Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης.
Είναι γεγονός αλάθητο, και όχι ιστορικός πλεονασμός, ότι η ιδέα μιας ευρωπαϊκής ηπείρου με κοινή ταυτότητα και πολιτικό σύστημα, θεμελιώθηκε, από τους πρωτεργάτες της πάλαι ποτέ Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (μέχρι τους ανθρώπους που επεξεργάστηκαν αυτή την ιδέα ήδη από τον 19ο αιώνα), σε τρεις κυρίαρχες βάσεις: την χριστιανική παράδοση, την κληρονομιά της ελληνικής φιλοσοφίας, και την πρακτική ισχύ του ρωμαϊκού δικαίου. Έτσι μια –τουλάχιστον- ολόκληρη γενιά (στην οποία συμπεριλαμβάνομαι γενεαλογικά και εγώ) στερεώθηκε με την πίστη στην ενεργό ισχύ και συνέχεια αυτών των βάσεων. Μεγαλώσαμε δηλαδή μαθαίνοντας να πιστεύουμε ότι η πατρίδα μας ανήκει σε έναν ενιαίο χριστιανικό κόσμο, που οικοδομήθηκε, κατά την νεωτερικότητα, πάνω στα ελληνικά φώτα, και που συνέχιζε να πιστεύει αξιακά στην ισχύ του δικαίου –όπως αυτή πρωτοδιατυπώθηκε στην αρχαία Ρώμη (και από όπου, για να μην ξεχνιόμαστε, κληροδοτήθηκε στο Βυζάντιο για μία χιλιετία). Αυτό μας παρουσιαζόταν αδιαλείπτως για δεκαετίες ως αξιακή αφετηρία του κόσμου στον οποίο θα ζούσαμε, εμείς και τα παιδιά μας, και ως ουσία του αγώνα για ένα καλύτερο αύριο σε αυτόν τον κόσμο.
Από την εποχή που αυτή ήταν η κυρίαρχη και ‘πολιτικά ορθή’ θεώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει, δυστυχώς, τρέξει πολύ νερό στο αυλάκι –ιδιαίτερα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου και την ανάδυση της Αμερικής ως μοναδικής –και σχεδόν αυτοδίκαιης πλέον- παγκόσμιας υπερδύναμης, η Ευρώπη, που δεν αντιμετώπιζε πια τον ‘κομμουνιστικό κίνδυνο’ εντός των τειχών της, αρχικά βασίστηκε στην αμερικανική παντοδυναμία και τα εξ αυτής διασφαλιζόμενα αγαθά (ενεργειακή και οπλική αυτάρκεια, γεωπολιτική σταθερότητα, οικονομική και εμπορική άνεση). Έτσι αντιμετωπίστηκαν, φαινομενικά οριστικά -αν και, όπως στην συνέχεια αποδείχθηκε, μάλλον επιπόλαια-, οι κίνδυνοι της γενικότερης ανάφλεξης στα Βαλκάνια, και η ανάδυση του ισλαμικού φονταμενταλισμού στην Τουρκία (με αυτόν τον τρόπο φτάσαμε στο θέριεμα του αλβανικού και του μουσουλμανικού εθνικισμού στα Βαλκάνια –αρχίζοντας από την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας-, και στην δημιουργία του ερντογανικού κράτους στην Τουρκία). Η Ελλάδα αντιμετώπισε αυτές τις προκλήσεις ως θεατής και ‘βέρος’ δυτικός χειροκροτητής –αγνοώντας ζητήματα που αφορούσαν άμεσα την ίδια και την γειτονιά της, με αντάλλαγμα την ευμάρεια που προερχόταν από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και τον κόσμο που αυτή θεμελίωνε (όπως ήταν το ‘υπερθέαμα’ των ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα το 2004).
Ακολούθησε η ‘ανώμαλη’ έξοδος μας από την εποχή αυτή της τεχνητής ευμάρειας με τον αντίκτυπο που είχε στα καθ ημάς η παγκόσμια οικονομική ύφεση –που έφερε την πατρίδα μας στην θέση του διεθνούς ‘επαίτη’, και εντέλει στα μνημόνια. Παίξαμε, και σε αυτό το σκηνοθετημένο από άλλους ‘παιχνίδι’, και πάλι τον ρόλο μας υπάκουα για πάνω από μια δεκαετία –’σφραγίζοντας’ αυτή μας την υπακοή και με την εκ μέρους μας αποδοχή της εξευτελιστικής ‘συμφωνίας των Πρεσπών’, αλλά και την ουσιαστική αγνόηση του εις βάρος μας (ημών και της Κύπρου) επεκτατισμού της Τουρκίας του Ερντογάν. Με αυτόν τον τρόπο, και υπό αυτές τις συνθήκες, μπαίνουμε φέτος στην έκτη δεκαετία του δημοκρατικού μας βίου ως χώρα.
