Saturday 5 October 2024
Αντίβαρο
Ομιλίες/Συνεντεύξεις

Ναυπάκτου: "Οι πολιτικοί να μην "αλλάζουν τα φώτα" στο λαό με το χαράτσι"

«Βέλη»
κατά των πολιτικών  για το χαράτσι στα ακίνητα μέσω της ΔΕΗ εξαπολύει
σε συνέντευξη του στο briefingNews ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου
Βλασίου Ιερόθεος, λέγοντας ότι ο ο­ποί­ος Ορ­γα­νι­σμός έ­χει σκοπό να
δί­νη φώς και ό­χι να σκορ­πά σκο­τά­δι.

«Ό­λη η ζω­ή της Εκ­κλη­σί­ας με την λα­τρεί­α, την θε­ο­λο­γί­α, την
ποι­μα­ντι­κή της δια­κο­νί­α εί­ναι η πα­ρη­γο­ριά των ανθρώπων και
νο­η­μα­το­δο­τεί την ζω­ή τους.

Στους και­ρούς μας που η Πο­λι­τεί­α με τα όρ­γα­νά της, έ­χει
α­πο­γο­η­τεύ­σει τον λα­ό, η Εκ­κλη­σί­α εί­ναι χώ­ρος πνευμα­τι­κής
υ­γεί­ας.» εξηγεί ο Ιεράρχης.

Ταυτόχρονα μιλά για τους νέους
και την οικονομική κρίση κάνοντας και την αυτοκριτική του, ενώ
αναφέρεται και στο  πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων «που δεν μπο­ρεί
να πε­ρι­κλει­σθή στα φω­τά­κια, στον στο­λι­σμό του δέν­δρου, τις
εκ­δρο­μές και τις αισθησιακές χα­ρές» , όπως σημειώνει.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,
η Εκ­κλη­σί­α δεν βο­η­θά­ει ό­σο μπο­ρεί αλ­λά πε­ριο­ρί­ζε­ται σε
μί­α συμ­βο­λι­κή στή­ρι­ξη στους α­να­ξιο­πα­θού­ντες, λέ­νε πολ­λοί.
Εί­ναι έ­τσι τα πράγ­μα­τα;

Δεν ξέ­ρω τί λέ­νε
πολ­λοί, αλ­λά ε­γώ ξέ­ρω ό­τι η Εκ­κλη­σί­α εί­ναι στή­ριγ­μα και
ελ­πί­δα γι’ αυ­τούς που προ­στρέ­χουν σε αυ­τήν και την
ε­μπι­στεύ­ο­νται.

Οι πολ­λοί κά­θο­νται έ­ξω α­πό την Εκ­κλη­σί­α και την κρί­νουν με
τα δι­κά τους κρι­τή­ρια και τις δι­κές τους σκέ­ψεις. Ό­λη η ζω­ή της
Εκ­κλη­σί­ας με την λα­τρεί­α, την θε­ο­λο­γί­α, την ποι­μα­ντι­κή της
δια­κο­νί­α εί­ναι η πα­ρη­γο­ριά των αν­θρώ­πων και νο­η­μα­το­δο­τεί
την ζω­ή τους.

Δί­νει φώς, ζω­ή, ελ­πί­δα, νό­η­μα, προ­ο­πτι­κή. Ό­ταν κα­νείς ζή
μέ­σα στον χώ­ρο της τα κα­τα­λα­βαί­νει ό­λα αυ­τά. Βε­βαί­ως, η
Εκ­κλη­σί­α βο­η­θά και οι­κο­νο­μι­κά τους αν­θρώ­πους, αν και δεν
εί­ναι Υ­πουρ­γεί­ο Κοι­νω­νι­κής Πρό­νοιας.

Στους και­ρούς μας
που η Πο­λι­τεί­α με τα όρ­γα­νά της, έ­χει α­πο­γο­η­τεύ­σει τον λα­ό,
η Εκ­κλη­σί­α εί­ναι χώ­ρος πνευ­μα­τι­κής υ­γεί­ας.

Οι Κλη­ρι­κοί που έ­χουν ι­διαί­τε­ρη ευ­αι­σθη­σί­α ε­πι­κοι­νω­νούν
ό­λη την η­μέ­ρα με τους αν­θρώ­πους, συ­να­να­στρέ­φο­νται με
πολ­λούς, κυ­κλο­φο­ρούν στα κα­τα­στή­μα­τα και τους
δη­μό­σιους-κοι­νω­νι­κούς χώ­ρους και βο­η­θούν ποι­κι­λο­τρό­πως τους
αν­θρώ­πους.

Οι «συμ­βο­λι­κές» κι­νή­σεις «α­γά­πης» δεν
γί­νο­νται α­πό τους Κλη­ρι­κούς, που α­σχο­λού­νται με τις πλη­γές και
τα τραύ­μα­τα των αν­θρώ­πων, και προ­σπα­θούν να τα θε­ρα­πεύ­σουν.

Δεν θέ­λω να α­να­φερ­θώ στα ε­κα­το­ντά­δες Ι­δρύ­μα­τα που
δια­θέ­τει η Εκ­κλη­σί­α, α­φού εί­ναι ο με­γα­λύ­τε­ρος
φι­λαν­θρω­πι­κός φο­ρέ­ας της Πα­τρί­δος μας, αλ­λά θέ­λω να το­νί­σω
ό­τι ό­λοι μας δε­χό­μα­στε την θαλ­πω­ρή της Εκ­κλη­σί­ας, το χά­δι του
Θε­ού. Οι Ε­νο­ρί­ες, τα Μο­να­στή­ρια, εί­ναι χώ­ροι α­να­ψυ­χής.

