Wednesday 9 October 2024
Αντίβαρο
Γεώργιος Νεκτάριος Λόης Εκκλησία

Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Ρωσία (τέλη 19ου – αρχές 20ου αιώνα)

Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Ρωσία

(τέλη 19ου – αρχές 20ου αιώνα)

 

Δρ. Γεώργιος Νεκτάριος Αθ. Λόης

Καθ. (ΣΕΠ) Ελληνικού Ανοικτού Παν/μίου

Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών

Τακτικό Μέλος Ι.Ε.Θ.Π. – Καριπείου Μελάθρου.

 

(Η παρούσα εργασία δημοσιεύθηκε στην “Επιστημονική Επιθεώρηση” της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, Τ.1, 2010)

 

 

 

Τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίσθηκαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημίσεος του 19ου αιώνα επέφεραν σημαντικές αλλαγές στη Ρωσία. Οι διευρυμένες μεταρρυθμίσεις μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) καθιέρωσαν νέους θεσμούς στο κράτος και έδωσαν τη δυνατότητα για ταχύτερη ανάπτυξη της Οικονομίας, της Παιδείας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού.[1] Έτσι, άρχισε να αλλάζει το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της χώρας και η διαδικασία εκσυγχρονισμού της προσέλαβε μια νέα ισχυρή ώθηση. Το γεγονός αυτό έδωσε τη δυνατότητα στη Ρωσία να είναι παρούσα στις νέες ευρωπαϊκές εξελίξεις και να αποτελεί η ίδια και πάλι έναν σημαντικό παράγοντα της ευρωπαϊκής πολιτικής.

 

 

 

 

 

α. Η Ρωσία τέλη 19ου αρχές 20ου αιώνα.

 

Στα τέλη του 19ου αιώνα η Ρωσική Αυτοκρατορία κατείχε εδάφη 22,2 εκατομμύρια τετρ. Χλμ. και απλωνόταν από τη Βαρσοβία και το Λοτζ της Πολωνίας, στην Κεντρική Ευρώπη, μέχρι το Βλαντιβοστόκ και το Σαχαλίν της Άπω Ανατολής. Την περίοδο αυτή, δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, έληξε η εκστρατεία κατάκτησης του Βορείου Καυκάσου[2], κατακτήθηκε η Κεντρική Ασία[3] και λύθηκαν τα ζητήματα της μεθορίου με την Κίνα[4] και την Ιαπωνία[5]. Επίσης, η Ρωσία παραιτήθηκε από τις εκτάσεις και την περιουσία που κατείχε στον λεγόμενο ‘Νέο κόσμο’, όταν το έτος 1867 παρεχώρησε επί χρήμασι τη σημερινή Αλάσκα στις ΗΠΑ.[6]

Κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημίσεος του 19ου αιώνα, η Ρωσία έζησε μια ισχυρή δημογραφική αύξηση. Την εποχή των τσάρων Αλεξάνδρου Β΄ και Αλεξάνδρου Γ΄ (1856 έως 1894) ο συνολικός αριθμός των κατοίκων της ανήλθε από 71 σε 122 εκατομμύρια. Η πρώτη πανρωσική απογραφή του πληθυσμού,[7] το έτος 1897, έδειξε ότι στη Ρωσική Αυτοκρατορία ζούσαν 125 εκατ. 680 χιλ. 682 κάτοικοι. Από αυτούς το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού 87% ζούσε στην ύπαιθρο και μόλις το 13% στα αστικά κέντρα. Την περίοδο αυτή παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού στα διοικητικά κέντρα και στις περιοχές όπου αναπτύσσεται η βιομηχανία και η παραγωγή. Συνολικά τα δύο τρίτα του πληθυσμού της Ρωσίας ζούσαν στο ευρωπαϊκό τμήμα της.[8]

 

β. Η εκπαίδευση και η οικονομική κατάσταση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του κλήρου.

 

Αρχές του 20ου αιώνα στη Ρωσία υπήρχαν περισσότεροι από 83 εκατομμύρια ορθόδοξοι. Με την πάροδο του χρόνου ο αριθμός αυτός αυξανόταν όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα το έτος 1903 να είναι 86 εκατ., το 1907 να ανέρχονται στα 92 εκατ. και το 1910 στα 95 εκατ.[9] Το μοιραίο για τη χώρα έτος του 1914, στη Ρωσία υπήρχαν περίπου 98 εκατομμύρια ορθόδοξοι πιστοί, χωρίς να υπολογίζουμε την επαρχία της Βαρσοβίας και τα στοιχεία του πρωτοπρεσβύτερου υπευθύνου της στρατιωτικής και παραθαλάσσιας ιεραρχίας.

Το έτος 1900 στη Ρωσία υπήρχαν περίπου 105 χιλιάδες κληρικοί και άλλοι εκκλησιαστικοί λειτουργοί και υπάλληλοι.[10] Ο αριθμός τους ηύξανε συνεχώς, και το έτος 1910 έφτασαν τις 111060, ενώ το 1914 τις 112629.[11]

Από πλευράς εκπαιδεύσεως η Εκκλησία είχε τις δικές της Σχολές.[12] Το έτος 1900 υπήρχαν στη Ρωσία 58 Εκκλησιαστικές Σχολές – Ιεροδιδασκαλεία και 187 Πνευματικά σχολεία.[13] Στις επαρχίες της Πετρούπολης, της Μόσχας, του Κιέβου και του Καζάν υπήρχαν και Πνευματικές Ακαδημίες.[14] Η Ρωσία ως ορθόδοξη χώρα ενδιαφερόταν για τη χρηματοδότηση της εκπαιδεύσεως των Εκκλησιαστικών Σχολών και όλων των άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Εκκλησίας και  γινόταν αυτό απευθείας από το Κράτος. Όμως, η εν λόγω επιχορήγηση δεν ίσχυε για όλες της Σχολές και για κάθε περίοδο. Άλλωστε, για κάτι τέτοιο δεν υπάρχουν και ισχυρές αποδείξεις. Το σίγουρο είναι ότι το Κράτος χρηματοδοτούσε σε μόνιμη κλίμακα τις Πνευματικές Ακαδημίες και ότι οι μαθητές των Εκκλησιαστικών Σχολών πλήρωναν πολλές φορές μόνοι τα δίδακτρά τους.

Το Κράτος, το οποίο προσπαθούσε με όλα τα διαθέσιμα μέσα που είχε να αποδεικνύει την προσήλωσή του στην Ορθόδοξη πίστη και να προωθεί συνέχεια την ιδέα της καθιερωμένης ενώσεως Κράτους – Εκκλησίας, δεν είχε πάντα στη διάθεσή του τα απαραίτητα χρηματικά μέσα για να εξασφαλίζει τα έξοδα των μελλοντικών ποιμένων. Οι Επαρχίες από την πλευρά τους βοηθούσαν όσο μπορούσαν τους μελλοντικούς κληρικούς. Τα οικονομικά όμως ήταν και σε αυτές περιορισμένα. Η πλειονότητα των σπουδαστών των Εκκλησιαστικών Σχολών δεν ακολουθούσε την ιεροσύνη και, παρότι ο αριθμός που προαναφέραμε για το σύνολο των κληρικών στη Ρωσία είναι εντυπωσιακός, εντούτοις σε μία χώρα 120 εκατομμυρίων υπήρχε έλλειψη ενώ επίσης και το μορφωτικό επίπεδο ήταν χαμηλό. Ο μητροπολίτης Ευλόγιος (Γκεοργκιέβσκι) στις αρχές του 20ου αιώνα επεσήμανε ότι «οι Εκκλησιαστικές Σχολές δεν δίνουν αρκετό αριθμό υποψηφίων κληρικών και σε πολλές επαρχίες είναι εμφανής η απουσία των ιερέων, όπως για παράδειγμα στην απομακρυσμένη Σιβηρία».[15] Ο B. Rozanov έγραψε, σε ένα άρθρο του με τίτλο «Αποφυγή του ιερατικού διακονήματος», για την κατάσταση στην Εκκλησιαστική Σχολή της πόλης Nižegorod, όπου από τους 60 μαθητές που περάτωσαν τις σπουδές τους, το έτος 1901, μόνο 16 ήθελαν να γίνουν ιερείς, ενώ όλοι οι άλλοι ήθελαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο, στην Ακαδημία και στη Θεολογική Σχολή. «Και παρά τη θαυμάσια ομιλία του εκεί διευθυντή και πρωτοπρεσβύτερου, ο οποίος προσπάθησε να τους πείσει να αλλάξουν γνώμη και να ακολουθήσουν τον δρόμο της ιεροσύνης δεν κατάφερε τελικά να τους πείσει»,- λέγει ο Rozanov και προσθέτει ότι παρόμοια κατάσταση επικρατούσε και σε πολλές άλλες Εκκλησιαστικές Σχολές των υπολοίπων επαρχιών.[16]

