Η απόφαση του υπουργού Εσωτερικών κ. Παυλόπουλου, μετά τον τραγικό θάνατο του 15χρονου στα Εξάρχεια, να διατάξει τις δυνάμεις της αστυνομίας σε «αμυντική στάση», αναδεικνύει το μείζον πρόβλημα της αστυνόμευσης σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Από πρώτη άποψη, η απόφαση Παυλόπουλου ακούγεται «σώφρων» επιλογή. Θα δείξουμε ότι είναι άφρων επιλογή…
Μοιάζει να περιορίζει το ρίσκο ανθρώπινων απωλειών. Θα δείξουμε ότι μεγιστοποιεί τους κινδύνους εκτεταμένης αιματοχυσίας…
Να το πούμε καθαρά εξ αρχής: Δεν υπάρχει έννοια «αμυντικής αστυνόμευσης».
Η «Άμυνα» και η «Επίθεση» είναι έννοιες που αφορούν τον Πόλεμο και το πολεμικό φαινόμενο γενικότερο.
Όταν μεταφέρονται από το πολεμικό σε άλλα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή.
Γιατί ο Πόλεμος αφορά τη «χρήση βίας χωρίς όρια», σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Κλαούζεβιτς.
Κι όταν αναφερόμαστε σε πεδία πέραν του Πολέμου, όπου δεν νοείται χρήση «βίας χωρίς όρια», τότε το εννοιολογικό περιεχόμενο των όρων που χρησιμοποιούμε μετασχηματίζεται δραστικά. Το νόημα αλλάζει.
Η μετατρέπεται σε α-νοησία…
Η ασυμμετρία Άμυνας και Επίθεσης
Οι ορισμοί της «Άμυνας» και της Επίθεσης» στον Πόλεμο είναι παραπλανητικά απλοί:
— «Άμυνα» είναι η υπεράσπιση θέσεων από τις προθέσεις του αντιπάλου να τις καταλάβει. Η άμυνα, λοιπόν, προϋποθέτει δύο πράγματα: Έλεγχο πεδίου και πρόθεση του αντιπάλου να καταλάβει το πεδίο αυτό…
— «Επίθεση» είναι το ακριβώς αντίθετο: Η προσπάθεια των ημετέρων δυνάμεων να καταλάβουν πεδίο που ελέγχει ο αντίπαλος. Κι εδώ προϋποτίθενται τα ίδια ακριβώς πράγματα, αλλά με αντεστραμμένους ρόλους.
Στο σημείο αυτό η «Άμυνα» και η «Επίθεση» έχουν πλήρη συμμετρία μεταξύ τους: έχουν τις ίδιες εννοιολογικές προϋποθέσεις, αλλά είναι «αντιθέτου φοράς». Το ένα είναι το αντίθετο του άλλου, το ένα προϋποθέτει το άλλο, και κάθε κίνηση είναι ή το ένα ή το άλλο.
Υπάρχουν, ωστόσο, και περιπτώσεις που δεν είναι σαφής η διαφοροποίηση Άμυνας και Επίθεσης. Υπάρχουν επιθετικές μάχες στα πλαίσια αμυντικού πολέμου. Ή επιθετικές κινήσεις (αντεπιθέσεις) στα πλαίσια μιας αμυντικής μάχης. Όπως και το αντίστροφο, ασφαλώς…
Υπάρχουν τέλος, και περιπτώσεις όπου μια πολεμική κίνηση δεν είναι αυστηρά ούτε «αμυντική» ούτε «επιθετική», όπως συμβαίνει συχνά στον «πόλεμο κινήσεων», όπου επιχειρούνται κυκλωτικοί ελιγμοί, με τους οποίους επιδιώκεται να εξαναγκαστεί ο αντίπαλος να εγκαταλείψει τις θέσεις του, χωρίς να δώσει μάχη (αμυντική ή επιθετική). Σε γενικευμένη στρατηγικό επίπεδο τέτοια είναι η περίπτωση της «έμμεσης προσέγγισης», όπου επιδιώκεται να ηττηθεί συνολικά ο αντίπαλος χωρίς να δώσει σημαντικές μάχες.
