(Μικρή θεωρητική δοκιμή.)
Τρίτη, 29 Νοέμβριος 2011
Θεόδωρος Ι. Ζιάκας
Η αίσθηση ότι τα κόμματα έχουν χρεοκοπήσει, προκαλεί σκέψεις και συζητήσεις για την “κατάργησή” τους. Όχι μόνο σε μας, που μας έχουν ρημάξει κυριολεκτικά, αλλά και “αλλαχού”. Είναι όμως η “κατάργηση” μια ορθή και εφικτή πρόταση; Ας την εξετάσουμε.
1. “Αναγκαίο κακό”;
Από άποψη αρχής δεν τίθεται ζήτημα. Κανονικά η ύπαρξη κομμάτων θα έπρεπε να απαγορεύεται. Διότι, όπως έγραφε η Σιμόν Βέϊλ: “Αν εμπιστευόμασταν στο διάβολο την οργάνωση της δημόσιας ζωής, δεν θα μπορούσε να φανταστεί τίποτα πιο ευρηματικό“.
-Προκειμένου, εννοείται, να κάνει τη ζωή μας Κόλαση.
Η απόδειξη της θέσης αυτής δεν στοιχειοθετείται μόνο από την εμπειρία, αλλά και από ακλόνητους συλλογισμούς, σαν αυτούς που αναπτύσσει η γαλλίδα φιλόσοφος στο βιβλίο[1] που παρουσιάσαμε στις 14-11-2011 στον “Αρμό”. Στην πράξη όμως δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε η συσσωρευμένη αρνητική εμπειρία ούτε η απορριπτική θεωρητική βάσανος. Ο λεγόμενος “ρεαλισμός” επιβάλλει την αποδοχή των κομμάτων, με το καταλυτικό επιχείρημα ότι “δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο”.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, οι “ρεαλιστές” επικαλούνται το γεγονός ότι, ως θεσμός, τα κόμματα συγκροτούν το πολιτικό σύστημα του σύγχρονου πολιτισμού, της Νεωτερικότητας.
Δεν είναι τυχαίο που δεν υπήρχαν, λένε, σε κανέναν προγενέστερο πολιτισμό.
Παράλληλα, επισημαίνουν με νόημα, πως όπου συνέβη να καταργηθούν τα κόμματα, είχαμε το χειρότερο: στρατιωτικές Χούντες.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αμφισβητούν ακόμα και τη θεωρητική δυνατότητα για κάτι καλύτερο.
Απορρίπτουν π.χ. την προνεωτερικής-ελληνικής εμπνεύσεως “αμεσοδημοκρατική” πρόταση. Είτε γιατί είναι “ανεφάρμοστη” στα σύγχρονα πολυάνθρωπα εθνοκρατικά σύνολα είτε γιατί “δεν προστατεύει τη μειοψηφία”![2]Όσο για τη δυνατότητα μετα-νεωτερικής εναλλακτικής λύσης, αυτή απορρίπτεται
εκ προοιμίου, με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει τίποτα “πέρα από τη Νεωτερικότητα”. Τίποτε που να μπορεί να τεθεί ως “νεώτερον” του “νεωτερικού”.
Κοντολογίς: Αν δεν θέλετε να στερηθείτε τον αγαπημένο σας νεωτερικό πολιτισμό και να επιστρέψετε
στον Μεσαίωνα, πρέπει να δεχθείτε το κομματικό πολιτικό σύστημα. Έστω και σαν “αναγκαίο κακό”!
2. Η νεωτερικότητα των
κομμάτων
“Ή κόμματα λοιπόν ή χούντα”! Είναι όμως έτσι;
Η τρέχουσα εμπειρία διαψεύδει το “δίλημμα”. Για τα μεν μονοκομματικά συστήματα (Κίνα, Β. Κορέα,
Μπάαθ κ.ά.) αμέσως και αυτονοήτως. Για δε τα πολυκομματικά, εμμέσως πλην
δυσνοήτως. Παράδειγμα: το δικό μας ή το ιταλικό πολυκομματικό σύστημα, για να
μην αναφέρουμε τα επιπέδου συμμοριών ανατολικοευρωπαϊκά. Επειδή όπως είπαμε, η
εμπειρία μόνο δεν μετράει, αλλά χρειάζεται και η βαθύτερη λογική κατανόηση,
καλόν είναι να εμβαθύνουμε στη σχέση κομματικού πολιτικού συστήματος και
Νεωτερικότητας.
Παρατηρούμε, κατ’ αρχάς, ότι η δυναμική του κοινωνικού πεδίου εμφανίζει πάντοτε μιαν οιονεί
“δική του βούληση”, παραγόμενη από την “ετερογονία των σκοπών“,
ήγουν τις εκούσιες και ακούσιες συνέπειες των ατομικών αποφάσεων. Σαν τη
“συνισταμένη” στη Μηχανική, όπου ένα σύστημα πολλών δυνάμεων κινείται
πάντα σε άλλη κατεύθυνση από κείνη που δείχνει η κάθε μία χωριστά. Αυτή βέβαια
δεν είναι παρά μια φυσιοκρατική ερμηνεία. Υπάρχουν και μεταφυσικές ερμηνείες,
αρκετά αξιοσέβαστες: “άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων άλλα δε Θεός κελεύει“.[3]
Ανεξαρτήτως, πάντως, των ερμηνειών (εννοηματώσεων) της διττής συνθήκης “αυτονομία του
συλλογικού / ετερονομία των συνιστωσών του”, το θέμα είναι ότι τα
πολιτικά συστήματα γεννώνται από την ανάγκη των κοινωνικών δρώντων να
“συλλάβουν” και να θέσουν “υπό έλεγχο” την
“βουλητική” αυτονομία του κοινωνικού πεδίου. Με σκοπό “να
την κάνουν δική τους”. Να την “ζέψουν”, κατά κάποιον τρόπο, στην
υπηρεσία αυτού, που σήμερα λέγεται “γενικό συμφέρον“. Το οποίο
και συγχέουν, εν γένει, με το “δικό” τους (μερικό) συμφέρον, όπως
φυσικά οι ίδιοι το αντιλαμβάνονται. Η δική τους όμως “παρέμβαση”,
απλώς προσθέτει μια ακόμα δύναμη στο σύνολο των δυνάμεων, κάνοντας τη
“συνισταμένη” να διαφεύγει και πάλι! Οπότε, η όποια
“επιτυχία” τους, μέσω του όποιου πολιτικού συστήματος, είναι πάντοτε ελλειμματική…
Δυστυχώς ή ευτυχώς, η αντίθεση ατομικού/συλλογικού δεν επιδέχεται “κατάργηση”, αλλά απλώς
εννοημάτωση / θέσμιση. Γι’ αυτό άλλωστε η Ιστορία είναι πάντοτε
“ανοιχτή” και απροκαθόριστη. Ο επιτυγχανόμενος πάντως βαθμός
“σύλληψης” της “αυτονομίας του συλλογικού” υπολαμβάνεται,
εν γένει, ως “δείκτης” κεκτημένης ατομικής και συλλογικής ελευθερίας.
