίηση του σερβικού στοιχείου,
κυρίως στα νότια διαμερίσματα της τότε Σερβίας. Πολλές εκκλησίες και μοναστήρια
ερήμωσαν εντελώς.
Όμως,
για το σύνολο του σερβικού λαού η περίοδος αυτή αποτέλεσε την περίοδο της
προετοιμασίας για την κεφαλαιώδη μάχη και την εξ ολοκλήρου απελευθέρωση της
χώρας. Ο πόθος του σερβικού λαού για απελευθέρωση από τους Οθωμανούς ήταν όλο και
πιο έντονος, παρά το κενό που υπήρχε λόγω της απουσίας του Πατριαρχείου Πεκίου.
Η νέα αυγή ξημέρωσε αρχές του 19ου αιώνα και αποτέλεσε την προαναγγελία
της νέας περιόδου, στην οποία ο σερβικός λαός κέρδισε την ελευθερία του, ενώ η Σερβική
Εκκλησία άδραξε την ευκαιρία για την ανασύσταση του Πατριαρχείου Πεκίου.
Επιλεγόμενα.
Μετά την πτώση της
Σερβίας στους Οθωμανούς, το έτος 1459, ακολουθεί η πιο σκοτεινή περίοδος για
την Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία. Το Πατριαρχείο Πεκίου δεν καταργείται από τους
κατακτητές αλλά υποχρεώνεται να πληρώνει τόσο δυσβάστακτους φόρους, που ήταν
αδύνατον να συνεχίσει την ομαλή λειτουργία του. Η ριζική αναδιοργάνωση και
μεταρρύθμιση της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ήρθε με την αλλαγή της πολιτικής
των Οθωμανών έναντι των Σέρβων. Και αυτό λόγω των πολιτικών ανακατατάξεων στην
Κεντρική Ευρώπη. Έτσι, μεταξύ των δικαιωμάτων που έδωσαν στους Σέρβους ήταν και
η ομαλή επαναλειτουργία του Πεκίου, το έτος 1557. Φορέας αυτής της πολιτικής
ήταν ο μεγάλος βεζίρης Μεχμέντ-πασά Σοκόλοβιτς και πρώτος Πατριάρχης του
ανασυσταθέντος πατριαρχείου, ο αδερφός του Μακάριος Σοκόλοβιτς, ο οποίος
αναδεικνύεται όχι μόνο ως ο ανώτατος εκκλησιαστικός άρχων αλλά και ως πολιτικός
ηγέτης του λαού του. Την περίοδο αυτή, έως και το 1591 υπάρχουν αγαστές σχέσεις
μεταξύ Σέρβων και Οθωμανών. Αυτό βεβαίως οφειλόταν στα πολιτικά συμφέροντα των
Οθωμανών που επιθυμούσαν μια ήρεμη Σερβία, χωρίς επαναστατικά κινήματα, και γι’
αυτό άλλωστε τους είχαν παραχωρήσει τα όποια προνόμια.
Η αλλαγή της πολιτικής πλεύσης και η
ρήξη των σχέσεων ξεκίνησε, αλλά όχι με έντονο τρόπο, την τελευταία δεκαετία του
16ου αιώνα και κορυφώθηκε την περίοδο του πατριάρχη Αρσένιου
Τσαρνόγιεβιτς, το έτος 1690, όταν οι Σέρβοι που είχαν ταχθεί στο πλευρό των
Αυστριακών και εγκαταλείφθηκαν, για να αποφύγουν τα αντίποινα των Οθωμανών, αναγκάστηκαν
να μετοικίσουν στην Αυστροουγγαρία, όπου και ιδρύθηκε εκεί μια νέα αυτόνομη
μητρόπολη των Καρλοβακίων. Από το σημείο εκείνο και στο εξής οι Οθωμανοί εναλλάσσουν
στον Πατριαρχικό θρόνο του Πεκίου έλληνες και σέρβους αρχιερείς, ανάλογα με τα
συμφέροντά τους. Πολλοί από αυτούς αγωνίστηκαν τόσο για την οργάνωση της
Σερβικής Εκκλησίας όσο και για την απελευθέρωση του σερβικού λαού. Άλλοι πάλι
παραιτούνταν από το θρόνο, διότι δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις
οικονομικές απαιτήσεις των Οθωμανών.
