Ροή του χρόνου είναι η διαδοχή των γεγονότων. Η συμπαντική φύση, αλλά και ο βίος του ανθρώπου, γίγνονται: ενεργούνται σε συνεχή μεταβολή. Τη μεταβολή ο άνθρωπος τη βιώνει ως μετάβαση από ένα «πρότερον» σε ένα «ύστερον». Είναι η βίωση ή ικανότητα του «χρονίζειν» και την έχει μόνο ο άνθρωπος. Μόνο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη διαδοχή των γεγονότων ως ροή του χρόνου.
Η αντίληψη της πραγματικότητας με αίσθηση χρονικότητας είναι ανθρώπινη αποκλειστικότητα, επειδή μόνο για τον άνθρωπο η μεταβολή, το γίγνεσθαι, ανάγεται ερμηνευτικά σε διάβαση από αιτία σε σκοπό. Μόνο χάρη στις δύο αυτές σταθερές λειτουργεί ερμηνευτικά η λογική ικανότητα του ανθρώπου. Ακόμα και η σύλληψη του αναίτιου και άσκοπου ή τυχαίου τις προϋποθέτει.
Η ικανότητα εντοπισμού ή αναζήτησης αιτίας και σκοπού μάλλον συνδέεται με εκείνο το πρωτογενές δεδομένο που συνιστά ανεξήγητο άλμα στην εξελικτική μετάβαση και από το πιο προηγμένο θηλαστικό στον άνθρωπο: Το άλμα ότι στο ανθρώπινο βρέφος η επιθυμία (επιθυμία τροφής, επιθυμία ζωής) μεταποιείται σε αίτημα – το ενδεχόμενο ικανοποίησης της επιθυμίας εμφανίζεται στο πεδίο της αντίληψης («σημαίνεται») ως δυνατότητα σχέσης. Για τον άνθρωπο (και μόνο) η επιθυμία ζωής γίνεται αίτημα σχέσης. Γι’ αυτό και η ανταπόκριση στην επιθυμία, το σημαίνον της ανταπόκρισης, αναδύεται πάντοτε «στον τόπο του Αλλου», ορίζει την είσοδο στη σχέση, στον κόσμο της γλώσσας και των συμβόλων, στον ανθρώπινο κόσμο. Είναι η σπερματική εμφάνιση της λογικότητας, η γέννηση του λογικού υποκειμένου.
Ο τρόπος της λογικότητας, τρόπος της σχέσης, ιδρύεται με τη μεταποίηση της επιθυμίας σε αίτημα. Οριοθετείται η λογικότητα από την αναγωγή των γεγονότων σε προϋποθετική αιτία (αντι-κείμενη δυνατότητα) και σε σκοπούμενο τέλος. Η οριοθέτηση υπηρετεί, δεν δεσμεύει το αιτιατό, τη λογικότητα. Το λογικό υποκείμενο συγκροτείται χάρη στη σχέση, αλλά η σχέση παραμένει πάντοτε δυνατότητα, όχι αναγκαιότητα. Η λογικότητα, το άλμα διαφοράς του ανθρώπου από την άλογη φύση, πραγματώνεται ως κατάφαση της σχέσης, αλλά και ως άρνηση σχέσης – η διαφορά από την αλογία υπόκειται σε αυτοαναίρεση, είναι συνώνυμη με την ελευθερία. Τελικός ορισμός του ανθρώπου η ελευθερία: το δίλημμα λόγου ή αλογίας.
Τι μπορεί να σημαίνει: αυτοαναιρούμαι ως λογικό υποκείμενο; Σημαίνει ότι αυτονομώ την ενστικτώδη επιθυμία καθεαυτήν, την απογυμνώνω από τη δυναμική του αιτήματος, τη διαστέλλω από τη ζωτική αναφορικότητα, τη σχέση. Η επιθυμία αρχίζει και τελειώνει στο εγώ μου, το εγώ μου ταυτίζεται με την αιτία και τον σκοπό της ύπαρξης, είναι τυχαίος, συμπτωματικός και εφήμερος υπαρκτικός αυτοσκοπός. Ακόμα και ο χρόνος, η αλληλουχία προτέρου και υστέρου, βιώνεται σαν προσδοκία ποσοτικών εναλλαγών αυτάρκειας, όχι αποκαλύψεων ετερότητας μέσα από τη διακινδύνευση του αθλήματος της σχέσης.
Στον πολιτισμό της νεωτερικής ατομοκρατίας, όλο και περισσότερο οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ακόμα και την ελευθερία σαν εγωτικό δικαίωμα. Ταυτίζουν την ελευθερία με τη νομική εξασφάλιση (κατοχυρωμένη από θεσμούς συμβατικού Δικαίου) ανεμπόδιστων ατομικών επιλογών: Να μπορούν να διαλέγουν ιδεολογία, «πεποιθήσεις», κανονιστικές αρχές, όπως διαλέγουν απορρυπαντικό ή οδοντόκρεμα (με την ψευδαίσθηση αυτοπροαίρετης επιλογής) στο σούπερ μάρκετ. Και παλινδρομούν στην αυτονόμηση της επιθυμίας, στη ζωώδη αδυναμία να μεταποιηθεί η επιθυμία σε αίτημα, να κοινωνείται η χρεία και η ζωή. Διαστέλλεται η επιθυμία από τη λογικότητα, δηλαδή από τη σχέση, υπαναστρέφει η λογικότητα στο ένστικτο, γίνεται πανουργία εγωτικής αυτοάμυνας, ναρκισσιστικής αυτασφάλισης.