Μπορούμε, στη βάση αυτή, να διακρίνουμε τρεις γενικούς τύπους πολιτικού συστήματος. Ο πρώτος και
αρχαιότερος, είναι των κολεκτιβιστικών πολιτισμών, όπου η
“βουλητική” αυτονομία του κοινωνικού πεδίου ταυτίζεται μυθικά με τη
θέληση του ελέω Θεού Μονάρχη και “συλλαμβάνεται” μέσω του
χαρακτηριστικού, σ’ αυτούς τους πολιτισμούς, πυραμιδοειδούς-δεσποτικού
“πολιτικού” συστήματος. Πλησιέστερα σε μας παραδείγματα είναι η
αρχαία Αίγυπτος, η αρχαία Βαβυλώνα και αργότερα, μετά την κατάληψη της ρωμαϊκής
Δύσης από τα νορδικά φύλα, η φεουδαρχική Ευρώπη. Ο δεύτερος και ο τρίτος τύπος,
είναι εκείνος των ατομοκεντρικών[4] πολιτισμών: του ελληνικού και
του νεωτερικού. Όπου, στη μεν ελληνική εκδοχή, η αυτονομία του
συλλογικού “συλλαμβάνεται”, μέσω της υποκατάστασης της κοινωνικής
δυναμικής, με την εννόμως βουλευόμενη Εκκλησία του Δήμου. Ενώ στη
νεωτερική εκδοχή, όπου λόγω καταστατικής ιδιωτείας, η κοινωνία δεν
συγκροτείται σε Δήμο, τον ρόλο του Δήμου τον παίζει το εκάστοτε κυβερνών κόμμα,
το οποίο και “αντιπροσωπεύει” την κοινωνία. Η
“αντιπροσώπευση” χορηγείται από την ιδιωτεύουσα κοινωνία εν είδη
“χρίσματος”, κατά την εκλογική διαδικασία.[5]
Μίλησα για “καταστατική ιδιωτεία” της νεωτερικής κοινωνίας, διότι η ειδοποιός
διαφορά του νεωτερικού πολιτισμού έγκειται στο ότι: Ως ανθρωπολογικό
φορέα του έχει το Άτομο, το οποίο: α) Είναι υπαρκτικώς προσανατολισμένο
στην “ελευθερία της ιδιωτικής απόλαυσης”. Και β) οιστρηλατούμενο από
τον “τεχνολογικό μεσσιανισμό” του, διαμεσολαβεί τις κοινωνικές
σχέσεις με απρόσωπα “συστήματα”.[6] Η εμμονή αυτή, στην Ιδιωτεία,
αφ’ ενός και στη μετατροπή της κοινωνίας σε Τεχνοσύστημα, αφ’ ετέρου,
είναι σαφώς το “οντολογικό” πλαίσιο του κομματοπαγούς πολιτικού
συστήματος.
Στη Νεωτερικότητα τα κόμματα υφίστανται ως πολιτικό σύστημα. Υπ’ αυτή την έννοια είναι
αποκλειστικώςνεωτερικό φαινόμενο. Δεν υπήρχαν πριν. Φατρίες,
παρατάξεις, μυστικές εταιρείες, υπήρχαν πάντοτε. Ο Θουκυδίδης π.χ. μιλά με ανεπανάληπτο τρόπο, για το “εταιρικόν“, που επιτρέπει το
“απροφασίστως τολμάν“.[7] Το “εταιρικόν”, οι
“δημοκρατικοί” και οι “ολιγαρχικοί” στις ελληνίδες πόλεις,
οι “Πράσινοι” και οι “Βένετοι” στον βυζαντινό Ιππόδρομο,
είναι σαφώς μορφές “κομματικότητας”, αλλά δεν είναι
“κόμματα” με τη νεωτερική έννοια: να κατεβαίνουν στις εκλογές, να
εκλέγουν “αντιπροσώπους” και να σχηματίζουν κυβέρνηση. Ούτε βέβαια οι
μυστικές εταιρείες, όπως οι Καρμπονάροι και η δική μας Φιλική Εταιρεία, ή οι
Ασασίνοι στο Ισλάμ και η Μάφια στη Σικελία. Ούτε επίσης οι χρηματιστικές
σφηκοφωλιές της Γουόλ Στρίτ. Ασφαλώς οι ποικίλες αυτές μορφές ιδιοποιούνται
ισχύ, η οποία είναι πάντοτε κοινωνικό μέγεθος. Και την ασκούν, θεσμικά ή
εξωθεσμικά. Αυτό όμως δεν τις κάνει “κόμματα”. Αν όλες τις
στοιχειώσεις πολιτικής δύναμης, τις πούμε “κόμματα”, τότε χάνουμε
αυτό που είναι η ειδοποιός διαφορά των σημερινών κομμάτων: η
“συστημική” κομματικότητα του νεωτερικού πολιτικού πεδίου.
[8]
Ας το στοχαστούμε: Αν επιθυμούμε, οπωσδήποτε, εμείς να ιδιωτεύουμε και η κοινωνία μας να
συστηματοποιείται απρόσωπα (Τεχνική), αλλά συγχρόνως να καμωνόμαστε πως
“έχουμε λόγο” στην “κατεύθυνση των πραγμάτων”, ευνόητο είναι ότι χρειαζόμαστε μεσολαβητή: ένα ιδιαίτερο “σύστημα”, ένα “σύστημα ελέγχου”, το οποίο να μας “αντιπροσωπεύει”.
Και ιδού το πολιτικό σύστημα της Νεωτερικότητας: το κομματικό πολιτικό σύστημα.
3. Κόμματα και ιδεολογικός φενακισμός
Το Κόμμα, ως θεσμός,
κατάγεται από τις επαναστατικές λέσχες των ιακωβίνων, τις στοές των διαφωτιστών
και την ολοκληρωτική εμπειρία της Καθολικής εκκλησίας. Από τους ιακωβίνους πήρε
την “ριζοσπαστική” αυτοεκτίμησή τους ως “εκλεκτών”, από
τους διαφωτιστές τη μηχανιστική σκέψη και απ’ τους καθολικούς την προπαγάνδα
και την τυφλή πίστη στο δόγμα.[9]
Τα στοιχεία αυτά πέρασαν
στο DNA των κομμάτων και τα κάνουν μηχανισμούς “ολοκληρωτικούς”,
φύσει και θέσει. Το κόμμα υποκαθιστά τις “μάζες”, η κομματική
“νομενκλατούρα” (η στελεχιακή ιεραρχία) υποκαθιστά το κόμμα και η
ηγεσία υποκαθιστά την “νομενκλατούρα”. Ο “αντιπροσωπευτικός”
ρόλος του κόμματος αρθρώνεται, έτσι, στην τριπλή αυτή υποκατάσταση, της
οποίας η ισχύς δεν αναιρείται, ακόμα και στην περίπτωση που δεν αναφερόμαστε σε
ένα οφθαλμοφανώς αυταρχικό κόμμα, “κόμμα αρχών” ή μη, αλλά και όταν
μιλάμε για κόμματα – “συνδικάτα ατομικών συμφερόντων”,
“αθροίσματα καιροσκόπων”, ή “οικογενειοκρατικά φέουδα”,
όπως τα ελληνικά “κόμματα εξουσίας”.
