Saturday 14 December 2024
Αντίβαρο
Μάριος Νοβακόπουλος Παιδεία

Φώτης Κόντογλου: Το ευαγγέλιο της απλότητας

Πολλές υπήρξαν οι αρετές του Φώτη Κόντογλου, που τον κατατάσσουν στα ωραία, φωτεινά πρότυπα του νεοελληνικού πολιτισμού. Το ζωγραφικό του ταλέντο, με το οποίο σχεδόν μοναχός αντιπάλεψε την έκλειψη της ζωντανής βυζαντινής μας τέχνης.

Μάριος Νοβακόπουλος από το Άρδην τ. 128 με αφιέρωμα στον Φώτη Κόντογλου και τη γενιά του ’30.

Η λογοτεχνική του δεινότητα, που τον κατέστησε πρωτοπόρο του μοντερνισμού στον ελληνικό μεσοπόλεμο, όσο και μεγάλο μάστορα στην παράδοση του παραμυθιού, της αγιολογίας, ως και της περιφρονημένης λαϊκής χρονογραφίας. Ο αδαμάντινος χαρακτήρας, η υπομονή με την οποία αντιμετώπισε μύριες καταστροφές, τον αιματηρό ξεριζωμό από το αγαπημένο του Αϊβαλί, τις κακουχίες της Κατοχής, την περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό από τους κατεστημένους κύκλους. Τα γραπτά του, διηγήματα, άρθρα, βίοι αγίων και βιογραφίες πειρατών και κονκισταδόρων, διακρίνονται όλα από μία λεπτή ιδιότητα, η οποία είναι τόσο συνυφασμένη με την μορφή τους που μπορεί να μας διαφύγει. Τούτη η αρετή είναι η απλότητα.

Ο ίδιος ο συγγραφέας, πολλές φορές στο έργο του, έχει ανυψώσει την απλότητα, σαν ειλικρινή, αυθεντική διάθεση του ανθρώπου, που τον ενώνει με τη φύση, τον Θεό και τον πλησίον του. Θα υμνήσει και το πιο κοινό πράγμα του κόσμου, τι πέτρες:

«Πέτρες! Τί εἶναι οἱ πέτρες; Πέτρες! Δηλαδή, τίποτα! Ποιὸς δίνει σημασία σ᾿ αὐτές; Ποιὸς χάνει τὸν καιρό του μὲ τὶς πέτρες; Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο μηδὲ νὰ μιλήσει κανένας γι᾿ αὐτές. Εἶναι τὰ πιὸ καταφρονεμένα πράγματα τῆς πλάσης. Ὡστόσο, μοῦ φαίνεται, πὼς αὐτὲς οἱ τιποτένιες πέτρες θ᾿ ἀπομείνουνε μονάχα, ὅποτε χαλάσει ὁ κόσμος καὶ λείψει κάθε ζωὴ ἀπάνω στὴ γῆ. Αὐτὲς εἶναι ἡ πρώτη σύσταση τοῦ κόσμου, κι αὐτὲς θά ῾ναι τὸ τελευταῖο ἀπομεινάρι του… Οἱ πέτρες ποὺ πατοῦσε ἀπάνω τους ὁ Ἀχιλλέας κι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος θὰ κρυφογελούσανε μὲ τὴ ματαιοδοξία τους, γιατὶ ξέρανε πὼς θὰ σβήσουνε πολὺ γρήγορα, σὰν καπνός, κι αὐτοί, κι οἱ αὐτοκρατορίες τους, κ᾿ οἱ δόξες τους, σὲ καιρὸ ποὺ αὐτὲς θὰ στεκόντανε ἀκατάλυτες, ὅπως καὶ θὰ βρίσκουνται ὡς τὰ σήμερα σὲ κάποια μεριά». [Ευλογημένο Καταφύγιο]

Απλή είναι και η μονοτονία της φύσης, που χαίρεται σαν τη συναντά στα βιβλικά κείμενα, την γραμματεία των αρχαίων Ελλήνων και τις βυζαντινές ψαλμωδίες. Απλά είναι τα βουνά με τους άχρονους, αρχαίους σχεδόν, βοσκούς κι ερημίτες που τα κατοικούν. Απλά είναι τα, αμόλυντα ακόμη από τον τουρισμό, νησάκια της πατρίδας μας, με τις βραχώδεις ακτές, τα ταπεινά καϊκάκια, τους ναυτικούς που είναι ψυχωμένοι και περιπετειώδεις, αλλά μέσα τους κρύβουν ακόμη μία ψυχή «αφελή», με την καλύτερη έννοια της λέξης, αγαθή, απονήρευτη. Τέτοια είναι η απλότητα και αγαθότητα του (εξιδανικευμένου το δίχως άλλο) αρχαίου ανθρώπου που επιβίωνε ως τον καιρό του στο άγιο Αϊβαλί και τα παρθένα μέρη της Ελλάδος, που ως κι όταν έφτανε στο έγκλημα, έμενε κατά κάποιον τρόπο αθώος, γιατί μπορεί να είχε πλημμύρα πάθους, αλλά δεν είχε πονηριά και μοχθηρία, που μολύνουν ανεπανόρθωτα την ψυχή. Εκεί ίσως ανιχνεύεται και η τόση γοητεία που ασκούσαν στον Κόντογλου και χαρακτήρες αμαρτωλοί, κοντραμπατζήδες, ληστές, πειρατές και κονκισταδόροι, εκείνου που αγαπούσε να γράφει για βοσκόπουλα, ανθρώπους μοναχικούς και πονεμένους, ιθαγενείς άκακους, καλογέρους και μάρτυρες.