Σημαντικός λόγος για τον οποίο οι απόφοιτοι των Εκκλησιαστικών Σχολών δεν γίνονταν κληρικοί ήταν και η οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι ήδη υπάρχοντες ιερείς. Η πλειονότητα αυτών προερχόταν από την ύπαιθρο[17] και συντηρούνταν από το ποίμνιο, το οποίο δεν ήταν εύπορο. Στα μέσα 18ου αιώνα, το Ρωσικό κράτος δήμευσε τις γαίες των ναών και μονών και γι’ αυτό η Κυβέρνηση του τσάρου Νικολάου Α΄ (1825-1855) έδωσε μισθό στους κληρικούς από τα κονδύλια του κράτους, οι οποίοι όμως ήταν πολύ χαμηλοί και οι κληρικοί δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν τη διαβίωσή τους, χωρίς κάποια επιπρόσθετη εργασία. Το έτος 1900, στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρχαν 49082 Ιεροί ναοί, και μισθό ελάμβαναν ιερείς μόνο από 24625 Ιερούς ναούς. Ο ετήσιος μισθός ενός ιερέα ήταν 300 ρούβλια, ενός διακόνου 150 και ενός εκκλησιάρη μόνο 100.[18] Гι’ αυτό, οι κληρικοί είχαν, ως βασική πηγή συντηρήσεως, τις διάφορες προσφορές, όπως δημητριακά, ζώα ή και κάποιες δωρεές κτημάτων, από τους πιστούς της ενορίας.

Οι κρατικές Αρχές, από την πλευρά τους, αντιλαμβάνονταν την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι κληρικοί και προσπάθησαν αρκετές φορές να τη βελτιώσουν, χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Ο Pobenoscev, κυβερνητικός επίτροπος στη Σύνοδο της Ιεραρχίας, έλαβε, το έτος 1893, ένα έγγραφο από την έδρα του Κρατικού Συμβουλίου, το οποίο έλεγε ότι ο τσάρος Αλέξανδρος Γ΄ (1881-1894) έδωσε την άδεια στους υπευθύνους του Γραφείου για Θέματα Ορθοδοξίας να δώσουν τη δυνατότητα, κάθε χρόνο, για μία σχετική αύξηση του όγκου των κρατικών δαπανών για τη συντήρηση όλων των ιερέων που ελάμβαναν μισθό από το κράτος. Όμως, παρά τις όποιες προσπάθειες μέχρι και το έτος 1917, οι μισθοί των κληρικών παρέμειναν σχεδόν ίδιοι και 26 χιλιάδες απ’ αυτούς δεν είχαν καθόλου μισθό.[19] Από υπολογισμούς αυτής της περιόδου για να βελτιωνόταν η οικονομική κατάσταση των κληρικών με κάποια στοιχειώδη αύξηση του μισθού καθώς και για να λάβουν μισθό όλοι όσοι δεν ελάμβαναν, χρειάζονταν επιπρόσθετα 6,2 εκατομμύρια ρούβλια, ποσό το οποίο δε διέθετε η Σύνοδος της Ιεραρχίας.[20]

Από την εποχή της τσαρίνας Αικατερίνης Β΄ (1762-1796) οι ιερείς άρχισαν να λαμβάνουν και καλλιεργήσιμες εκτάσεις, με σκοπό την βελτίωση των οικονομικών τους. Το ίδιο συνεχίστηκε και κατά τον 19ο αιώνα. Όμως, δεδομένου ότι οι κληρικοί δεν ήταν αγρότες και δε γνώριζαν από αυτές τις εργασίες αναγκάζονταν να νοικιάζουν στους χωρικούς τις εκτάσεις, με αποτέλεσμα στη συνέχεια οι χωρικοί να μην τους υπολογίζουν ως πνευματικούς. Θεωρούσαν και αυτούς ως γαιοκτήμονες, που δεν διέφεραν και πολύ από τους άλλους, τους λαϊκούς. Ένα συνοδευτικό επίσης πρόβλημα που υπήρχε ήταν ότι η πλειονότητα των ορθόδοξων χωρικών δεν μπορούσε να κατανοήσει την έννοια της Θείας Λειτουργίας και των υπολοίπων ιεροτελεστιών. Αυτό οφειλόταν κυρίως στη χαμηλή μόρφωση του κλήρου. Πολλοί πάντως πίστευαν πως είναι καλό που διατηρείται η «πρωτόγονη αγνότητα» του λαού, διότι από κοινού με τους κληρικούς μπορούν να αποτελέσουν ένα ισχυρό αντίβαρο απέναντι στους διανοούμενους που απομακρύνονταν από την πίστη.

Το πρόβλημα της οικονομικής καταστάσεως των κληρικών της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δε φαινόταν και τόσο ανησυχητικό σε εκείνους που δεν γνώριζαν τι πραγματικά επικρατούσε στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας. Αυτοί που δεν ήταν ενήμεροι και πολλές φορές και πολιτικοί παράγοντες θεωρούσαν ότι η υπάρχουσα κατάσταση και η αγαστή συνεργασία Κράτους – Εκκλησίας αποτελεί την ένδειξη της περαιτέρω ενισχύσεως της επικρατούσης θρησκείας στη χώρα. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος παράγων της Πολιτείας, που συνέλλεξε και δημοσίευσε τα στατιστικά στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, την περίοδο 1881 έως 1903, λέγει ότι η περίοδος αυτή αποτέλεσε για την Εκκλησία «εποχή μεγάλης ακμής» και υποδείκνυε την αύξηση του αριθμού των πιστών, των Ιερών ναών καθώς και την βελτίωση των οικονομικών. Πράγματι, από χρόνο σε χρόνο αυξανόταν συνεχώς ο αριθμός των ορθόδοξων Ιερών ναών. Το έτος 1903 υπήρχαν 50355 Ιεροί ναοί και 19890 παρεκκλήσια και λίγο πριν την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί αντίστοιχα σε 54229 Ιερούς ναούς και 23593 παρεκκλήσια.[21] Όλη αυτή την περίοδο κτίζονταν σχεδόν κάθε χρόνο περισσότερες από 500 εκκλησίες.

 

γ. Ο μοναχισμός.

 

Αναφορικά με τον αριθμό των μοναχών στη Ρωσία, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι την εποχή του τσάρου Αλέξανδρου Γ΄ (1881-1894)[22] διπλασιάστηκε σε σχέση με την εποχή του τσάρου Αλέξανδρου Β΄ (1855-1881).[23] Συγκεκριμένα, προς το τέλος της περιόδου του τσάρου Αλέξανδρου Γ΄ υπήρχαν 44594 μοναχοί και μοναχές. Αυτό σημαίνει ότι κατά μέσον όρο κάθε χρόνο στις μονές της Ρωσίας έρχονταν περίπου 1234 νέοι μοναχοί και μοναχές. Την ίδια περίοδο αυξήθηκε εντυπωσιακά και ο αριθμός των μονών. Συγκεκριμένα, από το 1881 έως το 1890 ιδρύθηκαν 160 νέες μονές, πράγμα που αποτελεί ρεκόρ σε ολόκληρη την ιστορία της Ορθοδοξίας στη Ρωσία. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται και από την εντυπωσιακή αύξηση του γυναικείου μοναχισμού, με παράλληλη αύξηση και των γυναικείων μονών. Από το 1885 έως το 1902 ιδρύθηκαν 37 ανδρικές μονές, ενώ κατά την ίδια περίοδο ο αριθμός των γυναικείων μονών ήταν 233. Επίσης, κατά τα τρία επόμενα έτη, από το 1903 έως το 1906, ο αριθμός των γυναικείων μονών αυξήθηκε κατά 26, ενώ ο αριθμός των ανδρικών μονών μόνο κατά οκτώ.[24] Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό και σχετίζονται άμεσα με τις διευρυμένες μεταρρυθμίσεις την εποχή του τσάρου Αλεξάνδρου Β΄. Από την άλλη, ίσως και οι γυναίκες αυτής της περιόδου να αναζητούσαν αυτό που έλειπε από την τοπική κοινωνία τους, ορισμένες πνευματικές αξίες διαφορετικές από τις κρατούσες.

