Μάριος Νοβακόπουλος*
Σαράντος Ι. Καργάκος, Το Βυζαντινό Ναυτικό: Η επίδραση της θαλάσσιας ισχύος στην ακμή και την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2007, 173 σελ. (κυκλοφόρησε με την εφημερίδα Παραπολιτικά).
Το βιβλίο του σημαντικού Έλληνα φιλολόγου Σαράντου Καργάκου, Το Βυζαντινό Ναυτικό, προέρχεται από διαλέξεις τις οποίες έδωσε στην Σχολή Πολέμου του Πολεμικού Ναυτικού, το 1991. Πέρα από το εμφανές της χρησιμότητας του αντικειμένου για τους σπουδαστές της σχολής, η σημασία του σύντομου αυτού έργου επαυξάνεται λόγω της – ως και σήμερα – σχετικής σπανιότητας μελετών για το εν λόγω θέμα. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει, το Βυζαντινό ναυτικό παραμένει «terra incognita» για τους περισσότερους, ακόμη και βυζαντινολόγους.[1] Οι ειδικές εργασίες ήταν (και ως ενός σημείου παραμένουν) λίγες.[2] Τα περισσότερα έργα γενικής βυζαντινής ιστορίας το αγνοούν ή κάνουν μόνο μία επιδερμική αναφορά.
Ο Σ. Καργάκος τονίζει πως η σταδιακή παραμέληση και διάλυση του Βυζαντινού ναυτικού υπήρξε βαρύνων παράγων στην τελική παρακμή και πτώση της αυτοκρατορίας. Επικαλείται την μαρτυρία Βυζαντινών συγγραφέων, όπως του Κεκαυμένου[3] («Τὸν στόλον αγωνίζου πάντοτε ἀκμάζειν καὶ ἔχειν αὐτὸν ἀνελλιπῆ∙ ὁ γὰρ στόλος ἐστὶν ἡ δόξα τῆς Ῥωμανίας»),[4] ενώ δις παραθέτει απόσπασμα από την ιστορία του Νικηφόρου Γρηγορά, ο οποίος τον 14ο αιώνα δήλωνε πως «Οὐδὲ γὰρ ἦν οὔτε Λατίνους οὕτω κατὰ Ῥωμαίων θρασύνεσθαι, οὔτε ψάμμον θαλάσσης θεάσασθαι Τούρκους ποτέ, τῆς ναυτικῆς τῶν Ῥωμαίων δυνάμεως θαλασσοκρατούσης ὡς πρότερον».[5]
Πέρα από την μετάδοση ιστορικής γνώσης, το βιβλίο εντάσσεται στα ευρύτερα ενδιαφέροντα και το έργο ζωής του Σ. Καργάκου ως εκπαιδευτικού, να παράσχει δηλαδή πληροφορίες, σοφία και έμπνευση στους Έλληνες για την μέριμνα της πατρίδας και του πολιτισμού. Στον πρόλογο ως στόχος του έργου εμφανίζεται η «διεύρυνση και εμβάθυνση της στρατηγικής σκέψης» των Ελλήνων αξιωματικών, στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών και του γενικού κοινού,[6] το δε επίμετρο κλείνει μία «έκκληση για μακρόπνοη ελληνική ναυτική πολιτική».[7] Ο συγγραφέας σημειώνει με ικανοποίηση πως, έπειτα από μακροχρόνιες προσπάθειές του, δόθηκε σε πολεμικό μας πλοίο το όνομα ενός Βυζαντινού αυτοκράτορα – πρόκειται για την φρεγάτα κλάσης S, Νικηφόρος Φωκάς (F466),[8] η οποία έγινε γνωστή για την δράση της στην ελληνοτουρκική κρίση του 2020.
