Χαῖρε ἀντιμνημονιακὴ συσπείρωση,
ἡ μνημόνιον ἀρειμανίως μισήσασα∙
χαῖρε, ἡ τὸ πῶς (θὰ τὴ βγάλουμε) μηδένα διδάξασα.
Τὸ παρὸν ἄρθρο δὲν προσπαθεῖ νὰ λάβει θέση. Προσπαθεῖ νὰ
καταδείξει τὸ πόσο δύσκολο εἶναι νὰ λάβει κανεὶς ὑπευθύνως θέση στὰ νέα («ρευστὰ»)
δεδομένα ποὺ διαμορφώνονται, καὶ νὰ ἀφήσει στὴν ἄκρη τοὺς ἐνθουσιασμοὺς τῶν
διαφόρων στρατεύσεων.
Πρὸ πάσης ἐργασίας, ἂς σημειωθεῖ πὼς ὁ
γράφων προτιμᾶ νὰ ἀποφασίζουν οἱ λαοὶ δι’ ἐκπροσώπων τὶς τῦχες τους, παρὰ νὰ εἰσάγονται
τὰ δέοντα γενέσθαι μὲ διεθνῆ μνημονιακὰ μαγειρέματα ποὺ «ἐντέλλουν αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε
νὰ εἴχαμε κάνει ἀπὸ χρόνια» κλπ. κλπ. Κοινῶς, δὲν ἀνήκει στοὺς μνημονιολάγνους.
Τώρα ποὺ δόθηκαν τὰ πιστοποιητικὰ ἀντιμνημονιακῶν
φρονημάτων, ἂς σημειωθεῖ καὶ ὁ προβληματισμὸς σχετικὰ μὲ τὸ πολύχρωμο ἀσκέρι τοῦ
ἀντιμνημονιακοῦ μετώπου. Τὸ λάδι μίσγεται μὲ τὸ νερό; Οἱ κοινωνικὲς δυνάμεις ποὺ
συνιστοῦν τοὺς «outsider τῆς μεταπολίτευσης» καὶ τοὺς ἐνδεχόμενους δομήτορες τοῦ αὔριο μποροῦν νὰ
συγχρωτιστοῦν μὲ τοὺς νοσταλγοὺς τοῦ καθεστῶτος ποὺ πεθαίνει, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται
νὰ καταλάβουν τὸ γιατί ἔκλεισε ἡ κάνουλα μὲ τὰ δανεικὰ καὶ ἁπλῶς θέλουν νὰ
ξανανοίξει; Τὴν λύση θὰ τὴν φέρει ἡ μάζα τοῦ «βαθέως ΠΑΣΟΚ», τὸ ὁποῖο δὲν τὰ βρῆκε
μὲ τὶς μνημονιακὲς μεταλλάξεις τῆς new age κορυφῆς του καὶ ζητεῖ μὲ τὴ σειρά του ἰδία μετάλλαξη ἢ ὅσοι
δὲν διετέλεσαν ἔστω καὶ ἔμμεσοι
συνδαιτημόνες τοῦ κ. Παγκάλου;
Οἱ ἀπαντήσεις στὰ παραπάνω ἐρωτήματα
δὲν εἶναι αὐτονόητες γιὰ ὅλους, καὶ ὡς ἐκ τούτου τὰ ἐρωτήματα δὲν τυγχάνουν
ρητορικά. Διάφορα ἀντιμνημονιακὰ κόμματα, κομματίδια, κινήματα καὶ
γκρουπούσκουλα ἐμφανίζονται (χωρὶς νὰ ἑνώνονται ὅμως: «Λεγεὼν») καὶ μᾶς καλοῦν
νὰ δείξουμε τὴν πυγμή μας ἢ τὴν πυγή μας στοὺς κακοὺς ξένους, χωρὶς νὰ
διευκρινίσουν ὅμως τί θὰ κάνουμε μετά. Ἢ ὑποδεικνύοντάς μας ὡς ρεαλιστικὸ «μετὰ»
μιὰν εἰκόνα μουσουλμανικοῦ παραδείσου, μὲ ἄφθονο πιλάφι καὶ μέλι, μιὰν ἀπολύτως
αὐτάρκη Ἑλλάδα ποὺ δυστυχῶς (πραγματικὰ δυστυχῶς) ὑφίσταται μόνον στὴν φαντασία
τους.
