Από τα βάθη της αρχαιότητες ως τις παρυφές της νεότερης εποχής, οι στέπες της κεντρικής και της βόρειας Ασίας κάθε τόσο συσπώντο από μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις. Από τις αναταράξεις αυτές, σκληροτράχηλοι λαοί νομάδων καβαλάρηδων άφηναν τα βοσκοτόπια τους και κινούνταν προς το νότο και τη δύση, απειλώντας τις αγροτικές και αστικές αυτοκρατορίες της Κίνας, της Ινδίας, της Περσίας και της Μεσογείου.
Οι Ούνοι του Αττίλα, οι Τούρκοι και οι Μογγόλοι του Τζένγκις Χαν αποτελούν τις πιο γνωστές περιπτώσεις. Οι θυελλώδεις νομάδες έσπερναν τον τρόμο και την καταστροφή, πολλές φορές όμως ενσωματώνονταν στον κατακτημένο πολιτισμό και του έδιναν νέες δυνάμεις, όπως έγινε στην Κίνα με τους Μαντσού και στην Ινδία με τους Μογγόλους (Mughal). Οι Σελτζούκοι και οι Οθωμανοί δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν τον λαμπρό αραβικό πολιτισμό του Μεσαίωνα, όμως ανανέωσαν την πολιτική και στρατιωτική δύναμη του Ισλάμ.
Ένας από τους πιο τρομερούς κατακτητές που βγήκαν από την στέπα ήταν ο Ταμερλάνος (Τιμούρ Λενκ, Τιμούρ ο κουτσός) από το σημερινό Ουζμπεκιστάν. Γεννήθηκε περί το 1336, και απέκτησε το προσωνύμιό του λόγω του τραυματισμού του από ένα βέλος σε νεαρή ηλικία, που του άφησε πρόβλημα στο βάδισμα. Δεν είναι σαφές αν ήταν απόγονος του μεγάλου Τζένγκις Χαν ή αν είχαν κάποιον κοινό πρόγονο, ο ίδιος όμως παρουσίαζε τον εαυτό του σαν συνεχιστή των κατακτήσεών του. Το 1360 ανακηρύχθηκε αρχηγός της φυλής του, των τουρκικής καταγωγής Μπάλχων, και το 1370 έγινε χάνος (χαν) στην μεγάλη πόλη της Σαμαρκάνδης. Την εποχή εκείνη τις γύρω πλούσιες χώρες, την Κίνα, την Ινδία και την Περσία, κυβερνούσαν μογγολικές μουσουλμανικές δυναστείες, οι οποίες όμως είχαν διασπαστεί και παρακμάσει. Αυτό εκμεταλλεύθηκε ο Ταμερλάνος για να ξεκινήσει τις κατακτήσεις του. Αφού εξολόθρευσε τις τελευταίες χριστιανικές τουρκικές φυλές στην περιφέρειά του (ανήκαν στην Νεστοριανή Εκκλησία, η οποία έως τότε είχε μεγάλη δύναμη στην ανατολή), ξεκίνησε τις κεραυνοβόλες εκστρατείες του προς το νότο. Ο Ταμερλάνος ήταν ικανότατος στρατηγός, ευφυής και πολύγλωσσος, και δεν ηττήθηκε ποτέ. Ήταν παράλληλα, στα χνάρια του Τζενγκις Χαν, απερίγραπτα θηριώδης και αιμοχαρής, χρησιμοποιώντας τον τρόμο και την εξόντωση ολόκληρων πληθυσμών ως ψυχολογικό όπλο, για να επιβάλει την παράδοση των επόμενων θυμάτων του.
Μετά το 1380 ο Ταμερλάνος κατέλαβε την Περσία, προβαίνοντας σε τεράστιες σφαγές στην περιοχή της Χωρεσμίας (Ισφαχάν). Το 1393 κατέλαβε την Βαγδάτη, στην οποία επέστρεψε και λεηλάτησε το 1401. Το 1398-99 στράφηκε κατά της Ινδίας και άλωσε το Δελχί. Στη συνέχεια κινήθηκε προς την Αρμενία και τα πρόθυρα της Μικράς Ασίας. Στρεφόμενος κατά των Μαμελούκων της Αιγύπτου και της Συρίας, κατέστρεψε το Χαλέπι (1400) και την Δαμασκό (1401). Παράλληλα πολέμησε και νίκησε επανειλημμένα το ταταρικό χανάτο της Χρυσής Ορδής στη νότια Ρωσία (1385-86, 1391, 1395).