Χαρακτηριστικά του Βυζαντινού ναυτικού
Το Βυζάντιο, εκτεινόμενο από την χερσόνησο του Αίμου ως την Αίγυπτο και παραπέρα, ήταν μία επικράτεια με πολυάριθμα λιμάνια, νησιά, και μεγάλη ακτογραμμή. Ο πλούτος του στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στο θαλάσσιο εμπόριο, η δε ασφάλειά του στις ακώλυτες θαλάσσιες συγκοινωνίες.[9] Όπως και σε κάθε άλλη πτυχή του βυζαντινού βίου, έτσι και στην θαλάσσια διάσταση η Κωνσταντινούπολη ήταν το αδιαμφισβήτητο κέντρο, ο «ναυτικός πνεύμων της αυτοκρατορίας». Η Βασιλεύουσα «δεν είναι μόνο Επτάλοφος, ήταν και Επταλίμενος», και τα πολλά της λιμάνια χρησίμευαν ως εμπορικές δίοδοι και στρατιωτικές βάσεις.[10] Η γεωγραφικώς άριστη θέση της Κωνσταντινούπολης, άλλωστε, την καθιστούσε κλειδοκράτορα των Στενών, της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου.[11]
Η μεταφορά του αυτοκρατορικού κέντρου από την Δύση στην Ανατολή, σημειώνει ο συγγραφέας, οδήγησε σε έναν «ιδιάζοντα ελληνικό χαρακτήρα» του ναυτικού, ως προς τα πληρώματα, τους τύπους και τα ονόματα των πλοίων. Ως προς την μεταβολή αυτή σημείο καμπής, ακολουθώντας την εργασία του Κωνσταντίνου Ράδου, Το ναυτικόν του Βυζαντίου, θεωρείται η αποτυχημένη εκστρατεία του Βασιλίσκου κατά των Βανδάλων της Καρχηδόνος το 468, κατά την οποία απωλέσθηκε σύσσωμος ο υπάρχων αυτοκρατορικός στόλος. Το παλαιό ρωμαϊκό πλοίο λιβυρνίς (liburnunm) αντικαταστάθηκε από νέα σκάφη, όπως είναι ο δρόμων, ο πάμφυλος και το χελάνδιον.[12] Μνεία γίνεται στις τακτικές μάχης της εποχής, οι οποίες προσιδιάζουν περισσότερο σε μονομαχίες στην θάλασσα παρά στον αρχαίο πόλεμο ελιγμών και εμβολισμών,[13] και την μεγάλη σημασία του μυστικού βυζαντινού όπλου, του θρυλικού υγρού πυρός.[14]
Ανάπτυξη και ακμή
Η προσεκτικότερη οργάνωση και γενικά η απόδοση σημασίας στο ναυτικό έρχεται μετά την διάλυση του παλαιού ρωμαϊκού mare nostrum, ύστερα από την πτώση της Δύσης και την εγκαθίδρυση των επίφοβων Βανδάλων πειρατών στην Αφρική, αλλά ακόμη περισσότερο με την κατάκτηση της ανατολικής και νότιας μεσογειακής ακτής από τους Άραβες. Η αναδιοργάνωση της επαρχιακής διοίκησης και της τοπικής στρατιωτικής άμυνας επηρέασε και το θαλάσσιο σκέλος, με τη δημιουργία ναυτικών θεμάτων στη νότια Μικρά Ασία (Καραβησιάνων, Κιβυραιωτών) και τις ακτές του Αιγαίου (Σάμου, Αιγαίου, Ελλάδος) και του Ιονίου Πελάγους (Κεφαλληνίας). Στην Κωνσταντινούπολη έδρευε το βασιλικόν πλώιμον, ο κεντρικός δηλαδή αυτοκρατορικός στόλος.[15]