Τὸ «ἀντιμνημονιακὸ μέτωπο» σχεδὸν
συνολικὰ τάσσεται ὑπὲρ τῆς ἐπιστροφῆς στὴν δραχμή. Τὸ σκέλος τοῦ «μετώπου» ποὺ
διατείνεται πὼς ἐπιμένει στὸ Εὐρώ, καλὸ θὰ ἦταν νὰ μᾶς ἐξηγήσει πῶς φαντάζεται
τὴ ζεύξη τῆς ἡρωικῆς κραυγῆς «ξένοι Εὐρωπαῖοι, νὰ πᾶτε νὰ» μὲ τὴν παραμονὴ στὸ
κοινὸ νόμισμα.
Μὲ μιὰ χονδροειδῆ ὑπεραπλούστευση θὰ
μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ ἐνδεχόμενο ἐξόδου ἀπὸ τὸ Εὐρὼ συμφέρει πρωτίστως τὸ
καθεστὼς τῆς Μεταπολίτευσης: εἶναι πιὰ κοινὸς τόπος ὅτι οἱ ἔχοντες πάμπολλα εὐρὼ
στὸ ἐξωτερικό, δηλαδὴ οἱ σημερινοὶ μεταπολιτευτικοὶ κοτζαμπάσηδες, ἐργολάβοι καὶ
ἐκδότες καὶ ὅλα τὰ καλὰ παιδιά, θὰ γίνουν σὲ ἕνα δραχμικὸ αὔριο ἀπόλυτοι αὐθέντες
ψυχῶν καὶ σωμάτων. Ὅτι τὸ μόνο ἐνδεχόμενο ἐπιβίωσης τῆς σημερινῆς πολιτικῆς
τάξης εἶναι ἡ ἐπίπλευση στὸ πληθωριστικὸ χρῆμα, μὲ τὶς δραχμὲς νὰ τυπώνονται ἀβέρτα
καὶ νὰ μοιράζονται σὲ δεσμίδες. Καὶ ἡ φτώχεια ἀσύλληπτη, ἀφοῦ σχεδὸν ὅλα τὰ εἴδη
πρώτης ἀνάγκης εἰσάγονται ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ στὴν πραγματικὴ πραγματικότητα, καὶ ὄχι
στὴν εἰκονικὴ ποὺ ὑποθέτει πὼς ἡ Ἑλλάδα θὰ ξαναβρεθεῖ στὴν δραχμὴ μὲ ἐκπληκτικὴ
αὐτάρκεια ἰθαγενῶν ἀγαθῶν. Θὰ ἀντιτείνουν πὼς οὔτε ἐπὶ δραχμῆς εἴχαμε αὐτάρκεια
ἀγαθῶν ἢ ἔστω περιορισμένες εἰσαγωγές- ὅμως οἱ συνθῆκες εἶναι προφανῶς τελείως
διαφορετικές. Πῶς ἀκριβῶς φαντάζονται οἱ νοσταλγοὶ τῆς δραχμῆς μιὰν αὐριανὴ ἔξοδο
ἀπὸ τὸ Εὐρώ, μὲ ὅρους τοῦ 1998;
Συχνά, ἡ ἐπιθυμία (ρητὴ ἢ ὑπόρρητη) ἐξόδου
ἀπὸ τὸ Εὐρὼ ἔρχεται ἀγκαζὲ μὲ ἕναν ἀνεξέλεγκτο εὐρωσκεπτικισμό. Ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ γεγονότος πὼς ὁ εὐρωσκεπτικισμὸς
ἦταν στὴν Ἑλλάδα ταμποὺ (ἢ ἦταν ἐκ τοῦ Περισσοῦ – μὲ τὸ δίσημον τῆς φράσεως), ἀφέθηκε
νὰ δημιουργηθεῖ ἕνας ὑπόγειος «πρωτόγονος» εὐρωσκεπτικισμός, ὁ ὁποῖος τώρα
βγαίνει στὴν ἐπιφάνεια. (Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἡ ἰδεολογικὴ τρομοκρατία
σχετικὰ μὲ τοὺς προβληματισμοὺς περὶ ὑπερβολικῆς λαθρομεταναστεύσεως ὁδήγησαν
στὸ ἀνατριχιαστικὸ ἐνδεχόμενο τῆς εἰσόδου τῆς δηλωμένα νεοναζιστικῆς Χρυσῆς Αὐγῆς
στὴν Βουλή.) Ἂν δὲν ἦταν ἔτσι ἡ κατάσταση, ἡ διαμάχη εὐρωπαϊσμοῦ (ἢ εὐρωπαϊσμῶν) καὶ εὐρωσκεπτικισμοῦ θὰ
γινόταν ἔλλογα ἐδῶ καὶ καιρό, μὲ τεκμηριωμένα ἐπιχειρήματα, καὶ ὄχι σπασμωδικὰ
καὶ ἐκρηκτικὰ ὅπως πρόκειται νὰ συμβεῖ σύντομα – ὅπου γιὰ ὅλο τὸ «ἀντιμνημονιακὸ
μέτωπο», οἱ εὐρωπαϊστὲς κάθε εἴδους
θὰ θεωροῦνται «προδότες», καὶ οἱ ἀπομονωτιστὲς κάθε εἴδους (ἀκόμα καὶ τοῦ κοτζαμπασικοῦ εἴδους) θὰ θεωροῦνται
«πατριῶτες».
