Από το 1914 έως το 1918 υπήρξαν
διάφορες πολιτικές αλλαγές στο χώρο της Κεντρικής Ευρώπης λόγω του Α Παγκοσμίου πολέμου και της πτώσεως της
γερμανικής μοναρχίας των Habsburg. Η πτώση αυτού του κύριου προστάτη των
συμφερόντων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αναστάτωσε το Βατικανό και
δημιούργησε ανασφάλεια. Το Βατικανό τότε συνειδητοποίησε ότι ήρθε η ώρα που θα
αντικατασταθεί ο αναχρονιστικός φεουδαρχικός συντηρητισμός με τις ιδέες του
φιλελευθερισμού. Οι νέες αυτές εξελίξεις στην Κεντρική Ευρώπη επηρέασαν άμεσα και
τους νοτιοσλαβικούς λαούς, οι οποίοι πέτυχαν την ένωσή τους μέσα σ’ ένα ενιαίο
κράτος, παρότι η Αγία Έδρα προσπάθησε να αποτρέψει κάτι τέτοιο.[1]
Την 1η Δεκεμβρίου του
1918 συγκροτήθηκε το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, κάτι που
αποτέλεσε το τέλος του αγώνα των νοτιοσλαβικών λαών και την πραγματοποίηση του
πόθου τους υπέρ της συνενώσεως σε ένα ενιαίο κράτος. Στη διαδικασία της ενώσεως
και της ιδρύσεως του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, πρωτεύοντα
ρόλο διαδραμάτισε η Σερβία, η οποία από την έναρξη του Α Παγκοσμίου πολέμου, είχε ως κύριο στόχο την
απελευθέρωση της Σερβίας και των περιοχών στις οποίες ζούσαν Σέρβοι – της
Κροατίας και Σλοβενίας, και την τελική συγκρότηση ενός ενιαίου κράτους. Τη
συγκατάθεσή τους για την ίδρυση του νέου αυτού κράτους έδωσαν και οι νικήτριες
δυνάμεις μετά τον Α Παγκόσμιο πόλεμο,
Γαλλία και Αγγλία.
Πριν από το τέλος του Α Παγκοσμίου πολέμου άρχισαν να εμφανίζονται
και οι πρώτοι σοβαροί συλλογισμοί για την οργάνωση και το πολιτικό σύστημα του
μελλοντικού κράτους. Από τη μία πλευρά, η πλειοψηφία των Σέρβων πολιτικών
αντιπροσώπευε, με επικεφαλής τον τότε πρόεδρο της κυβερνήσεως Nikola Pašić, την
άποψη ότι πρέπει να εφαρμοστεί ένα ουνιταριστικό-συγκεντρωτικό σύστημα στο
κράτος, που θα βασίζεται στους ήδη υφιστάμενους θεσμούς του Βασιλείου της
Σερβίας και από την άλλη υπήρχε η άποψη ότι το πολιτικό σύστημα του νέου κράτους
πρέπει να είναι ομοσπονδιακό, με την ύπαρξη αυτόνομων περιοχών. Υπέρ της
εφαρμογής αυτής της λύσεως τάχθηκαν και οι εκπρόσωποι των Κροατών με επικεφαλής
τον πολιτικό Ante Trumbić. Όμως, εξ ίσου
μεγάλο πρόβλημα ήταν και η ρύθμιση του θρησκευτικού ζητήματος, μετά την ένωση
των τριών λαών – ορθόδοξων, ρωμαιοκαθολικών και μουσουλμάνων.[2]
Στη συνδιάσκεψη της Κέρκυρας, που
έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 1917, λίγο πριν από τη συγκρότηση του Βασιλείου, οι
συμμετέχοντες, Σέρβοι, Κροάτες και Σλοβένοι αντιπροσώπευσαν την άποψη ότι «όλες
οι αναγνωρισμένες θρησκείες θα μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα»
και οι σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και στις θρησκευτικές κοινότητες θα
ρυθμιστούν μετά τη συνένωση των τριών λαών σε ένα κράτος. Ο Nikola Pašić πρότεινε «να είναι όλες οι θρησκείες
ισότιμες και να έχουν την ίδια προστασία από τον ισχύοντα νόμο». Έτσι,
φάνηκε πως το θέμα αυτό λύθηκε.[3]
Συγκεκριμένα το υπ’ αριθμ. 7 άρθρο της
Διακηρύξεως της Κέρκυρας έλεγε ότι: «Όλες
οι αναγνωρισμένες θρησκείες μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα και δημόσια. Η
Ορθόδοξη, η Καθολική και η Μουσουλμανική κοινότητα, που έχουν και το μεγαλύτερο
αριθμό πιστών, θα είναι ισότιμες απέναντι στο κράτος. Έχοντας υπόψη τις αρχές
αυτές ο νομοθέτης θα φροντίσει ώστε να προστατεύει και να διατηρεί την
θρησκευτική ειρήνη, που ανταποκρίνεται στο πνεύμα και στο παρελθόν ολόκληρου
του λαού μας». Οι διατάξεις όμως της Διακηρύξεως της Κέρκυρας, που
αφορούσαν το θρησκευτικό ζήτημα δεν έγιναν στο νέο κράτος παντού αποδεκτές με ενθουσιασμό.