Ακολουθεί η εξιστόρηση των πιο αξιοσημείωτων ναυτικών επιχειρήσεων της βυζαντινής ιστορίας. Την τραγική εκστρατεία κατά των Βανδάλων το 468 διαδέχθηκε ο θρίαμβος του Βελισαρίου το 533-534, ο οποίος έθεσε την βορειοδυτική Αφρική και τα νησιά της δυτικής Μεσογείου (Σαρδηνία, Κορσική, Βαλεαρίδες) υπό το σκήπτρο του Ιουστινιανού.[16] Μαζί με την ανάκτηση της Ιταλίας και των νοτίων ισπανικών ακτών, οι Βυζαντινοί του 6ου αιώνα πέτυχαν μία μερική[17] και προσωρινή[18] αποκατάσταση της Μεσογείου ως «ρωμαϊκής λίμνης». Το 626, ενώ ο αυτοκράτορας Ηράκλειος πολεμούσε τους Σασσανίδες Πέρσες στην ανατολή, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε από τους Αβαροσλάβους, όμως τα πρωτόγονα μονόξυλά τους δεν μπόρεσαν να απειλήσουν σοβαρά το βυζαντινό στόλο και τα τείχη της Βασιλεύουσας.[19] Η διάλυση του εχθρικού στόλου από θύελλα αποδόθηκε στην παρέμβαση της άγρυπνης προστάτιδας της θεοφρούρητης αυτοκρατορίας, την Θεοτόκο, και ενέπνευσε τον περίφημο Ακάθιστο Ύμνο.
Η εκρηκτική επέλαση των Αράβων μουσουλμάνων προς την Μεσόγειο και η κατάκτηση των επαρχιών της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου τους κατέστησε ναυτική δύναμη. Σταδιακά οι Άραβες άρχισαν να καταλαμβάνουν νησιά όπως η Κύπρος και η Ρόδος, και να προχωρούν προς το Αιγαίο και την Προποντίδα. Το 674-678 και το 717-718 οι στόλοι οι ισλαμικού χαλιφάτου πολιόρκησαν την ίδια την Κωνσταντινούπολη, σε μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές της βυζαντινής (και ίσως της παγκόσμιας) ιστορίας. Η σθεναρή βυζαντινή αντίσταση, η διπλωματία και το υγρόν πυρ απέκρουσαν τους επιδρομείς, μαζί με την παράλληλη αναχαίτιση των Αράβων στην Γαλατία το 732 (μάχη του Πουατιέ), εμπόδισαν την ολική περικύκλωση της Μεσογείου από τον μουσουλμανισμό.[20] Αν και η Κωνσταντινούπολη δεν απειλήθηκε ξανά, οι Άραβες παγιώθηκαν ως σημαντική θαλάσσια απειλή, η οποία εντάθηκε μετά την απώλεια της Σικελίας και της Κρήτης τον 9ο αιώνα.[21]
Η βασιλεία της Μακεδονικής δυναστείας, περίοδος μέγιστης ακμής, δεν είναι τυχαίο ότι συνοδεύτηκε από ιδιαίτερη επιμέλεια του ναυτικού. Τότε σταδιοδρομούν δύο από τους σημαντικότερους ναυάρχους του Βυζαντίου, ο Νάσαρ και ο Νικήτας Ωορύφας, και βασιλεύει ο μόνος εκ ναυάρχων αυτοκράτορας, ο Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός (920-944). Με τον Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα ξεκινά μία δραστήρια προσπάθεια εκκαθάρισης της Ιταλίας και της Αδριατικής από τους Άραβες επιδρομές, και γενικά για την ανάκτηση του ελέγχου των θαλασσών της Ανατολής. Η περίοδος σημαδεύτηκε από μεγάλες επιτυχίες αλλά και σοβαρές ήττες, όπως την άλωση της Θεσσαλονίκης από τον αρνησίθρησκο Λέοντα Τριπολίτη (904) και την οικτρή αποτυχία της εκστρατείας ανάκτησης της Κρήτης επί Κωνσταντίνου Ζ’ (949).