Επιμέλεια: Φραγκώ Καράογλαν – Δημ.
Σταθακόπουλος
ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ
ΤΥΠΟΣ – 22.12.2011 – Επισκόπηση της επικαιρότητας
Η πολιτική της μη αναμέτρησης με το
παρελθόν
Συλλήψεις δημοσιογράφων
Απεργία της Τουρκικής Συνομοσπονδίας Δημοσίων
Υπαλλήλων
«Η ΕΕ ‘δυστυχώς’ δεν βουλιάζει!»
Αν κάποιος επισκεπτόταν την Τουρκία
αυτές τις ημέρες ( 10-20.12.2011 ) και παρακολουθούσε μόνο τηλεόραση, θα
ορκιζόταν ότι το μόνο ζήτημα που απασχολεί τη χώρα είναι ένα: ” η ψηφοφορία στη γαλλική Γερουσία για το νομοσχέδιο
‘ποινικοποίησης της άρνησης της Γενοκτονίας των Αρμενίων το 1915″ .
Η Τουρκία αντέδρασε στο νομοσχέδιο με
τους κλασικούς τρόπους που υπαγορεύονται από την επίσημη θέση της [η οποία
στηρίζει την πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και θεωρεί ‘τα γεγονότα του
’15 στενόχωρα αλλά αναπόφευκτα’]: στέλνει ‘απειλητικές’ επιστολές (Ερντογάν
προς Σαρκοζί , σημ.: οι οποίες όπως διαπιστώσαμε από τον διεθνή τύπο σήμερα το
πρωϊ 23.12.2001 υλοποιούνται ), οργανώνει συναντήσεις και διαμαρτυρίες, όπως
είναι λόγου χάρη η ‘απόβαση’ που πραγματοποίησε ο τουρκικός επιχειρηματικός
κόσμος και διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις στο Παρίσι για να μιλήσουν με
ομολόγους τους… Εν τω μεταξύ έχει επιτευχθεί η ‘εθνική συνεννόηση’ με το κοινό
ψήφισμα που εξέδωσαν τα πολιτικά κόμματα –ΑΚΡ, CHP και ΜΗΡ- εναντίον της Γαλλίας και όλες οι εφημερίδες πρόβαλαν
πρωτοσέλιδα την ανακοίνωση της τ/Προεδρίας της Δημοκρατίας ότι ‘τηλεφωνούμε εδώ
και δύο μέρες στον Σαρκοζί, αλλά ο Γάλλος Πρόεδρος δεν έχει το θάρρος να
μιλήσει με τον Πρόεδρο Γκιούλ’, ενώ, ο τ/Πρωθυπουργός Ερντογάν δήλωνε χθες
στους δημοσιογράφους ότι σήμερα θα ανακοινώσει την πρώτη δέσμη μέτρων –ενός
σχεδίου που αποτελείται από τρία στάδια- εναντίον της Γαλλίας εάν το νομοσχέδιο
ψηφιστεί.
Η Αρμενική Κοινότητα, κυρίως οι κύκλοι
που πρόσκεινται στην εφημερίδα ‘Αγκός’ θεωρούν το γαλλικό σχέδιο νόμου
‘καταστροφικό για την ελευθερία της σκέψης’ και δηλώνουν ότι εκείνο που τους
απασχολεί είναι η ανθρώπινη διάσταση της Γενοκτονίας. Το Αρμενικό Πατριαρχείο έβγαλε μια
επιτηδευμένη και γεμάτη θρησκευτικό συναισθηματισμό ανακοίνωση, που έκανε τον
δημοσιογράφο Μαρκάρ Εσαγιάν να αναρωτιέται αν έλαβαν από ψηλά παράκληση του
είδους: ‘τι καλά θα ήταν να βγάζατε μια ανακοίνωση’. Και οι προβλέψεις των τούρκων αναλυτών είναι
ότι το νομοσχέδιο θα περάσει και θα εγκριθεί και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων γιατί δεν αντίκειται στο ευρωπαϊκό δίκαιο.
