Συμβαίνουν και αλλού. Σύμφωνα με ανταπόκριση του εβδομαδιαίου περιοδικού TIME στο τεύχος της 26ης Σεπτεμβρίου 2011, το ιταλικό πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να είναι έκθετο σε κατηγορίες για αυθαίρετες παραβατικές συμπεριφορές.
Συγκεκριμένα, ενώ γίνεται στη γειτονική μας χώρα έντονη συζήτηση για μέτρα εξοικονόμησης 50 δις ευρώ και αναζητούνται πηγές χρηματοδότησης, δημοσιεύθηκε στον τύπο το μενού του εστιατορίου της ιταλικής βουλής. Οι τιμές στον κατάλογο αυτό και για σπάνια πανάκριβα εδέσματα σε απαστράπτον πολυτελές περιβάλλον, όπου οι σερβιτόροι φορούν λιβρέες, είναι απλώς συμβολικές και ανέρχονται σε λίγα ευρώ, αφού επιδοτούνται γενναία από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η συζήτηση αυτή οδήγησε στην αναζωπύρωση των κατηγοριών για αδικαιολόγητες παροχές τις οποίες αυθαίρετα απολαμβάνουν οι κυβερνητικές ελίτ. Και βέβαια, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης έσπευσε κοινότυπα να δηλώσει ότι «σε εποχή κρίσης, όταν ζητάμε θυσίες από τον ιταλικό λαό, οι πολιτικοί μας πρέπει να δώσουν παραδείγματα συμπεριφοράς».
Όχι βέβαια χωρίς λαϊκισμό, οι εφημερίδες άρχισαν να ερωτούν γιατί να επιδοτείται αφειδώς η τάξη των πολιτικών, τους οποίους στην Ιταλία αποκαλούν περιφρονητικά La Casta (ή Κάστα). Χαρακτηρισμοί όπως «παράσιτα», «αμαθείς», «καιροσκόποι», «ανάξιοι» και «δεκαρολόγοι» εκτοξεύτηκαν. Άρθρα δημοσιεύθηκαν για να περιγράψουν την καθημερινή ζωή στα κυβερνητικά κτήρια της Ρώμης, όπου οι πολιτικοί έχουν πρόσβαση σε ιδιαίτερα υποκαταστήματα τραπεζών και αποκλειστικά πολυτελή καταστήματα, όπως καταστήματα ειδών καπνιστού που διαθέτουν σπάνια πούρα, αλλά και αποκλειστικά μπαρ και εστιατόρια. Κάθε μήνα, έγραψαν, τα μέλη του κοινοβουλίου (ανέρχονται σε 630, ενώ οι γερουσιαστές είναι 321) εισπράττουν ένα αφορολόγητο ποσό περίπου 5.700 ευρώ πλέον 4.100 ευρώ για έξοδα παράστασης, πλέον ακόμη 4.100 ευρώ για διάφορα έξοδα. Τους κατηγορούν ότι ταξιδεύουν ελεύθερα με τα αεροπλάνα και τα τραίνα της Ιταλίας, ενώ δεν πληρώνουν διόδια στις εθνικές οδούς. Έχουν ελεύθερη είσοδο στους αγώνες ποδοσφαίρου και μεγάλος αριθμός από αυτούς απολαμβάνει κρατικό αυτοκίνητο και οδηγό. Το ωράριο εργασίας είναι περιορισμένο και παραβιάζεται, ενώ κανείς δεν υποχρεώνεται να εγκαταλείψει την ιδιωτική του εργασία όντας μέλος του κοινοβουλίου. Εκείνο όμως που εξαγρίωσε περισσότερο το αγανακτισμένο κοινό είναι το γεγονός ότι οι πολιτικοί εξακολουθούν να λαμβάνουν γενναιόδωρες συντάξεις και βοηθήματα για δεκαετίες ολόκληρες μετά την αποχώρησή τους από τη Βουλή, ακόμη και αν έχουν υπηρετήσει εκεί για πολύ σύντομο διάστημα. Σύμφωνα με τα λόγια κάποιου πολιτικού «αισθάνομαι ντροπή να λαμβάνω γενναιόδωρη σύνταξη για την οποία οι κοινοί πολίτες χρειάζεται να εργασθούν 40 χρόνια».
Οι περιγραφές αυτές θα μπορούσαν να μεταφερθούν επί λέξει και στα καθ΄ ημάς και χαρακτηρίζουν την αντίληψη που οδηγεί σε αυτό που ονομάζουμε «νομή της εξουσίας». Εκφράζουν βέβαια τις διαθέσεις μιας ελίτ, που παρά το ότι είναι μειοψηφική ομάδα μπορεί να επηρεάσει και να διεκδικήσει ανωτερότητα ως προς τους υπολοίπους. Όμως, κυρίως περιγράφουν μία διάθεση περιφρόνησης των θεσμών που οδηγεί σε διαφθορά. Γιατί πίσω από την παραβατική συμπεριφορά κρύβεται και στηρίζεται η διαφθορά. Πώς όμως να σεβαστούν τους θεσμούς οι πολιτικοί, όταν η αξιακή συγκρότηση της κοινωνίας δεν αντιλαμβάνεται την πολιτική ως υπέρβαση σε ένα σκοπό που υπερβαίνει τα άτομα;
Ειδικά για την ελληνική πολιτική ελίτ έχουμε να παρατηρήσουμε ότι δεν μπορεί να ενστερνισθεί ένα όραμα και γι΄ αυτό δεν μπορεί να δράσει προοδευτικά. Έτσι η ελληνική πολιτική ελίτ χαρακτηρίζεται από το χαμηλό ρυθμιστικό της ρόλο, ώστε συνήθως επιδιώκει τη νομή της εξουσίας και συγκροτεί ομάδα πίεσης. Υπάρχει ασυμμετρία προς το λαϊκό φρόνημα; Ενδεικτική είναι η περιχαράκωση της ελληνικής πολιτικής ελίτ στην περιοχή από το Σύνταγμα στον Λυκαβηττό. Το ότι η ελληνική πολιτική ελίτ επιμένει σε μορφές επαρχιωτισμού μπορεί ίσως να εξηγηθεί από το γεγονός της ίδρυσης του Ελληνικού Κράτους στην περιφέρεια του τότε Ελληνισμού και την καταστροφή των ελληνικών αστικών πληθυσμών της καθ΄ ημάς Ανατολής. Ωστόσο, η ελληνική πολιτική ελίτ έχει τη δυνατότητα να στρατολογεί μέλη από το υπόλοιπο σύνολο και να συνεχίζει την κυριαρχία της στο πολιτικό σύστημα. Έτσι, οι όποιοι πολιτικοί ηγέτες προέρχονται και αναδεικνύονται μέσα από την πολιτική ελίτ, ώστε μόνιμη σκοπιμότητά τους να είναι η ανάδειξη στην εξουσία και η νομή της.