[22] Με τη βοήθεια του υγρού πυρός, το βυζαντινό ναυτικό δεν δυσκολεύτηκε να αποκρούσει τις ρωσικές επιδρομές κατά της Βασιλεύουσας την ίδια περίοδο.[23]
Κορυφαία στιγμή, βεβαίως, ήταν η απελευθέρωση της αραβοκρατούμενης Κρήτης από τον στρατηγό και μέλλοντα αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά (960).[24] Η ανάκτηση αυτή εξάλειψε μία φονική πειρατική φωλεά ακριβώς στην είσοδο του Αιγαίου, την mare internum (εσωτερική θάλασσα) και γεωγραφική καρδιά της βυζαντινής επικράτειας.[25] Παρότι ο Νικηφόρος ασχολήθηκε κυρίως με χερσαίες επιχειρήσεις, είναι ο μόνος αυτοκράτορας για τον οποίο αναφέρεται ρητά πως είχε αντίληψη της σημασίας του στόλου για την καθολική ισχύ του Βυζαντίου. Στον γνωστό λίβελλό του κατά του πολεμάρχου βασιλέως, ο Γερμανός πρεσβευτής Λιουτπράνδος αναφέρει πως ο Νικηφόρος καυχιόταν για την δύναμη του στόλου του, η οποία στήριζε και δικαιολογούσε τις κοσμοκρατορικές αξιώσεις της Κωνσταντινουπόλεως έναντι των Γερμανών σφετεριστών του ρωμαϊκού ονόματος.[26] Αξίζει να παρατεθεί το πλήρες απόσπασμα: «Όσο για τον κύριό σου, δεν έχει καν στόλο. Μόνον εγώ έχω στόλο και ναυτικές δυνάμεις, με τις οποίες θα πέσω κατά πάνω του, να του γκρεμίσω τα λιμάνια στη θάλασσα και να πυρπολήσω εκείνα στα ποτάμια».[27]
Κάμψη και εξαφάνιση
Η ολική επικράτηση του Βυζαντίου έναντι των εχθρών του (ανάκτηση μεγάλων περιφερειών από τους Άραβες, πλήρης υποταγή Βουλγαρίας), καθώς και η μεγάλη οικονομική ευρωστία, δημιούργησαν κλίμα επανάπαυσης, καθώς και μια στιγμιαία μείωση της ανάγκης για στρατιωτικής εγρήγορση, ειδικά κατά θάλασσαν. Ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025) εγκαινίασε την πολιτική παραχώρησης στην Βενετία εμπορικών προνομίων έναντι ναυτικών υπηρεσιών (992). Η Βενετία, μια μικρή εμπορική δημοκρατία στον μυχό της Αδριατικής, ήταν τυπικά αυτόνομος υποτελής του Βυζαντίου, με την πάροδο του χρόνου όμως, όσο η οικονομική της ευμάρεια και η ναυτική της αλκή αύξανε, η εξάρτησή της από την Κωνσταντινούπολη έφθινε. Ο κραταιός αυτοκράτορας δεν θα μπορούσε να φανταστεί, όταν ανέθετε ένα τμήμα της άμυνας σε μία μικρή, υφιστάμενη δύναμη, ότι σε βάθος χρόνου η ιεραρχία και η ισορροπία ισχύος μεταξύ των πόλεων θα αντιστρεφόταν.
