Ήδη πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, οι Σταυροφόροι και οι Βενετοί σύμμαχοί τους είχαν καταρτίσει σχέδιο διαμελισμού του βυζαντινού κράτους, ο καθένας με τις δικές του προτεραιότητες.
Μάριος Νοβακόπουλος* – 11/05/2024 – SLPRESS
Οι Φράγκοι αρχηγοί ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν γη, σύμφωνα με το φεουδαρχικό σύστημα των πατρίδων τους. Οι Βενετοί, λαών εμπόρων, στόχευαν στην εξασφάλιση νησιών και λιμανιών, ως σταθμών για τα πλοία τους στην ανατολική Μεσόγειο. Άλλωστε ήταν ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος που πρωταγωνίστησε στην εκτροπή της Σταυροφορίας από τον αρχικό σκοπό της, που ήταν η Αίγυπτος, και στην καταστροφή του Βυζαντίου. Για τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης ανταγωνίζονταν ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας και ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός. Τελικά επικράτησε ο πρώτος λαμβάνοντας τον τίτλου του αυτοκράτορα της Ρωμανίας (imperator Romaniae) – όχι όμως των Ρωμαίων, τον οποίο έφεραν ήδη οι Γερμανοί (Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία). Υπό τον άμεσο έλεγχο της Λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, όπως ονομάστηκε από τους νεότερους ιστορικούς, θα τίθετο η Θράκη και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, μαζί με τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Αρχικός κλήρος του Βονιφάτιου υπήρξαν εδάφη της Μικράς Ασίας, εκείνος όμως τα αντήλλαξε με το βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Το σχέδιο διαμελισμού (Partitio Terrarum Imperii Romaniae), προέβλεπε σημαντικά κέρδη για την Βενετία. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου λάμβανε τα τρία όγδοα της Κωνσταντινούπολης (τα άλλα πέντε ανήκαν στον αυτοκράτορα). την Ήπειρο και τα εδάφη δυτικά της Πίνδου και την Πελοπόννησο.
Οι κατακτήσεις επί χάρτου, βέβαια, έπρεπε και να πραγματωθούν δια του ξίφους. Ο Βονιφάτιος προέλασε με σχετική άνεση στην βόρεια Ελλάδα, καταλαμβάνοντας την Θεσσαλονίκη, ενώ μπόρεσε να απωθήσει τον άρχοντα της νοτίου Ελλάδος, Λέοντα Σγουρό, από την Αθήνα πίσω στην Πελοπόννησο. Η τελευταία, αν και είχε καταλογιστεί στους Βενετούς, τελικά κατακτήθηκε (όχι χωρίς αντίσταση) από τους Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο και Γουλιέλμο Σαμπλίτη, οι οποίοι ίδρυσαν το γαλλικό Πριγκηπάτο της Αχαΐας. Στην Αττικοβοιωτία κυριάρχησε ο Βουργουνδός ιππότης Όθων δε λα Ρος, ο οποίος ίδρυσε το Δουκάτο των Αθηνών. Η Κρήτη, αρχικώς ορισθείσα ως φέουδο του Βονιφάτιου, αγοράστηκε από τους Βενετούς, οι οποίοι την κατέστησαν κεντρική κτήση τους μέχρι τον 17ο αιώνa, καταστέλλοντας τις πολλές εξεγέρσεις των Ελλήνων του νησιού. Ο Βενετός Μάρκος Σανούδος ίδρυσε στις Κυκλάδες το ανεξάρτητο Δουκάτο της Νάξου ή του Αρχιπελάγους. Η Εύβοια μοιράστηκε από τον Βονιφάτιο σε τρεις άρχοντες από την Βερόνα, γρήγορα δε πέρασε σε βενετικό έλεγχο. Ακόλουθοι του Βονιφάτιου ανέλαβαν τις μαρκιωνίες των Σαλώνων (Άμφισσα) και της Βοδόνιτσας (Φθιώτιδα).