Στις μονές συνδεόταν η μοναχική ζωή με την παραδοσιακή εργασία στο χωράφι και οι μοναχοί συντηρούνταν αποκλειστικά από τα προϊόντα του. Όμως, δεν διέθεταν όλες οι μονές μεγάλες εκτάσεις γαιών. Η πλειονότητα των μονών, συνολικά 368, είχαν στη διάθεσή τους αγροκτήματα μεγέθους από 100 έως 200 στρέμματα και οι υπόλοιπες 235 μονές είχαν από 200 έως 500 στρέμματα. Μόνο έξι μονές στη Ρωσία διέθεταν η κάθε μία περισσότερα από 10 χιλιάδες στρέμματα.[25] Τα έσοδα των μονών ήταν κυρίως από τα κτήματα, από την πώληση κεριών, εικόνων και από διάφορα εργόχειρα. Όμως, όλα αυτά δεν ήταν επαρκή για τη συντήρηση των μονών, με συνέπεια να χρειάζονται και πάλι τη βοήθεια του Κράτους, η οποία, όμως, δεν ήταν και τόσο σημαντική. Γνωρίζουμε ότι το 1910 το Ρωσικό κράτος διέθεσε για τη συντήρηση διαφόρων μονών το ποσό των 400 χιλιάδων ρουβλίων. Οι γυναικείες μονές ήταν, κατά κανόνα, πιο πτωχές από τις ανδρικές.

Την εποχή αυτή, κυκλοφορούσε στην κοινωνία, αλλά και στα μέλη της Κυβερνήσεως, μια φήμη, μια εικόνα πλασματική για κάποιον τεράστιο εκκλησιαστικό πλούτο που «κρυβόταν» και φυλασσόταν μέσα στις μονές αναξιοποίητος. Όμως, μετά την επανάσταση του 1917, όταν οι μπολσεβίκοι αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν για τις ανάγκες τους αυτόν τον πλούτο αποδείχθηκε πως οι φήμες ήταν διογκωμένες και λαθεμένες. Σε μια ανάλυση του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος αναφέρεται ότι το συνολικό ποσό που αφαιρέθηκε από την Εκκλησία ήταν ύψους 4 εκατ. 650 χιλ. 810 ρουβλίων, σε χρυσό. Ακόμα και ο ίδιος ο Λένιν εξέφρασε την ελπίδα, σε μια επιστολή του την 19η Μαρτίου 1918, ότι ο εκκλησιαστικός πλούτος ανέρχεται σε πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ρούβλια, τονίζοντας ότι μπορεί ακόμα και να αγγίζει ορισμένα δισεκατομμύρια. Όμως το λάθος ήταν τεράστιο και καταστρέφοντας την Εκκλησία, το Σοβιετικό Κράτος έλαβε μόλις το ένα χιλιοστό από αυτόν τον πλούτο που υπολόγιζε ότι υπάρχει στις ρωσικές μονές.[26] Τώρα αν όλα αυτά που δημοσιοποίησε η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσίας είναι αλήθεια ή όχι δεν το γνωρίζουμε. Για να μάθουμε τι έγινε τελικά με αυτόν τον πλούτο και αν πράγματι υπήρξε και σε ποιο μέγεθος, πρέπει, αν υπάρχουν, να απευθυνθούμε στις διάφορες “Εκθέσεις της Συνόδου της Ιεραρχίας” που υποβλήθηκαν πριν την Οκτωβριανή επανάσταση, με σκοπό την αξιοποίησή του. Ασφαλώς, οι μπολσεβίκοι δήμευσαν από τη Ρωσική Εκκλησία και όλες τις εκτάσεις γαιών που κατείχε.[27] Όμως ήταν εμφανής η δυσαναλογία ανάμεσα στους υπολογισμούς των μπολσεβίκων σχετικά με την εκκλησιαστική περιουσία και την πραγματική κατάσταση που επικρατούσε.

 

δ. Παράπλευρα προβλήματα της Ρωσικής Εκκλησίας.

 

Το οικονομικό όμως θέμα δεν ήταν και το μοναδικό που είχε να αντιμετωπίσει η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ένα άλλο ζήτημα ήταν και το πρόβλημα της λεγόμενης «κάστας», της διαδοχής της θέσεως, το οποίο ενοχλούσε τους πιστούς, διότι συχνά οι υιοί των κληρικών έπρεπε να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο με τον πατέρα τους ασχέτως εάν επιθυμούσαν κάτι τέτοιο ή όχι. Ακόμα και ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ εξέδωσε δύο διατάγματα, στις 22 Μαΐου 1867 και στις 26 Μαΐου 1869, με τα οποία τόνιζε ότι παύει να ισχύει η συνήθεια που ίσχυε μέχρι τότε στο να διαδέχονται οι υιοί τους πατέρες τους, στο ιερατικό αξίωμα. Επίσης έπαψε να ισχύει και η συνήθεια να λαμβάνουν, ως μέρος της προίκας, οι γαμπροί ένα τμήμα των υποχρεώσεων του ιερέα πεθερού τους. Στη συνέχεια, έπαψε και η υποχρέωση των νέων κληρικών να βοηθούν χρηματικά τους παλαιούς ιερείς και να υποστηρίζουν τα μέλη της οικογένειάς τους. Τονίστηκε ότι η Επαρχιακή Αρχή ήταν υποχρεωμένη για κάτι τέτοιο.[28]

Δυστυχώς πολλές προσπάθειες της Εκκλησίας, ως προς την λύση διαφόρων προβλημάτων, δεν καρποφόρησαν. Και αυτό οφειλόταν στην ανάγκη αλλαγής του Συνοδικού Συστήματος της Εκκλησίας[29] και στην ανάγκη επανεξετάσεως των βασικών Αρχών σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας. Όμως από την περίοδο του Μεγάλου Πέτρου,[30] το έτος 1721, έως την Οκτωβριανή επανάσταση, ούτε ένας Ρώσος τσάρος δεν ήθελε τη μεταρρύθμιση στους κόλπους της Εκκλησίας. Και αυτό, διότι ο μέχρι τότε τρόπος λειτουργίας της Εκκλησίας εξυπηρετούσε την Πολιτεία. Υπό αυτές της συνθήκες ο τσάρος ήταν ο ανώτατος θεματοφύλακας της Ορθοδοξίας, η οποία ήταν η πρώτη και προστατευόμενη θρησκεία στη χώρα και η Σύνοδος της Ιεραρχίας αποτελούσε στην ουσία ένα όργανο που εκτελούσε και εφήρμοζε στην πράξη τις αποφάσεις του τσάρου και των συνεργατών του.