Ἂν δὲ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἐπιθυμεῖ ἀπερίφραστα
τὴν ὑπερήφανη πτωχεία, τραγικὴ μὲν τιμία δέ, εἶναι ἄξιος θαυμασμοῦ. Τὴν ἐπιθυμεῖ
ὅμως; Διότι, ἂν θυμᾶμαι ἀπὸ τὴν τελευταία συζήτησή μας φίλε ἀναγνώστη,
δημοκρατία ζητᾶμε- ὄχι τὴν ἐπιβολὴ τῶν ἀπόψεων καὶ ἰδιοτροπιῶν μας στοὺς
πολλούς.
(Ὅσοι στὶς παραπάνω προτάσεις ἀναγιγνώσκουν προσκλητήριο ὀσφυοκαμψίας,
παρακαλοῦνται νὰ καθαρίσουν τὰ ματογυάλια τους- ἤ, ἀκόμα καλύτερα, νὰ τὰ ἀφαιρέσουν.)
Ὁ
διπολισμὸς «μνημονιακῶν» καὶ «ἀντιμνημονιακῶν» συμφέρει μόνον ὅσους ἀποστρέφονται
οἱ πρῶτοι καὶ ὅσους νομίζουν ὅτι ἀντιμάχονται οἱ δεύτεροι, ὅποιο κι ἂν εἶναι τὸ
σκόρ. Ὁ πραγματικὸς διπολισμὸς εἶναι ἀνάμεσα σὲ ὅσους ἔχουν νὰ προσφέρουν «μνημονιακὲς»
ἢ «ἀντιμνημονιακὲς» λύσεις γιὰ νὰ διαλέξουμε οἱ πολίτες καὶ σὲ ὅσους χορεύουν
τσάμικο πάνω στὰ «μνημονιακὰ» ἢ «ἀντιμνημονιακὰ» ἀποκαΐδια τῆς Ἑλλάδας.
Τὸ θέμα εἶναι, νὰ κάτσουμε ὅλοι -ὅλη ἡ Ἑλλάδα- κάτω, καὶ
μὲ καθαρὸ μυαλὸ νὰ σκεφτοῦμε τί μποροῦμε ὄντως
νὰ κάνουμε. Εἴτε μὲ μνημόνιο, εἴτε μᾶλλον μὲ ἄλλο μνημόνιο, δικό μας καὶ μετα-μεταπολιτευτικό, εἴτε –νὰ
συζητήσουμε τὸ πῶς- χωρὶς μνημόνιο. Ἀπὸ ‘κεῖ καὶ πέρα ἂς κανονίσουμε τὴν πορεία
μας. Γιατί τὶς εὐθύνες πολλοὶ ἐμίσησαν, τὶς φωνασκίες ὅμως οὐδείς. Γιατί μερικὲς
φορὲς οἱ κατὰ φαντασίαν «ἀντικαθεστωτικοὶ» τυγχάνουν καθεστωτικώτεροι τῶν
φαινομενικὰ καθεστωτικῶν – ἢ στυλοβάτες μιᾶς νεκροζώντανης δραχμικῆς «ζωῆς μετὰ»
τῶν τροπαιούχων τῆς μεταπολιτευτικῆς διοίκησης ἐν προσκηνίῳ ἢ παρασκηνίῳ.
Τὸ θέμα εἶναι ὅτι ὑπάρχουμε καὶ κάποιοι ποὺ δὲν
πασχίζουμε νὰ νεκραναστήσουμε τὸ καθεστὼς ποὺ σήμερα πεθαίνει – ἀλλὰ νὰ τὸ
ξεκάνουμε ἐντελῶς!
(προδημοσίευση ἀπὸ τὸ ἑπόμενο τεῦχος τοῦ
περιοδικοῦ manifesto)