Στα γραπτά του έρχεται και ξανάρχεται η επιθυμία της φυγής από έναν κόσμο πονηρό και περίπλοκο, στον οποίο ένιωθε ξένος. Βέβαια, ο άνθρωπος του Θεού νιώθει ξένος σε κάθε κοινωνία, σε κάθε κόσμο, ο οποίος από την Πτώση κι ύστερα κατατρύχεται από τον πειρασμό, τη σκληρότητα και τη διαφθορά. Ο σύγχρονος κόσμος, όμως, ο εκμηχανισμένος, αστικοποιημένος, ασεβής μέσα στην αλαζονεία του, κυνικός μέσα στο μόνιμο αίσθημα του ανικανοποίητου, με τους ρυθμούς και τα πλάσματα της φύσης εξόριστα από τα κατοικητήρια των ανθρώπων, φαίνεται να τον πονά παραπάνω. Ο άνθρωπος που πετάχτηκε σαν το πουλάκι από τη φωλιά του, από το Αϊβαλί και το νησάκι της Αγίας Παρασκευής –κόσμος που, αν πάρουμε τα λόγια του τοις μετρητοίς, πρέπει να μην είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου από τον καιρό του Ομήρου– στην αθηναϊκή Βαβυλώνα, ένιωθε ολότελα ξένος και χαμένος:

«Ὡστόσο, λίγο παραπέρα ἀπὸ τοῦτο τὸ μικρὸ περιβολάκι, ποὺ εἶνε τρυπωμένο ἀνάμεσα σὲ μικρὰ σπίτια καὶ σὲ μαντρότοιχους, οὐρλιάζει τὸ ἀνύσταχτο τέρας ποὺ λέγεται ζωή, κοινωνία καὶ πολιτισμός, ἡ σατανικὴ τούτη μηχανὴ ποὺ τὴν ἔκανε ἡ πονηρὴ διάνοια τ᾿ ἀνθρώπου… Κατεβαίνω στὴ Βαβυλῶνα [=Ἀθήνα] ὅσο μπορῶ πιὸ σπάνια, κι᾿ ὅποτε κατέβω στοὺς μεγάλους δρόμους, κιντυνεύω νὰ χάσω τὸν ἑαυτό μου. Συλλογίζομαι τὴ φωλιά μου, τὸ κηπάκι μου, τὰ πουλάκια, τὶς πεταλοῦδες, τὰ μερμήγκια, τὰ μυγάκια, ὅλα αὐτὰ τὰ ξεχασμένα πλάσματα ποὺ εἶνε σὰν ἐμένα, τιποτένια, καὶ βιάζουμαι νὰ γυρίσω πίσω».

Η απλότητα πηγαίνει χέρι με χέρι με την αγνότητα. Είτε αυτό λέγεται νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου, μίας κατάστασης σαν πριν να φάει ο Αδάμ τον καρπό, που φθάνουν οι μεγάλοι άγιοι μες την άμετρη αγάπη και γλυκύτητά τους, είτε λέγεται ευρωπαϊκή ιδέα του «ευγενούς αγρίου», το απλό το δοξάζει ο Κόντογλου γιατί είναι αγνό, καθαρό, αμόλυντο. Είναι το τελευταίο καταφύγιο, σε έναν κόσμο που, θες τα πάθη τα ανθρώπινα, θες οι δυσκολίες της ζωής και των φυσικών συνθηκών, θες οι δολοπλοκίες των βερζεβούληδων, είναι απ’ άκρη σ’ άκρη πονηρεμένος. Κι είναι αυτή η εξαφάνιση και προδοσία της απλότητας και της αγνότητας, που γεννά τον πόνο του Κόντογλου, που, από πόνος της Ρωμιοσύνης για τα ιστορικώς εντοπισμένα της δεινά, γίνεται βιβλικός θρήνος για την «ανθρώπινη κατάσταση». Μόνο από τέτοια πηγή μπορούν να βγουν διηγήματα τρόμου σαν τον Θεό Κόνανο, τα Δαιμόνια της Φρυγίας και τα Εξ Ανατολών Πνεύματα Οργισμένα, όπου μέσα από έναν ανεμοστρόβιλο δαιμονικών τερατουργιών και φρικαλεοτήτων, προβάλλει σαν απαλό αεράκι η κατακλείδα: «ἀδέρφια ἀπ’ ἀδέρφια ξοντωθήκανε δῶ μέσα».