Όταν τις επόμενες δεκαετίες το Βυζάντιο βυθίστηκε σε μία τρικυμία εμφυλίων πολέμων και εισβολών από κάθε σημείο του ορίζοντα, βρέθηκε σε επείγουσα ανάγκη της Βενετίας. Ειδικά στο δυτικό μέτωπο, από όπου εφορμούσαν οι Νορμανδοί κατακτητές της βυζαντινής κάτω Ιταλίας, ο πόλεμος θα ήταν κυρίως ναυτικός.[28] Για να αποκρούσει τη νορμανδική εισβολή στην Ήπειρο, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός (1081-1118) αναγκάστηκε να προστρέξει στους βενετούς, προσφέροντας εκτεταμένες φοροαπαλλαγές, δώρα και προνόμια στις σημαντικότερες πόλεις του Βυζαντίου. Οι Βενετοί προσέτρεξαν και προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην τελική νίκη επί των Νορμανδών, όμως η εδραίωσή τους στο εσωτερικό και διαμετακομιστικό εμπόριο του Βυζαντίου οδήγησε σταδιακά στην οικονομική τους κυριαρχία και την υποσκέλιση των ντόπιων εμπόρων, που δεν μπορούσαν να τους ανταγωνιστούν. Ο Ιωάννης B’ Κομνηνός (1118-1143) προσπάθησε να απαλλαγεί από την παρουσία τους, δεν είχε όμως τη δυνατότητα να αποκρούσει τις ναυτικές επιδρομές τους και αναγκάστηκε να αποκαταστήσει τα προνόμιά τους. Πιο συστηματική ήταν η προσπάθεια του Μανουήλ A’ Κομνηνού (1143-1180), ο οποίος μάλιστα ναυπήγησε και μεγάλο στόλο, δίχως όμως μόνιμα αποτελέσματα.[29] Η προσπάθεια των αυτοκρατόρων να ισορροπούν, αποδίδοντας αντίστοιχα προνόμια και σε άλλες ιταλικές πόλεις όπως η Πίζα και η Γένουα μόνο χειροτέρευσε τα πράγματα. Την εποχή της δυναστείας των Αγγέλων διαλύεται το παν, και μαζί του οι βυζαντινοί στόλοι. Όταν το 1203 ο βενετικός στόλος έφερε την Δ’ Σταυροφορία μπροστά στην Βασιλεύουσα, η αυτοκρατορία ήταν ολοκληρωτικά απροστάτευτη. Η ανεμπόδιστη θαλάσσια δράση των επιδρομέων οδήγησε στην επιτυχή παραβίαση των θαλασσίων τειχών και την φρικτή Άλωση της Πόλης.[30]
Μία προσπάθεια ανασύστασης του βυζαντινού ναυτικού γίνεται στην εξόριστη αυτοκρατορία της Νίκαιας, ειδικά επί του δραστήριου βασιλέως Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη. Με το νέο του στόλου μπόρεσε να αποκαταστήσει μερικώς την αυτοκρατορική παρουσία στο Αιγαίο, ανακτώντας την Ρόδο και άλλα νησιά. Αργότερα ο Μιχαήλ Η’ (1259-1282), έχοντας ως στόχο την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, ήρθε σε συμφωνία με τους Γενουάτες. Τον επόμενο αιώνα ο αλύπητος ανταγωνισμός μεταξύ Βενετίας και Γένουας και η παλινδρόμηση του Βυζαντίου από το ένα στρατόπεδο στο άλλο θα έχει οικτρά αποτελέσματα, μετατρέποντας τις θάλασσες και τις ακτές της αυτοκρατορίας σε πεδίο μάχης και καταστρέφοντας την οικονομία της.[31] Ο διάδοχος του Μιχαήλ, Ανδρόνικος Β’ (1282-1328) διέλυσε τον στόλο, αφήνοντας το κράτος στο έλεος των Ιταλών, των Τούρκων και των πειρατών. Η ανασυγκρότηση του ναυτικού από τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ’ (1328-1341) οδήγησε στην ανάκτηση κάποιων εδαφών, όπως η Χίος, η Σάμος και η μικρασιατική Φώκαια,[32] αλλά η δύουσα αυτοκρατορία ήδη διαλυόταν από τις ξένες εισβολές και τους εμφυλίους πολέμους. Οι άλλοτε εξαιρετικά επικερδείς δασμοί των Στενών, αξιόπιστη πηγή χρημάτων για το βασιλικό θησαυροφυλάκιο, εισπράττονταν σχεδόν στο σύνολό τους, οι οποίοι είχαν μετατρέψει την παροικία τους στο Πέραν (Γαλατάς), στον Κεράτιο κόλπο, σε οχυρωμένο «κράτος εν κράτει». Ο έλεγχος του Βοσπόρου και της Κριμαίας τους έδιναν ένα αμύθητα προσοδοφόρο μονοπώλιο στο εμπόριο του Ευξείνου Πόντου.[33]