Σκοπός του κόμματος,
παγκοίνως αποδεκτός, είναι η κατάληψη της εξουσίας, προκειμένου
-εννοείται- να “προωθήσει” το “γενικό συμφέρον”. Και ακριβώς,
η επίκληση του “γενικού συμφέροντος” είναι που
“νομιμοποιεί” την εξουσιαστική του αξίωση. Επειδή όμως στο νεωτερικό
δομικό πλαίσιο, όπως επιγραμματικά ήδη το περιγράψαμε, το αληθινό “γενικό
συμφέρον” (το κοινό/κοινωνικό) δεν συμπίπτει ούτε με το παραγόμενο, ως
τέτοιο, από την δυναμική της τεχνοσυστημικής δόμησης του κοινωνικού πεδίου,
ούτε μ’ αυτό που κατορθώνει το κόμμα να “προωθήσει” ως “γενικό
συμφέρον”, αλλά και ούτε συμπίπτει, προφανώς, με το “μερικό
συμφέρον” των δυνάμεων που υποστηρίζουν το κόμμα, για να ωφεληθούν απ’
αυτό, η λειτουργικότητα του κομματικού πολιτικού συστήματος εξαρτάται,
οπωσδήποτε, από τη συγκάλυψη και τον φενακισμό των τριών μεγάλων
αυτών αντινομιών. Αν αφήσουμε κατά μέρος την πρώτη και τη δεύτερη, των οποίων η
συγκάλυψη είναι σχετικά εύκολη, επειδή ούτως ή άλλως δεν είναι ορατές διά
γυμνού οφθαλμού και επιπλέον εξαιρετικά δυσνόητες, όλα εξαρτώνται από τη
μεταμφίεση της τρίτης και πιο προσιτής στον κοινό νου: της αντίθεσης ανάμεσα
στο “μερικό” (κομματικό) συμφέρον και στο “γενικό”
(κοινό/κοινωνικό) συμφέρον, όπως αυτά διαθλώνται και συλλαμβάνονται μέσα
από το πρίσμα της κατ’ επίφαση “αντιπροσώπευσης” των απόντων, ως την
επόμενη εκλογή, ιδιωτών “εντολέων”. Η αναγκαία αυτή μεταμφίεση και
συγκάλυψη, επιτελείται μέσω της πολιτικής ιδεολογίας του κόμματος, ο
ρόλος της οποίας είναι, ακριβώς, να λειτουργεί σαν “συμπλήρωμα
δικαίωσης” των παραπλανητικών “ταυτίσεων”,
“αντιπροσωπεύσεων” και διαμεσολαβήσεων, των διενεργούμενων μέσω των
υποκαταστάσεων της μάζας από το κόμμα, των μελών από τα στελέχη, των στελεχών
από την ηγεσία. Και τούτο, ανεξαρτήτως του “περιεχομένου” της
κομματικής ιδεολογίας: εθνικιστικής, σοσιαλδημοκρατικής, κομμουνιστικής,
εθνικοσοσιαλιστικής, φιλελεύθερης, νεοφιλελεύθερης ή όποιας άλλης. Και σε άκρα
βεβαίως αντίθεση με τους Έλληνες, όπου η ιδεολογία ήταν παντελώς άγνωστη, μια
και στην κοινωνία τους, των αδιαμεσολάβητων σχέσεων, δεν υπήρχε τίποτα
που να χρειάζεται συγκάλυψη, συσκότιση και φενακισμό, ώστε να μπορεί να
ψευτο-αντιπροσωπευθεί.
Εννοείται, ότι στο νεωτερικό πολιτισμικό σύστημα, όλα αυτά προϋποθέτουν τη λεγόμενη “κρατική
μηχανή“, μια δεσποτική πυραμίδα προνεωτερικής προελεύσεως,
διατηρημένης και τεχνοσυστημικώς ανακαινισμένης, μέσω της οποίας καθίσταται δυνατή η “κατοχή” της “εξουσίας” από το “κυβερνών” κόμμα, είτε ως “άσκησή” της είτε ως “νομή” της.
Η αναφορά στην ελληνική εκδοχή πολιτικού συστήματος διαυγάζει το θέμα, επειδή το ζητούμενο
ήταν εκεί, ρητώς, όχι η κατάληψη της εξουσίας, αλλά η κατάργηση της
εξουσίας, το “μη άρχεσθαι υπό μηδενός“, κατά την
εύγλωττη διατύπωση του Αριστοτέλη. Η πολιτική διαδικασία ήταν εκεί έτσι
διαμορφωμένη, ώστε η διάκριση “μερικού” και “γενικού”
συμφέροντος να αίρεται, προβαλλόμενη άμεσα στο φως της πολιτικής σκηνής και η
“άρση” της να επαληθεύεται επί τόπου.Αντίθετα, στη νεωτερική
περίπτωση, όπου η κοινωνία αυτοθεσμίζεται ως ιδιωτεύουσα και συστημικά
διαμεσολαβημένη, η άρση της αντίθεσης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, οπότε
ανάγκη πάσα, να συγκαλύπτεται και να φενακίζεται ιδεολογικά από την κομματική
πολιτική διαδικασία.
4. Η κρίση των κομμάτων
Η κρίση του κομματικού πολιτικού συστήματος στις μέρες μας συμβαδίζει με την εξάντληση και κατάρρευση
των κομματικών ιδεολογιών. Αυτός είναι άλλωστε και ο ακριβής ορισμός της
κομματικής κρίσης.
Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι η “κατάρρευση της ιδεολογίας” δεν συμπίπτει με μια
αντίστοιχη “άνοδο” της “συνειδητότητας” και του
“κριτικού πνεύματος” των “πολιτών”, όπως προσπαθούσαν να
μας πείσουν τα μεγάφωνα του “τέλους των ιδεολογιών”, αλλά με τη
γενικευμένη “απολιτικοποίηση”, “παραίτηση” και
“παθητικοποίησή” τους. Μια “κατάσταση” σύμφυτη με αυτό που
έχει καταγραφεί ως μετάβαση της Νεωτερικότητας στη “μεταμοντέρνα μαζική
δημοκρατία“.
Δύο καθοριστικές αλλαγές, χαρακτηριστικές της “μεταμοντέρνας κατάστασης”, επηρεάζουν
αποφασιστικά, καθιστώντας μάλλον ανήκεστη, την κρίση του κομματικού πολιτικού
συστήματος.