Στο μεταξύ –και ειδικά πολύ πρόσφατα- πάμπολλα πράγματα έχουν αλλάξει στο διεθνές σκηνικό που έχουμε γύρω μας. Η Ευρώπη έγινε μικρότερη (χάνοντας την Βρετανία που ήταν στα βασικά της μέλη πριν από εμάς), σταμάτησε να είναι αδιατάρακτα ευημερής αντιμετωπίζοντας οικονομική κρίση (που ‘έκρουσε’ την θύρα μέχρι και της Γερμανίας στις μέρες μας), και παρέμεινε ‘υποτακτικός’ των ΗΠΑ καθώς οι τελευταίες ξεδίπλωσαν τον νέο –και λίαν ανταγωνιστικό- χάρτη της εκ μέρους τους θεώρησης του παγκόσμιου σκηνικού, που προέταξε την Ρωσία αρχικά, και την Κίνα εν συνεχεία, ως άσπονδους εχθρούς τους. Έτσι η σημερινή Ευρώπη καταλήγει να αντιμετωπίζει, στα άμεσα σύνορα της, μία πρόσκρουση με τον αραβικό κόσμο που δεν μπορεί να αναστρέψει, μία ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων με την Ρωσική ομοσπονδία –που αποτελούσε οικονομική της ‘ενδοχώρα’ μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου- που κινδυνεύει να κλιμακωθεί περαιτέρω ανά πάσα στιγμή, και μια παραλυσία στην αντιμετώπιση, οικονομικά για την ώρα, και στρατιωτικά σε δεύτερο χρόνο, της Κίνας στο προσεχές μέλλον.
Ταυτόχρονα –και όχι ανεξάρτητα από όλα αυτά, αν κανείς βαλθεί να ψάξει τα αίτια και το πώς φτάσαμε εκεί-, η ατζέντα των βασικών πολιτισμικών ιδεών της Ενωμένης Ευρώπης άλλαξε και εσωτερικά. Οι εθνικές οικονομίες παραδόθηκαν αμαχητί στον τζόγο των υπερκαπιταλιστικών ολιγαρχιών των πολυεθνικών, η χριστιανική παράδοση και θεσμική αφετηρία αναπληρώθηκε από την woke κουλτούρα που αποπειράται να επανακαθορίσει τις αξίες μας –αρχίζοντας από την δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας και καταλήγοντας στον ορισμό της οικογένειας-, και οι κυβερνήσεις σταδιακά έπαυσαν να διαμορφώνουν πολιτικές στην βάση των πραγματικών αναγκών των πολιτών τους –τις οποίες έχει αντικαταστήσει πλέον η άνωθεν υπαγορευθείσα ‘ατζέντα’ μιας, πολιτισμικά διάφορης από τους λαούς της, ιθύνουσας πολιτικής τάξης. Η εικόνα αυτή καθρεφτίζει με το παραπάνω και τον τρόπο και τους γνώμονες με τους οποίους πορεύεται και η Ελλάδα στην σημερινή Ευρώπη υπό την θητεία των συγκεκριμένων κυβερνήσεων που είχε τα τελευταία 8 χρόνια.
Έτσι καταλήγουμε σήμερα να καλούμαστε να διαλέξουμε σε ποια Ευρώπη επιθυμούμε να περάσουμε το μέλλον μας εμείς και τα παιδιά μας, χωρίς να υπάρχει πλέον καμία ευκρινής σχέση με τις αφετηριακές ευρωπαϊκές αξίες που προαναφέραμε, και που στην βάση των οποίων ελπίζαμε τόσες δεκαετίες ότι θα πορευτούμε. Είναι, πραγματικά, μια άλλη ευρωπαϊκή πραγματικότητα αυτή στην οποία μας καλεί η σημερινή ΝΔ –όπως και τα κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης- να συμπορευθούμε αβίαστα και χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Εκεί ακριβώς πρέπει οι σημερινοί Έλληνες ψηφοφόροι να αποδείξουμε ότι δεν συμπλέουμε αβίαστα, και θυσιάζοντας τα όποια εθνικά και αξιακά μας διακυβεύματα.
Αυτή η επιλογή μας θα κρίνει το μέλλον των παιδιών μας, και την εικόνα της χώρας που αυτά θα παραλάβουν από εμάς.
Αυτός είναι ο διακηρυγμένος στόχος της Νίκης.
Σε αυτόν καλώ να συμπορευτούμε και όσοι διαβάζουμε αυτές τις γραμμές.