Η Άμυνα και η Επίθεση δεν είναι πάντα απολύτως διακριτές και αμοιβαία αποκλειόμενες (αφού μπορούν να συνυπάρχουν αμυντικά και επιθετικά στοιχεία σε μια επιχείρηση), ούτε είναι το ένα το αντίθετο του άλλου, ούτε υπάρχει αναγκαστικά είτε το ένα είτε το άλλο (αφού μπορεί μια επιχείρηση να μην είναι ούτε αμυντική ούτε επιθετική). Όταν παύουν να είναι διακριτές, αμοιβαία αποκλειόμενες, αντιθετικές και «διαζευτικά εξαντλητικές» (ή το ένα ή το άλλο), καταργείται και η συμμετρία μεταξύ τους. Άμυνα και Επίθεση – πάντα στο πολεμικό πεδίο – γίνονται «ασύμμετρες».
Η συμμετρία Άμυνας και Επίθεσης διατηρείται όσο πιο κοντά βρισκόμαστε στο στρατηγικό πεδίο των απώτερων, τελικών επιδιώξεων. Αντίθετα, η συμμετρία Άμυνας και Επίθεσης χάνεται ή αναιρείται όσο απομακρυνόμαστε από το στρατηγικό πεδίο, όσο λιγότερο άμεση και προφανής είναι η σχέση μιας επιχείρησης με τις απώτερες στρατηγικές επιδιώξεις.
Ακόμα ο Κλαούζεβιτς παρατηρεί ότι η Άμυνα είναι «η υπέρτατη μορφή Πολέμου». Γιατί άραγε; Διότι δίνει δυνατότητα στον αμυνόμενο να σταθεί σε μια οχυρή θέση και καλυμμένος να αποδεκατίζει τις επιτιθέμενες δυνάμεις του αντιπάλου του. Μεγιστοποιώντας τις απώλειες του εχθρού και ελαχιστοποιώντας – θεωρητικά τουλάχιστον – το ρίσκο και το κόστος των δικών του δυνάμεων.
Με αυτή την έννοια, ο αμυντικός Πόλεμος είναι ιδιαίτερα θανατηφόρος για τον εχθρό. Είναι υπέρτατη μορφή Πολέμου, διότι μπορεί να επιτύχει με μικρότερο κόστος τη συντριβή του αντιπάλου.
Οι επιθετικοί ελιγμοί επιδιώκουν να διαλύσουν τους σχηματισμούς του αντιπάλου, να σκορπίσουν τη σύγχυση, να κάμψουν το ηθικό του, να τον υποχρεώσουν να εγκαταλείψει τις θέσεις του. Οι αμυντικές διατάξεις επιδιώκουν να αποδεκατίσουν τις δυνάμεις των επιτιθεμένων που έρχονται από απέναντι. Δεν προσπαθούν απλώς να τους διώξουν, επιδιώκουν να τους αφανίσουν.
Πάντα στα πλαίσια του Πολέμου, δηλαδή της άσκησης βίας δίχως όρια.
Δεν υπάρχει «αμυντική» Αστυνόμευση
Όταν όμως μεταφερόμαστε από το Πολεμικό πεδίο σε άλλα ανταγωνιστικά παίγνια, όπου η άσκηση βίας ΔΕΝ είναι απεριόριστη, εκεί η έννοια της Άμυνας και της Επίθεσης διαφοροποιούνται αισθητά – ενίοτε και ακυρώνονται.
Η αστυνόμευση – ιδιαίτερα στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας – δεν επιτρέπει απεριόριστη άσκηση βίας. Ο πολίτης δεν είναι «εχθρός», ακόμα κι όταν επιδιώκει την ανατροπή της κυβέρνησης. Ακόμα κι ο πολίτης που παρανομεί, έχει δικαιώματα που τα προστατεύει πλήρως η Πολιτεία.
Ακόμα και σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπου δεν υπάρχουν οι δικονομικές προστασίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κι εκεί αποφεύγεται συνήθως η χρήση βίας σε μαζική κλίμακα, για να μην πυροδοτηθεί συνολική εξέγερση του πληθυσμού.
Πολλώ μάλλον στις Δημοκρατίες…
Επίσης στο έργο της αστυνόμευσης δεν υπάρχουν «ομοειδείς» αντίπαλοι. Δεν έχουμε στρατούς-λαούς-κυβερνήσεις στις δύο πλευρές (την περιβόητη «Πολεμική Τριάδα» του Κλαούζεβιτς). Μʼ άλλα λόγια τα υποκείμενα του Πολέμου είναι «σύμμετρα» (είναι ομοειδή και συγκρίσιμα), ενώ οι «αντιπαρατιθέμενοι» στο έργο της αστυνόμευση δεν είναι ούτε ομοειδείς ούτε συγκρίσιμοι, τα υποκείμενα που αντιπαρατίθενται είναι «ασύμμετρα»:
Από την μία πλευρά έχουμε την αστυνομία που φροντίζει την τήρηση του νόμου, κι από την άλλη έχουμε μεμονωμένους κακοποιούς (από απλούς παραβάτες της τροχαίας μέχρι ληστές και δολοφόνους), συμμορίες κακοποιών, κυκλώματα οργανωμένου εγκλήματος κλπ.