Η πρώτη, έγκειται στο γεγονός, ότι το νεωτερικό Άτομο διαλύεται σε μαζική κλίμακα, πριν απ’ όλα στα
ιστορικά κέντρα του. Η αυθεντία προσώπων και θεσμών εξατμίζεται εκεί
απαρατήρητα τις πρόσφατες δεκαετίες. Η ηθική ευθύνη χάνεται και οι εθνοκρατικοί
εξουσιαστικοί μηχανισμοί αποσαθρώνονται αθόρυβα εκ των ένδον. Πρόκειται για
γενικευμένη σήψη, πράγμα εντελώς φυσιολογικό, αφ’ ης στιγμής η περιστολή του
νοήματος στην ιδιωτική απόλαυση, επικουρούμενη από την μεταφυσική τεχνολογική
χίμαιρα, “έκανε την κατανάλωση αξία και τις αξίες καταναλωτικά αγαθά“,
κατά την προσφυή διατύπωση του Π. Κονδύλη. Η κατάρρευση των κομματικών
ιδεολογιών συμπίπτει με την αποσύνθεση των οραματικών διεξόδων της
Νεωτερικότητας μέσα στο ανθρωποσφαγείο του 20ου αιώνα, του μεγαλύτερου της
Ιστορίας. Και ήρθε σαν ένα από τα συμπτώματα της γενικότερης ανθρωπολογικής
αποσύνθεσης, αφήνοντας ακάλυπτο το κομματικό πολιτικό σύστημα. Γι’ αυτό, κατά
βάθος, ακούει κανείς, όπου κι αν στραφεί, ότι “όλοι το ίδιο είναι“:
“απατεώνες”, “ψεύτες” και “κλέφτες”. Και πώς να
έχουν άδικο, όταν “σε συνθήκες πανχρηματοποίησης, οι ψυχές δεν είναι
ασθενείς αλλά πουλημένες“;
Η δεύτερη καθοριστική αλλαγή, έγκειται στο γεγονός, ότι η δυναμική του διεθνούς κοινωνικού πεδίου
κατισχύει πλέον της καθέκαστα εθνοκρατικής, ερχόμενη σε ευθεία αντίθεση με τα
ως τώρα εθνοκρατικά κεκτημένα, πράγμα ήδη αισθητό στην απολυταρχία των
λεγόμενων “αγορών”. Αφανείς ισχυροί δρώντες, αντιμετωπίζοντας το ίδιο
πρόβλημα “σύλληψης” και “ελέγχου” της αυτονομίας του
κοινωνικού πεδίου, αλλά στην υπερεθνική τώρα διάστασή του, επιχειρούν να το
λύσουν με την διαμόρφωση και επιβολή του αντίστοιχου υπερεθνικού
“πολιτικού συστήματος”, το οποίο και προσεγγίζουν με όρους
“παγκόσμιας διακυβέρνησης” καθαρώς δεσποτικού τύπου. Κυριολεκτώντας,
θα μπορούσαμε να ορίσουμε το γενεσιουργό φαινόμενο, ως “ασύμμετρη
σχάση” του γενικού συμφέροντος σε “εθνικό” και
“υπερεθνικό”, ενώ δεν είναι βέβαια καθόλου σαφές τι το καθένα
περιλαμβάνει και πώς θα μπορούσαν να “συγκεραστούν”. Πώς δηλαδή θα
μπορούσε να “ενοποιηθεί” το εθνοκρατικό και βασισμένο στα εθνικά
κόμματα πολιτικό σύστημα, με το υπερεθνικό και ακόμη προ-πολιτικό σύστημα, που
ενώ αναπτύσσει βαθιά τα “πλοκάμια” του μέσα στα εθνοκρατικά
συστήματα, “υπεριπτάμενο” τους διαφεύγει.
-“Προ-πολιτικό” βεβαίως, γιατί είναι αθέσμιστο: διακινούμενο
από σχέσεις ωμής δύναμης, απειλών, πιέσεων και εκβιασμών, συστατικών της
“ανωμαλίας” που όλοι ξορκίζουν ως “δεσποτισμό των αγορών”.
Το πρόβλημα δεν είναι
απλό, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Ας θυμηθούμε την αντίστοιχη έκφρασή του
στην εξουθενωτική σχάση “πολεοκρατικού” και “οικουμενικού”
γενικού συμφέροντος, στην σαφώς μικρότερης κλίμακας, αλλά όχι και μικρότερης
πολυπλοκότητας, ελληνική εμπειρία. Η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, πολλά θα
μπορούσε να διδάξει τον σύγχρονο κόσμο, ως προς το κεφαλαιώδες αυτό πρόβλημα
της θέσμισης πολιτικού συστήματος σε επίπεδο οικουμένης.
Γεγονός πάντως είναι,
ως προς το θέμα μας, ότι η πραγματική αυτή και ανεξέλεγκτη σχάση του
“γενικού συμφέροντος” σε “εθνικό” και
“υπερεθνικό”, περιπλέκει απελπιστικά την κρίση της κομματοπαγούς
πολιτικής και κάνει τους πολιτικούς μας να παραπαίουν τελείως ανήμποροι. “Ψυχές
αδύναμες και ακατάλληλες για ρόλο στον πολιτικό στοχασμό ή στην διακυβέρνηση“.
Μπρος στην κατάσταση αυτή έπεσε και το τελευταίο ιδεολογικό ψιμύθιο: τα κομματικά “Προγράμματα“.
Υποτίθεται δηλαδή, ότι η ειδοποιός διαφορά ενός κόμματος από τα άλλα, εκτός από
την “δική του ιδεολογία”, είναι και το “δικό του
Πρόγραμμα”, που την “εξειδικεύει”. Το κομματικό
“Πρόγραμμα” είναι μια μηχανιστική κατασκευή, όπου καταγράφεται
ο “στρατηγικός σκοπός” και μαζί η αλληλουχία των “ενδιάμεσων
στόχων” και “βημάτων” κατά “τομέα”, που θα
“εξασφαλίσουν”, υποτίθεται, την “υλοποίηση” των ενδιάμεσων
“στόχων” και μέσω αυτών, του “στρατηγικού σκοπού”. Ουδέποτε
βέβαια είχε κάποιο πραγματικό περιεχόμενο η βαρύγδουπη αυτή έννοια. Ο βασιλιάς
ήταν γυμνός. Επειδή όμως τους ήταν απαραίτητος, καμώνονταν με περισσή
σοβαροφάνεια, πως τον έβλεπαν ντυμένο… Καθώς όμως έγινε βουνό ολόκληρο η
αρνητική εμπειρία και συνάμα εντάθηκε το ζόρισμα, η σύμβαση πήγε περίπατο. Κι ο
πιο χαζός καταλαβαίνει πλέον τι είναι τα κομματικά “προγράμματα”:
“εξειδικεύσεις” του ιδεολογικού Τίποτα.