Στην Ήπειρο όμως και την δυτική Στερεά Ελλάδα, πολύ γρήγορα στερεώθηκε ελληνική διοίκηση, γνωστή στην ιστοριογραφία ως το Δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο από πολύ νωρίς ξεκίνησε την αντίσταση στους εισβολείς. Γενικώς η λατινική επέκταση ήταν γρήγορη, συνάντησε όμως πολύ νωρίς τα όριά της. Η κατάρρευση της κεντρικής διοίκησης μετά την άλωση και η απαξίωση της διεφθαρμένης άρχουσας τάξης του Βυζαντίου από τους περιφερειακούς πληθυσμούς ώθησαν πολλούς να δεχθούν πρόθυμα τους εξ Εσπερίας δυνάστες. Όπου όμως υπήρχε εδραιωμένη τοπική εξουσία, οι σχετικά ολιγάριθμοι Σταυροφόροι αναγκάστηκαν είτε να σταματήσουν είτε να επικρατήσουν με πολύ κόπο. Βασικός σύμμαχός τους τον επόμενο μισό αιώνα ήταν η διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων. Αμέσως μετά την κατάληψη της Βασιλεύουσας, ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας και ο αδελφός του Ερρίκος ξεκίνησαν να κατακτούν τη Μικρά Ασία. Από τη Νίκαια αντιστεκόταν ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ο οποίος διέφυγε από την Κωνσταντινούπολη τις παραμονές της άλωσης. Τον Δεκέμβριο του 1204 ο Λάσκαρης ηττήθηκε στον Ποιμανηνό, όμως οι Λατίνοι αναγκάστηκαν να ανακαλέσουν άμεσα τις δυνάμεις τους στην Ευρώπη. Ο Ιωαννίτζης, φιλόδοξος βασιλιάς της Βουλγαρίας, εκμεταλλεύτηκε την κατάρρευση του Βυζαντίου για να επεκτείνει τα εδάφη του και να απειλήσει την Θράκη. Το 1205 ο σταυροφορικός στρατός υπέστη μεγάλη καταστροφή στην μάχη της Αδριανούπολης. Ο Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε και πέθανε λίγο αργότερα στα χέρια των Βουλγάρων.
Ο αδελφός του Ερρίκος τον διαδέχθηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο (1206-1216). Υπήρξε ηγέτη ικανός και γενναιόφρων, ο μόνος άξιος λόγου στην σταυροφορική αυτοκρατορία της Ρωμανίας. Ο Ιωαννίτζης από την άλλη, ενώ εμφανίστηκε αρχικά ως προστάτης των Ελλήνων, με τις αγριότητες που διέπραξε στην Μακεδονία και την Θράκη τους έστρεψε εναντίον του. Σαν απάντηση στον Βασίλειο Β’, έλαβε τον τίτλο «Ρωμαιοκτόνος», ενώ οι Έλληνες τον αποκαλούσαν «Σκυλογιάννη» (σε αντίθεση του «Καλογιάννης που του απένειμαν οι Βούλγαροι). Ο βυζαντινός πληθυσμός απευθύνθηκε στον Ερρίκο για προστασία, και εκείνος με τις νίκες και την χρηστή διοίκησή του κέρδισε τον σεβασμό τους. Ο Ιωαννίτζης πέθανε το 1207, ενώ πολιορκούσε την Θεσσαλονίκη, γεγoνός που αποδόθηκε σε θαυματουργή παρέμβαση του Αγίου Δημητρίου. Ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, ο οποίος είχε επιστρέψει από τη νότια Ελλάδα για να υπερασπίσει το νέο του βασίλειο στον βορρά, σκοτώθηκε σε βουλγαρική ενέδρα κοντά στην Μοσυνόπολη της Θράκης τον ίδιο χρόνο. Το 1210 ο Ερρίκος προχώρησε σε δεύτερη μικρασιατική εκστρατεία και έφερε σε πολύ δύσκολη θέση τον Θεόδωρο Λάσκαρη, ο οποίος στο μεταξύ είχε στεφθεί αυτοκράτορας στη Νίκαια. Παρά τις νίκες τους, οι Λατίνοι δεν μπόρεσαν να κάμψουν ολοκληρωτικά την βυζαντινή αντίσταση. Το 1214 οι δύο δυνάμεις υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης, η οποία καθόριζε τα σύνορά τους και αναγνώριζε τη Νίκαια ως νόμιμο κράτος.