Στις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου παρίστατο πάντα κυβερνητικός επίτροπος ως εκπρόσωπος του τσάρου, ο οποίος επηρέαζε σοβαρά τις αποφάσεις της. Έτσι, στην ουσία η Σύνοδος και, κατ’ επέκταση, η Εκκλησία λειτουργούσε ως μια κρατική υπηρεσία, ως ένας κρατικός οργανισμός. Υπήρχε ένας καισαροπαπισμός από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, ο οποίος είχε υποτάξει απόλυτα την Ορθοδοξία στα πολιτικά συμφέροντα του κράτους. Ο ίδιος μάλιστα ο Μεγάλος Πέτρος θεωρούσε πως η τσαρική εξουσία είναι η ανώτατη εξουσία τόσο στην Πολιτεία όσο και στην Εκκλησία, με αποτέλεσμα όλοι στη συνέχεια οι Ρώσοι τσάροι να θεωρούν πως ο Θεός πραγματοποιεί στην πράξη αυτό που επιθυμεί, σε σχέση με τη Ρωσία, κατά έναν θαυματουργικό και μυστηριακό τρόπο και λαμβάνοντας ο οιοσδήποτε το τσαρικό αξίωμα ελάμβανε από το Θεό τόσο την κοσμική όσο και τη θρησκευτική εξουσία. Ακόμα και ο Παύλος Α΄ (1796-1801) έγραψε στο κείμενο της Αποφάσεως για την αναδοχή του θρόνου, ότι «οι Ρώσοι τσάροι αποτελούν την Κεφαλή της Εκκλησίας.[31] Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Παύλος Α΄ ελάμβανε αποφάσεις που αφορούσαν στην Εκκλησία, χωρίς να έχει πρώτα διαβουλεύσεις με τους ιεράρχες, ούτε με τα μέλη της Ιεράς Συνόδου. Η ίδια κατάσταση συνεχιζόταν και κατά την επόμενη περίοδο. Όλοι οι τσάροι είχαν τον κυβερνητικό επίτροπο στη Σύνοδο της Ιεραρχίας, ο οποίος ήταν υποχρεωτικά παρών στις συνεδριάσεις της Συνόδου, με αποτέλεσμα η Σύνοδος να μην μπορεί να λάβει καμία απόφαση χωρίς την έγκριση του Τσάρου. Επομένως, η Εκκλησία τελούσε υπό την μόνιμη επιρροή της Πολιτείας.

Η ανάκτηση της αυτονομίας της Ρωσικής Εκκλησίας ήταν βασικός στόχος πολλών Ιεραρχών. Έτσι, το έτος 1905, όταν εμφανίστηκε η ανάγκη αυτής της μεταρρυθμίσεως, ο επίτροπος Pobenoscev ανέλαβε κάθε ενέργεια για να πείσει τον τσάρο να μην προβεί σε μεταρρυθμίσεις, επειδή κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο, θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες για ολόκληρη την αυτοκρατορία με το να αποσπαστεί η Εκκλησία από την Πολιτεία.[32] Τελικά, το έτος 1906 ο τσάρος δέχθηκε την πρόταση για τη σύγκληση της μεγάλης Πανρωσικής Συνόδου. Τότε συγκροτήθηκαν διάφορες επιτροπές από πενήντα συνολικά εκπροσώπους της Εκκλησίας και συζητήθηκαν όλα τα ζητήματα, καταλήγοντας σε αξιόλογες προτάσεις προς τη μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδο. Όλα αυτά συμπεριελήφθησαν σε τρεις ογκώδεις τόμους (1906-1907), με φανερή την επιθυμία της ανασυστάσεως του Πατριαρχείου και της ανακτήσεως της αυτονομίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα γεγονότα όμως που ακολούθησαν την επόμενη δεκαετία καθυστέρησαν τις όποιες εξελίξεις. Ο πρίγκιπας N. D. Zevahov, που ήταν αναπληρωτής του τελευταίου επιτρόπου στην Σύνοδο της Ιεραρχίας, έλεγε ότι το πρώτο καθήκον του ήταν η νομική προστασία της Εκκλησίας και η δημιουργία προϋποθέσεων για την εκπλήρωση των καθηκόντων της και όχι μόνο ο έλεγχος της λειτουργίας της Ιεράς Συνόδου από μέρους της Πολιτείας.[33] Από τα ανωτέρω συμπεραίνει εύκολα κάποιος πως η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Ρωσία δεν ήταν και τόσο ελεύθερη ακόμα και πολύ πριν την άνοδο του Κομμουνισμού στην εξουσία.

 

ε. Νικόλαος Β΄ ο τελευταίος Ρώσος τσάρος.

 

Ο τελευταίος Ρώσος τσάρος πριν την πτώση της Αυτοκρατορικής Ρωσίας και την κατάρρευση της δυναστείας των Ρομανώφ, τον Φεβρουάριο του 1917, ήταν ο Νικόλαος Β΄, ο οποίος χωρίς καμία αμφιβολία ήταν ένας πραγματικά Ορθόδοξος Χριστιανός.[34] Αυτός θεωρούσε την πολιτική δραστηριότητα ως μια μορφή θρησκευτικής διακονίας. Το παρατηρούσαν αυτό και όλοι όσοι ήρχοντο σε άμεση επαφή μαζί του.  Ο τσάρος θεωρούσε Θεία Πρόνοια το γεγονός ότι σε αυτόν έλαχε να πρέπει να φροντίσει για την ευημερία του ρωσικού κράτους, παρότι ο ίδιος παραδεχόταν πως δεν ήταν και τόσο έτοιμος για κάτι τέτοιο. «Τι να κάνω; Τι θα γίνει με τη Ρωσία; Εγώ δεν είμαι έτοιμος να γίνω τσάρος!» φώναξε ο Νικόλαος Β΄ απευθυνόμενος προς τον εξάδελφό του, Αλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, μετά το θάνατο του τσάρου Αλέξανδρου Γ΄. Άλλωστε, σύμφωνα με τους λόγους του Αλέξανδρου Μιχαήλοβιτς, ο τσάρος είχε όλες εκείνες τις αρετές, τις οποίες σέβονταν ακόμα και οι απλοί πολίτες,[35] «όμως ο τσάρος δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει ότι ο δεσπότης μιας χώρας πρέπει να καταπνίξει εντός του τα καθαρώς ανθρώπινα συναισθήματα».[36]

Όπως και να έχουν τα πράγματα, είμαστε πεπεισμένοι πως ο τσάρος Νικόλαος Β΄ προσπάθησε να γίνει ηγέτης όλων των πολιτών και να διαρρήξει τα εμπόδια ανάμεσα στον τσαρικό θρόνο και τον λαό. Για το θέμα αυτό έγραψε και ο πρίγκιπας N. D. Ževahov.[37] Ακόμα και μετά την πρώτη επανάσταση, ο ρωσικός λαός αγαπούσε τόσο τον τσάρο Νικόλαο Β΄, όσο και την ορθόδοξη πίστη του και το αποδείκνυε αυτό σε κάθε ευκαιρία. Αλλά, όπως επεσήμανε και ο στρατηγός Kirejev, «Χωρίς καμία αμφιβολία, ο ρωσικός λαός είναι θρησκευόμενος, όμως όταν βλέπει ότι η Εκκλησία δίνει σ’ αυτόν πέτρα αντί για ψωμί, όταν ακούει προσευχές που δεν καταλαβαίνει, όταν του μιλάνε για κάποια φανταστικά θαύματα, τότε ο σεβασμός αυτός απέναντι στη θρησκεία θα καταρρεύσει γρήγορα. Ο λαός είτε θα αλλάξει πίστη είτε θα γίνει, και πάλι, άγριο θηρίο».[38]

Φυσικά, αυτό το οποίο έγραφε ο Kirejev ήταν αδύνατον να μην το εγνώριζε και ο Νικόλαος, ο οποίος, όμως, όπως φαίνεται, βίωσε τα επαναστατικά γεγονότα ως «τυχαία», «πρόσκαιρα» και σίγουρα «επιπόλαια», αποφεύγοντας να δει τα βαθύτερα αίτια αλλά και την καταιγίδα που ερχόταν.[39] Δεν ήταν άλλωστε και τόσο εύκολο για τον τσάρο να παραδεχτεί ότι η θρησκευτική βάση της εξουσίας του, στην πραγματικότητα, δεν ήταν και τόσο εδραία, επειδή κάτι τέτοιο θα σήμανε την κατάρρευση του όλου συστήματος της αυτοκρατορίας που διαμορφώθηκε στη Ρωσία κατά τους προηγούμενους αιώνες.

Μετά την αποτυχία της Πρώτης επανάστασης, το έτος 1905,[40] ο Νικόλαος Β΄ έλπιζε, μέχρι και την επόμενη επανάσταση του 1917, ότι τα πράγματα θα αλλάξουν, θα επιστρέψουν στην πολιτική και θρησκευτική τάξη, η οποία επικρατούσε στη Ρωσία πριν από την επανάσταση. Όμως, η βιομηχανική επανάσταση είχε ήδη δημιουργήσει μια νέα τάξη, των εργατών, οι οποίοι δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους. Το πρόβλημα ήταν ότι ο Νικόλαος Β΄ έδινε τη μάχη ανάμεσα στις αρχές της πολιτικής διαπαιδαγωγήσεως που είχε από μικρός και την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε την εποχή που ήταν τσάρος. Ακριβώς λόγω αυτών των διαφορών και λόγω της βαθμιαίας αποκλίσεως του ρωσικού λαού από το σεβασμό της ορθόδοξης πίστεως, την εποχή της επαναστάσεως, στοίχησαν και τη ζωή στον τσάρο.