Ο προβληματισμός για την “κατάργηση των κομμάτων” πρέπει να συνδεθεί, λοιπόν, τόσο με την
ουσία του γενικότερου φαινομένου που ονομάζουμε “μεταμοντέρνο μηδενισμό“,
όσο και με το φαινόμενο της αδυναμίας να χειραγωγηθεί πολιτικά η λεγόμενη
“παγκοσμιοποίηση“: η αυτονομημένη ισχύς του υπερκρατικού
παγκόσμιου συστήματος, ισχύς η οποία εδράζεται, συν τοις άλλοις, -ας το
σημειώσουμε αυτό- στην ήδη επιτευχθείσα κατακρεουργηματική ενσωμάτωση της
Βιόσφαιρας στην Τεχνόσφαιρα.
5. Τεχνοφασιστική υποστροφή
Αν λοιπόν Κόμμα και
Νεωτερικότητα συνδέονται τόσο οργανικά και αν το ζητούμενο δεν είναι να
αντικαταστήσουμε τα κόμματα με τη δικτατορία κάποιων δήθεν “σωτήρων”,
τότε το ερώτημα “μετά το Κόμμα τι;” παραπέμπει στα ερωτήματα:
“Μετά τη Νεωτερικότητα τι;” “Μετά το Άτομο τι;”
Υπάρχει πολιτισμικός/ανθρωπολογικός τόπος “πέρα” από τη
Νεωτερικότητα; “Πέρα από το Άτομο“; Αν όχι, η όλη συζήτηση
σταματάει εδώ. Αν ναι, μπορούμε ίσως να συνεχίσουμε.
Πριν όμως αρχίσουμε να σκεπτόμαστε το “μετά”, ας δούμε πρώτα ποιά είναι η “κυρίαρχη
τάση” σήμερα. Προς τα πού δηλαδή πηγαίνει “το ρέμα της
ιστορίας”. Ώστε να προσέξουμε μη “μας παρασύρει”. -Όσους από μας
ξαναπροσπαθήσουμε να το “αλλάξουμε” ή να το “μπαζώσουμε”.
Χρησιμοποιώ επίτηδες μια διατύπωση του Ζήσιμου Λορεντζάτου, για να ειρωνευτώ,
όχι όσους “μάχονται για την αλλαγή”, αλλά μόνο εκείνους εξ αυτών, που
βαριούνται να σκεφθούν τι ακριβώς είναι αυτό που “θέλουν” να
“αλλάξουν”, αν επιδέχεται αλλαγή και προς ποια
“κατεύθυνση”. Αλλά ας μη μακρυγορώ: Αυτό που βλέπω είναι η
γενικευμένη υποστροφή σε έναν πρωτόγνωρο τεχνοφασιστικό δεσποτισμό, με
έντονα φεουδαρχικά χαρακτηριστικά.
Έχω γράψει γι’ αυτήν εν εκτάσει.[10] Η υποστροφή είναι συνέπεια της ανθρωπολογικής ολοκλήρωσης
της Νεωτερικότητας στα ιστορικά κέντρα της και της τεχνοσυστημικής
ολοκλήρωσής της σε πλανητικό επίπεδο. Η ανάλυση είναι μεγάλη για να την
επαναλάβω εδώ. Θα περιοριστώ μόνο σε δυο συντομογραφικές επισημάνσεις και στο
ανακύπτον συμπέρασμα.
α) Η ανθρωπολογική ολοκλήρωση, ως καταναλωτική κατίσχυση της ιδιωτικής απόλαυσης, έναντι
της καταγωγικής του νεωτερικού πολιτισμού σωτηριολογικής επίμοχθης παραγωγικής
εργασίας, διέλυσε το άλλοτε “προμηθεϊκό” Άτομο, καθιστώντας το
βαθμιαία ανίκανο, -όλο και πιο ανίκανο- να επωμιστεί με επάρκεια την
αναπαραγωγή των υπερκείμενων γιγάντιων συστημάτων. ΟΛάκης Προγκίδης
συνοψίζει καίρια την εν λόγω ανθρωπολογική ολοκλήρωση: “Στον 20ο
αιώνα, της ψυχανάλυσης βοηθούσης, ο ανθρωπολογικός φορέας, το Άτομο,
μετακινείται από τον χώρο της ιδιωτικής “απόλαυσης” στον χώρο της
ιδιωτικής “επιθυμίας”. Θεωρώ τούτη τη διευκρίνηση θεμελιακή για την
φαινομενολογία του Καταναλωτή. Ας μη ξεχνάμε ότι ο Καταναλωτής είναι η μόνη μας
“νέα” υπαρξιακή εμπειρία σε σχέση με όλο το παρελθόν της ανθρωπότητας.
Απολύτως νέα. Δεν έχω βέβαια στο μυαλό μου το απαρχαιωμένο μοντέλο της
“καταναλωτικής κοινωνίας”, αλλά τον άνθρωπο που
“καταναλώνει” την κοινωνία του (και ό,τι άλλο βρει μπροστά του).”
Ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του. -Είναι ακριβώς το φαινόμενο που
ονομάζω “κρίση της νεωτερικής εξατομίκευσης” και το συσχετίζω
με το “τέλος” της νεωτερικής ανθρωπολογικής διαδρομής.
Προσθέστε σ’ αυτήν και την διόλου άσχετη δημογραφική γήρανση / καθίζηση του
“αναπτυγμένου” κόσμου και θα έχετε υποβλητική την εικόνα της. Είναι η
κρίση που κάνει τους “δοκούντες άρχειν των εθνών” να
μην ξέρουν τι τους γίνεται.
β) Η διεθνής τεχνοσυστημική ολοκλήρωση επέτρεψε στο Σύστημα να ενσωματώσει όχι μόνο την
πρώην Σοβιετία, αλλά και αχανείς κολεκτιβιστικές περιφέρειες, όπως η Κίνα, η
Ινδία και η Βραζιλία, μέσω της εκεί μεταφοράς των βασικών παραγωγικών
δραστηριοτήτων του. Κυνηγώντας το χαμηλότερο δυνατό εργατικό κόστος, μετέτρεψε
τον “πανάκριβο”, “κακομαθημένο” και “επικίνδυνο” δυτικό παραγωγό, σε μονοδιάστατο καταναλωτή, που ζει με επιδόματα και δανεικά. Και δεν μπορεί, φυσικά, μετά τον παραγωγικό/αναπαραγωγικό αυτό ευνουχισμό, να υπερασπίσει και να συγκρατήσει το βιοτικό του επίπεδο, τα δικαιώματα και τις
ελευθερίες του. Προσδεχόμενο, παράλληλα, νέες δυνάμεις από την κολεκτιβιστική
περιφέρεια, δυνάμεις ανυπόμονες να εισέλθουν στο τούνελ της εξατομίκευσης,
προκειμένου να φτάσουν κι αυτές στον καταναλωτικό παράδεισο, το Σύστημα αντισταθμίζει
αναπάντεχα την ανθρωπολογική αποσύνθεση στα κέντρα του. Η συντελούμενη
υποστροφή, έρχεται έτσι ως απολύτως φυσιολογική-αυτοσυντηρητική προσαρμογή του
Συστήματος στα δύο νέα αυτά ανθρωπολογικά δεδομένα, η φύση των οποίων καθορίζει
μια βάση έδρασης αναγκαστικά αρχαϊκότερη-δεσποτικότερη. -Εξ ου και ο όρος
“υποστροφή“. Εξ ου και οι καινοφανείς όροι: “κινεζοποίση
των όρων ζωής” ή “νεοφεουδαρχισμός σε συνθήκες υψηλής
τεχνολογίας“. -Όροι που περιγράφουν ήδη ορατές συνέπειες και
υπαινίσσονται επικείμενη την “δουλοπαροικιοποίηση” και των δυτικών
των λαών (μέσω του επαχθούς δανεισμού των κρατών-καταναλωτών).