Η πολιτική της σύγκρουσης με τους
Οθωμανούς ήταν οδυνηρή για τη Σερβική Εκκλησία. Το διάστημα από το 1690 έως και
την οριστική διακοπή του Πατριαρχείου Πεκίου το 1766, στο θρόνο εναλλάχθηκαν 14
αρχιερείς. Ο εκτενής αυτός αριθμός προκαθημένων σε σχέση με τη μικρή αυτή
χρονική περίοδο των εβδομήντα έξι χρόνων, αποδεικνύει την αστάθεια που
επικρατούσε στο Πατριαρχείο Πεκίου.
Από τη διακοπή του Πατριαρχείου
Πεκίου, το έτος 1766, έως και την ανασύσταση αυτού το 1920, οι επαρχίες ανήκαν
στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο και έστελνε
ελληνικής καταγωγής επισκόπους, για πολλούς από τους οποίους οι Σέρβοι δεν
διατήρησαν και τις καλύτερες αναμνήσεις. Αυτό οφείλεται στα φοροεισπρακτικά
μέτρα των επισκόπων, στον τρόπο ανέλιξης στο αρχιερατικό αξίωμα και στο ότι δεν
γνώριζαν τη γλώσσα του απλού πιστού λαού που καλούνταν να ποιμάνουν. Έτσι, προκαλούνταν
αντιπαραθέσεις και αντιπάθειες και για αυτό στη σλαβική ιστοριογραφία δεν έχουν
και το καλύτερο όνομα, παρότι αρκετοί επίσκοποι ελληνικής καταγωγής ήταν
πραγματικά άριστοι ποιμένες και παρέμειναν στο ύψος των περιστάσεων προσφέροντας
όχι μόνο πνευματικά στο ποίμνιο αλλά και λαμβάνοντας μέρος ουσιαστικά στο
εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Σέρβων.
Πιστεύω ότι, με αυτή τη σύντομη αναφορά
στην Ιστορία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας την περίοδο των Οθωμανών, δίνουμε
στον αναγνώστη τη δυνατότητα να κατανοήσει την κατάσταση υπό την οποία βρέθηκε
η Εκκλησία κατά τη μακρόχρονη περίοδο των πέντε αιώνων δουλείας. Επίσης,
αποδεικνύεται ότι ο ρόλος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τη δύσκολη αυτή
περίοδο, ήταν καθοριστικός στην διατήρηση των παραδόσεων, της εθνικής
συνείδησης και της θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας των Σέρβων. Κλείνοντας
οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η Ορθοδοξία είναι η καρδιά, η εγγυήτρια της
ψυχικής συνοχής και της ιστορικής συνέχειας του σερβικού λαού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αγγελόπουλος Αθ., Η Σερβική Ορθόδοξος
Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1984
2. Λόης Γεώρ. Νεκ., Η σημασία του
Κοσσυφοπεδίου για τους Σέρβους, Ι.Ε.Θ.Π
– Θεσ/νίκη 2007, Εκκλησιολόγος – 16 Νοεμβρίου 2007. Ανάτυπο, σελ. 18.
3. Λόης Γεώρ. Νεκ., Η συμβολή του ελληνικής
καταγωγής Μητροπολίτου Νύσσης Μακάριου Β’ στον εκκλησιαστικό και απελευθερωτικό
αγώνα των Σέρβων “1802-1815”,
υπό δημοσίευση στον Τόμο των πρακτικών του Επιστημονικού Συμποσίου: “Χριστιανική Μακεδονία”, “Θεσσαλονίκη – Αρχαία
Ναϊσσός” «Nis
Σερβίας», Θεσσαλονίκη 3 έως 5 Νοεμ. 2006
4.