Τον Οκτώβριο του 1918, αμέσως μετά
την ίδρυση του Λαϊκού Συμβουλίου του Ζάγκρεμπ και την ανακήρυξη του Ανεξάρτητου
Κράτους των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων που ζούσαν στο πλαίσιο της τέως
Αυστροουγγαρίας, η κεντρική επιτροπή αποδέχθηκε, στη συνεδρίαση της 24ης
Νοεμβρίου 1918, να ενωθεί αυτό το νέο κράτος με το Βασίλειο της Σερβίας και του
Μαυροβουνίου και να συγκροτηθεί από κοινού το ενιαίο Βασίλειο των Σέρβων,
Κροατών και Σλοβένων. Ακολούθησαν και διάφορες επίσημες δηλώσεις των εκπροσώπων
της ρωμαιοκαθολικής κοινότητας που ήταν υπέρ της συγκροτήσεως. Το πιο σημαντικό
απ’ όλα ήταν η Εγκύκλιος του Λαϊκού Συμβουλίου του Ζάγκρεμπ, προοριζόμενη για
τους Κροάτες-ρωμαιοκαθολικούς ιερείς, η οποία όριζε ως καθήκον να εξηγήσουν
στους πολίτες της Κροατίας, την ανάγκη να εφαρμοστεί στην πράξη, μέσα σε
συνθήκες ειρήνης και δικαιοσύνης, η ιδέα της ανοικοδομήσεως του ενιαίου και
ελεύθερου κράτους των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων.[4]
Πολλοί από τους κρατικούς και
εκκλησιαστικούς ηγέτες, τόσο της Κροατίας όσο και της Σλοβενίας, εξέφραζαν την
άποψη ότι θα ήταν πολύ καλύτερα να ενωθούν μαζί με τους Σέρβους σε ένα ενιαίο
κράτος, παρά να ανακηρυχθούν ανεξάρτητα τα κράτη τους, γιατί ενωμένοι όλοι μαζί
θα είναι πολύ πιο ισχυροί. Για παράδειγμα, ο Ante Pavelić,
ένας από τους πιο διακεκριμένους Κροάτες πολιτικούς, ο οποίος διαδραμάτισε
σπουδαίο ρόλο στη συγκρότηση του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων,
εξηγώντας τη νεοδημιουργηθείσα κατάσταση είπε μεταξύ άλλων: “Εμείς
οι Κροάτες είχαμε μεγάλη αγωνία
για το τι θα ήταν καλύτερο να κάνουμε. Αν
ανακηρύτταμε κάποιο ανεξάρτητο Κροατικό κράτος, θα είχαμε μόνο τέσσερις
επαρχίες γύρω από την πόλη του Ζάγκρεμπ και τίποτε άλλο. Αν, όμως, επωφεληθούμε της ευκαιρίας και
ενωθούμε στο κοινό με τους Σέρβους κράτος, τότε θα είμαστε πολύ πιο ισχυροί.