Αυτά βέβαια πόρρω απέχουν από τις ευφρόσυνες “πραγματώσεις” της “μεταμοντέρνας
μαζικής δημοκρατίας”, μπρος στις οποίες εκστασιάζονταν οι κήρυκες του
“τέλους της ιστορίας” και της εφεξής “αιώνιας ειρήνης”, που
θα μας έφερνε η “παγκοσμιοποίηση”. Στο κλασικό έργο του για την
“Παρακμή του αστικού πολιτισμού” ο Π. Κονδύλης
διέβλεπε, αντίθετα, τον επερχόμενο κλυδωνισμό από πρωτόγονες συγκρούσεις και
χλεύαζε τους υμνητές της.[11]
Απέφευγε όμως να μιλήσει για πολιτισμική διέξοδο. Μ’ αυτή την έννοια παρείχε, ίσως, πιθανότητες
μακροημέρευσης στη “μεταμοντέρνα μαζική δημοκρατία”. Πού να φανταστεί, πόσο γρήγορα θα άρχιζε η ραγδαία αποδόμηση της καταναλωτικής ευωχίας σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ή την ανάδειξη της Κίνας σε ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας και του οργανικού τεχνοφασισμού της σε διεθνώς γενικεύσιμη
προοπτική. Είναι κι αυτό μια απόδειξη, για το πόσο έχει “επιταχυνθεί”
(προς τα πίσω πλέον) ο ιστορικός χρόνος, στην κατά τα άλλα
“προοδευτική”, ακόμα “άχρονη” μεταμοντέρνα εποχή μας!
Η συντελούμενη υποστροφή καλύπτει πλήρως το πολιτικό πεδίο. Η κρίση των κομμάτων, ως
ιδεολογική αποσάθρωση και προϊούσα ανυποληψία, είναι δομική στιγμή στο καθοδικό
σπιράλ της υποστροφής. Είναι κρίση του νεωτερικού πολιτικού συστήματος. Στην
επόμενη σπείρα της η εικόνα των κομμάτων θα είναι ακόμα χειρότερη. Αν δεν
καταργηθούν τελείως, το πιθανότερο είναι να ξεπέσουν όλα σε μαφίες
ανατολικοευρωπαϊκού τύπου. Όταν φτάσουμε εκεί (όχι μόνο εμείς, που
μετεωριζόμαστε τώρα στο μάτι του κυκλώνα, αλλά και οι λοιποί
“εταίροι”, που μας κουνάνε το δάχτυλο), θα αναπολήσουμε, ίσως με
νοσταλγία, τη σημερινή κομματική αθλιότητα, έναντι της οποίας δικαίως βεβαίως
εξεγειρόμαστε.
Το συμπέρασμά μου είναι, λοιπόν, ότι η εξέλιξη της νεωτερικής “αιρετής
τυραννίας” είναι νοητή, πλέον, μόνο προς τα πίσω, προς την “κανονική”
τυραννία! Η καταστατική ιδιωτεία της νεωτερικής κοινωνίας και η διαμεσολάβηση
της δημόσιας σφαίρας από την συστημική απροσωπία, κάνουν ώστε η αρχαϊκή (με τα
ελληνικά κριτήρια) μορφή-κόμμα, να είναι αξεπέραστη οροφή, για τη
Νεωτερικότητα. Εξ ου και δυνατότητα “κατάργησης των κομμάτων”, με
την έννοια της αντικατάστασής τους από ένα πραγματικά αντιπροσωπευτικό πολιτικό
σύστημα ή ακόμα περισσότερο, από ένα σύστημα κυριολεκτικής δημοκρατίας, δεν
υφίσταται, παρά μόνο αν υπερβαθεί το υφιστάμενο αυτό δομικό εμπόδιο (ιδωτεία
/ τεχνοσυστημική απροσωπία). Μόνο αν πάμε, δηλαδή, σε έναν μετα-νεωτερικό
πολιτισμό.
6. Αντί επιλόγου
Αν είναι έτσι τι κάνουμε; Προφανώς τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε, όσο δεν καταλαβαίνουμε ότι
είναι έτσι.
Η κρίση είναι κατά βάθος πνευματική, ανθρωπολογική. Δεν είναι κρίση ιδεών, αλλά κρίση ψυχών. Δεν
λείπουν οι σωστές ιδέες και οι επαρκείς προτάσεις, αλλά οι άνθρωποι που τους
αντιστοιχούν. Ο μέγας Πύργος, που αρχίσαμε να χτίζουμε από την αυγή των Νέων
Χρόνων, με σκοπό να “κατακτήσουμε τον ουρανό” και σύμφωνα με την
προγραμματική διακήρυξη του Marlow, “να σφάξουμε τους θεούς“,
όσο ψήλωσε ψήλωσε. Δεν πάει άλλο. Λόγω της απίστευτης όσο και ανεξήγητης “σύγχυσης
γλωσσών“, ανάμεσα στους “αρχιτέκτονες” και τα
“συνεργεία” τους, είναι θέμα χρόνου ο επακόλουθος “διασκορπισμός“…
Το αληθινό μας
ζητούμενο είναι η μετάβαση σε έναν άλλο πολιτισμό. Η έλευση όμως ενός
μετα-νεωτερικού πολιτισμού προϋποθέτει μιαν αντίστοιχη μετα-φυσική
επανάσταση στα μυαλά των ανθρώπων, ικανή να στοιχειώσει μετα-ατομικό
ανθρωπολογικό “παράδειγμα”: έναν τύπο ανθρώπου “πέρα από
το Άτομο“. Η σκέψη στέκει βεβαίως αμήχανη εδώ, μπρος στο
επιστημολογικό μεταίχμιο, όπου το παλιό ξόφλησε, αλλά το καινούργιο δεν
φαίνεται ακόμη. Όμως δεν έχει διαφυγή, αν κριτήριό της είναι η αλήθεια και το
αγαθό και όχι οι καιροσκοπικοί υπολογισμοί του συρμού. Δεν πρέπει να κάνει
πίσω, όσο κι αν διαβλέπει “στενή και τεθλιμμένη” την
“οδό” που οδηγεί στο “ξέφωτο“.