Λόης Γεώρ. Νεκ., Ιωάννης Ούγκλεσης (1365-1371) Η πόλη των Σερρών – Το κράτος των Σέρβων και
οι σχέσεις με το Άγιον Όρος και το Οικουμενικό
Πατριαρχείο”. υπό δημοσίευση στον Τόμο των πρακτικών του Επιστημονικού
Συμποσίου: “Χριστιανική Μακεδονία – Θεσσαλονίκη – Βελιγράδι – Κετίγνη”. Θεσ/νίκη 17 έως 19 Οκτ. 2008
5. Λόης Γεώρ. Νεκ., Ο Πατριάρχης των Σέρβων
Γερμανός Βίος-Δράση 1958-1990, Θεσσαλονίκη 2007
6. Λόης Γεώρ. Νεκ., Οι Προκαθήμενοι της
Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2008
7.
Σταυριανός Λ.,
Τα Βαλκάνια – Από το 1453 και μετά, Θεσσαλονίκη 2007
8.
Ταρνανίδης Ιωάν., Τα προβλήματα της μητροπόλεως Καρλοβικίων
κατά τον ιη αιώνα και ο Jonan Rajić
(1726-1801), Θεσσαλονίκη 1972
9. Anastasijević D., Pitanja najpobožnijeg despota srpskog, Gospodina Đurđa, Nj. Sv.
Vaseljenskom Patrijarhu Genadiju Sholariju. Odgovori Patrijarhovi, Glasnik SPC
27, god. 1946, st. 219
10. Ćorović V., Istorija Srba, Beograd 2005
11.
Grujić R., Avtokefalnost Karlovačke mitropolije, Glasnik Istorickog društva u Novom Sadu, II, Sremski Karlobci 1929
12.
Grujić R., Patrijarh Arsenije III Crnojević, Kalendar “Crkva”, Sremski Karlovci 1941
13. Grujić R., Pećska patrijaršija, Narodna enciklopedija III, 374
14. Grujić R., Pravoslavna Srpska Crkva, Beograd 1921
15.
Grujić R., Pećki antipatrijarh Timotej 1718, Glasnik skopskog naučnog društva, t. XIII, 1934
16. Jireček K., Veliki vezir Mehmed Sokolović i srpski patrijarsi Makarije i Antonije,
Zbornik Konstantina Jirečeka I, Beograd 1959
17. Kalić-Mišković J., Beograd u srednjem veku, Beograd 1967
18. Kašić D., Stanje u Pećskoj patrijaršiji posle emigracije patrijarha Arsenija IV,
Bogoslovlje 1960
19. Kostić L., Značaj Pećke Patrijaršije za
Srbe, iz srpskog verskog života,
Minhen 1961
20. Mirković M., Pravni položaj i karakter Srpske crkve pod turskom vlašću, Beograd 1965
21. Ostrogorski G., Vizantija i Sloveni, Beograd 1965, st. 603.
22. Popović D., Velika seoba Srba 1690. Srbi seljaci i plemiči, Beograd 1954
23. Popović R., Srpska crkva, Beograd
1997
24.
Sava Episkop Sumadijski, Srpski Jerarsi od devetog do dvadesetog veka, Beograd
1996
25. Slijepčević
Dj., Istorija srpske pravoslavne crkve, t. III, Beograd
1962
26. Slijepšević Dj., Pajsije, arhiepiskop pećki i patrijarh srpski kao jerarh i književni
radnik, separat iz Bogoslovlja, Beograd 1933.
27. Stojanović Lj., Srpska crkva od Arsenija II do Makarija, Glas SKA st. 106, 1923.
28. Tomić J., O Arnautima u Staroj Srbiji i Sandžaku, Beograd 1913
29. Tomić J., Pećki
patrijarh Jovan i pokret hrišćana na Balkanskom poluostrvu 1592-1614, Zemun 1903.
30. Veselinović R., Arsenije III Crnojević u istoriji i književnosti, Beograd
1949
31.