Περιοχές στις οποίες ζουν Κροάτες και Σέρβοι όπως η Bačka, η Baranja, το Srem, αλλά
και η Βοσνία, εξέφρασαν ήδη την επιθυμία να ενωθούν με τη Σερβία. Η Δαλματία
και η Σλοβενία ζήτησαν, επίσης, να γίνουν μέρος του ενιαίου κράτους. Τι έπρεπε
να κάνω εγώ; Αποφάσισα ότι το καλύτερο για εμάς τους Κροάτες θα ήταν να
προσχωρήσουμε στο ενιαίο Νοτιοσλαβικό κράτος”[5]
Το Βατικανό την περίοδο της πτώσεως
της Αυστροουγγαρίας προσπάθησε να κατευθύνει τις εξελίξεις βάσει των
συμφερόντων του. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1918, δεν έδιδε τη συγκατάθεσή του για
οποιαδήποτε αλλαγή στην Κεντρική Ευρώπη. Στη συνέχεια και κάτω από την πίεση
των γεγονότων τάχθηκε υπέρ της συγκροτήσεως κάποιας Παραδουνάβιας Ομοσπονδίας,
πάνω στα θεμέλια της τέως Αυστριακής. Λίγο αργότερα, όταν συνειδητοποίησε πως
κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, συνηγορούσε υπέρ της δημιουργίας ανεξαρτήτων κρατών
– Σλοβενίας και Κροατίας. Η συγκρότηση του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και
Σλοβένων ήταν η χειρότερη λύση. Όμως, όταν αντιλήφθηκε πως δεν μπορεί να κάνει
τίποτα για να αποτρέψει τη συγκρότηση
αυτού του Βασιλείου προσαρμόστηκε πολύ γρήγορα στη νεοδημιουργηθείσα κατάσταση.
Έτσι, στις 29 Οκτωβρίου 1918, ένα μόνο μήνα προ της συγκροτήσεως του Βασιλείου
των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, ο ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος Ζάγκρεμπ A.
Bauer παρέσχε ηθική υποστήριξη στην ιδέα για απόσχιση από την Αυστροουγγρική
μοναρχία.[6]
Τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα του
Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων συνηγορούσαν υπέρ της εφαρμογής των
φιλελεύθερων και αστικών λύσεων για το σύστημα του κράτους (ελευθερία
αυτοσυνειδησίας, ανεξιθρησκία, ανεκτικότητα, κοινοβουλευτικό σύστημα, αστικές
ελευθερίες) και θεωρούσαν τους Σέρβους, Κροάτες και Σλοβένους ως ένα λαό, που
έχει την ίδια γλώσσα, την ίδια καταγωγή και τα ίδια συναισθήματα για την
ακεραιότητα του νέου κράτους. Οι κορυφαίοι εκπρόσωποι του κροατικού
ρωμαιοκαθολικού κλήρου εξέφρασαν την αφοσίωσή τους προς το νέο κράτος. Όμως, υπήρξαν
και κάποιοι οι οποίοι έγραψαν ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία γενικότερα αντιμετώπισε
το νέο κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων με φόβο και ελπίδα. Φόβο γιατί η
πλειοψηφία των πολιτών δεν ήταν ρωμαιοκαθολικοί και τα θεμέλια για την ανάπτυξη
του νέου κράτους βασίζονταν στις ιδέες του ορθολογισμού, φιλελευθερισμού και
της δημοκρατίας. Και ελπίδα γιατί είχαν την πεποίθηση ότι στο Βασίλειο των
Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων μπορεί μέσω της ιεραποστολής να καθολικοποιήσουν και
τους ορθοδόξους. Ακριβώς για αυτό το λόγο από το Βατικανό στάλθηκε στους
ρωμαιοκαθολικούς πιστούς που ζούσαν στο νέο Βασίλειο επιστολή στην οποία έλεγε
ότι στο νέο κράτος πρέπει όλοι τους να είναι ιεραπόστολοι. Για το θέμα αυτό