Εδώ θα μπορούσε να γίνει η κριτική, πως η απλότητα και η αγνότητα δεν υπάρχουν. Είναι νοσταλγία για έναν χρόνο που ποτέ δεν κύλισε, και μια πατρίδα που δεν είδαμε ποτέ. Πιο καλά, ο Χρήστος Μαλεβίτσης ένιωσε, σαν λόγιος, τούτη την κραυγή του Κόντογλου για έξοδο από τον χρόνο και την ιστορία, καθώς και την τρωτότητα μιας θρησκευτικότητας που θέλει να οχυρωθεί αποκλειστικά πίσω από τις βεβαιότητες της λαϊκής πίστης (Ο Νεοελληνικός Λόγος. Δώδεκα Έλληνες συγγραφείς). Το αίτημα όμως για την απλότητα αποτελεί πρωτογενή αντίδραση της ανθρώπινης ψυχής, η οποία, προτού αναλύσει τα αισθήματά της θεωρητικά, προτού ζητήσει να συλλάβει λύσεις και εναλλακτικές, βαστά με τα δυο της χέρια το κεφάλι της μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο, και ζητά μία παύση, μία ανάσα, να μπορέσει σκεφτεί και να νιώσει πού βρίσκεται.

Σε μια εποχή πρωτοφανούς άγχους, αντιφάσεων, εναλλαγών γρήγορων που δεν φτάνει ο άνθρωπος να τις συλλάβει κι έχουν κιόλας χαθεί, τόσο δελεαστικών υποσχέσεων και τόσο τρομακτικών απειλών, η επιδίωξη της απλότητας συνδέεται με όλες τις χρηστές καταστάσεις του πνεύματος, τη γαλήνη, την ισορροπία, τους φυσιολογικούς ρυθμούς, τις αληθινές σχέσεις, τη σταδιακή πρόσληψη και επεξεργασία των αλλαγών. Το μεγάλο δράμα των καιρών μας είναι η ερήμωση της ανθρώπινης ψυχής, πιο ύπουλα από ό,τι τον περασμένο ή τον προηγούμενο αιώνα, που την συνέλαβαν τα πρώτα ευαίσθητα πνεύματα, και πιο βαθιά από όσο επιτάσσει διαχρονικά η τραγική φύση του ανθρώπου. Οι καταστροφές του σήμερα ωχριούν μπροστά στα σφαγεία του 20ού αιώνα ή την καθημερινή δυστυχία άλλων εποχών, κι όμως η «κρίση του νοήματος» γεννά πολυάριθμες, ατομικές ιστορίες συμφοράς, όπως τις βλέπουμε συνέχεια στις ειδήσεις, με την απειλή η συσσώρευσή τους να αποσταθεροποιήσει όλο το κοινό μας σπίτι.

Τούτη η «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», που διαπερνά τις εφήμερες μορφές των προβλημάτων για να φτάσει μέχρι την καρδιά τους, είναι που καθιστά, πιστεύω, πολύ πιο επίκαιρο τον Φώτη Κόντογλου από συγκαιρινούς του, που, με ανυποψίαστη αισιοδοξία, έβλεπαν μόνο τις θετικές πλευρές της «προόδου» και του «συγχρονισμού». Ένα ξεφύλλισμα της αρθρογραφίας του Ευάγγελου Παπανούτσου ή του Νίκου Τσιφόρου, τον ίδιο καιρό (δεκαετίες ’50-’60) που ο Κόντογλου εξαπέλυε μύδρους από τη στήλη του στην εφημερίδα Ελευθερία, προσφέρεται για πολύ ενδιαφέρουσες συγκρίσεις καρδιών και νοοτροπιών.
Η πολυλογία και η θεωρητικολογία, όμως, μοιάζουν κι αυτές να προδίδουν την απλότητα, έστω κι αν ξεκίνησαν για να την επαινέσουν. Καλύτερα από όλους, ας τα πει ο ίδιος ο Φώτης Κόντογλου, από την Βίβλο Γενέσεως, μία συλλογή από «ἱστορίες ἁπλὲς σὰν τίποτα»:

Ἄνθρωπε ἄμυαλε, τί τρέχεις σὰν τρελὸς ξοπίσω ἀπὸ ἴσκιους; Ζῆσε μὲ ἁπλότητα. Γίνε σὰ μέρμηγκας μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ τότες θὰ νοιώσεις τὴ θερμὴ ἀγκαλιὰ ποὺ θὰ σὲ ζεστάνει.

«Ο ευτυχισμένος Κονέκ κονέκ, ο βασιλιάς της Ταπροβάνας συλλογίζεται το τί είν’ ο άνθρωπος», τοιχογραφία από το σπίτι του Κόντογλου (Εθνική Πινακοθήκη)

 

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.