Τον καιρό εκείνο η Μικρά Ασία ήταν μοιρασμένα σε πολλά αντιμαχόμενα εμιράτα των Τούρκων, τα οποία είχαν προκύψει από την διάλυση του παλαιού κράτους Σελτζούκων (Σουλτανάτο του Ρουμ) και την αποδυνάμωση των παλαιών μογγολικών διοικήσεων, που είχαν επιβληθεί μετά το 1243. Τότε ξεχώριζε η δύναμη του Οθωμανού σουλτάνου Βαγιαζήτ Α’ (!389-1402), που ήταν γνωστός με το όνομα Γιλντιρίμ (Κεραυνός). Ο Βαγιαζήτ είχε αποβεί αληθινή μάστιγα όχι μόνον των χριστιανών, καθώς από το 1394 πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη, αλλά και των μουσουλμάνων, αφού υπέτασσε τα τουρκικά εμιράτα της Μικράς Ασίας το ένα πίσω από το άλλο. Το 1398 κατέλαβε την Σεβάστεια, ακριβώς στα σύνορα του Ταμερλάνου. Οι ηττημένοι εμίρηδες έσπευσαν να ζητήσουν την βοήθεια του Μογγόλου κατακτητή. Ο Ταμερλάνος χρησιμοποίησε ως δικαιολογία το γεγονός πως ο Βαγιαζήτ είχε παραμελήσει τον ιερό πόλεμο (γαζία) εναντίον των απίστων, και πολεμούσε κυρίως μουσουλμάνους – και μάλιστα με χριστιανικά κυρίως στρατεύματα, Σέρβους, Αλβανούς, Βλάχους και Βυζαντινούς (οι αυτοκράτορες Μανουήλ Β’ και Ιωάννης Ζ’ είχαν αναγκαστεί να ακολουθήσουν τον Βαγιαζήτ στις ανατολικές του εκστρατείες και να συμμετάσχουν στην κατάληψη της τελευταίας ελεύθερης βυζαντινής πόλης της Μικράς Ασίας, της Φιλαδέλφειας, το 1390). Ο Βαγιαζήτ και ο Ταμερλάνος αντάλλαξαν μία σειρά από χλευαστικές και απειλητικές επιστολές, και η αντιπαράθεση γρήγορα κατέληξε σε πόλεμο.
Το 1400 ο Ταμερλάνος κατέλαβε την Σεβάστεια και την κατέστρεψε. Οι άρχοντες δέθηκαν και πετάχτηκαν ζωντανοί σε λάκκους, ενώ ο λαός ποδοπατήθηκε από τα άλογα των Μογγόλων. Ο Βαγιαζήτ, πληροφορούμενος τα γεγονότα, έλυσε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και ξεκίνησε να ετοιμάζεται να κινηθεί εναντίον του εχθρού του. Οι οθωμανικές δυνάμεις έφθασαν στη βορειοανατολική Μικρά Ασία, όμως εν τω μεταξύ ο ταχυκίνητος μογγολικός στρατός τους είχε παρακάμψει μέσω Καππαδοκίας και εμφανίστηκε στα νώτα τους, πολιορκώντας την Άγκυρα. Οι Τούρκοι έφεραν βέβαια την παλαιά πολεμική παράδοση των νομάδων της στέπας, και η παράκαμψη αυτή θυμίζει ακριβώς το τι υφίστατο ο αυτοκράτορας Ρωμανός Διογένης, όταν το 1068-1071 έψαχνε τους Τούρκους στην Αρμενία και εκείνοι ξαφνικά εμφανίζονταν πολλά χιλιόμετρα πίσω του, στην Φρυγία ή την Καππαδοκία. Τούτη τη φορά ένας «γνησιότερα» νομαδικός λαός με περισσότερο ιππικό τους επέβαλε τα ίδια δεινά. Ο Βαγιαζήτ έσπευσε να γυρίσει στα δυτικά, και οι δυνάμεις του έφθασαν πρωτεύουσα της αρχαίας Γαλατίας στα τέλη Ιουλίου του 1402. Ήταν εξαντλημένοι από την οδοιπορία, τον καύσωνα και την δίψα, καθώς το μηχανικό του Ταμερλάνου είχε φροντίσει να εκτρέψει τα ποτάμια και να δηλητηριάσει τα πηγάδια της περιοχής.