Η θεί­α Λει­τουρ­γί­α εί­ναι κοι­νω­νί­α με τον Θε­ό και τους
αν­θρώ­πους, εί­ναι έ­να α­νοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο του ου­ρα­νού στην γή,
και ό­ταν το πλη­σιά­ζου­με παίρ­νου­με ζω­ο­γό­νες α­νά­σες.

Ο άν­θρω­πος δεν εί­ναι μό­νο σώ­μα, μυ­α­λό και αι­σθή­σεις, αλ­λά
έ­χει και ψυ­χή, έ­χει υ­παρ­ξια­κές και πνευ­μα­τι­κές α­νά­γκες. Μή τα
ε­πι­πε­δο­ποιού­με ό­λα και μη ταυ­τί­ζου­με την ύ­παρ­ξη του
αν­θρώ­που με την λο­γι­κή και τα υ­λι­κά α­γα­θά.

Πολ­λοί
συ­νάν­θρω­ποί μας δη­λώ­νουν ό­τι α­δυ­να­τούν να πλη­ρώ­σουν το
χα­ρά­τσι για τα α­κί­νη­τα. Δε­δο­μέ­νου ό­τι δεν μπο­ρούν να τα
βγά­λουν πέ­ρα, τί θα τους συμ­βου­λεύ­α­τε;

Η
Εκ­κλη­σί­α εί­ναι η μό­νη που δεν ο­δή­γη­σε την Πα­τρί­δα μας σε
αυ­τήν την κα­τά­στα­ση, α­φού αυ­τό που ε­πι­κρα­τού­σε τα τε­λευ­ταί­α
χρό­νια ή­ταν μια φού­σκα ευ­η­με­ρί­ας και υ­περ­κα­τα­νά­λω­σης.

Α­ντί­θε­τα, η Εκ­κλη­σί­α κη­ρύτ­τει το Ευ­αγ­γέ­λιο του Θε­ού, που
εί­ναι Ευ­αγ­γέ­λιο α­σκή­σε­ως και ε­γκρα­τεί­ας, Ευ­αγ­γέ­λιο
ελ­πί­δας και ζω­ής, Ευ­αγ­γέ­λιο α­γά­πης και φι­λαν­θρω­πί­ας.

Η Εκ­κλη­σί­α με την προ­φη­τι­κή της δύ­να­μη ε­λέγ­χει κά­θε
α­πο­λυ­το­ποί­η­ση και εκ­κο­σμί­κευ­ση, κά­θε πα­ρά­βα­ση και
πα­ρα­κο­ή, κά­θε υ­πο­κρι­σί­α και ψεύ­δος.

Βέ­βαια, σή­με­ρα
το Κρά­τος στην α­μη­χα­νί­α που το δια­κρί­νει και έ­χο­ντας έ­να
φο­βι­κό σύν­δρο­μο χά­νει πολ­λές φο­ρές το μέ­τρο και πέ­φτει ε­πά­νω
στους μι­σθω­τούς και γε­νι­κά στις α­δύ­να­μες κοι­νω­νι­κά ο­μά­δες
του πλη­θυ­σμού.

Έ­τσι, γί­νο­νται πολ­λές α­δι­κί­ες. Α­δι­κί­α εί­ναι η προ­τρο­πή
για υ­περ­κα­τα­νά­λω­ση και οι υ­περ­βο­λι­κές δη­μό­σι­ες σπα­τά­λες,
αλ­λά α­δι­κί­α εί­ναι και η υ­περ­βο­λι­κή και αγ­χώ­δης φο­ρο­λο­γί­α.

Ε­νώ το Κρά­τος δεν έ­χει μη­χα­νι­σμούς εί­σπρα­ξης των φό­ρων, ε­νώ
δεν έ­χει κα­τάλ­λη­λα θε­σμι­κά όρ­γα­να για να πα­τά­ξη την
φο­ρο­δια­φυ­γή, προ­σπα­θεί να ει­σπρά­ξη τους φό­ρους με τρό­πους
ά­δι­κους, ό­πως μέ­σα α­πό το η­λε­κτρι­κό ρεύ­μα που σή­με­ρα εί­ναι
έ­να εί­δος α­νά­γκης.

Αλ­λά, ό­πως έ­λε­γε ο ά­γιος
Γρη­γό­ριος ο θε­ο­λό­γος, «τό βί­α υ­πο­τασ­σό­με­νον στα­σιά­ζει
και­ρού λα­βό­με­νον», δη­λα­δή αυ­τό που υ­πο­τάσ­σε­ται με την βί­α,
στα­σιά­ζει στον κα­τάλ­λη­λο και­ρό, ό­ταν ξε­περ­νιού­νται τα μέ­τρα.

Η Πα­τρί­δα μας θε­ω­ρεί­ται α­πό τις πρώ­τες 30 πλού­σι­ες Χώ­ρες στον
πλα­νή­τη (α­κο­λου­θούν άλ­λες 170) και ό­μως έ­φθα­σε σε αυ­τήν την
κα­τά­στα­ση, για­τί δεν έ­χει κα­λούς μη­χα­νι­σμούς εί­σπρα­ξης των
φό­ρων με δι­καιο­σύ­νη.