Η γεωγραφική επισκόπηση των λατινικών κρατών στo απόγειο της έκτασής τους (περί το 1210) αποκαλύπτει άμεσα τις αδυναμίες τους. Εκ πρώτης όψεως η σταυροφορική αυτοκρατορία της Ρωμανίας, μαζί με τους υποτελείς της, θυμίζει την σύγχρονη Ελλάδα την εποχή της συνθήκης των Σεβρών, με εξαίρεση την Ήπειρο και τον ευρύτερο κάθετο άξονα της Πίνδου. Αυτή η μη ενσωμάτωση της Πίνδου, όπως προβλεπόταν αρχικά στο Partitio, άφηνε ευάλωτη την Θεσσαλία, την Μακεδονία και την κεντρική Στερεά Ελλάδα. Η θεσσαλική πεδιάδα έπεσε πολύ γρήγορα στα χέρια των Ελλήνων της Ηπείρου, και τα νότια φραγκικά κράτη πέρασαν τον υπόλοιπο βίο τους αποκομμένα από την Κωνσταντινούπολη. Η αδυναμία σταθερής και μεγάλης επέκτασης στην Μικρά Ασία άφησε αλώβητη την ελληνική εστία της Νίκαιας, η οποία στάθηκε και ο μεγαλύτερος εχθρός και καταστροφέας των Σταυροφόρων. Το γεγονός πως η βυζαντινή βάση βρισκόταν τόσο κοντά στα Στενά και την Βασιλεύουσα επέτρεψε την πολύ πρώιμη διάβαση των Λασκαριδών στην Θράκη και τον αποκλεισμό της Λατινικής αυτοκρατορίας, μετατρέποντάς την σε μονίμως πολιορκημένη πόλη κράτος. Οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες των Βουλγάρων τσάρων Ιωαννίτζη και Ιωάννη Ασάν Β’, στα πρότυπα του Συμεών και του Σαμουήλ, αποτέλεσαν σοβαρή απειλή και για τους Λατίνους αλλά και για τους Έλληνες. Όπως περίπου η σημερινή Ελλάδα (και χειρότερα, διότι οι Βούλγαροι μπόρεσαν να εισδύσουν και στην δυτική Μακεδονία), η λεπτή γραμμή της παράκτιας Μακεδονίας και Θράκης δεν προσφερόταν για άμυνα σε βάθος έναντι ενός από βορράν εχθρού. Αυτό φάνηκε ειδικά μετά την ήττα των Ηπειρωτών το 1230, οπότε οι Βούλγαροι κατέλαβαν όλη την Μακεδονία πλην της Θεσσαλονίκης, και έφθασαν ως το Αιγαίο και το Αδριατικό πέλαγος. Η μάχη της Αδριανούπολης, όπου αιχμαλωτίστηκε ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος (1205) υπήρξε βαρύ πλήγμα από το οποίο οι Φράγκοι ποτέ δεν ανέκαμψαν.
Οι Σταυροφόροι ήταν πάντα ολιγάριθμοι και εν μέσω εχθρικού και αλλόθρησκου πληθυσμού. Όσο και εάν υπήρξαν οσμώσεις και επιγαμίες μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, και κάποιοι ηγεμόνες όπως ο αυτοκράτορας Ερρίκος πολιτεύθηκαν συνετά, η ωμή βεβήλωση της Κωνσταντινούπολης και η επιβολή της καθολικής θρησκείας αποξένωσε τους ελληνορθοδόξους πληθυσμούς. Ο ίδιος ο φεουδαρχικός τρόπος πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης οδήγησε στον τεμαχισμό των φραγκικών δυνάμεων, οι οποίες υπέφεραν και από συχνές εσωτερικές διαμάχες. Οι Λατίνοι αυτοκράτορες θα μετατρέπονταν πολύ σύντομα σε επαίτες βοήθειας από τον πάπα και τις ευρωπαϊκές αυλές, δίχως όμως αποτελέσματα. Η πορεία των εν Ελλάδι σταυροφορικών κρατών γεννά φυσικούς παραλληλισμούς με τις λατινικές κτήσεις των Αγίων Τόπων (βασίλειο της Ιερουσαλήμ, πριγκηπάτο της Αντιόχειας κλπ). Και εκεί οι Φράγκοι απέσπασαν, χάρη στον θρίαμβο της πρώτης εκστρατείας τους, μία στενή λωρίδα γης, η οποία όμως τελικώς στραγγαλίστηκε από την επιστροφή των τοπικών δυνάμεων, Αράβων, Τούρκων και Μαμελούκων μουσουλμάνων. Η διαφορετική γεωγραφία πάντως, καθώς ο ελλαδικός χώρος είναι γεμάτος οροσειρές, χερσονήσους και νησιά, επέτρεψε την σχετική μακροημέρευση των ηγεμονιών της Αττικοβοιωτίας και της Πελοποννήσου και την συνέχιση της ιταλικής κυρίως δεσποτείας σε νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους. Όσο για την ίδια την Λατινική αυτοκρατορία, αν άνθεξε μέχρι το 1261 είναι επειδή έριζαν για εκείνην τέσσερις αυτοκρατορίες, τρεις ελληνικές (Ήπειρος-Θεσσαλονίκη, Νίκαια, Τραπεζούντα) και η βλαχο-βουλγαρική.
*διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Βυζαντινής Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, επετειακή έκδοση 2021, τ. 21.
- Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις Δομή, Αθήνα 2005, τ. 8.
- Michael Angold, “Byzantium in Exile”, στο The New Cambridge Medieval History, Cambridge University Press 1999, τ. 5: 1198 – 1300 (επ. Abulafìa, D.), σελ. 543-568.
- Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1974, τ. Α’: Αρχές και διαμόρφωσή του.
- Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2012
- Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978, τ. Γ’.