Ο Ταμερλάνος είχε το σαφές αριθμητικό πλεονέκτημα, με 140.000 άνδρες έναντι 85.000 του Βαγιαζήτ. Ο στρατός του αποτελείτο κυρίως από ευκίνητο και υψηλής ποιότητας ιππικό από τις τουρκομογγολικές φυλές της Ασίας, οι οποίες ήταν φημισμένες ως τοξοβόλοι. Από την Ινδία είχε φέρει και 32 πολεμικούς ελέφαντες, οι οποίοι σχημάτιζαν ένα τρομερό έμψυχο τείχος απέναντι στους Οθωμανούς. Ο Βαγιαζήτ από την άλλη είχε αυτοπεποίθηση στο ποιοτικό πλεονέκτημα του στρατού του, ο οποίος ήταν όμως περισσότερο ετερογενής και βασιζόταν περισσότερο στο πεζικό. Γύρω από τον ίδιο, στο κέντρο της παράταξης, βρισκόταν το επίλεκτο τάγμα των γενιτσάρων και βαριά ιππικά σώματα σπαχήδων και καπικιουλαρί (δούλοι της Πύλης). Από τους διάφορους συμμάχους, χριστιανούς και μουσουλμάνους, που ακολουθούσαν τον Βαγιαζήτ, ξεχωρίζουν οι 5.000 ιππότες του Σέρβου δεσπότη Στεφάνου Λαζάρεβιτς. Ο πατέρας του Λάζαρος ήταν ο αρχηγός των σερβοβοσνιακών δυνάμεων που ηττήθηκαν από τον προκάτοχο του Βαγιαζήτ, Μουράτ, στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389), και έκτοτε οι Σέρβοι συνέδραμαν τον οθωμανικό στρατό ως υποτελείς.
Η μάχη ξέσπασε στις 28 Ιουλίου με φοβερή βιαιότητα, και αρχικά φαινόταν αμφίρροπη. Η ετερογένεια όμως του στρατού του Βαγιαζήτ ήταν η αχίλλειος πτέρνα του. Συνειδητοποιώντας πως οι παλιοί τους εμίρηδες πολεμούν στο πλευρό του Ταμερλάνου, οι Τουρκομάνοι υποτελείς του Βαγιαζήτ αυτομόλησαν στους Μογγόλους και επιτέθηκαν στις οθωμανικές γραμμές. Στο δεξιό κέρας οι Σέρβοι ιππότες πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και έφεραν σε δύσκολη θέση το αριστερό πλευρό του Ταμερλάνου. Στην άλλη πτέρυγα όμως, οι μικρασιατικές δυνάμεις υπό τον υιό του Βαγιαζήτ, πρίγκηπα Σουλεϊμάν, πιέστηκαν ασφυκτικά και, παρά τις αντεπιθέσεις τους, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από το πεδίο της μάχης. Οχυρωμένος στους λόφους με την φρουρά του, ο Βαγιαζήτ βρέθηκε να πολεμά μόνος του, ενώ ο Ταμερλάνος τον περικύκλωνε. Παρά τις εκκλήσεις του Στεφάνου Λαζάρεβιτς, ο Βαγιαζήτ αρνήθηκε να υποχωρήσει εγκαίρως. Η φρουρά των γενιτσάρων έπεσε μέχρι ενός υπερασπιζόμενη τον σουλτάνο, ο οποίος τελικά προσπάθησε να διαφύγει έφιππος, αιχμαλωτίστηκε όμως από τους Μογγόλους.