Για πα­ρά­δειγ­μα: Πώς εί­ναι δυ­να­τόν οι ε­φο­ρια­κοί υ­πάλ­λη­λοι
που κα­τά τε­κμή­ριο δεν εί­ναι α­γα­πη­τοί στον λα­ό, ε­πει­δή
ει­σπράτ­τουν φό­ρους, να ψη­φί­ζω­νται α­πό τον λα­ό λαμ­βά­νο­ντας
με­γά­λο πο­σο­στό ψή­φων;

Και για­τί το Κρά­τος δεν θε­ω­ρεί α­συμ­βί­βα­στη την θέ­ση του
Ε­φο­ρια­κού με το βου­λευ­τι­κό α­ξί­ω­μα; Δεν ευ­θύ­νε­ται γι’ αυ­τό η
Πο­λι­τεί­α; Δεν δί­νει έ­να μή­νυ­μα στους αν­θρώ­πους να
ε­πι­δι­ώ­κουν την φο­ρο­δια­φυ­γή;

Μέ ε­ρω­τή­σα­τε να σας πω τί θα συμ­βού­λευ­α τους αν­θρώ­πους για το «χα­ρά­τσι».

Θα συμ­βού­λευ­α τους πο­λι­τι­κούς άρ­χο­ντες να μη προ­κα­λούν τους
αν­θρώ­πους, να μη «τούς αλ­λά­ζουν τα φώ­τα» με το χα­ρά­τσι δια της
ΔΕ­Η, ο ο­ποί­ος Ορ­γα­νι­σμός έ­χει σκο­πό να δί­νη φώς και ό­χι να
σκορ­πά σκο­τά­δι, να κά­νη τους αν­θρώ­πους να χαί­ρω­νται, έ­στω και
με τα ε­λά­χι­στα α­γα­θά που προ­σφέ­ρει η τε­χνο­λο­γί­α, και να μη
γί­νε­ται εκ­βια­στι­κά έ­νας ει­σπρα­κτι­κός μη­χα­νι­σμός.

Α­πό την άλ­λη με­ριά ε­γώ προ­σω­πι­κά, ό­πως και άλ­λοι της γε­νι­άς
μου, έ­χου­με ζή­σει πα­ρό­μοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις στα μι­κρά μας χρό­νια.

Ό­ταν ή­μουν πε­ρί­που 10 ε­τών α­ντι­με­τώ­πι­σα το γεγονός που δεν
εί­χα­με η­λε­κτρι­κό ρεύ­μα στο σπί­τι και δια­βά­ζα­με με λά­μπες
πε­τρε­λαί­ου και εί­δα τον πα­τέ­ρα μου να φεύ­γη α­πό το σπί­τι
αιφ­νι­δί­ως για να α­πο­φύ­γη την προ­σω­πο­κρά­τη­ση, λό­γω
α­δυ­να­μί­ας κα­τα­βο­λής των φό­ρων. Δεν πρέ­πει η Πο­λι­τεί­α να μας
γυ­ρί­ζη πί­σω 50-60 χρό­νια.

Μή­πως η οι­κο­νο­μι­κή
κρί­ση φέρ­νει τον κό­σμο στην Εκ­κλη­σί­α; Δε­δο­μέ­νου ό­τι, οι
συ­νάν­θρω­ποί μας σή­με­ρα α­να­ζη­τούν έ­να στή­ριγ­μα;

Σί­γου­ρα οι άν­θρω­ποι θα α­να­ζη­τή­σουν στη­ρίγ­μα­τα και
πα­ρη­γο­ρι­ές. Δεν τα αρ­νού­μαι αυ­τά. Στις τρι­κυ­μί­ες ο άν­θρω­πος
α­να­ζη­τά ναυ­α­γο­σώ­στες, στις θύ­ελ­λες α­να­ζη­τά κά­ποιο
κα­τα­φύ­γιο και στον πό­νο παίρ­νει παυ­σί­πο­νο.

Αλ­λά η Εκ­κλη­σί­α δεν υ­πάρ­χει για να δί­νη μό­νον στή­ριγ­μα και πα­ρη­γο­ριά.

Τό­τε θα λει­τουρ­γού­σε ως ψυ­χο­ναρ­κω­τι­κό και χα­λα­ρω­τι­κό, θα
ή­ταν «τό ό­πιο του λα­ού». Η Εκ­κλη­σί­α εί­ναι για να δί­νη
πλη­ρό­τη­τα ζω­ής, για να νο­η­μα­το­δο­τή τον αν­θρώ­πι­νο βί­ο, για
να βο­η­θά τον άν­θρω­πο να α­γα­πά την ζω­ή, να προ­σφέ­ρη ελ­πί­δα και
φώς, να δια­κα­τέ­χε­ται α­πό θεί­ο πό­θο και α­γά­πη, για να έ­χη
υ­γι­είς σχέ­σεις με τους αν­θρώ­πους και με τον Θε­ό, να έ­χη ορ­μή για
το α­γα­θό, για να πει­νά και να δι­ψά για την δι­καιο­σύ­νη του Θε­ού.

Δια­βά­ζου­με τις Ε­πι­στο­λές ε­κεί­νες του Α­πο­στό­λου Παύ­λου που
εί­ναι γραμ­μέ­νες μέ­σα στην φυ­λα­κή και θαυ­μά­ζου­με για­τί εί­ναι
γε­μά­τες α­πό χα­ρά και φώς, α­πό γεύ­ση α­λη­θι­νής ζω­ής,
α­πηλ­λαγ­μέ­νες α­πό την μι­ζέ­ρια, την α­πελ­πι­σί­α και τα
πα­ρά­πο­να.

Τε­λι­κά, ό­λος ο βί­ος μας, α­κό­μα και αυ­τή η κοι­νω­νι­κή
ε­λευ­θε­ρί­α, πα­ρά τα θε­τι­κά, εί­ναι μια φυ­λα­κή και πρέ­πει να
«α­να­ζη­τού­με νό­η­μα ζω­ής και ε­λευ­θε­ρί­α σε έ­να στρα­τό­πε­δο
συ­γκε­ντρώ­σε­ως», ό­πως εί­ναι ο τίτ­λος του βι­βλί­ου του V­i­c­t­or
F­r­a­n­kl, ο ο­ποί­ος έ­ζη­σε στα στρα­τό­πε­δα συ­γκε­ντρώ­σε­ως του
Ντα­χά­ου και του Ά­ου­σβιτς.