Η βυζαντινή ναυτική ιστορία κλείνει με την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, την μοιραία άνοιξη του 1453. Η ηρωική διάσπαση του τουρκικού αποκλεισμού από έναν στολίσκο τεσσάρων σκαφών υπό τον Φλαντανελλά γέμισε ενθουσιασμό τους υπερασπιστές και εξόργισε τον Μωάμεθ, ο οποίος όμως πολύ σύντομα απάντησε με τον δικό του άθλο. Μέσα σε μία νύκτα, οι Οθωμανοί πέρασαν 72 πλοία δια ξηράς, από τον Βόσπορο στον Κεράτιο, παρακάμπτοντας την αλυσίδα που έφραζε την είσοδο του κόλπου.[34]
Ιδιαίτερα θεματικά κεφάλαια
Στην χρονολογική ιστορική επισκόπηση, ο συγγραφέας παρεμβάλει μικρά πλην διαφωτιστικά κεφάλαια για θέματα γενικού ενδιαφέροντος για την βυζαντινή ναυτική ιστορία, σχετικά με το εμπόριο, την πειρατεία και την γεωγραφία. Το Βυζάντιο ήταν, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής του, μία αστικοποιημένη και ευημερούσα κοινωνία, με εκχρηματισμένη οικονομία, μεγάλος παραγωγός αλλά και εισαγωγέας ειδών πολυτελείας, σιτηρών, πρώτων υλών κλπ. Οι Βυζαντινοί έμποροι διέτρεχαν τον τότε γνωστό κόσμο, από την Δυτική Ευρώπη ως τα βάθη της Ανατολής και της Αφρικής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η περίπτωση του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, νεστοριανού μοναχού και συγγραφέα της ιουστινιάνειας εποχής, ο οποίος στη νεότητά του υπήρξε έμπορος και προσφέρει πολύ σημαντικές πληροφορίες για τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τις χώρες της Ερυθράς θάλασσας και του Ινδικού ωκεανού, από την Αιθιοπία ως την Κεϋλάνη (Σρι Λάνκα).[35] Το χρυσό βυζαντινό νόμισμα, οικουμενικώς περιζήτητο για την αξιοπιστία και σταθερότητά του, έχει εύστοχα ονομαστεί το «δολάριο του Μεσαίωνα». Μετά την υποτίμησή του και τη γενική παρακμή της βυζαντινής οικονομίας του τελευταίους αιώνες, προοδευτικά αντικαταστάθηκε από τα νομίσματα των ιταλικών πόλεων.[36]
Η πειρατεία είναι φαινόμενο τόσο παλαιό, όσο και η σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα. Η διάλυση της «ρωμαϊκής λίμνης» από τους Βανδάλους και ειδικά τους Άραβες εξαπέλυσε μία πραγματική μάστιγα επί των βυζαντινών νησιών και ακτών, από την οποία ούτε οι μεγάλες πόλεις δεν ήταν ασφαλείς. Έγινε ήδη αναφορά στην άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς. Υπό την πίεση των ενδημικών επιδρομών, μεγάλα τμήματα των ελληνικών ακτών οδηγήθηκαν στην ερήμωση και την «αποναυτοποίηση»,[37] τουλάχιστον μέχρι την παλινόρθωση της ναυτικής ισχύος επί της Μακεδονικής δυναστείας. Το φαινόμενο επανήλθε δριμύτερο με την παρακμή και την αποσύνθεση της αυτοκρατορίας. Ο εδαφικός κατακερματισμός, οι ακατάπαυστες συγκρούσεις και το πολιτικό χάος ήταν ιδανικές συνθήκες για την άνθιση της πειρατείας. Πολλά νησιά, όπως η Κεφαλονιά, η Ιθάκη, η Σαλαμίνα, η Αίγινα και η Μακρόνησος έγιναν ορμητήρια αυτών των αδίστακτων ληστών της θάλασσας. Το έργο του επισκόπου Αθηνών, Μιχαήλ Χωνιάτη, μαρτυρεί για τις συνέπειες της πειρατείας στον μαρασμό και τα δεινά της πόλης του.[38]