Πολλά ειπώθηκαν για την μοίρα του Βαγιαζήτ μετά την μάχη. Είναι βέβαιο πως κρατήθηκε αιχμάλωτος του Ταμερλάνου και πέθανε λίγο αργότερα στο Φιλομήλιο (Ακσεχήρ), το 1403. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο Ταμερλάνος φέρθηκε με σεβασμό στον αιχμάλωτο σουλτάνο. Άλλες όμως, που απέβησαν και οι πιο γνωστές, μαρτυρούν πως ο Βαγιαζήτ υπέστη διαδοχικούς εξευτελισμούς και ταπεινώσεις. Ο Ταμερλάνος τον έκλεισε σε ένα κλουβί και τον χρησιμοποιούσε ως υποπόδιο στα συμπόσιά του, όπου σέρβιρε γυμνή η αιχμάλωτη γυναίκα του. Μην αντέχοντας την ταπείνωση, ο Βαγιαζήτ αυτοκτόνησε παίρνοντας δηλητήριο ή κτυπώντας το κεφάλι του στα κάγκελα του κλουβιού του.
Ανεμπόδιστος σχεδόν ο Ταμερλάνος έγινε κύριος της Μικράς Ασίας, καταστρέφοντας στον διάβα του την Προύσα, τη Νίκαια, τη Νικομήδεια, το Ικόνιο, την Φιλαδέλφεια, την Αττάλεια και άλλες πόλεις. Στην Προύσα τον συνάντησαν Βυζαντινοί πρέσβεις, που πρόθυμα δήλωσαν υποταγή. Η ήττα του Βαγιαζήτ ήταν μεγάλη ανακούφιση για την Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος (1391-1425), ο οποίος από 1399 έλειπε σε ταξίδι στην Ευρώπη αναζητώντας βοήθεια κατά των Τούρκων, μπόρεσε να επιστρέψει στην Βασιλεύουσα. Ο Ταμερλάνος αποκατέστησε τα διάφορα εμιράτα που είχαν διαλύσει οι Οθωμανοί, για να μειώσει την ισχύ τους στην ανατολή. Τον Δεκέμβριο του 1402 πολιόρκησε την Σμύρνη, την οποία κατείχαν οι Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου. Η πόλη βρισκόταν σε λατινικά χέρια από το 1344, όταν σταυροφορικές δυνάμεις την είχαν αφαιρέσει από το εμιράτο του Αϊδινίου, και το γεγονός ότι οι Οθωμανοί είχαν επί μακρόν ανεχθεί την παρουσία τους θεωρείτο μεγάλο σκάνδαλο από ισλαμικής απόψεως. Οι Μογγόλοι υπονόμευσαν τα τείχη και προσπάθησαν να φράξουν την είσοδο του λιμανιού με πέτρες. Οι Ιωαννίτες, αντιλαμβανόμενοι το μάταιο της άμυνας, μπήκαν στα πλοία τους και έφυγαν, εμποδίζοντας βίαια τους Έλληνες κατοίκους να επιβιβαστούν. Αυτούς, ένα πλήθος 1.000 πρόσφυγες από την Έφεσο, τα Θύραια και το Νυμφαίο, κατέσφαξε όλους ο Ταμερλάνος, και με τα κεφάλια τους έστησε πύργο. Ο παραλληλισμός των γεγονότων με όσα εκτυλίχθηκαν στην καταστροφή του 1922 (Νικολούδης 1988, σελ. 55), είναι πολύ εύστοχος, και η μαρτυρία του Δούκα για την απελπισμένη προσπάθεια των Βυζαντινών να μπουν στα λατινικά πλοία, ανατριχιαστικά γνώριμη:
χριστιανοὶ ἅπαντες σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις, οἱ μὲν ἐν τῇ θαλάσσῃ, οἱ δὲ κρατοῦντες τὰ πηδάλια τῶν τριήρεων, οἱ δὲ τὰς κώπας, ἄλλοι τὰ πρὸς τὰς πρώρας καλώδια καὶ τὰς ἄγγυρας, ἐβόων πρὸς τοὺς ἐπιβάτας∙ «Ἐλεήσατε ἡμᾶς χριστιανοὺς ὄντας καὶ μὴ ἐγκαταλίπητε ὧδε» – Αὐτοὶ δὲ σὺν ῥοπάλοις κρούσαντες εἰς χεῖρας τὰς ἀπῃωρημένας καὶ πτερώσαντες τὰ ἱστία, ἀφέντες αὐτοὺς ἡμιθανεῖς ἔπλεον. (Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, § XVII.4, σελ. 183-185)