Η Εκ­κλη­σί­α υ­πάρ­χει για να
δί­νη ζω­ή στον κό­σμο ή, να το πω κα­λύ­τε­ρα, ο κό­σμος
δη­μιουρ­γή­θη­κε α­πό τον Θε­ό για να γί­νη Εκ­κλη­σί­α και να
βρί­σκε­ται μέ­σα στο Φώς.

Η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση τί
α­ντί­κτυ­πο έ­χει στην νε­ο­λαί­α; Οι νέ­οι σή­με­ρα πλη­σιά­ζουν ή
α­πο­μα­κρύ­νο­νται α­πό την Εκ­κλη­σί­α;

Οι νέ­οι
σή­με­ρα δέ­χο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τους άλ­λους τις συ­νέ­πει­ες
της κοι­νω­νι­κής κρί­σης. Αυ­τό με λυ­πεί ι­διαι­τέ­ρως.

Δυ­στυ­χώς, ε­μείς οι με­γα­λύ­τε­ροι κα­τα­σκευά­σα­με μια άρ­ρω­στη
κοι­νω­νί­α, στην ο­ποί­α κυ­ριαρ­χεί το συμ­φέ­ρον, η ευ­δαι­μο­νί­α,
το δί­καιο του ι­σχυ­ρο­τέ­ρου, η υ­περ­κα­τα­νά­λω­ση και έ­τσι
υ­πο­χρε­ώ­νο­νται τα παι­διά να ζή­σουν μέ­σα σε αυ­τό το
αρ­ρω­στη­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον.

Κά­να­με τις οι­κο­γέ­νει­ες
κλει­στές – «πυ­ρη­νι­κές οι­κο­γέ­νει­ες», που πολ­λές φο­ρές βλέ­πουν
μπρο­στά τους έ­να «συ­ναι­σθη­μα­τι­κό δια­ζύ­γιο», και τις
ε­γκα­τα­στή­σα­με σε σπί­τια – «κλου­βιά», με την λε­γό­με­νη
«οι­κο­λο­γι­κή συρ­ρί­κνω­ση», και κά­νου­με τους νέ­ους να
α­να­πνέ­ουν το δη­λη­τη­ρια­σμέ­νο «κοι­νω­νι­κό καυ­σα­έ­ριο» και τους
εί­πα­με: «ζή­στε σε αυ­τό το πε­ρι­βάλ­λον», χω­ρίς ελ­πί­δα, χω­ρίς
ό­νει­ρα, χω­ρίς νό­η­μα ζω­ής, χω­ρίς δου­λειά. Ποι­ός ευ­θύ­νε­ται γι’
αυ­τό; Η νε­ο­λαί­α ή η «γη­ρα­λαί­α», που γη­ρά­σκει στην μι­ζέ­ρια,
την κα­κο­δαι­μο­νί­α, την α­δι­κί­α;

Και το ση­μα­ντι­κό
εί­ναι ό­τι με­ρι­κοί της λε­γό­με­νης γε­νι­άς του Πο­λυ­τε­χνεί­ου που
α­νέ­λα­βαν την η­γε­σί­α της Χώ­ρας έ­χουν το πο­σο­στό ευ­θύ­νης τους
για την κα­τά­στα­ση που έ­φθα­σε η Πα­τρί­δα μας, ε­νώ θα έ­πρε­πε να
υ­λο­ποι­ή­σουν τα ο­ρά­μα­τα της γε­νι­άς τους.

Α­πό την άλ­λη
με­ριά οι νέ­οι δια­κρί­νο­νται α­πό το πνεύ­μα «της νε­ο­φι­λί­ας»
ό­πως έ­λε­γε ο Λό­ρε­ντς, θέ­λουν κά­τι και­νού­ριο, πέ­ρα α­πό την
στα­σι­μό­τη­τα, και το κά­νουν αυ­τό με την ε­πα­να­στα­τι­κό­τη­τα που
δια­θέ­τουν.

Οι νέ­οι α­πό την φύ­ση τους εί­ναι ε­πα­να­στά­τες και έ­τσι
αλ­λά­ζουν τα κοι­νω­νι­κά δε­δο­μέ­να και βελ­τι­ώ­νο­νται οι
κα­τα­στά­σεις. Αυ­τή η ε­πα­να­στα­τι­κό­τη­τα, ό­σο και αν φαί­νε­ται
πα­ρά­ξε­νο, εί­ναι έ­να στοι­χεί­ο θε­τι­κό, εί­ναι α­να­ζή­τη­ση κά­τι
ή κά­ποιου, εί­ναι έ­ξο­δος α­πό την φι­λαυ­τί­α και την α­πό­γνω­ση,
αρ­κεί να γί­νε­ται με θε­τι­κό τρό­πο.

Ό­ταν βλέ­πω νέ­ους να
α­ντι­δρούν στην εμ­φά­νι­σή μου ως Κλη­ρι­κού, το ε­κλαμ­βά­νω ως
κί­νη­ση α­να­ζη­τή­σε­ως και ως πρό­κλη­ση να τους προ­σέ­ξω, ως
προ­σπά­θεια α­πο­κτή­σε­ως μιας ε­πι­κοι­νω­νί­ας που τους λεί­πει.

Συ­νή­θως η α­ντί­δρα­ση των νέ­ων εκ­φρά­ζει μια κί­νη­ση για
αλ­λα­γή, για βελ­τί­ω­ση, για ε­πι­κοι­νω­νί­α, για ζω­ή. Μή βλέ­που­με
σε κά­θε αρ­νη­τι­κή κί­νη­ση το κα­κό.

