Monday 6 January 2025
Αντίβαρο
1453-Τουρκοκρατία Ταυτότητα

Τί γελᾷς, ω φθονερέ τῆς Ἑλληνικῆς δόξης; (1681)

Ο Φραγκίσκος Σκούφος, από την Κυδωνία της Κρήτης (1644-1697), ήταν λόγιος και κληρικός (Ρωμαιοκαθολικός) στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Το 1681 εξέδωσε την Τέχνη Ρητορικής στην Βενετία.

Το απόσπασμα που ακολουθεί εκθέτει ανάγλυφα την εθνική συνείδηση των Ελλήνων της εποχής, και την βαθιά σύνδεσή τους με τους αρχαίους προγόνους και την δόξα τους.

«Τί γελᾷς, ω φθονερέ τῆς Ἑλληνικῆς δόξης; Ναί καὶ εἴναι ἀλήθεια, πως καὶ ἡ φήμη καὶ ὁ νους τῶν ἀνθρώπων κουράζονται, ἐκείνη νὰ διηγάται, τοῦτος νὰ θαυμάζῃ τῆς Ἑλλάδος τὰ ἔνδοξα μεγαλεῖα. Ειπέ, ἐάν ὁ φθόνος δὲν σου πνίξη μέσα εἰς τὸν λάρυγγα τὴν φωνήν καὶ τὸν λόγον, πόθεν ἀνέτειλαν τόσοι Ἦλιοι τῆς σοφίας, με ταῖς ἀκτίναις τῶν οποίων στολισμένοι οἱ ἄλλοι, φαίνονται ἀστέρες, ὁπου τάχα ήσται σκοτος καὶ καρβουνα; Δὲν ἀστράψαν ἀπο τὴν Ἀνατολην, ἀπο τὴν Ἑλλάδα, τόσοι Φιλόσοφοι, καὶ ἀναμέσα εἰς τοὺς ἄλλους οἱ Ἀριστοτέλεις καὶ Πλάτωνες, τῶν οποίων τὰ λόγια δέχεται καὶ προσκυνᾷ ὁ Κόσμος τῶν ἐναρέτων ὡς τὰ ἐκ τρίποδος, τοτε Διδάσκαλοι, ὅταν μαθηταί τοιούτων ἡρώων, τοὺτοι λέγω καὶ ἄλλοι μύριοι δὲν εἰναι Ἕλληνες;

Ποῖον γένος ὡσάν τὸ Ἑλληνικόν ἐμπορεί να δείξη εἰς τὴν Ποιητικήν τέχνην ἑνα Ὅμηρο, ὁποὺ τυφλός εἰς τὰ ὄμματα ἡτον ἡ κόρη καὶ τὸ φως τῶν Μουσών; Ἕνα Πίνδαρον, ὁποὺ χύνοντας ἀπο τὸ στόμα ὄσους στίχους, τόσα ῥόδα καὶ ἄνθη, τοῦ ἔτρεχαν εἰς τὴν γλώσσαν ἡ μέλισσαις, δια να πιπηλίσουν τὸ μέλι καὶ τὴν γλυκύτητα; Ἕνα Ἀριστοφάνη, Ἕνα Ευριπίδη, Ἕνα Ησίοδον, καὶ τόσους Ποιητάς, ὁποὺ δια να τους στεφανώση, ἐμάδισε ὁ Ἀπόλλων ταῖς δάφναις ὅλαις τοῦ Ἑλικώνος; ὁ Δημοσθένης, ὁποὺ εἰς τὴς εὐγλωττίαν εἰναι ὁ ἀρχηγός, καὶ ἡ στολή τῶν Ῥητόρων; ὁ Ευκλείδης, ὁποὺ εἰς τὴν Μαθηματικών ἔπλεξε τῆς ἰδίας του κεφαλῆς τόσους στεφάνους, ὅσους ἔκαμε κύκλους, καὶ ὕψωσωσε εἰς αθανασίαν τοῦ ὀνόματος τόσαις πυραμίδαις, ὅσα εὔρηκε τρίγωνα καὶ τετράγωνα σχήματα; Ο Ἱπποκράτης, ὁ Γαληνός θεοὶ τῆς Ἰατρικῆς τέχνης, ὁποὺ χωρὶς να κλέψουν ὡς ὁ Προμηθεύς τὴν φωτιάν ἀπο τὴν Ἡλιακήν σφαίραν, ἐμψύχωναν τοὺς νεκροὺς, καὶ με ποτὰ θαυμαστότερα ἀπο τὸν κρατήρα τῆς Ἑλένης τῶν ἐπότιζαν τὴν ζωήν;