Veselinović R., Istorija Srpske pravoslavne crkve sa narodnom
istorijom, τ Ι, Beograd
1966
32. Veselinović R., Stanje Srpske crkve od pada srpskih država pod tursku upravu do
obnovljenja pod patrijarhom Makarijem, Bogoslovlje 12 (1937),
[1] Τα όρια του Σερραϊκού κράτους, με
δεσπότη τον Ιωάννη Ούγκλεση (1365-1371), βρίσκονταν ανατολικότερα της λίμνης
Βιστωνίδας και της σημερινής κωμοπόλεως Πόρτο Λάγος, δυτικότερα του Αξιού,
βορειότερα της Στρωμνίτσας και του Μελενίκου και νότια ορίζονταν από το Αιγαίο
Πέλαγος. Εξαίρεση αποτελούσαν
οι πόλεις της Θεσσαλονίκης, Χρυσουπόλεως, Χριστουπόλεως και Ανακτορουπόλεως,
που ανήκαν στο Βυζάντιο.
Ακόμα
συμπεριλάμβανε και την περιοχή του Αγίου Όρους. Βλ. Γεώρ. Νεκ.
Λόης, Ιωάννης Ούγκλεσης
(1365-1371) Η πόλη των Σερρών – Το
κράτος των Σέρβων και οι σχέσεις με το Άγιον Όρος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο”. Εισήγηση στο
Επιστημονικό Συνέδριο: “Χριστιανική Μακεδονία – Θεσσαλονίκη – Βελιγράδι –
Κετίγνη”. Θεσ/νίκη 17 έως 19 Οκτ. 2008 (υπό δημοσίευση στον Τόμο
Πρακτικών του Συνεδρίου).
[2] G. Ostrogorski, Vizantija i Sloveni, Beograd 1965, st. 603.
[3] Η μάχη του
Τσερνομιανού (1371) λέγεται αλλιώς και η μάχη του ποταμού Μάριτσα (Έβρου),
τοποθεσία που βρίσκεται στη σημερινή Βουλγαρία.
[4] Λ. Σταυριανός, Τα Βαλκάνια – Από το
1453 και μετά, Θεσσαλονίκη 2007, σ.130.
[5] Γεώρ. Νεκ. Λόης, Η σημασία του
Κοσσυφοπεδίου για τους Σέρβους, Ι.Ε.Θ.Π
– Θεσ/νίκη 2007, Εκκλησιολόγος – 16 Νοεμβρίου 2007. Ανάτυπο, σελ. 18.
[6] Lj.
Stojanović, Srpska crkva od Arsenija II do Makarija, Glas SKA st. 106, 1923.
[7]
Rad.
Grujić, Pećska patrijaršija, Narodna enciklopedija III, 374; D. Anastasijević,
Pitanja najpobožnijeg despota srpskog, Gospodina Đurđa, Nj. Sv. Vaseljenskom
Patrijarhu Genadiju Sholariju. Odgovori Patrijarhovi, Glasnik SPC 27 (1946),
st. 219.
[8] Σχετικά με τον Πατριάρχη Νικόδημο Β΄, βλ. Γεώργιος Νεκτάριος Λόης., Οι
Προκαθήμενοι της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 63-64.
[9] D. Anastasijević, Pitanja,
ο.π., st. 219.
[10] Σχετικά με τον Πατριάρχη Αρσένιο Β΄, βλ. Γεώρ. Νεκ. Λόης, Οι Προκαθήμενοι, σσ.
64-65.
[11] Αθ. Αγγελόπουλος, Η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1984,
σ. 49.
[12] R. Veselinović, Stanje Srpske crkve od pada
srpskih država pod tursku upravu do obnovljenja pod patrijarhom Makarijem, Bogoslovlje
12 (1937), st.
269.
[13] J. Kalić-Mišković, Beograd
u srednjem veku, Beograd 1967,
st. 265-266.
[14]
M. Mirković,
Pravni položaj i karakter Srpske crkve pod turskom vlašću, Beograd 1965, st. 50.
[15] Γεώρ. Νεκ. Λόης, Οι Προκαθήμενοι, ο.π., σσ. 67-68.
[16] K. Jireček, Veliki vezir Mehmed
Sokolović i srpski patrijarsi Makarije i Antonije, Zbornik Konstantina Jirečeka
I, Beograd 1959, st. 390.
[17] R. Grujić, Pravoslavna
Srpska Crkva, Beograd 1921, σσ. 85-86.