Ο Μογγόλος κατακτητής έφυγε τόσο ξαφνικά όσο ήλθε. Αποσύρθηκε ξανά στην Ασία, και πέθανε το 1405 ενώ εκστράτευε εναντίον της Κίνας. Υπήρξε γενάρχης της δυναστείας των Τιμουριδών, η οποία διοίκησε τις κτήσεις του στην ανατολή για τις επόμενες δεκαετίες. Η πρωτεύουσά του Σαμαρκάνδη έφθασε στο απόγειο του πλούτου και της ανάπτυξής της, ενώ η άνθηση των τεχνών και των επιστημών στην κεντρική Ασία οδήγησε σύγχρονους ερευνητές να μιλήσουν για την «Αναγέννηση των Τιμουριδών». Οι απόγονοί του έχασαν την Περσία από τις τουρκικές δυναστείες των Ασπροπροβατάδων και των Σαφφαβιδών, αλλά αργότερα ίδρυσαν την περίφημη Μογγολική αυτοκρατορία της Ινδίας (1526-1857).
Μετά την αιχμαλωσία και τον θάνατο του Βαγιαζήτ, το οθωμανικό κράτος βυθίστηκε σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των υιών του Σουλεϊμάν, Μουσά, Ισά, Μουσταφά και Μωάμεθ. Η εξασθένιση της οθωμανικής ισχύος έδωσε μία παράταση ζωής πενήντα χρόνων στην καθημαγμένη Βυζαντινή αυτοκρατορία, με τον Μανουήλ Β’ και τους υιούς του Ιωάννη Η’ (1425-1448) και Κωνσταντινό ΙΑ’ Παλαιολόγο (1448-1453) να αναζητούν τις τελευταίες ελπίδες βοήθειας στην Δύση. Όπως όμως και η πρώτη μογγολική εισβολή της Μικράς Ασίας το 1243, και εκείνη του 1402 ναι μεν έθραυσε την ισχύ των Τούρκων, δεν μπόρεσε όμως να τους εξουδετερώσει ή να επιβάλει μία νέα, μόνιμη κυριαρχία στην ανατολή. Οι Μογγόλοι ως νομάδες δυσκολεύονταν να διατηρήσουν σταθερά κράτη, τα οποία κατακερματίζονταν μετά τον θάνατο του πρώτου αρχηγού-κατακτητή. Μετά την λεγόμενη οθωμανική Μεσοβασιλεία (1402-1413), ο Μωάμεθ Α’ (1413-1421) σταθεροποίησε ξανά την ισχύ των Τούρκων, και ο υιός του Μουράτ Β’ (1421-1451) συνέχισε τις κατακτήσεις με ακόμα μεγαλύτερη ορμή.
Το πέρασμα των Μογγόλων από την καθ’ ημάς ανατολή άφησε πίσω του ανείπωτο πόνο και φρίκη, αδιακρίτως σε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Στον ελληνικό χειρόγραφο κώδικα 2914, της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας στο Παρίσι, ο ανώνυμος ποιητής περιγράφει με οδύνη τα όσα φρικτά είδε με τα μάτια του, κατά την άλωση της ανατολής από τους Μογγόλους. Το σύντομο, έμμετρο έργο «Θρήνος περί Ταμυρλάγγου», αφού εκθέτει την αλαζονεία του Βαγιαζήτ και την επιθυμία του να καταστρέψει το Βυζάντιο και τους χριστιανούς, ιστορεί την ταπείνωσή του από τον Ταμερλάνο, αλλά κυρίως τις θηριωδίες των Μογγόλων πάνω στον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας:
ὁ Ταμυρλάνης ἥπλωσεν εἰς ὅλον του τὸν τόπον,
καὶ δὴ λοιπὸν λεηλατεῖ, σφάττει καὶ θανατώνει.