Ο Ἀλέξανδρος, ὁποὺ δια τὴν στρατηγικήν ἀνδρείαν ἐφάνη εις τοὺς πολέμους ἄλλος Ἄρης, καὶ σφίγγοντας ὄχι μάχαιραν, ἀμή ἀστροπελέκι, ἐπροσκύνατο ἀπο τὸν Κόσμον ὡς ‘παιδί του μεγάλου Διός; Και τέλος ο Θουκυδίδης εις ταις Ἱστορίαις, ὁ Ξενοφών, ὁ Πλούταρχος, εις τὸν ὁποῖον βλέπομεν θησαυρισμένα τα πλούτη κάθε μαθήσεως, καὶ σοφίας (δια να αφήσω τόσους ἄλλους εις κάθε ἐπιστήμην και αρετήν ὄχι ἀπλώς εναρέτους ἄνδρας, ἀλλά Ἡρώας και Ημίθεους) τούτοι ὅλοι δεν εἰναι τῆς σοφής Ἑλλάδος γόνος και τέκνα; Ποῦ ἄνθησαν οι Ἀκαδημίαις του θείου Πλάτωνος; Που οι Περίπατοι του μεγάλου Ἀριστοτέλους; Που η Ἀρειοπάγοι των σοφών Ἀθηναίων; που οι στοαίς των Στοϊκών Φιλοσόφων; Πόθεν οι Λυκούργοι, οι Σόλωνες, και οι ἄλλοι νομοθέται τῆς Οικουμένης; Πόθεν οι νόμοι, ὁπου εως τὴν σήμερον κυβερνούσι τον Κόσμον; Ωσάν να μην ἔφθανε ἄλλη σοφία, δια να τον κυβερνήση, παρ’εκείνη των Ἑλλήνων; Διατί λοιπόν αδεν έχης ὄμματα να ἰδής τόσον φως, ἔχεις γλώσσαν να γαυγίζεις ὡς ἄλλος Κέρβερος και Ἑρμῆς;

Αλλὰ ἀκούω, τί λέγεις.

Ὕστερον ὅπου τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου ἐδίωξε τὰ σκότη τῆς πλάνης, καὶ ἔλαμψεν εἰς τὸν κόσμον ἡ Πίστις, ἐσβύσθη καὶ τῶν Ἑλλήνων ἡ δόξαΣφαίνεις πονηρέ, διατί ποτέ δεν ἀστράψε περισσότερον, παρὰ ἀνάμεσα εἰς τὰς ἀκτίνας τῆς Πίστεως, μάρτυρας ὅλη ἡ Χριστώνυμος πολιτεία, τούτη ἁς εἰπή, πόσους Διδασκάλους τῆς ἔδωκε ἡ Ἑλλάδα, ὁπου με τους ίδρωτας του προσώπου, με εξορισμούς, με κινδύνους, και με χίλαιες ἄλλες ταλαιπωρίαις ὑπερμάχησαν δια την Ἐκκλησίαν; Πόσους Ποιμένας, ὁπου με το γάλα τῆς ευσεβείας ἔθρεψαν λαούς, χώραις, βασίλεια, και με τὴν ποιμαντικήν ῥάβδον ἔδιωξαν μακράν τους σατανικούς λύκους, πόσους ἔμπειρους ναύτας, ὁπου ἀνάμεσα εις ταις τρικυμίαις των αιρέσεων, εις τους σκληρούς ἀνέμους των διωγμών, εις ταις ἀστραπαις των ἠκονισμένων μαχαίρων, εις ταις βρονταίς των Τυρράνων, ὁπου εφοβέριζαν χίλιους θανάτους, ἔκυβερνησαν το σκαφίδιον του Πέτρου, δια να μην μακρύνη ποτέ ἀπο τον λιμένα τῆς ἀληθείας. Πόσους Γεωργούς, ὁπου ξερριζώνοντας ἀπο ταις καρδίαις των ἀνθρώπων ταις ἀκάνθαις τῆς πλάνης, ἐφύτουσαν τὸ δένδρον τῆς ζωῆς, ὁπού εἶναι ἡ ἀληθινὴ και καθολική Πίστις, ἡ πορφύρα, ὁπού στολίζει τὴν Ἐκκλησίαν, δεν εβάφη εις τα αίματα των γενναίων και αθλοφόρων Μαρτύρων, ὁπού εγέννησε ἡ Ἑλλάδα;