Τότε φτάνουν οι άνθρωποι και στην εξωφρενική μωρία (τέλεια κατάργηση της λογικής από την επιθυμία) να αντιμετωπίζουν τον χρόνο σαν μαγικό, υπερβατικό συντελεστή της μετάβασης από το πρότερον στο ύστερον καθοριστικόν της τύχης του κάθε ανθρώπου. Εύχονται λοιπόν οι άνθρωποι εις εαυτούς και αλλήλους να τους φέρει ο χρόνος, από μόνος του, ευτυχία, υγεία, ειρήνη. Ολα αυτοματικά, μη αναγώγιμα σε αίτημα σχέσης – ηδονικές παροχές στο εγώ της αλογίας των παρορμήσεων.
Οι κοινωνίες που γέννησαν τον πολιτισμό της ατομοκεντρικής Νεωτερικότητας δεν έφτασαν τυχαία ή με αυθαίρετες επιλογές στη διαμόρφωση του συγκεκριμένου τρόπου του βίου. Οδηγήθηκαν εκεί από ιστορικές συνθήκες και πραγματικές ανάγκες, κυρίως από αντίδραση σε βασανιστική, επί αιώνες, στέρηση ελευθερίας και δικαιοσύνης. Γι’ αυτό, μαζί με την ατομοκρατία, γέννησαν και θεσμούς ικανούς (κάπως) να τη χαλιναγωγήσουν, διέθεταν και μακραίωνες ιστορικούς εθισμούς χρησιμοθηρικής πειθαρχίας στους θεσμούς. Φίλος Αμερικανός έλεγε προ ημερών σχολιάζοντας την έκρηξη πρωτογονισμού της βίας στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη: «Εμείς εδώ δεν έχουμε κοινωνία, γι’ αυτό και έχουμε αστυνομία»! Τι θα συμβεί σε οποιοδήποτε προηγμένο νεωτερικό κράτος αν κάποιος διανοηθεί να φωνάξει στους φρουρούς της έννομης τάξης: «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι»;
Η ελλαδική είναι από τις κοινωνίες που μιμήθηκαν, δεν γέννησαν από δικές τους ανάγκες τη Νεωτερικότητα. Ο εκτός ελλαδικού κράτους Ελληνισμός –στην Αλεξάνδρεια, στη Σμύρνη, στην Καππαδοκία, στην Τραπεζούντα, στην Οδησσό– προσέλαβε ενεργητικά και κριτικά, γι’ αυτό και αφομοίωσε, χωρίς να αλλοτριωθεί και γελοιοποιηθεί, όσο πρόλαβε, τις επαρχές της Νεωτερικότητας. Στο ελλαδικό κράτος η μίμηση ήταν ξυπασμένος πιθηκισμός, οι θεσμοί, οι ιδεολογίες, οι προβληματισμοί δάνεια όλα, ξένα για τον Ελληνα, όχι δικά του, γι’ αυτό και οι ανάγκες του, εκατόν ογδόντα χρόνια τώρα, εκκρεμείς.
Αυτή η σχιζοφρένεια του μιμητισμού, η μύχια σύγχυση της ταυτότητας, έχει αρχίσει να δίνει τους καρπούς της, σωστό εφιάλτη. Δεν υπάρχουν πια άξονες συνοχής της ελλαδικής κοινωνίας: γλώσσα, Ιστορία, εκπαίδευση έχουν «αποδομηθεί» με έναν οίστρο αυτοκαταστροφής κυριολεκτικά παρανοϊκό. Το να είσαι Ελληνας σήμερα δεν αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο ή διαφορετικό από το να είσαι «παναθηναϊκός», «ολυμπιακός», «πάοκ». Ο ατομοκεντρισμός του νεωτερικού τρόπου του βίου είναι αδύνατο να τιθασευτεί, να παραγάγει κοινωνική συνοχή με την απομίμηση δάνειων «κοινωνικών συμβολαίων», θεσμών έννομης τάξης, ιδεολογικών επιχρισμάτων της κτηνώδους αλογίας.
Μοναδικό έναυσμα για ενεργοποίηση των νεκρωμένων αντανακλαστικών αυτοσυντήρησης της ελλαδικής κοινωνίας θα μπορούσε, ίσως, να είναι μια έσχατης τόλμης εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Παραμερισμός της πληροφορίας και επικέντρωση της εκπαιδευτικής λειτουργίας στην ασκητική τής γλώσσας και στη λογική των μαθηματικών. Με στυλοβατική του ψυχισμού πειθαρχία και μύηση στη χαρά των σχέσεων κοινωνίας.
Αλλά ο κωμικοτραγικός πια πρωθυπουργός της χώρας σχεδιάζει (τι πρωτοτυπία, αλήθεια!) καινούργιο «διάλογο» για τον τρόπο εισόδου από το αποσυντεθειμένο σχολειό στο ανύπαρκτο πανεπιστήμιο…
Αναδημοσίευση από την Καθημερινή – Ημερομηνία δημοσίευσης: 04-01-09
.