Οι τουρκικοί φιλελεύθεροι και
αριστεροί κύκλοι χαρακτηρίζουν το νομοσχέδιο ‘ανοησία του Σαρκοζί [για να πάρει
τις αρμενικές ψήφους]’, υπογραμμίζουν ότι ‘η προσέγγιση της κυβέρνησης να
χτυπήσει τη Γαλλία από την σκοπιά της ‘ελευθερίας της σκέψης’ είναι σκέτη
αποτυχία, αν σκεφτεί κανείς την οικτρή κατάσταση της Τουρκίας στο θέμα αυτό’
και τονίζουν ότι ‘το Αλγέρι και η Ρουάντα δεν μπορούν να νομιμοποιήσουν την
επίσημη θέση της Τουρκίας, η οποία δεν έχει ακόμη δυστυχώς την ωριμότητα –ούτε
ατομικά ούτε ως κοινωνία- να αναμετρηθεί με το παρελθόν της’.
Η Γαλλική Εθνοσυνέλευση έχει
αναγνωρίσει την Αρμενική Γενοκτονία με απόφασή της στις 21 Ιανουαρίου 2001.
Στις εφημερίδες βρίσκουν θέση ειδήσεις
όπως * το νέο κύμα συλλήψεων της αστυνομίας, που έκανε ταυτόχρονες εφόδους σε
οκτώ πόλεις και συνέλαβε 40 δημοσιογράφους (από τα πρακτορεία ειδήσεων DİHA (Dicle Haber Ajansı) και
ΕΤΗΑ (Etkin Haber Ajansı), το περιοδικό Demokratik
Modernite, τις εφημερίδες ‘Μπίργκιουν’ και
‘Βατάν’, αλλά και τον διευθυντή του γραφείου Κωνσταντινούπολης του Γαλλικού
Πρακτορείου Ειδήσεων (AFP) Μουσταφά
Οζέρ) με την κατηγορία ότι είναι μέλη της KCK (που σύμφωνα με τα τ/ΜΜΕ είναι ‘η οργάνωση πόλης του ΡΚΚ’) και *
η απεργία της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων (KESK), που πραγματοποιήθηκε χθες με την υποστήριξη της Συνδικαλιστικής
Ένωσης Γιατρών και του Συνδικάτου Νοσηλευτών με αιτήματα όπως: το δικαίωμα
συλλογικών συμβάσεων και το δικαίωμα σε βασικό μισθό. Σύμφωνα με τις σημερινές
εφημερίδες, η απεργία ήταν σχεδόν γενική στα κρατικά νοσοκομεία, οι
συνδικαλιστικές οργανώσεις των οποίων αντιδρούν (επιπροσθέτως) στο νομοσχέδιο
που προβλέπει την πρόσληψη ξένων γιατρών και νοσηλευτών στην Τουρκία.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι σχεδόν
το σύνολο των τ/ΜΜΕ ασχολείται με δύο αποκαλύψεις της εφημερίδας ‘Ταράφ’: (1)
την περίπτωση του λοχαγού Εγιούπ Ατλίχαν που έδινε λάθος συντεταγμένες στην
πολεμική αεροπορία σε πρόσφατους βομβαρδισμούς κουρδικών στόχων και (2) την
ομολογία του προφυλακισμένου πράκτορα
της ΜΙΤ Αϊχάν Τσαρκίν (δίκη Σούσουρκουκ) σχετικά με εκτελέσεις συγκεκριμένων
ατόμων και περιγραφή της θέσης όπου έχουν ταφεί –ο εισαγγελέας έχει διατάξει
ήδη σχετική έρευνα.