Ὁ στέφανος, ὁπού της στεφανώνει τὴν κορυφήν δεν επλέχθη με τούτου τα ρόδα, και με τους κρίνους, ὁπού εβλάστησαν εις τους Ἑλληνικούς κήπους; Το σκήπτρον, ὁπού ἔχει, ὄχι εις μίαν ή άλλην Χώραν, ἀλλ’εις ὅλην τὴν Οἰκουμένην, δεν της το ἀπόκτησαν οἱ Αθανάσιοι, οἱ Γρηγόριοι, οἱ Βασίλειοι, οἱ Χρυσόστομοι, και τόσοι ἄλλοι Πατέρες και ὑπέρμαχοι τῆς ἀληθείας, ἀρπάζοντας ἀπο τὴν τυραννίδα τοῦ σατανικοῦ Κοσμοκράτορος τα βασίλεια, και ὑποτάζοντας ταύτα εἰς τὸν γλυκύν ζυγόν τοῦ Σταυροῦ; Τούτοι δεν εκήρυξαν με τὴν γλώσσαν, δεν εεβαίωσαν με τον κάλαμον, δεν ελάμπρυναν με τὰ βιβλία, δεν εμαρτύρησαν με τὰ θαύματα ( ὁπού εθαύμασαν, και θαυμάζουσι ὁι αιώνες) τὴν Πίστον, τὰ δόγματα, ὁπού εκείνη ὁμολογά, και κηρύττει;

Μίλησε και Εσύ, ω Ουρανέ, ειπέ και Εσύ με ακτινοβόλον γλώσσαν τῆς χριστωνύμου Ἑλλάδος ταις δόξαις. Πού είδες τὴν πρώτην φοράν ἀνθρώπους να περνοῦσι μέσα εις τὰ ερήμους ζωήν των Ἀγγέλων, και να ἀντιλαλοῦσι τοὺς θεϊκούς ὕμνους εκείνα τα δάση, εις τα ὁποία δεν ακούοντο παρὰ ἡ ἄγριαις φωναίς των θηρίων; Πού είδες τὰ ὄρη πετρώδη και ἄκαρπα να βλαστάνουσι ἀνθη των ἀρετών, και κάθε πλέα θαυμαστής ἀγιότητος; Ποῦ εἶδες τόσους Παραδείσους, ὅσα Κοινόβια, και τόσους νέους Ἀδάμ χωρὶς ἁμαρτίαν και πταίσμα, ὅσους μονάζοντας; Πόθεν ἐξερρίζωσας τόσους κρίνους, δια να στολίσῃς τοὺς ἰδίους σου κήπους; Πόθεν ἐτρύγησας τόσα ρόδα, δια να μυρίσῃ μετ’εκείνα ο Παράδεισος; Πόθεν ἐμάζωξας τόσους φοίνικας, τόσαις δάφναις, δια να ῥαντίσῃς με τούταις, και να στεφανήσῃς μετ’εκείνους του μεγάλου Βασιλέως τὸν θρόνον;

Ποῖος παρὰ ἡ Ἑλλάδα σου ἔχαρίσε τὰ πλέα ὑπέρφωτα ἄστρα, ὁποῦ να σου ἀστράπτουσι εις τὸ στερέωμα; Ποῖοι παρὰ οἱ Ἕλληνες ἑστάθησαν ἐκεῖνοι, ὁποῦ σου ἐλεύκαναν τὸν εὔμορφον Γαλαξίαν με τὸ γάλα τῆς παρθενίας, ὁποῦ σε εζωγράφισαν τὴν θαυμαστὴν Ίριν με τὸ αίμα ὁποῦ ἔχυσαν δια τὴν Πίστιν, και με ταῖς ἀρεταῖς, ως με τίμιαις πέτραις, σου ἔκτισαν τὴν μακαρίαν καὶ ἀστραπηφόρον σου Πόλιν; Καὶ εἰς βραχυλογίαν, ἐὰν ὁ Ἑωσφόρος σε ἐγδύσει ἀπὸ τοὺς Ἄγγελους, τὸ Ἑλληνικὸν Γένος τόσους καὶ τόσους Ἁγίους σου ἔδωκε, ὁποῦ δεν φαίνεσαι πλέα Οὐρανός, ἀμὴ χωρὶς καμίαν ὑπερβολήν, ὅλος ὅλος φαίνεσαι μία Ἑλλάδα.»

 

Πηγή: Φραγκίσκου Σκούφου Τέχνη Ρητορικής, Provincia di Venezia [Ενετίησιν]: Παρά Μιχαήλ Αγγέλω τω Βαρβωνίω, 1681, σ.53-60
Twitter Chrysoloras (@Alyunan00)

Cognosco Team

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.