Άλ­λω­στε, και το φαι­νο­με­νι­κά αρ­νη­τι­κό μπο­ρού­με με την
προ­σω­πι­κή μας υ­γι­ή α­ντι­με­τώ­πι­ση να το με­τα­τρέ­ψου­με σε
θε­τι­κό.

Σε αυ­τή την ε­πα­να­στα­τι­κό­τη­τα των νέ­ων
μπο­ρεί να α­ντα­πο­κρι­θή η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α, η ο­ποί­α α­πό την
θε­ο­λο­γί­α και την ι­στο­ρί­α της εί­ναι ε­πα­να­στα­τι­κή
ε­να­ντί­ον κά­θε κα­τε­στη­μέ­νου, αρ­κεί και οι Κλη­ρι­κοί και τα
μέ­λη της Εκ­κλη­σί­ας να μη ταυ­τι­σθούν με το κα­τε­στη­μέ­νο.

Η η­συ­χα­στι­κή πα­ρά­δο­ση, ό­πως εκ­φρά­σθη­κε α­πό τους α­γί­ους
της Εκ­κλη­σί­ας, εί­ναι μια διαρ­κής ε­πα­νά­στα­ση που κά­νει τον
άν­θρω­πο πά­ντα νέ­ο στο φρό­νη­μα, τις ε­πι­θυ­μί­ες, την ζω­ή.

Μα­κά­ρι να βλέ­που­με αυ­τό το ε­πα­να­στα­τι­κό και νε­α­νι­κό πνεύ­μα της Εκ­κλη­σί­ας, ό­πως το εκ­φρά­ζουν οι ά­γιοι.

Η δια­φθο­ρά στην Εκ­κλη­σί­α με ε­πί­ορ­κους Ι­ε­ρείς πώς μπο­ρεί να α­ντι­με­τω­πι­στεί;

Η Εκ­κλη­σί­α α­πό την φύ­ση της και την α­πο­στο­λή της πο­λε­μά α­κα­τά­παυ­στα ε­να­ντί­ον της δια­φθο­ράς του πνεύ­μα­τος.

Η πτώ­ση του Α­δάμ και της Εύ­ας έ­φε­ρε στους αν­θρώ­πους την φθαρ­τό­τη­τα και την θνη­τό­τη­τα, την δια­φθο­ρά και τον πό­νο.

Οι Πρω­τό­πλα­στοι, με­τά την α­πο­μά­κρυν­ση α­πό τον Θε­ό,
φό­ρε­σαν τους δερ­μά­τι­νους χι­τώ­νες και έ­χα­σαν την α­πλό­τη­τα,
την ε­λευ­θε­ρί­α, την αρ­χο­ντιά.

Και έρ­γο της Εκ­κλη­σί­ας εί­ναι να πο­λε­μά αυ­τήν την δια­φθο­ρά,
την σκου­ριά του πνεύ­μα­τος, που εί­ναι η πιο με­γά­λη δια­φθο­ρά.

Άν ό­μως εν­νο­ή­τε και την κοι­νω­νι­κή και οι­κο­νο­μι­κή δια­φθο­ρά,
ό­πως φαί­νε­ται α­πό την ε­ρώ­τη­σή σας, και αυ­τό το πο­λε­μά η
Εκ­κλη­σί­α.

Δεν μπο­ρεί κα­νείς να εί­ναι μέ­λος της Εκ­κλη­σί­ας, Κλη­ρι­κός ή
λα­ϊ­κός, και να α­δι­κή, να κλέ­βη, να φο­ρο­δια­φεύ­γη, να πα­ρα­νο­μή
ποι­κι­λο­τρό­πως. Άν συμ­βαί­νη αυ­τό, τό­τε εί­ναι υ­πο­κρι­τής,
ό­πως οι Φα­ρι­σαί­οι, και ι­σχύ­ουν τα «ου­αί» του Χρι­στού.

Άν υ­πάρ­χουν κά­ποιοι ε­πί­ορ­κοι Ι­ε­ρείς και Μο­να­χοί που
ε­μπλέ­κο­νται στην οι­κο­νο­μι­κή δια­φθο­ρά, στην φο­ρο­δια­φυ­γή και
τις πα­ρά­νο­μες δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, τό­τε πρέ­πει να τι­μω­ρού­νται
πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά.

Δεν εί­ναι δυ­να­τόν ε­μείς που κη­ρύτ­του­με την δι­καιο­σύ­νη και
την κοι­νω­νι­κή ευ­τα­ξί­α να την κα­τα­στρα­τη­γού­με. Εί­ναι λυ­πη­ρό
ό­ταν α­πό ορ­θο­δό­ξους Κλη­ρι­κούς εκ­φρά­ζε­ται η ι­η­σου­ΐ­τι­κη
αρ­χή «ο σκο­πός α­γιά­ζει τα μέ­σα».

Η α­λή­θεια εί­ναι ό­τι τα μέ­σα που χρη­σι­μο­ποιού­με δί­νουν α­ξί­α και νό­η­μα στον σκο­πό.

Λέ­γε­ται
ό­τι η ερ­γα­σια­κή ε­φε­δρεί­α ί­σως ε­φαρ­μο­στεί και σε μέ­ρος των
κλη­ρι­κών. Αυ­τό τί ε­πί­πτω­ση θα έ­χη στην λει­τουρ­γί­α των Να­ών;

Ό­ταν ο άν­θρω­πος περ­νά μια οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση και ό­ταν η
κοι­νω­νί­α δι­έρ­χε­ται α­πό κοι­νω­νι­κή κρί­ση, τό­τε α­παι­τεί­ται
αυ­τή η κα­τά­στα­ση να α­ντι­με­τω­πι­σθή πνευ­μα­τι­κά.