‘Η ΕΕ ‘δυστυχώς’ δεν βουλιάζει’ –τον
τίτλο αυτό είχε το άρθρο του αρθρογράφου της ‘Ταράφ’ για θέματα εξωτερικής
πολιτικής πρώην πρέσβη Τεμέλ Ισκίτ στο φύλλο της εφημερίδας της 13/12, το οποίο
μεταφέρει το στίγμα των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας ή μάλλον της σημερινής στάσης της
Τουρκίας έναντι της ΕΕ και έχει ενδιαφέρον, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης
που επικρατεί αυτή τη στιγμή στα εσωτερικά πράγματα της Τουρκίας [επιβράδυνση,
έως ‘παγώματος’, των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, φημολογούμενος συμβιβασμός
της κυβέρνησης ΑΚΡ με τον στρατό με ό,τι αυτά συνεπάγονται]. Το
μεταφράζουμε:
«Το
θέμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), που βρίσκεται για πολύ καιρό χαμηλά στην
τουρκική επικαιρότητα, βγήκε για λίγο στο προσκήνιο με την ευκαιρία της
τελευταίας Διάσκεψης Κορυφής της Ένωσης. Όμως, η κρίση στην ΕΕ που έγινε ζήτημα
βαθιάς παγκόσμιας ανησυχίας, αντιμετωπίστηκε στη χώρα μας μάλλον με κάπως
διαφορετικά αισθήματα. Πάρα πολλοί κύκλοι είδαν τις οικονομικές δυσκολίες χωρών
της ΕΕ πιο πολύ ως ευκαιρία για προβολή των επιτυχιών της Τουρκίας στον τομέα
αυτό. Οι δυσχέρειες σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία,
μετατράπηκαν σε αφορμή κομπασμού και περιαυτολογίας ανάκατης με ένα επίπλαστο
αίσθημα οίκτου.
Ακόμη
πιο συχνά, το ενδεχόμενο διάσπασης της ΕΕ, εκφράστηκε σχεδόν ως πολυπόθητη
προσδοκία. Βεβαίως, δεν έλειψαν καθόλου αυτοί που ανοιχτά είπαν ή υπονόησαν
πόσο άχρηστο είναι να γίνει κανείς μέλος μιας τόσο προβληματικής και με
σκοτεινό μέλλον ένωσης.
Ωστόσο,
τα αποτελέσματα της Διάσκεψης της ΕΕ, φαίνεται ότι θα απογοητεύσουν όσους
περίμεναν το τέλος της Ένωσης (…).
Εντέλει
η οικονομική κρίση της ΕΕ θα ξεπεραστεί μεν, αλλά μια μεγάλη περίοδος ακόμα θα
περάσει στενόχωρα. Στο διάστημα αυτό στην Τουρκία, αυτοί που ένιωσαν μεγάλη
ευχαρίστηση για ‘την κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει’ η ΕΕ, θα το μετανιώσουν
λιγάκι. Θα δουν ότι, παρά τη σχετική ισχύ της οικονομίας μας, οι σκληροί άνεμοι
που πνέουν στην ΕΕ, με την οποία έχουμε σχέση εξάρτησης από την άποψη του
εξωτερικού εμπορίου αλλά και των επενδύσεων,
θα επηρεάσει με κάποιο τρόπο και εμάς.
Η
στάση αυτή της ‘υποτίμησης και απαξίωσης της ΕΕ’ συνεχίζεται, παρότι δεν είναι
δικαιολογημένη. Μάλιστα, παρά τις
δηλώσεις ότι ‘δεν πρόκειται να παρεκκλίνουμε από το δρόμο της ΕΕ’, η στάση
αυτή, βρίσκοντας ανταπόκριση στους κυβερνητικούς κύκλους, άρχισε να παίζει έναν
αυξανόμενο ρόλο στην επιβράδυνση των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων της Τουρκίας
που είχαν αρχίσει χάρη στην ΕΕ.
Ενδείξεις
για την τάση αυτή μας δίνει και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε το κεφάλαιο για
την Τουρκία στις αποφάσεις που επικυρώθηκαν κατά την τελευταία διάσκεψη της ΕΕ.
Στο
κεφάλαιο αυτό υπάρχουν τρεις δέσμες θεμάτων: (1) μνημονεύονται οι επιτυχίες της
στον οικονομικό τομέα, χαρακτηρίζεται ως χώρα κλειδί για την ΕΕ και τονίζεται ο
σημαντικός ρόλος της στην περιοχή
–θέματα που ευχαριστούν την Τουρκία, (2) ασκείται κριτική στο ζήτημα των
θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών με πρώτη την ελευθερίας της έκφρασης, και
(3)υπάρχουν οι παράγραφοι οι σχετικές με
την Κύπρο.