Είναι βέβαιο ότι “διορθώσεις” ή “βελτιώσεις”, σε τούτο ή
εκείνο το σημείο, δεν χωρούν πλέον. Έχουν ανατραπεί βάναυσα τα φυσιολογικά
όρια. Σε όλες τις μεγάλες σχέσεις που ρυθμίζουν τη ζωή στον πλανήτη μας: τη
σχέση με τον Θεό, τον Άνθρωπο, την Φύση και την Ιστορία. Επιτέλους πρέπει
να το βάλλουμε βαθιά στο μυαλό μας: “πήραμε τη ζωή μας λάθος”
και είναι ώρα “να αλλάξουμε ζωή“! Η αλλαγή αρχίζει από
την ανα-ρύθμιση των εν λόγω μεγάλων σχέσεων, μέσα κι έξω μας, στο προσωπικό και
στο συλλογικό επίπεδο.
Ως προς τα κόμματα:
Αποδείξαμε νομίζω, ότι δυνατότητα ενός “καλύτερου” πολιτικού
συστήματος, “δίχως κόμματα”, δεν υφίσταται εντός της ύστερης
Νεωτερικότητας. Ο Καταναλωτής δεν είναι σε θέση να αποστασιοποιηθεί από την
θανατογόνο ιδιωτική επιθυμία του.[12] Πόσο μάλλον να “αλλάξει το
Σύστημα” με το οποίο είναι διασωληνωμένος. Αποκαλύπτοντας τη φύση των
κομμάτων δεν κηρύσσουμε, παρά ταύτα, την “πολιτική αποχή”. Την
“κομματική αποχή” είναι που μάλλον “κηρύσσουμε”. Γιατί δεν
είναι “κόμμα” το κατάλληλο όργανο για την αναγκαία πολιτική δράση,
-την πολιτική με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Συλλογική δράση ναι.
“Κομματική” όχι, γιατί θα ανακυκλώναμε το αδιέξοδο, ακόμα πιο βαθιά
στου κακού τη σκάλα. Ας μη δελεαστούμε αδελφοί απ’ τον θυσιαστικό μηχανισμό,
που υποδαυλίζει, με την κομματική τσιμπίδα, τη δίκαιη ή άδικη οργή μας. Για να
εξαπολύσει, φυσικά, τη γνωστή δολοφονική του πατέντα, από την οποία ποτέ
κανένας λαός δεν βγήκε κερδισμένος.Σε καιρούς μεταιχμιακούς, σαν
τους σημερινούς, όπου το μεν προληπτικό σύστημα -η Θρησκεία- έχει τεθεί
εκποδών, το δε κατασταλτικό -η Δικαιοσύνη- έχει εκφυλισθεί, ο μηχανισμός
αυτός, ο “εξ αρχής ανθρωποκτόνος“, εύκολα μπορεί να
πυροδοτηθεί. Γι’ αυτό, ήρεμοι ας αφήσουμε τους κομματικούς νεκρούς να θάψουν
τους νεκρούς τους. Κι ας καταπιαστούμε με το “εν ου εστι χρεία“.
Κλείνοντας, θα πρόσθετα, σαν υστερόγραφο, ότι αν θέλει κανείς να προβληματιστεί πάνω στην
ιδιαιτερότητα της δικής μας κομματικής χωματερής, δεν έχει παρά να ανατρέξει
στους “Χαλασοχώρηδες” του Παπαδιαμάντη και στην περί ελληνικών κομμάτων χλεύη του Ροίδη. Τα λένε όλα. Το θέμα είναι εξαντλημένο από τον 19ο αιώνα. Και τούτο γιατί μπήκαμε στον νεωτερικό πολιτισμό, όντας ήδη
Άτομα ξεσκολισμένα από αιώνες. -“Ζώα πολιτικά” και περίπου “πρόβατα λογικά“, όσο ζούσαμε στην
αμεσοσχεσιακή “Αυλή” των παραδοσιακών οικοσυστημάτων
μας: των πολιτικο-εκκλησιαστικών Κοινών. –Θεριά όμως ανήμερα, τέρατα
αναρχικού ατομικισμού, κλέφτες και αρματολοί, αφότου μας έβγαλαν με το ζόρι έξω
απ’ αυτά! Μήπως όμως, τώρα που το κομματικό μας σύστημα κατέστρεψε το
νεωτερικό μας κράτος, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να ξαναχτίσουν τα Κοινά μας;
justify;line-height:150%”>Αν θέλουμε μια ιδέα,
για το πώς μπορεί εκεί να λειτουργήσει αντιπροσώπευση “χωρίς
κόμματα”, μπορούμε να σταθούμε στην πρόταση της Σιμόν Βέϊλ: Προσωπική και μόνο κάθοδος των υποψηφίων στις εκλογές. – Θεματικές και μόνο συμμαχίες μεταξύ των βουλευτών. Για περισσότερα όμως χρειάζεται να βάλλουμε μεγάλο μπελά στο κεφάλι μας: να προσφύγουμε στην ελληνική γραμματεία, αρχίζοντας φυσικά από το “Σύνταγμα” του Ρήγα. Μόνο στην ελληνική γραμματεία υπάρχει αυθεντική πολιτική γνώση, ικανή να μας ξεστραβώσει.
Σημειώσεις
1] Σιμόνη Βέιλ, Για την
κατάργηση των κομμάτων, Αρμός, Αθήνα 2011.
Μετάφραση Σωτ. Γουνελάς.
[2] Είναι
τόση η άγνοια της ελληνικής εμπειρίας, που τα εν λόγω αστεία επιχειρήματα
μοιάζουν ατράνταχτα. (Ο αναγνώστης, που ενδιαφέρεται για μια τεκμηριωμένη
διεξοδική ανάλυση των ζητημάτων αυτών, δύναται να ανατρέξει στο έργο του Γ.
Κοντογιώργη: Η Δημοκρατία
ως ελευθερία. Δημοκρατία και Αντιπροσώπευση. Πατάκης, Αθήνα
2007.)
[3] Ιδού μερικές τυπικές εκδοχές: Πρόνοια θεϊκή και αντι-πρόνοια διαβολική. Τύχη και
Ανάγκη. Ειμαρμένη και Κισμέτ. Πονηρία του Λόγου, του Πνεύματος ή της Ιστορίας.
Ή: “νομοτελειακή” γενικώς “εξέλιξη”, -σύμφωνα με τους
“νόμους” της φυσικής επιλογής, της ταξικής πάλης, των παραγωγικών
δυνάμεων, των παραγωγικών σχέσεων, της Τεχνικής…
[4] Διευκρίνιση: Η διάκριση κολεκτιβιστικού / ατομοκεντρικού πολιτισμού παραπέμπει
στη θεμελιώδη θέσμιση – ρύθμιση της αντίθεσης ατομικού / συλλογικού. Στον
κολεκτιβισμό μετράει μόνο το συλλογικό. Το άτομο είναι αναλώσιμο. Στον
ατομοκεντρισμό, αντίθετα, η ελευθερία του ατόμου και η “ανάπτυξη της
προσωπικότητάς του”, τίθενται ως “σκοπός” του συλλογικού.