Άλ­λω­στε, η βά­ση της οι­κο­νο­μι­κής και κοι­νω­νι­κής κρί­σης
εί­ναι η πο­λι­τι­στι­κή και πνευ­μα­τι­κή κρί­ση. Έ­τσι, πρέ­πει οι
Κλη­ρι­κοί να υ­πο­δει­κνύ­ουν στους αν­θρώ­πους τον α­πο­τυ­χη­μέ­νο
στό­χο, να τους ε­μπνέ­ουν ελ­πί­δα και αι­σιο­δο­ξί­α.

Στην κοι­νω­νί­α μας α­παι­τού­νται α­ντι­σώ­μα­τα, ό­πως γί­νε­ται
στον αν­θρώ­πι­νο ορ­γα­νι­σμό, προ­κει­μέ­νου να α­ντι­με­τω­πι­σθούν
οι ι­ώ­σεις και οι μι­κρο­βια­κές λοι­μώ­ξεις.

Έ­πει­τα, οι Ι­ε­ρείς εί­ναι το κέ­ντρο του πο­λι­τι­σμού του τό­που μας.

Ό­ταν κλεί­νουν οι Να­οί, τό­τε στα­μα­τά να υ­πάρ­χη έ­νας
πνευ­μα­τι­κός ά­ξο­νας, παύ­ει να κτυ­πά η καρ­διά του πο­λι­τι­σμού
και της πα­ρά­δο­σης σε έ­ναν τό­πο.

Δεν εί­ναι δυ­να­τόν, ό­μως, εν ο­νό­μα­τι της οι­κο­νο­μι­κής
κρί­σης να δια­λύ­ου­με τις δυ­νά­μεις της συ­νο­χής της κοι­νω­νί­ας.

Θε­ω­ρώ, μά­λι­στα, ό­τι εί­ναι α­ντι­φα­τι­κό ό­ταν α­πό το έ­να
μέ­ρος προ­τρέ­που­με την Εκ­κλη­σί­α να βο­η­θή­ση τους αν­θρώ­πους και
την κοι­νω­νί­α στην α­ντι­με­τώ­πι­ση της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης και
α­πό το άλ­λο μέ­ρος να α­πο­δυ­να­μώ­νου­με τα όρ­γα­νά της.

Χρεια­ζό­μα­στε τους πο­λι­τι­στι­κούς και πνευ­μα­τι­κούς α­δέ­νες
μέ­σα στην κοι­νω­νί­α μας. Δεν πρέ­πει να εί­μα­στε μί­ζε­ροι ού­τε
α­κρι­βοί στα «πί­του­ρα» και φτη­νοί στο «α­λεύ­ρι». Η Εκ­κλη­σί­α ό­χι
μό­νον κρα­τά την συ­νο­χή της κοι­νω­νί­ας, αλ­λά και την
νο­η­μα­το­δο­τεί.

Τί θα κά­νε­τε ε­άν τε­θεί ε­πί­ση­μα αυ­τό το θέ­μα;

Ό­λα τα θέ­μα­τα, και αυ­τό που λέ­τε, τα α­ντι­με­τω­πί­ζει η Διαρ­κής
Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος και αν χρεια­σθή θα το α­ντι­με­τω­πί­ση η
Ι­ε­ραρ­χί­α της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος. Το πο­λί­τευ­μα της
Εκ­κλη­σί­ας εί­ναι ι­ε­ραρ­χι­κώς συ­νο­δι­κό και συ­νο­δι­κώς
ι­ε­ραρ­χι­κό.

Πλη­σιά­ζουν τα Χρι­στού­γεν­να. Ποι­ό εί­ναι το μή­νυ­μά τους σή­με­ρα;

Η ε­ορ­τή των Χρι­στου­γέν­νων εί­ναι μια ση­μα­ντι­κή ε­ορ­τή και την
α­να­μέ­νου­με με χα­ρά και α­γά­πη. Συ­νή­θως λέ­με ό­τι εί­ναι
οι­κο­γε­νεια­κή ε­ορ­τή με την γέν­νη­ση και την χα­ρά της
γεν­νή­σε­ως.

Σκέ­πτο­μαι ό­τι κά­θε γέν­νη­ση συν­δέ­ε­ται με
πό­νο, και κά­θε βί­ω­ση του πό­νου εί­ναι υ­πό­θε­ση θέ­α­σης της ζω­ής
μέ­σα α­πό άλ­λη προ­ο­πτι­κή.

Έ­τσι, η ψυ­χο­λο­γι­κή και
πνευ­μα­τι­κή γέν­νη­ση, η ω­ρί­μαν­σή μας, περ­νά μέ­σα α­πό τον πό­νο,
ο ο­ποί­ος πό­νος θε­ρα­πεύ­ει κά­θε η­δο­νή. Εί­ναι
χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός έ­νας λό­γος του Ντο­στο­γι­έφ­σκι: «Θέ­τω έ­να
μά­ταιο ε­ρώ­τη­μα: Τί εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο; Η μέ­τρια ευ­τυ­χί­α ή ο
υ­ψη­λός πό­νος;­». Και προ­τι­μού­σε τον πό­νο ως αί­τιο της
ε­λευ­θε­ρί­ας.

Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι τα Χρι­στού­γεν­να έ­χουν
έ­να υ­ψη­λό νό­η­μα που δεν μπο­ρεί να πε­ρι­κλει­σθή στα φω­τά­κια,
στον στο­λι­σμό του δέν­δρου, τις εκ­δρο­μές και τις αι­σθη­σια­κές
χα­ρές.