Ο Νικόλαος Β΄, ήταν βαθιά ευσεβής άνθρωπος και θεωρούσε καθήκον του να εκπληρώσει το χρέος του τόσο προς την Πατρίδα, όσο και προς την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Πολλοί θεωρούν πως ο ίδιος εγνώριζε σε προκεχωρημένο βαθμό ποια ήταν η μελλοντική τύχη του και ότι ήταν προετοιμασμένος εκ των προτέρων για το δράμα που θα ζούσε την εποχή της επαναστάσεως. Γι’ αυτό και υπέμενε υπομονετικά μέχρι το τέλος. Τόσο ο Νικόλαος Β΄ όσο και η γυναίκα του τσαρίνα Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα έλεγαν: «Εμείς όσα πράττουμε για την πίστη τα θεωρούμε σωστά και ανάλογα με τον ισχύοντα Νόμο. Ο λαός μας όμως, η Ρωσία, απομακρύνθηκε από το Θεό. Για αυτό, ο Θεός μας τιμωρεί για τα αμαρτήματα της Ρωσίας».[41]

Κατά την περίοδο του Νικολάου Β΄, του τελευταίου τσάρου, κατατάχθηκε στον κατάλογο των αγίων ένας διευρυμένος αριθμός Ρώσων πατέρων. Μάλιστα, ο ίδιος ο τσάρος έλαβε μέρος και στην τελετή προς τιμήν του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ. Ο Νικόλαος ήθελε έως τέλους να είναι ένας ορθόδοξος αυτοκράτορας.

 

στ. Η Οκτωβριανή επανάσταση

 

Την επανάσταση του 1917 είναι αδύνατον να την χαρακτηρίσει κάποιος ως ένα τυχαίο ιστορικό γεγονός, διότι, όταν οι κοινωνικές αντιθέσεις κορυφώνονταν, η μόνη διέξοδος ήταν η επανάσταση. Το αναπόφευκτο της έκρηξής της το είχαν προβλέψει και πολλοί σύγχρονοι παράγοντες, ιδιαίτερο χρονικό διάστημα πριν από την πρώτη έξαρση των γεγονότων στην πρωτεύουσα της χώρας. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η επανάσταση σήμανε την παύση του παλαιού Συνοδικού συστήματος και την γέννηση ταυτόχρονα πολλών άλλων προβλημάτων. Η Εκκλησία έγινε όμηρος των πολιτικών προστριβών και του νέου σοβιετικού συστήματος που επιθυμούσε την διάλυση όλων των πολιτικών, νομικών και θρησκευτικών θεσμών της χώρας. Ήδη πριν ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, το Φεβρουάριο του 1914, ο υπουργός Εσωτερικών της Ρωσίας, P. N. Durnovo, έστειλε στον τσάρο Νικόλαο Β΄ μία έκθεση, στην οποία ανέφερε το ενδεχόμενο να εκραγεί μια κοινωνική επανάσταση στη Ρωσία και ότι αυτή θα μετεξελιχτεί σε σοσιαλιστική.[42]

Η Ρωσική επανάσταση δεν σφράγισε μόνον την ιστορική πορεία της χώρας, αλλά επηρέασε καθοριστικά ολόκληρη τη νεότερη παγκόσμια ιστορία. Έχει χαρακτηριστεί άλλωστε και ως ένα από τα κεφαλαιώδη ιστορικά γεγονότα της ανθρωπότητας και είναι γνωστή ως Οκτωβριανή επανάσταση, από το γεγονός της καταλήψεως των Χειμερινών Ανακτόρων, έδρας της προσωρινής ρωσικής κυβερνήσεως, τη νύχτα της 24ης  Οκτωβρίου 1917, στην Αγία Πετρούπολη.

Ο σοσιαλισμός της Ρωσίας, την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, υπονοούσε μια νιχιλιστική στάση, μηδενιστική, που ακύρωνε τα πάντα και αμφέβαλλε για όλα απέναντι στην παράδοση και στη θρησκεία. Ήδη κατά το σχολικό έτος 1909/10 η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είχε αρχίσει να ταυτίζει στη διδασκαλία της, στις Εκκλησιαστικές Σχολές, τον «σοσιαλισμό» με τον «αθεϊσμό». Ο B. Egzempljarski, καθηγητής της Πνευματικής Ακαδημίας του Κιέβου, δήλωνε ότι «την ανάγκη για την επεξήγηση του όρου ‘σοσιαλισμός’ στις Εκκλησιαστικές Σχολές επέβαλε, αφενός η όλο και μεγαλύτερη επιρροή της ιδέας του σοσιαλισμού ανάμεσα στην εργατική τάξη και εν μέρει στους διανοούμενους και αφετέρου η εχθρική στάση του σοσιαλισμού απέναντι στη θρησκεία και προπαντός απέναντι στο χριστιανισμό».[43]

Η επανάσταση είχε γίνει ο πυροκροτητής της αντιθρησκευτικής διαθέσεως των πολιτών, οι οποίοι ήταν ήδη δυσαρεστημένοι. Οι ίδιοι θεωρούσαν πως Εκκλησία και Αυτοκρατορία αποτελούν μία ενιαία πραγματικότητα. Η δύσκολη και σκληρή ζωή του λαού και οι δύσκολες συνθήκες στο στρατό της Ρωσίας, ιδίως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, τον οποίο υπηρετούσαν κυρίως πολίτες από την ύπαιθρο, οδήγησαν στην έκρηξη της δυσαρέσκειας.[44] Όλα αυτά τα γεγονότα έθιξαν άμεσα και την Εκκλησία, η οποία θεωρούσαν ότι δεν προσέγγιζε την περαιτέρω ύπαρξή της χωριστά από την τσαρική εξουσία. Επομένως, η ανατροπή του προηγούμενου τρόπου ζωής, η πτώση του τσάρου και η ακύρωση των παραδόσεων, οδήγησαν αναπόφευκτα και στην κατάρρευση της Εκκλησίας.

Ακόμα, και η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας έμεινε πίσω, χάνοντας τις εξελίξεις και δεν κατόρθωσε να κατανοήσει με τον δέοντα ρεαλισμό την κατάσταση των πραγμάτων. Στη συνεδρίαση της Συνόδου, την 26η Φεβρουαρίου 1917, δεν ήταν παρόντες όλοι οι Ιεράρχες και ούτε ο εκπρόσωπος του τσάρου. Τελικά, τα μέλη της Συνόδου δεν έλαβαν καμία απόφαση σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε. Η συνεδρίαση αυτή, της 26ης Φεβρουαρίου 1917, ήταν και η τελευταία συνεδρίαση της Συνόδου στην τσαρική Ρωσία.[45] Δύο ημέρες αργότερα, την 28η Φεβρουαρίου, και πριν παραιτηθεί ο τσάρος από το αξίωμά του συνελήφθη και ο μητροπολίτης της Ρωσικής πρωτεύουσας. Για την Εκκλησία τα πράγματα έμελλε να είναι πολύ χειρότερα απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνονταν. Ο λαός θεωρούσε ορισμένους Ιεράρχες ως «υπαίτιους για την κατάσταση που επικρατούσε στη Ρωσία και για τα προβλήματα». Τότε άρχισε, σε όλη τη Ρωσία μία επιχείρηση για αντικατάσταση επισκόπων και η Ιερά Σύνοδος είχε πλημμυριστεί από αιτήματα για εκλογή νέων.