Η αστυνόμευση δεν κάνει σαφή διάκριση στρατηγικής-τακτικής, δεν διεξάγει ολοκληρωμένους «Πολέμους», δεν σχεδιάζει αλληλοδιάδοχες ή ταυτόχρονες «μάχες», εκτός, ίσως, από την περίπτωση που έχει να αντιμετωπίσει το οργανωμένο έγκλημα. Τις περισσότερες φορές ο σχεδιασμός της αστυνομίας είναι τακτικός (για την αντιμετώπιση συγκεκριμένης απειλής) και προληπτικός (για να αποθαρρύνει επεισόδια).
Έτσι η Αστυνόμευση δεν ασκείται με πολεμικούς όρους. Χρησιμοποιεί βία, αλλά πολύ πιο περιορισμένα. Και δεν μπορεί να ασκείται «αμυντικά» για δύο κύριους λόγους:
* Πρώτον, διότι δεν έχει εδαφικές περιοχές να υπερασπιστεί. Η αστυνόμευση αφορά την τήρηση του νόμου. Κι ο νόμος είτε τηρείται συνολικά είτε δεν τηρείται καθόλου. Είτε τηρείται παντού, είτε δεν τηρείται πουθενά. Μέσα σε μια οργανωμένη κοινωνία δεν μπορούν να υπάρχουν «νησίδες» όπου γίνεται ανεκτή η παρανομία. Δεν είναι δυνατόν η αστυνομία να εμποδίζει την παρανομία σε ένα σημείο της πόλης και να την ανέχεται σε κάποιο άλλο. Όταν η αστυνόμευση είναι «επιλεκτική», τότε καταρρέει η νομιμότητα συνολικά.
* Δεύτερον, διότι δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει φονική βία χωρίς όρια. Δεν μπορεί, δηλαδή η αστυνομία να καλυφθεί πίσω από «οχυρές θέσεις» και να αποδεκατίζει του «εχθρούς». Δεν μπορεί, δηλαδή, να κάνει αυτό που αποτελεί την πεμπτουσία της πολεμικής άμυνας.
Η αστυνομία οφείλει να σπεύδει παντού όπου παραβιάζεται ο νόμος, να συλλαμβάνει όσους παρανομούν και να αποχωρεί. Κι αν χρειαστεί να φυλάσσει σε μόνιμη βάση κάποια σημεία, αυτό γίνεται με την προϋπόθεση ότι αν κάποιοι πλησιάσουν με πρόθεση να παρανομήσουν, οι αστυνομικές δυνάμεις δεν θα τους «παρεμποδίσουν» απλώς, αλλά θα τους συλλάβουν. Κι αν προσπαθήσουν να διαφύγουν, θα τους κυνηγήσουν. Κάθε «στατική» αστυνόμευση, προϋποθέτει την διαθεσιμότητα άλλων (εφεδρικών) δυνάμεων που θα κινηθούν να συλλάβουν τους παρανομούντες.
Όταν στην αστυνομία κυριαρχεί το δόγμα «δεν μπορείτε να πλησιάσετε σε αυτά τα σημεία, και παντού αλλού κάντε ό,τι θέλετε», τότε δεν έχουμε αστυνόμευση.
Κι αυτό διότι παράνομοι που δεν κινδυνεύουν να πιαστούν έχουν κίνητρο να γενικεύσουν και να κλιμακώσουν την παρανομία τους, εκεί που τους «επιτρέπεται». Κι όταν δεν επεμβαίνει η αστυνομία για να επιβάλει την τάξη και να προασπιστεί το δημόσιο συμφέρον, εκεί είναι πιθανό να επέμβουν οι πολίτες και να πάρουν εκείνοι το νόμο στα χέρια τους. Να προφυλάξουν μόνοι τους τα νόμιμα συμφέροντά τους που αρνείται να προστατέψει η αστυνομία.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, «αμυντική» αστυνόμευση. Υπάρχει μόνο παθητική αστυνόμευση. Κι αυτό δεν είναι πλέον «αστυνόμευση». Οδηγεί στην εκτεταμένη ανομία και στη γενικευμένη αυτοδικία. Σε περιοχές όπου κυριαρχεί η ανομία και η αυτοδικία έχει καταρρεύσει η δημόσια τάξη…
Κίνδυνος αστυνομικής ανταρσίας
Και κάτι ακόμα χειρότερο – αληθινά εφιαλτικό: Αν οι «παθητικοί» αστυνομικοί, πέρα από ύβρεις στα «στωϊκά αυτιά» τους, πέρα από πέτρες στις ασπίδες και τα κράνη τους και πέρα από τις εμπρηστικές βόμβες μολότοφ στις αντιπυρικές στολές τους δεχθούν και πυροβολισμούς – αν κάποιοι κάνουν το επόμενο μοιραίο βήμα κλιμάκωσης και τους ρίξουν με πυροβόλα όπλα – τότε μπορεί να γενικευτεί η σύγκρουση με πολλαπλά θύματα.