ἐξόχως τοῦς μονάζοντας καὶ ἱερομονάχους
τοὺς μὲν εἰς σούβλας ἔβαλεν καὶ ἐκατέκαυσέν τους,
αἱ δἐ διαμπάξ ἔκπεσαν αἱ κεφαλαὶ γερόντων.
[…]
τὰς μοναστρίας δὲ λοιπὸν ἐμίαινεν ἐξόχως,
καὶ ὡς παρθένας δὲ αὐτὰς ἐμίαινον δονοῦντες,
καὶ ἀμφοτέρωθεν αὐτὰς ἀνδρόνυνως ἐχρῶντο.
ἐτῶν ἑξήκοντα λοιπὸν ὑπάρχοντες καὶ πλέον
καὶ τέκνα ἐνιαύσια δύο μηνῶν καὶ τριῶν
ἐξέβγαλον, ἐχώριζον, ῥίχτον αὐτὰ πρὸς γαῖαν∙
Τον τρόμο που πέρασε από γενιά σε γενιά στους λαούς της ανατολής, αποτυπώνει ο Αϊβαλιώτης λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου, στο έργο του «Εξ ανατολών πνεύματα ωργισμένα», το οποίο γράφτηκε κατά τη διάρκεια μίας άλλης εποχής φρίκης και κτηνωδίας, εκείνην της γερμανικής Κατοχής της Ελλάδος (1943):
Ωστόσο, στη Σεβάστεια φανερωθήκανε εκατομμύρια φαντάσματα και τελώνια, που δεν φανήκανε σε κανένα άλλο μέρος, άγρια και κακά, τόσο που για κάμποσον καιρό ρήμαξε η πολιτεία. Σ’ αυτόν τον τόπο ο Μεγάλος Λύκος είχε θάψει ζωντανούς τέσσερες χιλιάδες Αρμενέους καβαλλάρηδες κι άλλους πολλούς. Βγαίνανε δε οι βρουκολάκοι ίδιοι σκαντζόχεροι κουλουριασμένοι, γιατί πριν τους θάψουνε τους είχανε δέσει με τα κεφάλια ανάμεσα στα σκέλια τους, και μ’ αυτό το σχέδιο βγαίνανε οι ψυχές τους και ουρλιάζανε.
Απόξ’ από το Χαλέπι ήτανε μια τούμπα σα χαμοβούνι, και δεν ζύγωνε κανένας σε κείνο το μέρος, γιατί ήτανε στοιχειωμένο. Κ’ ήτανε στ’ αλήθεια, γιατί κάτ’ από το χώμα αυτή η τούμπα ήτανε κανωμένη από κορμιά ανθρώπων κι’ από ελέφαντες κ’ από άλογα, όλοι με τάρματά τους, παστωμένοι στον πόλεμο που κάνανε οι Τάταροι καταπάνου στο Χαλέπι. Αλλά και σ’ άλλες μεριές κοντά στην πολιτεία είχανε θαφτεί άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, γιατί δεν άφησε ζωντανή ψυχή ο Ταμερλάνος. […]
Αλλά τα περισσότερα διαβολικά σημεία και φαντάσματα φανερωθήκανε κατά το έτος 1405 σ’ έναν κάμπο λεγόμενον Τζιβουκαβάντ, τρία χρόνια ύστερ’ από τον μεγάλο πόλεμο πώγινε σ’ αυτό το μέρος ανάμεσα στους τατάρους και στους Τούρκους. Επί κάμποσα χρόνια βγαίνανε σ’ αυτόν τον διαβολότοπο πλήθος καβαλλαρέοι, με σιδεροπουκάμισα και με περικεφαλαίες φοβερές, κ’ η γης έτρεμε από το ποδοβολητό, κι αχολογούσε ο τόπος από τα χουγιαχτά κι από το βρόντο που κάνανε τάρματα και τα νταούλια, κι από τα χλιμιντρίσματα των αλόγων. Φανερωνόντανε πολλές φορές και κατά το μεσημέρι, μέσα στο τηγάνισμα του ήλιου, και σηκώνανε πολλή σκόνη και κουρνιαχτό. Στον αγέρα σφυρίζανε σαγίτες, σα να σφεντονιζόντανε εκατομμύρια φίδια. Μαζί με τους πολεμιστές βγαίνανε από τη γης και κάμποσοι ελέφαντες έχοντας αψηλά και βογκώντας τρομαχτικά, καβαλλικεμένοι από δαιμόνια. Τη νύχτα ακουγότανε μονάχα η οχλοβοή, τα σπαθιά κ’ οι σαγίτες. Το χώμα είχε γίνει σαν καβουρντισμένο σ’ αυτό το μέρος, δίχως πράσινο φύλλο.