Η απόφαση που απαγόρευσε τους κληρικούς να μνημονεύουν το όνομα του τσάρου εκδόθηκε στις 6 Μαρτίου. Η Σύνοδος της Ιεραρχίας ανακοίνωσε την απόφαση του τσάρου να παραιτηθεί από τον θρόνο, λέγοντας πως εδώ πρόκειται για θέλημα του Θεού, χωρίς να υπεισέρχεται σε κάποια λεπτομερέστερη εξήγηση των γεγονότων. Η προσωρινή κυβέρνηση δεν κατάργησε το θεσμό του επιτρόπου από τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, αφήνοντας έτσι στις νέες Αρχές τη δυνατότητα να ελέγχουν τις εκκλησιαστικές υποθέσεις,  πράγμα για το οποίο ο B. Kartašev, ο οποίος εστάλη ως εκπρόσωπος του κράτους στη Σύνοδο, στις 25 Ιουλίου 1917, να λέγει πως ήταν προκεχωρημένο λάθος αυτός ο θεσμός, διότι συνδεόταν άμεσα με την τσαρική εξουσία και είχε μόνο ως στόχο να ελέγχει τις εκκλησιαστικές υποθέσεις.[46] Έτσι, η Εκκλησία από μόνη της δεν ήταν σε θέση να προβεί σε οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις και χρειάστηκε βοήθεια από τους νέους «δημοκρατικούς» μέντορες.

Η προσωρινή νέα κυβέρνηση διόρισε εκπρόσωπο της Πολιτείας στην Ιερά Σύνοδο τον Λβωβ και, παρ’ ότι η Σύνοδος δεν καταδίκασε το επαναστατικό κίνημα, εν τούτοις ο Λβωβ αποφάσισε να αντικατασταθούν όλα τα μέλη της Συνόδου εκτός από δύο: τον Αρχιεπίσκοπο Βλάδιμηρ Σέργιο και τον Έξαρχο Γεωργίας Πλάτωνα.[47] Η ιδέα όμως της ανασυστάσεως του Ρωσικού Πατριαρχείου δεν έσβησε. Έτσι, ως πρόεδρος της Συνόδου ο Αρχιεπίσκοπος Σέργιος – ένας εκ των δύο μελών που δεν αντικαταστάθηκαν – αποφάσισε για τη σύγκληση της μεγάλης Πανρωσικής Συνόδου, στις 15 Αυγούστου 1917. Ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν ήταν και η ανασύσταση του Πατριαρχείου. Επίσης, η Σύνοδος εξέλεξε ως διάδοχο του Μακαρίου στη Μητρόπολη Μόσχας τον Τύχωνα, κατά κόσμο Βασίλειο Ιβάνοβιτς Μπελλαβίν, ο οποίος είχε χρηματίσει προηγουμένως επίσκοπος Λουμπλίν (1897), Β. Αμερικής (1898-1907), Ιαροσλάβ (1907-1912) και Βίλνας, από όπου όμως αναγκάσθηκε να φύγει μετά την έκρηξη του Α  Παγκοσμίου πολέμου. Στις 30 Οκτωβρίου 1917, στη μεγάλη Πανρωσική Σύνοδο από τα 317 παρόντα μέλη, 141 ψήφισαν υπέρ της ανασυστάσεως του Ρωσικού Πατριαρχείου και 112 κατά.[48] Το αποτέλεσμα δε της ψηφοφορίας επιβεβαιώνει τις επιφυλάξεις πολλών μελών της Συνόδου και την επιθυμία να συνεχίσουν με το προηγούμενο Συνοδικό σύστημα λειτουργίας. Όμως ένα είναι σίγουρο: ότι αποδεσμευμένη η Εκκλησία από την Πολιτεία μπορεί πάντοτε να επιτελέσει το έργο της ουσιαστικότερα.

Ο Αρχιμανδρίτης Ιάκωβος, ηγούμενος του Πατριαρχικού Μετοχίου και εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Ρωσία, σε επιστολή με την οποία αναγγέλλει την επανίδρυση του Πατριαρχείου, αναφέρει τα εξής: “Ἐν τῷ κλίματι τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας συνετελέσθη γεγονός ὑψίστης σημασίας ἐν ταίς ἡμέραις ταύταις. Μετά μακράν προπαρασκευαστικήν καί πρό-Συνοδικήν ἐργασίαν ἀρξαμένην πρό δωδεκαετίας περίπου, τῷ 1905, γενομένην ἐπί τοῦ καταλυθέντος ἤδη πολιτικοῦ καθεστῶτος, ἀλλά μή δυνηθεῖσαν λόγω ποικίλλης ἀντιδράσεως μέχρι τοῦδε νά πραγματοποιηθῆ, εὔλογον καί δυνατόν ἐκρίθη νῦν διά τό γενικόν καλόν καί συμφέρον τῆς ἐσωτερικῆς ἀνορθώσεως καί διοικητικῆς διοργανώσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας νά συγκληθῆ μεγάλη Τοπική ἐν Μόσχᾳ Πανρωσική Σύνοδος, ἤτις καί ἀνέωξε πανηγυρικῶς τήν 15ην Αὐγούστου παρελθόντος ἔτους τάς ἐργασίας αὐτῆς ὑπό τόν διά ψηφοφορίας ἐκλεγέντα Πρόεδρον αὐτῆς Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Μόσχας Τύχωνα”.[49] Άξιο σημειώσεως για τον εκπρόσωπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι, ότι όλες οι διεργασίες της Συνόδου έγιναν υπό το φόβο του εμφυλίου πολέμου στη Μόσχα. Εξάλλου, στην επιστολή του νέου Πατριάρχη Μόσχας προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Ε  (1913-1918) η αγωνία για τη τύχη και την κατάληξη τόσο του Ρωσικού λαού όσο και της ίδιας της Εκκλησίας είναι έντονη. “Ἄνθρωποι ξένοι της χριστιανικῆς, τινές δέ αὐτῶν καί πάσης πίστεως, στάντες ἐν τῇ ἀρχῇ ἐν τῇ ἡμητέρᾳ χώρα, συνέλαβον τήν ἀσεβῆ βουλήν νά ἀπομακρύνωσι τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἀπό τῆς χειραγωγίας τοῦ ἐθνικοῦ βίου καί τοῦ ἁγιασμοῦ αὐτοῦ”[50]. Αυτή τη δύσκολη στιγμή η Μητέρα Εκκλησία για το Ρωσικό λαό είναι στήριγμα και ” ἔλαιον χαρᾶς”.

 

Επιλεγόμενα.

 

Συμπερασματικά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ενσωμάτωση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον κρατικό μηχανισμό καθώς και η υφαρπαγή του μεγαλύτερου μέρους της περιουσίας της, επί Μεγάλου Πέτρου  (1689-1725) και των διαδόχων του, την οδήγησε βαθμιαία σε υποταγή στην κοσμική εξουσία. Επί δύο περίπου αιώνες η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας δεν διέθετε κανονική διοίκηση, Πατριάρχη, ενώ επίσης και το Συνοδικό σύστημα λειτουργίας ήταν έρμαιο των διαθέσεων του «ελέω Θεού» μονάρχη και του αυτοκρατορικού επιτρόπου, με αποτέλεσμα, όταν καταργήθηκε ο θεσμός της μοναρχίας, να βρεθεί η Εκκλησία ανοργάνωτη και απροετοίμαστη.

Οι θεολογικές γνώσεις του κλήρου ήταν ελλιπείς και η οικονομική κατάστασή του δεν απείχε ιδιαίτερα από την ανέχεια. Το λειτούργημα του ιερέα ταυτιζόταν με τη φτώχεια, την υποταγή στο κράτος και τον τσαρισμό, έχοντας απωλέσει έτσι το κύρος του. Ως εκ των ανωτέρω, η εκκλησία δεν μπόρεσε, υπό τις συνθήκες αυτές, να διατηρήσει την φυσιογνωμία αιώνων που είχε, την αυτοτέλεια και την αποστολή της και να είναι πνευματικό καταφύγιο για τους πιστούς της. Μάλιστα σε διάφορες περιόδους αρκετοί Ιεράρχες συμβιβάζονταν με ατομικές σκοπιμότητες στις σχέσεις τους με τους κρατικούς φορείς και απολάμβαναν τιμές κοσμικές, χωρίς ωστόσο να αντιδρούν κατά του απάνθρωπου θεσμού της δουλοπαροικίας και της φτώχειας. Επίσης, αναλώθηκαν πολλές φορές σε ζητήματα ιεραποστολής και σε μία προσπάθεια εκχριστιανισμού όλων των λαών που ζούσαν στην ακριτική Ρωσία σε συνεργασία με τις κρατικές υπηρεσίες. Το αποτέλεσμα όμως ήταν αντίθετο και, όταν το διάταγμα του 1905-1906 επέτρεψε στους ορθοδόξους να αλλάξουν θρήσκευμα, εάν το επιθυμούσαν, να παρατηρηθεί μαζική αποχώρηση των νεοπροσήλυτων χριστιανών.