Στο Βυζάντιο, παρά τις κατά καιρούς δυσκολίες, δεν διακόπηκε η καλλιέργεια της ελληνιστικής παιδείας, η οποία γνώρισε διαδοχικές και σημαντικές αναγεννήσεις, με έμφαση στην εκλεκτική αξιοποίηση της αρχαίας διδασκαλίας και την εγκυκλοπαιδική συλλογή, αναπαραγωγή και σχολιασμό των παραδοθέντων γνώσεων. Στο πλαίσιο αυτό ανήκει και η γεωγραφία. Από πλευράς σχετικής βυζαντινής παραγωγής ξεχωρίζει ο προαναφερθείς Κοσμάς και ο σημαντικός πολυίστωρ της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, Νικηφόρος Γρηγοράς, ως σχολιαστής του Πτολεμαίου. Σημαντικές γεωγραφικές πληροφορίες δίνουν το (ως σήμερα πολύτιμο) λεξικό του Στεφάνου Βυζαντίου (5-6ος αι.), ο «Συνέκδημος» του Ιεροκλέους (κατάλογος επαρχιών και πόλεων του 6ου αι.) και το «Περί Θεμάτων» του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’.[39]
Εν κατακλείδι
Το Βυζαντινό Ναυτικό του Σ. Καργάκου, εύληπτο και ευανάγνωστο όπως όλα του τα βιβλία, είναι ένα πολύ χρήσιμο εισαγωγικό έργο για ένα ζήτημα μάλλον παραμελημένο, και γερό πρώτο βήμα για την εισπήδηση στην εξειδικευμένη βιβλιογραφία και τις πηγές. Μεγάλο μέρος των πληροφοριών και πορισμάτων του έχει μεταφερθεί και στο μεταγενέστερο δίτομο έργο του «Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως» (η οποία όμως σταματά το 1204). Για τους εξοικειωμένους με το έργο του συγγραφέα, γίνεται εμφανής η περισσότερο παρατακτική και άμεση παρουσίαση του υλικού, δίχως τον πιο εκτεταμένο στοχαστικό σχολιασμό, τον διάλογο με την βιβλιογραφία και τις συχνές λογοτεχνικές αναφορές. Τούτο θα μπορούσε να απορρέει από την μορφή του βιβλίου, ως συγκέντρωση διαλέξεων στην Σχολή Πολέμου, με τους περιορισμούς που επιβάλει ο προφορικός και διδακτικός λόγος.
*διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Βυζαντινής Ιστορίας
cognoscoteam.gr
Όλες οι εικόνες προέρχονται από το εικονογραφημένο χειρόγραφο της Συνόψεως Ἱστοριῶν του Ιωάννη Σκυλίτζη (κώδικας Μαδρίτης).
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Σαράντος Ι. Καργάκος, Το Βυζαντινό Ναυτικό: Η επίδραση της θαλάσσιας ισχύος στην ακμή και την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2007, σελ. 13-14.
[2] Ο.π., σελ. 14, 137-142.
[3] Ο.π., σελ. 115.
[4] Κεκαυμένος, Στρατηγικόν (εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημήτρης Τσουγκαράκης), Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας 2, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 1996, §87, σελ. 269
[5] Βυζαντινό Ναυτικό, ο.π., σελ. 15, 131-132.
[6] Ο.π., σελ. 16-17.