Κοιτώντας
τις εκτιμήσεις των επίσημων κύκλων, βλέπει κανείς ότι η ουσιαστική αντίδραση
επικεντρώνεται στο θέμα της Κύπρου. Το ήμισυ της σχετικής ανακοίνωσης του ΥΠΕΞ
επί του θέματος, αφιερώνεται, δικαίως, στην κριτική και αντίκρουση των σαφώς
μεροληπτικών εκφράσεων της ανακοίνωσης της ΕΕ.
Το
ενδιαφέρον σημείο είναι ότι, τόσο στην ανακοίνωση του ΥΠΕΞ όσο και σε άλλες
επίσημες δηλώσεις, μένουν αναπάντητες οι κριτικές σχετικά με τις δημοκρατικές
μεταρρυθμίσεις. Ούτε λέξη για «τις πολλές δίκες που έχουν στόχο συγγραφείς,
δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς και ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις
συχνές απαγορεύσεις στο διαδίκτυο» αλλά και τις θρησκευτικές και
συνδικαλιστικές ελευθερίες, τα δικαιώματα γυναικών και παιδιών, την ισότητα των
φύλων, τον αγώνα εναντίον των φυλετικών διακρίσεων και των βασανιστηρίων.
Κάποιος
οπτιμιστής θα ήταν δυνατόν να ερμηνεύσει την σιωπή αυτή ως έμμεση σιωπηρή
αποδοχή των εν λόγω ελλείψεων. Τότε, θα μπορούσε ίσως επίσης να αναμένει οι
κριτικές αυτές να επιταχύνουν τις μεταρρυθμίσεις. Όμως, εδώ πρέπει να γίνει μάλλον λόγος για
μια αδιαφορία. Φαίνεται ότι το σύνδρομο ‘υποτίμησης και απαξίωσης’ της ΕΕ, θα
αποτελέσει την αφορμή να αγνοηθούν οι κριτικές αυτές.
Καθότι
τα πράγματα δείχνουν ότι το ΑΚΡ δεν
φαίνεται πια να έχει ανάγκη τον στόχο της εισδοχής στην ΕΕ, στον οποίο είχε
επιδοθεί με ζήλο για να εξασφαλίσει την νομιμοποίηση του απέναντι στους
κατέχοντες την εξουσία. Το κυβερνών κόμμα φαίνεται να έχει λησμονήσει ότι
κύριος σκοπός της εισδοχής ήταν η ενίσχυση της δημοκρατίας μας. Φαίνεται να
υποπίπτει στο σφάλμα ότι [η ΕΕ] θα αμελήσει τις οικουμενικές αξίες που
εκπροσωπεί λόγω των συγκυριακών οικονομικών αδυναμιών της. Παρασυρμένο από τη σκέψη ότι το καθεστώς
κηδεμονίας [του στρατού] καταλύθηκε ανεπιστρεπτί, δίνει την εντύπωση ότι ξοδεύει την ενέργειά
του στην εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος στο οποίο θα διαιωνίσει μόνο τη δική του
εξουσία.
Δεν
εννοεί να καταλάβει ότι αδυνατούμε να φτάσουμε τον στόχο μιας ‘ενισχυμένης
δημοκρατίας’ χωρίς να ακολουθούμε τον οδικό χάρτη της ΕΕ, υπεκφεύγοντας στο
θέμα της θέσπισης νέου συντάγματος, μη προχωρώντας στις απόλυτα αναγκαίες για
τον εκδημοκρατισμό νομοθετικές αλλαγές, με πρώτες αυτές στο νόμο για τα
πολιτικά κόμματα, στον εκλογικό νόμο και το νόμο για την καταπολέμηση της
τρομοκρατίας, αλλά με τα άδηλα και αόριστα κριτήρια που ονομάζει ‘κριτήρια της
Άγκυρας’.»