Έτσι, από τη στιγμή που η εκκλησία λειτουργούσε ως μία κρατική οργάνωση και υπό την εξουσία της πολιτείας, ήταν φυσικό με την πτώση του τσαρικού καθεστώτος να ακολουθήσει και η κατάρρευσή της. Στην οπτική του απλού λαού τσαρικό καθεστώς και Ορθόδοξη Εκκλησία ταυτίζονταν.

Με την πτώση της μοναρχίας ακολούθησαν πολλά δεινά για την Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία, η οποία όμως κατόρθωσε να ανασυνταχτεί, να επιβιώσει και με την πάροδο των χρόνων να ανακτήσει το κύρος της και τους πιστούς της και να αποτελεί στη συνέχεια ένα πραγματικό πνευματικό καταφύγιο. Τη δεκαετία του 1990 ανάκτησε και την πολιτική επιρροή της.

Η παράμετρος που πάντως είναι εντυπωσιακή, είναι η αντοχή της πνευματικής σχέσεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον ρωσικό λαό.

 

 

 

 

 

 

 

Περίληψη

 

Η Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου (1689-1725) ενσωματώθηκε στον κρατικό μηχανισμό και βαθμιαία οδηγήθηκε σε υποταγή στην κοσμική εξουσία, την διάθεση του τσάρου και του αυτοκρατορικού επιτρόπου. Το πιο διευρυμένο πρόβλημα καθ’ όλη την μετέπειτα περίοδο ήταν το οικονομικό. Με την Οκτωβριανή επανάσταση, για την Ρωσική Εκκλησία σήμανε η ώρα για την παύση του παλαιού Συνοδικού συστήματος αλλά και τη γένεση ταυτόχρονα πολλών άλλων προβλημάτων, τα οποία την απασχόλησαν έντονα ή και την ταλάνισαν και συγχρόνως ανέδειξαν τον βαθμό της πνευματικής ετοιμότητάς της.

 

 

Položaj Pravoslavne Crkve u Rusiji

(Krajem 19 – početkom 20 veka)

 

Сажетак

 

Ruska Pravoslavna Crkva još iz perioda Petra Velikog (1689-1725) uvrstila se u državni mehanizam I polako se privela u službu državi, na raspolaganje caru i njegovog prokura. Najveći problem posle ovog perioda bio je ekonomske prirode. Izbijanjem Oktobarske revolucije za Rusku Crkvu je značio čas prestanka starog Sinodskog sistema ali istovremeno radjanje novih problema, koji su je veoma obuzimali ili čak remetili ali i istovremeno dokazivali stepen njene duhovne spremnosti.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) τα νέα δεδομένα υποχρέωσαν τον τσάρο να στραφεί στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας και να προβεί στη λήψη των απαραίτητων μέτρων και μεταρρυθμίσεων. Οι σημαντικότερες ήταν η κατάργηση της δουλοπαροικίας, το 1861, και η προώθηση της ανάπτυξης της βιομηχανίας. Η κατάργηση της δουλοπαροικίας επέτρεψε σταδιακά στους χωρικούς να αποκτήσουν κάποιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, καθώς και, σε όσους επιθυμούσαν, να μετακινηθούν προς αναζήτηση εργασίας στις περιοχές όπου αναπτυσσόταν η βιομηχανία. Επίσης, παραχωρήθηκαν σταδιακά και ορισμένες αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας σε εκπροσώπους των χωρικών ή και κατοίκων πόλεων, που δεν είχαν ευγενή καταγωγή. Scheibert P., Die russische Agrarreform von 1861, Köln 1973.

Σημαντική επίσης θεωρείται και η στρατιωτική μεταρρύθμιση, με την οποία καταργήθηκε η παλιά μακροχρόνια θητεία και θεσπίστηκε υποχρεωτική εξάχρονη, το μέγιστο, για όλους. Η θητεία αυτή εξαρτιόταν από την μόρφωση του ατόμου που καλούνταν να υπηρετήσει. Έτσι, ο απόφοιτος πανεπιστημίου υπηρετούσε μόνο δυόμιση έτη. Ακόμα λήφθηκαν μέτρα και για την εκπαίδευση. Ιδρύθηκαν πολλά σχολεία και δόθηκε αυτονομία στα πανεπιστήμια. Beyrau D., Militär und Gesellschaft im vorrevolutionären Russland, Köln 1984.

[2] Μεταξύ των ετών 1856-1864 πραγματοποιήθηκε η Τρίτη και τελευταία προσπάθεια κατάκτησης του Καυκάσου. Η Ρωσία με στρατό 200 χιλιάδες κατάφερε να υποτάξει 54 λαούς και 14 φυλές. Πολλοί κάτοικοι της συγκεκριμένης περιοχής αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

[3] Το έτος 1865 έπεσε η Τασκένδη, το 1868 το Εμιράτο Μπουχάρα, το 1873-1876 τα Χανάτα Chiwa και Kokand και στα 1881-1884 κατακτήθηκαν οι οάσεις Aschabad, Merv και Kuska στην έρημο Κάρακουμ.

[4] Τα νέα σύνορα προσδιορίστηκαν με τη Συνθήκη της Aigun το έτος 1858 και με τη Συνθήκη του Πεκίνου το 1860. Με τη συνθήκη αυτή παραχωρήθηκαν στη Ρωσία 290 χιλιάδες τετρ. Χλμ. βόρεια από τον ποταμό Αμούρ.

[5] Με τη συνθήκη του Simodo και την αποκατάσταση ειρήνης και φιλίας με την Ιαπωνία, το έτος 1855, και με τη Συνθήκη της Αγίας Πετρούπολης, το 1875, η Ρωσία έλαβε το νησί Σαχαλίν και η Ιαπωνία τα νησιά των Κουρίλων.

[6] Η Ρωσία πούλησε 7,2 εκατ. δολάρια στις ΗΠΑ την Αλάσκα και τις Αλεούτιες Νήσους, που κατείχε από τον 18ο αιώνα. Την περιοχή αυτή εκμεταλλευόταν η Ρωσία και την έλεγχε διαμέσου μιας Ρωσο-αμερικανικής εταιρείας που είχε συσταθεί. Σχετικά με την πώληση της Αλάσκας στις ΗΠΑ και τις επιπτώσεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία της περιοχής, βλ. Ταχιάος Αν. Αιμ., Η παρουσία της Ρωσικής Εκκλησίας στις ΗΠΑ. Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 78-89.

[7] Η απογραφή έγινε την ίδια ημέρα, 28η Ιανουαρίου 1897, σε ολόκληρη τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Η απογραφή περιείχε δέκα ερωτήσεις σχετικά με το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, φύλο, κοινωνική θέση, τόπο διαμονής, θρήσκευμα, ιθαγένεια, μητρική γλώσσα, μόρφωση και επάγγελμα. Με την απογραφή αυτή διαπιστώθηκε ότι από το έτος 1646, όταν έγινε η πρώτη απογραφή του πληθυσμού της Ρωσίας, τα εδάφη της χώρας αυξήθηκαν κατά 55% και ο αριθμός του πληθυσμού κατά 18 φορές περισσότερο. Овшции свод даних переписи (1897) СПб 1905, cτ. 1-3. & Брук С.И., Кабузан В.М. Динамика численности и расселениа русскога етноса 1878-1917, Собетскаја етнографија, бr. 8/1982, cτ. 9-25.

[8] Брук, С.И, Население мира: Етнографическии справочник, Москва 1981, cτ. 14-15.

[9] Φиρcoв c., Рycka Цρκвa yoчи Προmeнa, Kρaгyjeвaц 2008, cτ. 26.