Ό­ταν ο ε­σω­τε­ρι­κός χώ­ρος μας εί­ναι γε­μά­τος α­πό μαυ­ρί­λα,
εί­ναι νε­κρός α­πό ελ­πί­δα, τό­τε οι ε­ξω­τε­ρι­κές χα­ρές δεν
προ­σφέ­ρουν τί­πο­τε. Το υ­παρ­ξια­κό κε­νό μυ­ρί­ζει πτω­μα­τί­λα, και
χρεια­ζό­μα­στε το και­νό (και­νού­ριο).

Έ­πει­τα, τα Χρι­στού­γεν­να δεί­χνουν το κα­θή­κον μας που εί­ναι πρώ­τι­στη α­νά­γκη μας.

Ο Χρι­στός γεν­νή­θη­κε σε μια σπη­λιά, σε ξέ­νο μέ­ρος, με το μί­σος
της ε­ξου­σί­ας –τού Η­ρώ­δη–, έ­γι­νε ξέ­νος και πρό­σφυ­γας,
α­ντι­με­τώ­πι­σε την τρα­γι­κό­τη­τα της κοι­νω­νί­ας.

Πό­σα παι­διά στον κό­σμο σή­με­ρα δεν γεν­νιού­νται και δεν
με­γα­λώ­νουν μέ­σα στις ί­δι­ες συν­θή­κες, α­κό­μη και σε
Χρι­στια­νι­κές κοι­νω­νί­ες!

Το σκη­νι­κό ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται, η τρα­γω­δί­α συ­νε­χί­ζε­ται, πα­ρά τα βερ­μπα­λι­στι­κά και συ­ναι­σθη­μα­τι­κά λό­για.

Μέ­σα σε αυ­τήν την τρα­γι­κό­τη­τα μπο­ρού­με να προ­σφέ­ρου­με ό,τι
κα­λύ­τε­ρο έ­χου­με, δη­λα­δή τους λα­μπρούς ύ­μνους των αγ­γέ­λων και
την κα­θα­ρή καρ­διά των ποι­μέ­νων.

Η ε­ορ­τή των Χρι­στου­γέν­νων πρέ­πει να φα­νε­ρώ­ση την α­γά­πη του
Θε­ού προς τους αν­θρώ­πους και την τρυ­φε­ρό­τη­τα των αν­θρώ­πων προς
κά­θε άλ­λον που εί­ναι α­δελ­φός και πο­νά, υ­πο­φέ­ρει, ζή στην
α­πό­γνω­ση.

Ο ά­γιος Ι­ω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος βά­ζει στο στό­μα του Χρι­στού
τού­τα τα λό­για: «ε­γώ α­λή­της δια σέ», δη­λα­δή έ­γι­να
πε­ρι­πλα­νώ­με­νος για σέ­να.

Η λέ­ξη α­λή­της προ­έρ­χε­ται α­πό το α­λά­ο­μαι-ώ­μαι που
ση­μαί­νει πε­ρι­πλα­νώ­μαι και δείχνει την αγάπη Του για τους
ανθρώπους.

Ας μιμηθούμε κι εμείς αυτήν την κενωτική και
θυσια­στική αγάπη του Χριστού, που είναι η ουσία της εκκλησιαστικής και
πνευματικής ζωής.

http://www.romfea.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=10257:-q-q-q-q&catid=13

7 comments

Γεώργιος Ἰακ. Γεωργάνας 20 December 2011 at 18:42

Ἄδικη καὶ παρωχημένη ἡ προσωποκράτηση μὲ τὴν ὁποία ἀπειλήθηκε ὁ πατέρας τοῦ Σεβασμιωτάτου πρὶν 50-60 χρόνια, ἄδικη καὶ ἡ εἰσφορὰ μέσῳ τῆς ΔΕΗ. Μὲ ἀνθοδέσμες θὰ μαζέψει τοὺς φόρους τὸ κράτος ; Ὅλοι ξέρουμε νὰ ἐπικρίνουμε, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε νὰ προτείνουμε καμμία ἐναλλακτικὴ λύση …

Reply
Ι. Χονδρογιάννης 20 December 2011 at 22:53

Θάχετε δεί έργα εποχής όπου οι οπλίτες του άρχοντα έπεφταν στα χωριά και άρπαζαν ότι έβρισκαν για την πληρωμή των φόρων! Κότες, Γουρούνια, χωρικοί να τρέχουν να κρύψουν ότι μπορούν, άλλοι να ικετεύουν, κάποιοι να πληρώνουν και με μιά σπαθιά!
Έχει και η δική μας παλαιότερη ιστορία τέτοιες διηηγήσεις!
Κάποιοι έτσι αντιλαμβάνονται ακόμα σήμερα την συλλογή των φόρων. Απαιτείς και το παίρνεις με το σπαθί σου!

Φόρο για να δώσεις αγόγγυστα πρέπει πρώτα να έχεις! Και ο φόρος να αντιστοιχεί σε δίκαιο ποσοστό του εισοδήματός σου. Και να είσαι πεπεισμένος έστω ότι διατίθεται για κοινή ωφέλεια! Δεν σκοπεύεις να θρέφεις κανέναν τζάμπα!
Τόσοι και τόσοι πολίτες πληρώνουν κανονικά τους φόρους τους χωρίς τον φόβο του χωροφύλακα! Πολλοί άλλοι χρωστούν λόγω αδυναμίας, αλλά στην πρώτη ευκαιρία εξοφλούν εκουσίως και κάποια δόση! Όσοι δεν πληρώνουν έχουν βάσιμους λόγους. Είτε δεν μπορούν απολύτως (ελάχιστοι), είτε γνωρίζουν πολύ καλά τις αδυναμίες, αδικίες και ιδιαιτερότητες του συστήματος και τις εκμεταλλεύονται γνωρίζοντας ότι θα την βγάλουν “καθαρή”! Η γενική αντιμετώπιση του πολίτη σαν κλέφτη πάντως είναι χαρακτηριστική μόνον ληστρικών καθεστώτων! Και των μασκαρεμένων αποφυάδων τους!