[7] Ο.π., σελ. 134-136.
[8] Ο.π., σελ. 14-15.
[9] Ο.π., σελ. 23-25.
[10] Ο.π., σελ. 24-25.
[11] Τούτη η διαπίστωση είναι από τις πλέον κοινότοπες και συχνά επαναλαμβανόμενες σε κάθε περί Βυζαντίου μελέτη. Θα παραθέσουμε μόνο την συνοπτική αλλά πλήρη αναφορά του Γ. Οστρογκόρσκυ, σχετικά με την απόφαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου να κτίσει τη νέα του πρωτεύουσα επί του αρχαίου Βυζαντίου: «Η επιλογή της τοποθεσίας υπήρξε ιδιοφυής. Η νέα πρωτεύουσα, χτισμένη στα σύνορα δύο ηπείρων, λουσμένη ανατολικά από τον Βόσπορο, βόρεια από τον Κεράτιο, νότια από τη θάλασσα του Μαρμαρά και προσιτή από την ξηρά μόνο από μια πλευρά, βρισκόταν σε μοναδική στρατηγική θέση. Επί πλέον μπορούσε να ελέγχει την συγκοινωνία ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, όπως και τον θαλάσσιο διάδρομο από το Αιγαίο προς τη Μαύρη θάλασσα και έτσι γρήγορα έγινε ο πιο σπουδαίος εμπορικός και συγκοινωνιακός κόμβος του κόσμου». Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978, τ. Α’, σελ. 104.
[12] Βυζαντινό Ναυτικό, σελ. 29-31.
[13] Ο.π., σελ. 32.
[14] Ο.π., σελ. 34-40.
[15] Ο.π., σελ. 41-45.
[16] Ο.π., σελ. 45-51.
[17] Με την εξαίρεση των ακτών της νότιας Γαλατίας και δυτικής Ισπανίας. Καθώς όμως οι Φράγκοι και οι Βησιγότθοι δεν συνιστούσαν ναυτικές δυνάμεις, κατ’ ουσίαν η βυζαντινή θαλάσσια κυριαρχία ήταν πλήρης.
[18] Η εισβολή των Λογγοβάρδων στην Ιταλία, η αντεπίθεση των Βησιγότθων στην Ισπανία, και κυρίως η αραβική προέλαση από την Συρία ως τον Ατλαντικό ωκεανό έθεσαν τέλος όχι μόνο στη βυζαντινή μεσογειακή κυριαρχία, αλλά στον ίδιον τον αρχαίο, ενιαίο μεσογειακό κόσμο, τον οποίο ένωνε ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός και εσχάτως ο χριστιανισμός.
[19] Βυζαντινό Ναυτικό, σελ. 51-56.
[20] Ο.π., σελ. 57-64.
[21] Ο.π., σελ. 67-70, 72.
[22] Ο.π., σελ. 74-82.
[23] Ο.π., σελ. 72-73, 80-82, 88-89.
[24] Ο.π., σελ. 82-85.
[25] Johannes Koder, Το Βυζάντιο ως χώρος: Εισαγωγή στην ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου στη Βυζαντινή Εποχή, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 19-21, 36-37.
[26] Βυζαντινό Ναυτικό, σελ. 85.
[27] Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά (εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημήτρης Δεληολάνης), εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2015, §11, σελ. 35.
[28] Βυζαντινό Ναυτικό, σελ. 89.
[29] Ο.π., σελ. 92-96.
[30] Ο.π., σελ. 98-99.
[31] Ο.π., σελ. 115-118.
[32] Ο.π., σελ. 118-120.
[33] Ο.π., σελ. 120-125.
[34] Ο.π., σελ. 128-130.
[35] Ο.π., σελ. 103-106.
[36] Ο.π., σελ. 106-107.
[37] Ο.π., σελ. 109.
[38] Ο.π., σελ. 111.
[39] Ο.π., σελ. 111-114.