[10] Υπήρχαν 2230 πρωτοπρεσβύτεροι, 34784 πρεσβύτεροι, 14945 διάκονοι και 43857 άλλοι εκκλησιαστικοί λειτουργοί και υπάλληλοι.

[11] Έκθεση, Всеподданнейшие отчети  (1910), 23 & Всеподданнейшие отчети  (1914), 25.

[12] Στη Ρωσία τη δεκαετία του 1880 δεν υπήρχε υποχρεωτική βασική εκπαίδευση. Μόνο το 10%, περίπου, των παιδιών φοιτούσε στο σχολείο. Stökl G., Russische Geschichte, Stuttgart 1973.

[13] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 26.

[14] Η Ακαδημία της Πετρουπόλεως ιδρύθηκε στις 11 Ιουλίου 1721, της Μόσχας το 1685, του Κιέβου το 1589 και του Καζάν στις 18 Μαρτίου 1713.

[15] Eвлогий (Георгиевскй), Mитр. Путь моей жизни. Воспоминания митрополита Евлогий, изложенньіе по его рассказам T. Mанухиной. 1994,  cτ. 184

[16] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 27.

[17] Περισσότεροι από 80% των κληρικών προερχόταν από την ύπαιθρο.

[18] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 28.

[19] Για τους πρωτοπρεσβύτερους και πρεσβύτερους έχε ανέλθει ο μισθός στα 294 ρούβλια, για τους διακόνους στα 147 και για τους απλούς εκκλησιάρηδες στα 98 ρούβλια.

[20] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 29.

[21] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 30.

[22] Ο τσάρος Αλέξανδρος Γ΄ ήταν ένθερμος υπερασπιστής του υφιστάμενου καθεστώτος στη Ρωσία και με διάφορους περιορισμούς των αρμοδιοτήτων των οργάνων της αυτοδιοίκησης, στις τοπικές κοινωνίες, πίστευε ότι θα αναστείλει τη δράση και τις διεκδικήσεις αυτών. Μάλιστα το 1887 συντρίβονται με καταστολή οι διάφορες φιλελεύθερες οργανώσεις και οι βιβλιοθήκες εκκαθαρίζονται από όλα τα έργα που θεωρούνται ανατρεπτικά. Επίσης, τα πανεπιστήμια τίθενται υπό στενή παρακολούθηση. Bensidoun S., Alexandre III, 1881-1894, Paris 1990.

Από την περίοδο του τσάρου Νικολάου Γ΄ αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστός και ο μαρξισμός στη Ρωσία, αν και η ρωσική μετάφραση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου του Μάρξ είχε δημοσιευθεί από το 1872. Το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα, που αργότερα μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό, ιδρύθηκε το 1898.

[23] Ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ διαδέχθηκε τον πατέρα του Νικόλαο Α΄ στη διακυβέρνηση της Ρωσίας σε ηλικία 37 ετών. Διέθετε καλή μόρφωση αλλά και κυβερνητική πείρα, διότι συμμετείχε σε διάφορες κυβερνητικές επιτροπές επί βασιλείας του πατέρα του. Pereira N., Tsar-Liberator. Alexander II of Russia, 1818-1881.

[24] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 32.

[25] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 33.

[26] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 34.

[27] Περίπου 740 χιλ. στρέμματα των μονών και 1,9 εκατ. στρέμματα των εκκλησιών. Религия и Церковь в иcτoрии Рoccни, M. 1975, 183.

[28] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 36.

[29] Από το 1589 έως το 1720 έχουμε Πατριαρχική περίοδο στη Ρωσική Εκκλησία. Το έτος, 1721, ο τσάρος Μ. Πέτρος κατάργησε την πατριαρχική οργάνωση της Ρωσικής Εκκλησίας και με διάταγμα το 1721 συστήθηκε Διοικούσα Ιερά Σύνοδος. Το νέο εκκλησιαστικό καθεστώς εγκρίθηκε και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Με τη μεταρρύθμιση αυτή ο Μ. Πέτρος επιθυμούσε τόσο την εξουδετέρωση της ισχύος του Πατριάρχη με την αντικατάστασή του από μια πολυμελή Σύνοδο της επιλογής του, όσο και την επιβολή της βουλήσεως της Πολιτείας στις εκκλησιαστικές υποθέσεις.

[30] Jeлачић А., Историја Русије, Бања Лука 2008, cт. 103-127

[31] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 40.

[32] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 42.

[33] Живахов, Bocпoминания τoварища oбeрпроkyрора Cвяτeйшeго Cинода kнязя, 1993, T.2, cτ. 279.

[34] Фајфрић Ж., Руски Цареви, Сремска Митровица 2008, Цар Николај ΙΙ, ст. 497-509.

[35] Александр Михаилович, вел. κнязь. Κнига воcпоминаний. 1991, cτ. 141

[36] Александр Михаилович, ο. π. , cτ. 146

[37] Мосолов, Πρи дворе поcледнего импераτορа. Запиcκи началъниκа κанцелярии миниcτρа двора, CПБ. 1992, cτ. 178

[38] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 54.

[39] Στις πολιτικές αδυναμίες του τσάρου που δεν διέκρινε ότι έπρεπε να προχωρήσει στις επιβαλλόμενες μεταρρυθμίσεις στη χώρα ήλθε να προστεθεί και η απώλεια κύρους της τσαρικής οικογένειας λόγω της στενής και μακροχρόνιας σύνδεσή της (1907-1916) με τον «ἐν Χριστῷ σαλό» και πλανόδιο κήρυκα Γ. Ρασπούτιν, καθώς και η πολιτική αντισημιτισμού και εκρωσισμού των μη ρωσικών λαών της χώρας. Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη Γ., Η αυτοκρατορική Ρωσία (1613-1917), Αθήνα 2008, σσ. 176-177.

[40] Το επαναστατικό κίνημα ευνοείται από τις μεγάλες απεργίες που πολλαπλασιάζονται στην πρώτη χρονική περίοδο του αιώνα και μετά από μια γενική απεργία στα εργοστάσια της Πετρούπολης, την 22α Ιανουαρίου 1905, ένα πεινασμένο πλήθος διαδηλώνει μπροστά στα Χειμερινά Ανάκτορα, στην Αγία Πετρούπολη, κρατώντας στα χέρια εικόνες και προσωπογραφίες του τσάρου, όταν ο στρατός ανοίγει πυρ και σκοτώνει περίπου χίλιους ανθρώπους με σκοπό να τους διαλύσει. Η πρώτη επανάσταση αποτυγχάνει. Όμως η έκρηξή της σηματοδότησε τις μετέπειτα εξελίξεις.  Berstein S. – Milza P., Ιστορία της Ευρώπης II, Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία και η Ευρώπη των εθνών. 1815-1919.  Αθήνα 1997, σ. 216.

[41] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 56.

[42] Фреидлин, Mаccoвое рабочее движение наkанyне империалиcτичеckой войньі, Иcτория пролеτариаτа, CCCP, 1934, CБ. 2, cτ.  67.

[43] Φиρcoв C., ο.π., cτ. 444.

[44] Οι Ρώσοι υπέστησαν βαριές ζημιές και απώλειες σε έμψυχο υλικό, γεγονός που επηρέασε αρνητικά την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας και ενδυνάμωσε την αντικυβερνητική κριτική και αντιπολίτευση. Έως την αρχή του 1917 έχουμε ένα εκατ. νεκρούς, τέσσερα εκατ. τραυματίες και δύο εκατ. αιχμαλώτους. Врангеля П, Воcпоминания генерала барона, 1992.

[45] Живахов, Bocпoминания τoварища oбeрпроkyрора Cвяτeйшeго Cинода kнязя, 1993, T.1, cτ. 288.

[46] Карташев, Временное Правиτельcτво и Церkовь, Из иcτoрии хриcτианckoй Церkви на родине и за рyбежом в XX cτoлеτии, 1995, (2), cτ. 15.

[47] Φειδάς Β., Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσίας. Από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα, Αθήνα 2005, σ. 401.

[48] Φειδάς Β., ο.π., σ. 403.

[49] Εκκλησιαστική Αλήθεια (Ε.Α.), Τ. 42 (1918), σ. 86.

[50] Ε.Α., Τ. 42 (1918), σ. 113.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.