[18] Δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για τη
ζωή και το έργο του Μακάριου Σοκόλοβιτς πριν γίνει πατριάρχης. Ορισμένοι
ιστορικοί αναφέρουν ότι εκάρη μοναχός στη μονή Μιλέσεβο, όπου, αργότερα, έγινε
και ηγούμενος. Άλλοι, πάλι, υποστηρίζουν ότι ήταν ηγούμενος της μονής
Χιλανδαρίου. Όμως όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν στην εκτίμηση ότι η ανασύσταση
του Πατριαρχείου Πεκίου (1557), που αποτελεί εξαιρετικά σπουδαίο γεγονός στην
ιστορία του σερβικού λαού και της Εκκλησίας του, έγινε από τον πατριάρχη
Μακάριο (Σοκόλοβιτς) και αυτό χάρη στις προσπάθειες του αδελφού του
Μεχμέντ-πασά. Γεώρ. Νεκ. Λόης, Οι Προκαθήμενοι, ο.π.,
σσ. 69-70.
[19] Γεώρ. Νεκ. Λόης, Οι Προκαθήμενοι, ο.π., σ. 70.
[20] R. Popović, Srpska
crkva, Beograd 1997, σ. 117.
[21] Dj. Slijepčević, Istorija srpske pravoslavne crkve, Beograd 1962, τ. I, st. 315.
[22]
L. Kostić: Značaj Pećke Patrijaršije za
Srbe, iz srpskog verskog života, Minhen 1961, σ. 48.
[23]
M. Mirković, ο.π, 97-106.
[24] Γεώρ. Νεκ. Λόης, Οι Προκαθήμενοι, ο.π., σσ. 71-72.
[25] Ο Πατριάρχης Ιωάννης
Καντούλης ήταν ελληνικής καταγωγής. Στην σερβική ιστοριογραφία έμεινε γνωστός
για την αφιέρωσή του στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του σερβικού λαού και
στα ιδανικά του σερβικού μεσαιωνικού κράτους. Για τη ζωή και το έργο του ελάχιστα
στοιχεία μας είναι γνωστά.
[26]
J. Tomić,
Pećki patrijarh Jovan i pokret hrišćana na Balkanskom poluostrvu 1592-1614,
Zemun 1903.
[27] Γεώρ. Νεκ. Λόης, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός
Βίος-Δράση 1958-1990, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 80-81.
[28]
Dj.
Slijepčević, Istorija, ο.π., τ. I, σ. 327.
[29]
Dj. Slijepšević,
Pajsije, arhiepiskop pećki i patrijarh srpski kao jerarh i književni radnik,
separat iz Bogoslovlja, Beograd 1933.
[30] R.
Veselinović, Istorija Srpske pravoslavne crkve sa narodnom
istorijom, τ Ι, Beograd 1966, st. 75.
[31]
Γεώρ. Νεκ. Λόης, Οι Προκαθήμενοι, ο.π.,
σ. 80.
[32]
Dj. Slijepčević, Istorija, ο.π., τ. I, st. 338.
[33] R. Grujić, Patrijarh Arsenije III Crnojević, Kalendar “Crkva”, Sremski Karlovci 1941, st. 120.
[34]
Dj. Slijepčević, Istorija, ο.π., τ. I, st. 341.
[35]
R. Popović, Srpska crkva, ο.π, st. 120.
[36]
Sava Episkop Sumadijski, Srpski Jerarsi od devetog do dvadesetog veka, Beograd 1996,
st. 29. & D. Popović, Velika seoba Srba 1690. Srbi
seljaci i plemiči, Beograd 1954.
[37]
V. Ćorović, Istorija Srba, Beograd 2005, st.
460.
[38]
Dj. Slijepčević, Istorija, ο.π., τ. I, st. 347.
[39]
L. Kostić: Značaj Pećke Patrijaršije za Srbe, ο.π., st. 48.
[40]
R. Veselinović, Istorija Srpske pravoslavne, ο.π., st. 78.
[41]
R. Veselinović, Arsenije III Crnojević u istoriji i književnosti, Beograd 1949, st. 20.
[42]
Sava Episkop Sumadijski, ο.π., st.
29.
[43] Ιωάν. Ταρνανίδης, Τα προβλήματα της μητροπόλεως Καρλοβικίων κατά
τον ιη αιώνα και ο Jonan Rajić (1726-1801), Θεσσαλονίκη 1972.