[5] Το θεωρούμενο ως “αντιπροσωπευτικό” τούτο είδος πολιτικού συστήματος,
μοιάζει με την αρχαϊκή μορφή του ελληνικού υποδείγματος, την γνωστή ως “αισυμνητεία” και την
οποία ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει “αιρετή τυραννίδα“. Εξουσιοδοτούμε
δηλαδή κάποιον, να αποφασίζει στη θέση μας για ένα προκαθορισμένο χρονικό
διάστημα, χωρίς ενδιαμέσως να έχουμε δικαίωμα να άρουμε την εξουσιοδότηση. Η
διαφορά της νεωτερικής-κομματικής “αισυμνητείας” από την αρχαία,
έγκειται στο ότι δεν είναι πολιτική μορφή εκτάκτου ανάγκης, όπως εκείνη, αλλά
καταστατική συνθήκη, με περιοδικά επαναλαμβανόμενη την επιλογή του κόμματος –
“αισυμνήτη” (-“αιρετού τυράννου”). (Γ. Κοντογιώργης, ό.π.
σ.170 κ.ε.)
[6]
“Τεχνολογικός μεσσιανισμός” είναι η μεταφυσική πίστη ότι η
“εξέλιξη της Τεχνικής” είναι σε θέση να λύσει όλα τα προβλήματα του
ανθρώπου. Η πίστη στην Τεχνική (επιστήμη και τεχνολογία) είναι η
“επικρατούσα θρησκεία” του νεωτερικού πολιτισμού. Είναι η πιο ισχυρή,
αλλά και η πιο πετυχημένη, μορφή ειδωλολατρίας στην Ιστορία. Προνομιακό πεδίο
ασκήσεώς της είναι οι κοινωνικές σχέσεις και πρωτίστως οι εργασιακές σχέσεις,
οι οποίες θεσμίζονται
αλγοριθμικά ως λογικές μηχανές απρόσωπων ρόλων / λειτουργιών. Μ’ αυτό τον τρόπο γίνονται “σύστημα“, με το ειδικά νεωτερικό νόημα, που δεν το έχει η λέξη στην καθομιλουμένη. Σύστημα είναι
επίσης και το χαοτικό μόρφωμα που παράγεται από τον ανταγωνισμό των συστημάτων,
όπως π.χ. η λεγόμενη “Αγορά”.
[7]
Θουκυδίδου Ιστορίαι Γ’ 82.
[8] Η
κομμουνιστική αριστερά επινόησε την λεγόμενη “αρχή της κομματικότητας“, στην οποία και προσέδωσε καθολική ισχύ. Για να μπορεί, φυσικά, να ξετρυπώνει τον “εχθρό” σε κάθε “τομέα” του
επιστητού, “όσο κι αν είναι καλά κρυμμένος”. Έτσι, η
“κομματικότητα στη φιλοσοφία” απέρριψε, ως εκ προοιμίου
“αντιδραστική” / “δουλοκτητική”, τη φιλοσοφία του Πλάτωνα.
Ενώ, η “κομματικότητα στη βιολογία,” εξύψωσε τον Λυσένκο σε φωστήρα
της “προλεταριακής” επιστήμης. Τον ίδιο που κατακρήμνισε αργότερα, ως
“ολετήρα” της σοβιετικής γεωργίας… Κατά τα ανωτέρω και η εδώ
κριτική μου στην “αρχή” της κομματικότητας, καθώς υπόκειται στην
αξίωσή της για “καθολική” ισχύ, απορρίπτεται ως “γνωσιολογικά
ψευδής” και “πολιτικά αντιδραστική”… Με άλλα λόγια: Ζώντας στο
κοινωνικό πεδίο, το εξ ορισμού διεπόμενο από αξιώσεις ισχύος, το υποκείμενο
“δεν δικαιούται” να διεκδικεί αξιολογική ελευθερία, διότι “δεν δύναταινα την έχει”.
Οφείλει, δηλαδή, να υποτάσσεται οπωσδήποτε σε κάποιο κόμμα! Κι αν δεν το κάνει
συνειδητά, τότε το κάνει ασυνείδητα! Είναι το “επιχείρημα” εναντίον
του Κονδύλη, του σημαντικότερου σύγχρονου θεωρητικού της οντολογίας της ισχύοςκαι συνάμα της
αξιολογικής ελευθερίαςτου υποκειμένου. Η “αρχή της κομματικότητας”, σύμφυτη με την ιδέα
του “κόμματος”, είναι μια αξίωση ισχύος αναγόμενη στην κολεκτιβιστική/δεσποτική θέσμιση της σχέσης/αντίθεσης ατομικού/συλλογικού.
[9] Σε αντίθεση όμως με το θρησκευτικό δόγμα, που είναι ρητά διατυπωμένο και λίγο πολύ
ξέρεις τι σου γίνεται, το κομματικό “δόγμα” είναι σκοπίμως ασαφές,
ώστε αφ’ ενός να είναι “πολυσυλλεκτικό” και αφ’ ετέρου, να
ερμηνεύεται δεσμευτικά μόνο από την κομματική ηγεσία, κατά το εκάστοτε δοκούν
του Αρχηγού.
[10]Θεόδωρος
Ι. Ζιάκας, Πέρα από το
Άτομο, Αρμός, 2003.
[11] «Όμως ακόμα και μια ολοκληρωτική εξαφάνιση των ιδεολογιών σε όλες τους τις μορφές δεν
μπορεί να σημαίνει αυτόματα ότι μαζί τους θα εξαφανισθούν και οι συγκρούσεις.
Γιατί είναι βέβαια δυνατές συγκρούσεις σε καθαρά υπαρξιακή βάση χωρίς κανένα
ιδεολογικό ψιμύθιο, κι αυτές ίσως να ήσαν ακόμη πιο τραχειές και αμείλικτες απ’
όσες έχουν ιδεολογικά κίνητρα. το “τέλος των
ιδεολογιών” θα είχε τότε ως συνέπεια όχι το “τέλος της ιστορίας”
προς την κατεύθυνση ενός ακτινοβόλου μεταϊστορικού μέλλοντος, αλλά την
επιστροφή της ιστορίας στο πρωτόγονο στάδιο της στοιχειακής υπαρξιακής
αντιπαράθεσης». (Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, σ.331.
Θεμέλιο, Αθήνα 1995.)
[12]
Ο Σωτήρης Γουνελάς μας θύμισε πρόσφατα την διαλεκτική της υποταγής στην
ιδιωτική επιθυμία, με τη φοβερή φράση του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου: «έκαστος δε πειράζεται, υπό της ιδίας επιθυμίας
εξελκόμενος και δελεαζόμενος• είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δε
αμαρτία αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον» (Ίακ. 1, 14-15).
Πηγή:http://www.antifono.gr/portal/Πρόσωπα/Ζιάκας/Ομιλίες-Συζητήσεις/3211-Να-καταργηθούν-τα-κόμματα.html