έγινε λόγος στην εγκύκλιο επιστολή με τίτλο «Maximum illud», την οποία
δημοσιοποίησε, στις 19 Νοεμβρίου 1919, ο τότε Πάπας Βενέδικτος ΙΕ΄.[7]
Ένα μέρος ρωμαιοκαθολικών επισκόπων
και κληρικών, όπως ήταν ο επίσκοπος Λιουμπλιάνας Jeglić και ο Κροάτης κληρικός Fran Barć, θεωρούσαν
ότι η ιεραποστολή πρέπει να αρχίσει από το Βελιγράδι, από το κέντρο των
ορθοδόξων Σέρβων. Ο ηγέτης του κροατικού καθολικού κινήματος, επίσκοπος Mahnić
ήταν πεπεισμένος ότι η πολιτική από τη Δύση μεταφέρονταν σιγά-σιγά και προς την
Ανατολή, με αποτέλεσμα όλοι οι πολίτες του Βασίλειου των Σέρβων, Κροατών και
Σλοβένων να ασπαστούν κάποια μέρα το ρωμαιοκαθολικισμό. Υπήρξαν βέβαια και
εκείνοι οι οποίοι αντιδρούσαν και έλεγαν ότι από την πλευρά των ηττημένων, οι
Κροάτες και οι Σλοβένοι τάχθηκαν, ξαφνικά, στο πλευρό των νικητών. Πάντως, οι
περισσότεροι ρωμαιοκαθολικοί ιεράρχες πίστευαν ότι “το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών
και Σλοβένων αποτελεί τη γέφυρα για διείσδυση του ρωμαιοκαθολικισμού στις
πλατειές μάζες της Ανατολικής Ευρώπης και κυρίως της Ρωσίας”.[8]
Το γεγονός ότι το Βατικανό
αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων να ανεχθεί την ύπαρξη του Βασιλείου των Σέρβων,
Κροατών και Σλοβένων, αυτό δε σήμανε ότι και η Αγία Έδρα το αναγνώρισε. Στην
πραγματικότητα, το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων ήταν ανάμεσα στα
τελευταία κράτη που αναγνωρίστηκαν από το Βατικανό και αυτό γιατί το Βατικανό
συνέδεσε την αναγνώριση του Βασιλείου με την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη
σύναψη Κονκορδάτου.
Στο νεοϊδρυθέν Βασίλειο των Σέρβων,
Κροατών και Σλοβένων έγιναν εκλογές, στις 29 Νοεμβρίου 1920, για τη σύσταση της
νέας Βουλής και την ψήφιση του νέου Συντάγματος. Όμως μέσα στο νέο κράτος, οι
Σέρβοι, Κροάτες και Σλοβένοι έπρεπε να ξεχάσουν όχι μόνο τα μέχρι τότε κρατικά
σύνορα αλλά και όλα τα διοικητικά ζητήματα που τους χώριζαν. Επίσης, το έδαφος
του νεοϊδρυθέντος κράτους αποτελούσε ένα ιδιόμορφο θρησκευτικό μωσαϊκό, που
αποδεικνύεται άλλωστε και από την απογραφή του πληθυσμού, του έτους 1921, η οποία
έδειξε ότι το 46,6 % του πληθυσμού ήταν ορθόδοξοι (Σέρβοι), στη δεύτερη θέση
ήταν οι ρωμαιοκαθολικοί (Κροάτες και Σλοβένοι) με 39,4 % , ενώ στην τρίτη θέση
ήταν οι μουσουλμάνοι με 11,2 %.[9] Οι προτεστάντες αποτελούσαν το 1,8 % και όλοι οι
άλλοι πιστοί διαφόρων θρησκευμάτων δεν ξεπερνούσαν το 1%.[10]
Το νέο Σύνταγμα ψηφίστηκε στις 28
Ιουνίου 1921, ημέρα της εορτής του Αγίου Βασιλιά Λαζάρου – Vidovdan, σε
ανάμνηση της θρυλικής Μάχης του Κοσσυφοπεδίου, το έτος 1389, μεταξύ Σέρβων και
Οθωμανών.[11]
Για το λόγο αυτό το νέο Σύνταγμα του Βασιλείου έλαβε την ονομασία – Vidovdanski
Ustav, δηλ. το Σύνταγμα του Vidovdan. Για το νέο Σύνταγμα ψήφισαν συνολικά 320
βουλευτές από τους οποίους 227 ψήφισαν υπέρ και 93 κατά.[12]
Από τα όσα γνωρίζουμε στο νέο κράτος
δημιουργήθηκε από την αρχή πρόβλημα με τη θέση των θρησκευτικών κοινοτήτων και