[44]
Dj. Slijepčević, Istorija, ο.π., τ. I, st. 349.
[45] Γεώρ.
Νεκ. Λόης, Η συμβολή του ελληνικής καταγωγής
Μητροπολίτου Νύσσης Μακάριου Β’ στον εκκλησιαστικό και απελευθερωτικό αγώνα των
Σέρβων “1802-1815”,
υπό έκδοση στον Τόμο των πρακτικών του Επιστημονικού Συμποσίου: “Χριστιανική Μακεδονία”, “Θεσσαλονίκη – Αρχαία
Ναϊσσός” «Nis
Σερβίας», Θεσσαλονίκη 3 έως 5 Νοεμ. 2006.
[46]
R. Veselinović, Istorija Srpske pravoslavne, ο.π., st. 80.
[47]
Dj. Slijepčević, Istorija, ο.π., τ. I, st. 350.
[48] Η σερβική εκκλησία
στην Αυστροουγγαρία ήταν στην αρχή γνωστή ως μητρόπολη Κρούσεντολ (1708-1713)
και αργότερα, μετά το έτος 1713, όταν η επισκοπή μεταφέρθηκε στο Σρέμσκι
Κάρλοβτσι, μετονομάσθηκε σε μητρόπολη
Καρλοβακίου.
[49] R. Grujić, Avtokefalnost Karlovačke mitropolije, Glasnik Istorickog društva u Novom Sadu, II, Sremski Karlobci 1929, σ.
377.
[50]
R. Popović, Srpska crkva, ο.π., st. 120.
[51]
Sava Episkop Sumadijski, ο.π., st. 273.
[52]
Dj. Slijepčević, Istorija, ο.π., τ. I, st. 351.
[53]
Sava Episkop Sumadijski, ο.π., st. 40-41.
[54]
Sava Episkop Sumadijski, ο.π., st. 332-333.
[55]
R. Grujić, Pećki antipatrijarh Timotej 1718, Glasnik skopskog
naučnog društva, t. XIII, 1934, st. 212.
[56]
R. Veselinović, Istorija Srpske pravoslavne, ο.π., st. 82.
[57]
Sava Episkop Sumadijski, ο.π., st.
33.
[58] J. Tomić, O Arnautima u Staroj Srbiji i Sandžaku, Beograd 1913, st. 63-66
[59]
Sava Episkop Sumadijski, ο.π., st.
33.
[60]
Dj. Slijepčević, Istorija, ο.π., τ. I, st. 356.
[61]
Sava Episkop Sumadijski, ο.π., st.
34.
[62]
Dj. Slijepčević, Istorija, ο.π., τ. I, st. 356.
[63]
Sava Episkop Sumadijski, ο.π., st. 234.
[64]
Dj. Slijepčević, Istorija, ο.π., τ. I, st. 359.
[65]
Sava Episkop Sumadijski, ο.π., st. 41.
[66] Γεώρ. Νεκ. Λόης, Οι Προκαθήμενοι, ο.π.,
σσ. 97-98.
[67]
Sava Episkop Sumadijski, ο.π., st. 392.
[68] D. Kašić, Stanje u Pećskoj patrijaršiji posle emigracije
patrijarha Arsenija IV, Bogoslovlje 1960, st. 24-26
[69]
Dj. Slijepčević, Istorija, ο.π., τ. I, st. 364
[70] Ιωάν. Ταρνανίδης, Ιστορία της Σερβικής
Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1982, βλ. έγγραφο, σσ. 141-142.
[71] Ιωάν. Ταρνανίδης, ο.π., βλ. έγγραφο, σ. 143.
[72] Το
Οικουμενικό Πατριαρχείο με Συνοδικό Τόμο (περί της εν Σερβία Ορθοδόξου
Εκκλησίας), που εκδόθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1879, ανακήρυσσε τη Σερβική
Εκκλησία αυτοκέφαλη και τα όρια δικαιοδοσίας της ταυτίζονταν με τα
πολιτικά. Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος Β,
τεύχος Ι, 9 Δεκεμβρίου 1881, σσ. 152-156.”