Αν οι κυβερνώντες στις λεγόμενες “πολιτισμένες” κοινωνίες λοιπόν απαιτούν φορολογική συνείδηση από τους πολίτες, πρέπει να γνωρίζουν τι ζητούν και από ποιόν, χωρίς άβατα ή “στραβά μάτια”, να διαθέτουν τους κατάλληλους μηχανισμούς και, ΚΥΡΙΩΣ, να πείθουν ότι είναι προς το γενικό συμφέρον.
Άλλως θα συμπεριφέρονται σαν κλεφτοκοτάδες και κλεφτογουρουνάδες!

Reply
Eλοτανος 20 December 2011 at 23:43

Με ανθοδεσμες θα μαζεψει τους φορους το κρατος…

Οι νομιμοι και ηδη φορολογιμενοι θα φορολογιθουν περισσοτερο και σε παραλογο βαθμο. Οι φοροδιαφυγαδες δεν θα φορολογιθουν ουτως η αλλως. Ηλεκρικο ρευμα για τους μεν και ανθοδεσμες για τους δε.

Reply
Γεώργιος Ἰακ. Γεωργάνας 21 December 2011 at 05:26

Πράγματι «θὰ φορολογηθοῦν περισσότερο καὶ σὲ παράλογο βαθμὸ οἱ συνεπεῖς». Ἀλλὰ θὰ ὑποχρεωθοῦν νὰ δώσουν κάτι καὶ οἱ άσυνεπεῖς. Χωρὶς τὸ εἰδικὸ τέλος άκινήτων, οἱ συνεπεῖς θὰ ἔπρεπε νὰ δώσουν ἀκόμη περισσότερα. Ἀφῆστε ποὺ ὅποιος ἦταν συνεπής, δὲν εἶχε καὶ πολλὰ περισσευούμενα γιὰ νὰ ἀγοράζει άκίνητα. Εἶναι, λοιπόν, βῆμα πρὸς τὴν ὀρθὴ κατεύθυνση τὸ εἰδικὸ τέλος ἀκινήτων.
Καί, ποιός ξέρει, μπορεῖ καὶ κάποτε νὰ ξυπνήσουν καὶ νὰ ψηφίσουν καὶ κάποιον πού θὰ μειώσει τὶς σπατὰλες τοῦ κράτους …

Reply
Ι. Χονδρογιάννης 21 December 2011 at 08:47

Εγώ λέω ότι καλύτερο “βῆμα πρὸς τὴν ὀρθὴ κατεύθυνση” είναι η επιστροφή στο γνήσιον και αυθεντικό “χαράτσι”. Δεν έχανε δεκάρα η εξουσία!

Αντιγράφω από την Wikipedia:
Πρόκειται για ατιμωτικό κεφαλικό φόρο, ο οποίος επιβλήθηκε από τους πρώτους χρόνους του Ισλαμισμού. Ήταν η αποζημίωση για την παραχώρηση του δικαιώματος να ζει κανείς και να λατρεύει τον θεό του. Κάθε χριστιανός από το δωδέκατο έτος της ηλικίας του και μέχρι τον θάνατό του όφειλε να εξαγοράζει κάθε χρόνο την άδεια αυτή. Πλήρωνε τον φόρο και παραλάμβανε από τον εισπράκτορα την προσωπική του απόδειξη, η οποία λεγότανε χαράτσι. Η απόδειξη ήταν χάρτινη και είχε κάθε χρόνο διαφορετικό χρώμα, έφερε δε το εξής κείμενο:
“ο φέρων το παρόν έχει την άδειαν να φέρη επί έν έτος την κεφαλήν επί των ώμων του”.
Για να είναι πιό “δίκαιο” έφερε και αυτό τρείς διαβαθμίθεις. Αλάς. ιφσάτ, εδνά.

Γιατί να μένουμε σε ημίμετρα του τύπου “ο φέρων το παρόν έχει δικαίωμα να έχει σπίτι” ή το ακόμα πιό γελοίο “έχει δικαίωμα να έχει ηλεκτρικό ρεύμα”!
Και ποιός ξέρει, μπορεί και κάποτε να ξυπνήσουμε και να κάνουμε επανάσταση κατά του Σουλτάνου!

Reply
Eλοτανος 21 December 2011 at 22:23

Εἶναι, λοιπόν, βῆμα πρὸς τὴν ὀρθὴ κατεύθυνση τὸ εἰδικὸ τέλος ἀκινήτων……..

Μονο που χρειαζονται χιλιαδες βηματα και σε μια χωρα που επικρατει η διαφθορα, η πιθανοτητα επιτευξης του τελικου στοχου ειναι δυστυχως μηδαμινη, διοτι ο Σουλτανος παντα εξαγοραζει τους επαναστατες.

Reply
Γεώργιος Ἰακ. Γεωργάνας 22 December 2011 at 05:23

Πράγματι. Ὅσο περισσότεροι θεωρήσουμε «τὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς διαφθορᾶς καὶ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ὑποχρεωτικὸν καὶ ἐπὶ τῇ ὑποθέσει ὅτι θὰ ἦτο μάταιος», τόσο περισσότερο θὰ άποδώσει ὁ ἀγῶνας αὐτός. Μελέτη, προετοιμασία καί, στὴν κατάλληλη στιγμή ποὺ θὰ ὑποδείξει ἡ μελέτη, δράση.

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.