Όταν η Πολιτεία μεταχειρίζεται τους αστυνομικούς της – δηλαδή το προσωπικό που έχει προσλάβει και εκπαιδεύσει για να διαφυλάττει την τάξη – ως στρατιωτάκια «ακούνητα αμίλητα κι αγέλαστα», που δέχονται πάσης φύσεως κακομεταχείριση ατιμώρητα, τότε ευτελίζει την ίδια την αστυνομία της και υπονομεύει το ηθικό των αστυνομικών, ενώ ενθαρρύνει συνεχή κλιμάκωση της βίας εναντίον της αστυνομίας, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο τέλος είτε χωρίς καθόλου αστυνομία είτε με μια πολύ εξαγριωμένη και φονική αστυνομία.
Διότι αστυνομικοί που συνεχώς και ατιμώρητα προπηλακίζονται και βλέπουν να τους μεταχειρίζεται η Πολιτεία ως… «σάκο του μποξ», υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να στασιάσουν.
Το μικρότερο κακό που μπορεί να προκύψει αν υπάρξει «ανταρσία της αστυνομίας», είναι η «λευκή απεργία», δηλαδή η σκόπιμη αδράνεια των αστυνομικών, η αποφυγή κάθε αστυνομικού έργου, με οποιοδήποτε πρόσχημα.
Το χειρότερο που μπορεί να προκύψει σε περίπτωση «αστυνομικής ανταρσίας» είναι αντεκδίκηση, η άσκηση βίας χωρίς όρια.
Από το μικρότερο στο μεγαλύτερο ρίσκο
Σε κάθε περίπτωση, η αμυντική αστυνόμευση, οδηγεί σε παθητική αστυνόμευση, που οδηγεί με τη σειρά της σε παντελή έλλειψη αστυνόμευσης ή σε «αστυνομική ανταρσία».
Μια επιλογή που υποτίθεται ότι ελαχιστοποιεί το ρίσκο – η «παθητική αστυνόμευση» – στην πραγματικότητα μεγιστοποιεί τους κινδύνους. Μια επιλογή που υποτίθεται ότι οδηγεί σε λιγότερη βία μπορεί να καταλήξει σε απεριόριστη βία: Είτε από την πλευρά ασύδοτων παρανόμων, είτε από την πλευρά εξαγριωμένων πολιτών που αυτοδικούν, είτε από την πλευρά τρελαμένων αστυνομικών.
Το κενό της αστυνόμευσης κάποιος θα το «γεμίσει» και τότε θα έχουμε έκρηξη βίας, κατάρρευση της έννομης τάξης και ακύρωση της δημοκρατίας.
Αυτό που άμεσα μας φαίνεται λιγότερο επικίνδυνο, μεσοπρόθεσμα καθίσταται απόλυτα επικίνδυνο.
Όταν δηλώνουμε δημόσια ότι η αστυνομία υιοθετεί αμυντική στάση εν όψει διαδηλώσεων, αυτό αποτελεί, ουσιαστικά πρόσκληση σε γενικευμένα επεισόδια βίας. Μπορεί οι διαδηλωτές να μην υποστούν κατασταλτική βία από την αστυνομία εκείνη τη στιγμή, αλλά η κοινωνία γενικότερα, θα υποστεί μεγαλύτερη βία, από το όργιο ανομίας που θα ακολουθήσει.
Αυτός είναι ο λόγος, που «αμυντική αστυνόμευση» – ή ακριβέστερα «παθητική αστυνόμευση» – δεν υιοθετείται πουθενά στον κόσμο.
Κυρίως στις δημοκρατίες που νιώθουν περισσότερο υπόλογες απέναντι στους πολίτες τους, για την προστασία της ασφάλειάς τους και την τήρηση του νόμου.
Αναδημοσίευση από το δίκτυο 21 – Ημερομηνία δημοσίευσης: 05-01-09
.