Αυτός ο κάμπος βρίσκεται κατά τα βορεινά της Άγκυρας, κοντά σ’ ένα βουνό λεγόμενο Στέλλα. Εκεί χτυπηθήκανε οι Τάταροι κ’ οι Τούρκοι, από τη μια μεριά ο Τιμούρ ο λεγόμενος Σίδερο και Μεγάλος Λύκος Γκουργκάν, , κι από την άλλη μεριά ο σουλτάν Μπαγιαζήτ ο λεγόμενος Γιλντιρίμ, που θα πει Αστροπελέκι…
*διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Βυζαντινής Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Βιβλιογραφία
- Σπύρος Βρυώνης, Η Παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία του εξισλαμισμού 11ος-15ος αιώνας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2008, σελ. 124-125.
- Βυζαντινή Ποίησις (επ. Γ. Θ. Ζώρας), Βασική Βιβλιοθήκη Αετού 1, Εκδόσεις Ν. Ζαχαρόπουλου, Αθήνα, σελ. 165-167.
- [Μιχαήλ] Δούκας, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία (μτφ. Βρασίδας Καραλής), Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας 7, Κανάκης, Αθήνα 1997, § XV.4-XVII.7.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, επετειακή έκδοση 2021, τ. 21, σελ. 200-201.
- Ιστορία των Ελλήνων, Δομή, Αθήνα 2005, τ. 8, σελ. 401-407.
- Φώτης Κόντογλου, Ο Θεός Κόνανος, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2022, σελ. 56-59.
- Νικόλαος Νικολούδης, Βυζαντινή Μικρά Ασία, ακμή και παρακμή (330-1461), Ιωλκός, Αθήνα 2004, σελ. 53.
- Νικόλαος Νικολούδης, “Η κατάληψη της Σμύρνης από τον Ταμερλάνο κατά τις Βυζαντινές πηγές“, στο Δ’ Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας από την Κλασσική Αρχαιότητα ως τον εικοστό αιώνα: Πολιτική ιστορία και ιστορία του πολιτισμού, Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 50-57.
- Παγκόσμια Ιστορία, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδοτική Αθηνών, έκδοση για την εφημερίδα Παραπολιτικά, τ. 3, σελ. 108-109.
- Ευάγγελος Τσουκάρας, Η Μάχη της Άγκυρας (1402), διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2021.
- Guilelmus (Wilhelm) Wagner, Carmina Graeca Medii Aevi, Teubner, Λειψία 1874, σελ. 28-31.
- Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Laonikos Chalcocondyles, The Histories (μτφ. Αντώνης Καλδέλλης), Dumbarton Oaks Medieval Library, Harvard University Press, Cambridge, Ma. 2014, τ. 1, § 2.50-3.72.
Εικόνες: Η Πολιορκία της Σμύρνης από τον Ταμερλάνο. Εικονογραφημένο Περσικό χειρόγραφο, 1467. Wikipedia.
2 comments
Πολύ ενδιαφέρον άρθρο
“Το 1398-99 στράφηκε κατά της Ινδίας και άλωσε το Δελχί”, όπου έστησε πυραμίδα από 80.000 κομμένα κεφάλια! Όντως χρησιμοποίησε στο έπακρο το όπλο τού προπορευμένου τρόμου, ένα όπλο που χρησιμοποιήθηκε και τον περασμένο αιώνα από τούς Ιάπωνες κατακτητές.
Όντως εξαιρετικό άρθρο. Συγχαρητήρια, κ. Νοβακόπουλε.