αυτό γιατί υπήρχαν έξι συνολικά νομοθεσίες για τις θρησκευτικές κοινότητες, με
μεγάλες διαφορές μεταξύ τους: 1. Στη Σερβία υπήρχε η ισότιμη συνύπαρξη των
θρησκευτικών κοινοτήτων με την Ορθόδοξη Εκκλησία και η θέση της Ρωμαιοκαθολικής είχε ρυθμιστεί με το Κονκορδάτο
του 1914. 2) Στο Μαυροβούνιο υπήρχε επίσης η ισότιμη συνύπαρξη με την Ορθόδοξη
Εκκλησία και η θέση της Ρωμαιοκαθολικής είχε ρυθμιστεί με Κονκορδάτο από το
έτος 1886.[13] 3) Στη
Δαλματία και στη Σλοβενία υπήρχε μία σειρά αυστριακών νόμων. 4) Στη Βοϊβοντίνα
και στο Μedjumurje (περιοχή ανάμεσα στη Σλοβενία και την Ουγγαρία, πλάι στον
ποταμό Mura) ίσχυαν οι ουγγρικοί νόμοι. 5) Στην Κροατία και στη Σλαβονία ίσχυε
το αυστριακό Κονκορδάτο του έτους 1855 και κάποιοι νόμοι για τους
μουσουλμάνους. Η εκεί Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία είχε αυτονομία σχετικά με τη
ρύθμιση των εσωτερικών υποθέσεών της. 6) Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη ίσχυε η λεγόμενη
‘Συμφωνία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης’, που συνάφθηκε το έτος 1881, ανάμεσα στον
Αυστριακό αυτοκράτορα Franz Josif και τον Πάπα Λέοντα ΙΓ καί ρύθμιζε την ίδρυση και την οργάνωση μίας
χωριστής εκκλησιαστικής επαρχίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.[14]
Με την εφαρμογή αυτών των έξι,
διαφορετικών μεταξύ τους, νομοθεσιών για τη θέση των θρησκευτικών κοινοτήτων,
στο νέο κράτος δημιουργήθηκε μία χαώδης κατάσταση από νομικής απόψεως. Η
κρατική εξουσία έχοντας όλα αυτά υπόψη της πήρε την πρωτοβουλία για την εξίσωση
αυτής της πολυποίκιλης νομοθεσίας. Έτσι, την 6η Ιανουαρίου 1919 κηρύχθηκε
«Η
Αρχή της Θρησκευτικής Ισοτιμίας» στο χώρο του Βασιλείου και με
διάταγμα για τη θέσπιση του Υπουργείου Θρησκευμάτων, στις 31 Ιουλίου 1919,
ορίστηκε ο αρμόδιος υπουργός να αποτελεί «το
όργανο συνδέσεως και ελέγχου, που παρέχει όλες τις εγγυήσεις για τη συνεπή
εφαρμογή της βασικής αρχής της ισοτιμίας όλων των αναγνωρισμένων με νόμο
θρησκειών στο Βασίλειο». Επίσης στο νόμο που θεσπίστηκε για την προστασία
των μειονοτήτων, στις 5 Δεκεμβρίου 1919, υπήρχαν τρεις βασικές αρχές: η ελευθερία της θρησκευτικής
αυτοσυνειδησίας, η ισότητα των μελών όλων των θρησκευμάτων και η ισότητα όλων
των θρησκευτικών μειονοτήτων και οργανισμών.[15]
Από τη σύντομη αυτή αναφορά για τη
θέση των θρησκευτικών κοινοτήτων στο Βασίλειο των Σέρβων – Κροατών και
Σλοβένων, σε ένα νεοϊδρυθέν κράτος με τρία διαφορετικά μεγάλα θρησκεύματα,
διαπιστώνουμε ότι όταν υπήρχε θέληση και καλή πρόθεση πάντα υπήρχε λύση και
παρόλα τα προβλήματα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου μπορούσαν και
συνεννοούνταν. Όταν όμως στις μέρες μας η πολιτική ήταν τέτοια που έπρεπε να
χωρίσει αντί να συνεχίσει να ενώνει, χρησιμοποιήθηκαν κάποιες θρησκευτικές
κοινότητες, οι οποίες μέσω του θρησκευτικού φονταμενταλισμού βοήθησαν την Πολιτική
στη χάραξη των νέων συνόρων.
Δρ. Γεώργιος Νεκτάριος Αθ.
Λόης
Καθ. (ΣΕΠ) Ελληνικού
Ανοικτού Παν/μίου
Σχολής Ανθρωπιστικών
Σπουδών