Μοιάζει απίστευτο, όμως η μερίδα της ελλαδικής κοινωνίας η παγιδευμένη στον κομματικό στρατωνισμό καταμετρείται αμετάβλητη, καθόλου μειούμενη. Περίπου το 60% του ελλαδικού πληθυσμού δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στη χώρα τα τελευταία εικοσιοχτώ χρόνια.
Μιλώ για τη σταθερή μάζα υποστηρικτών των δύο κομμάτων που εναλλάσσονται στη νομή του κράτους. Υπεύθυνοι, υποτίθεται, πολίτες και δεν κατορθώνουν ούτε καν να διερωτηθούν για τα προφανέστατα σκανδαλώδη: Γιατί το κράτος να είναι αδιέξοδα υπερχρεωμένο, γιατί οι κυβερνήσεις να αδυνατούν, τρεις δεκαετίες τώρα, να λύσουν τα θεμελιώδη κοινωνικά προβλήματα της υγείας, της παιδείας, της ασφάλισης, της έννομης τάξης. Γιατί το παραμυθένιο λαχείο των «πακέτων» της Ευρωπαϊκής Ενωσης να έχει γίνει βορά ποικίλων «νταβατζήδων» και οι υποδομές της χώρας να παραμένουν δραματικά ελλειπτικές ή ανύπαρκτες.
Σε αυτά και σε πλήθος ανάλογα ερωτήματα οι παγιδευμένοι στον ψυχολογικό στρατωνισμό απαντάνε με απίστευτης αφέλειας ή μικρόνοιας δικαιολογίες. Η παγίδευση στον κομματισμό λειτουργεί απαράλλαχτα όπως και η εξάρτηση από παραισθησιογόνα: ακυρώνει την κριτική σκέψη, παραλύει τη μνήμη, αχρηστεύει τη διαπιστωτική ικανότητα, εκδέχεται τον ανορθόλογο δογματισμό σαν επιχείρημα. Οι εξαρτημένοι τρέφονται διανοητικά με τις ατάκες των τηλεοπτικών κοκορομαχιών, αυτό τον έσχατο εξευτελισμό της πολιτικής και της ανθρώπινης νοημοσύνης. Αναμασούν τις ατάκες σαν θέσφατα, αποφεύγουν έμφοβοι κάθε ποιοτική αξιολόγηση που θα τους ανάγκαζε να δουν κατάματα την κραυγαλέα ανικανότητα ή τη σπαραχτικά θλιβερή ολιγότητα των αρχηγών τους, την τυφλή ιδιοτέλεια που είναι όρος επιβίωσης των «στελεχών» μέσα στα κόμματα.
Οι οπαδοί των κομμάτων μειοψηφίας είναι πιο κατανοητές περιπτώσεις και μοιάζει να διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Οπως σε κάθε κοινωνία, είναι φυσικό να υπάρχει και στην Ελλάδα ένα ποσοστό πληθυσμού εγκλωβισμένο σε συμπλεγματικό συντηρητισμό. Είναι οι αγκυλωμένοι στον παλαιοημερολογιτισμό του Λενινισμού – Σταλινισμού, ρομαντικά εθελότυφλοι μπροστά στην παταγώδη κατάρρευση των ειδωλοποιημένων δογμάτων τους, στα φρικώδη εγκλήματα της «θρησκείας» τους. Και η δεύτερη κατηγορία είναι οι αετονύχηδες κάπηλοι της παλαιοημερολογίτικης νοσταλγίας: Αυτοί πουλάνε αναθεωρητικό «εκσυγχρονισμό» του χρεοκοπημένου οράματος συστρατευμένοι με τον νεοϊμπεριαλισμό της αρνησιπατρίας, τον αμοραλισμό και μηδενισμό της καταναλωτικής μονοτροπίας. Η συστράτευση με τη «Νέα Τάξη» τους αντιπαρέχει εξουσιαστικές προνομίες στο κενό που δημιουργεί η ιδεολογική αφασία των «πολυσυλλεκτικών» κομμάτων εξουσίας.
Κάπως έτσι θα μπορούσε ίσως να μεταφερθεί στο χαρτί η παγίδευση της ελλαδικής κοινωνίας σήμερα, ο τυπικά νευρωτικός στρουθοκαμηλισμός της, η τυφλή άρνηση να αναγνωρίσει τους τυράννους της στις κομματικές συντεχνίες. Αλλά η απόσταση από το χαρτί στην πραγματικότητα είναι δυσθεώρητη, δεν περιγράφεται το πώς λειτουργεί η άγρια ζούγκλα του κομματισμού στους χώρους της δουλειάς, στη γειτονιά, στο καφενείο, σε κάθε παραμικρή πτυχή του ελλαδικού κοινωνικού βίου. Και όσο πιο χαμηλή η στάθμη τής κατά κεφαλήν καλλιέργειας τόσο πιο πεισματικές, πιο παρανοϊκές οι κομματικές αντιπαλότητες. Οι άνθρωποι διαστέλλονται σε «εμείς» και «εσείς» με βάση την ψήφο τους. Σαν να πρόκειται για αλλόφυλους, αλλόδοξους, διαφορετικές ράτσες.
Περιθώριο να ιδεολογικοποιηθούν οι αντιπαλότητες δεν υπάρχει πια – είπαμε: τα κόμματα εξουσίας είναι «πολυσυλλεκτικά», δηλαδή ευθαρσώς δεν πιστεύουν σε τίποτα, και τα μειοψηφικά απονέρια τους αναμηρυκάζουν χιλιοφθαρμένα στερεότυπα για αφελείς. Η αντιθετική διαστολή «εμείς» και «εσείς» απηχεί, σχεδόν αποκλειστικά, την ψυχολογική υπεράσπιση εγωτικής καύχησης για ευθυκρισία, οξυδέρκεια ή απλώς «μαγκιά»: έχω επιλέξει τους καλύτερους, τους συμφερότερους για μένα. Και πάνω σε αυτή τη βάση όποια συζήτηση κι αν οικοδομηθεί θα εκφυλιστεί αναπόφευκτα σε μικρονοϊκή ασυναρτησία.
Σίγουρα, οι αντιπαλότητες γίνονται μανιασμένη εμπάθεια όταν διακυβεύεται πρόσβαση στην καταλήστευση του κρατικού κορβανά: Οταν μοιράζονται πόστα ή διορισμοί στην τοπική αυτοδιοίκηση, στους συνεταιρισμούς, στον πλουτοφόρο κομματικοδίαιτο συνδικαλισμό, όταν εξασφαλίζονται με άθλια τεχνάσματα προσλήψεις στο χρεοκοπημένο δημόσιο. Η δίψα για χρήμα φανατίζει σήμερα ίσως περισσότερο από το αίμα της άλλοτε ιδεολογικής διαμάχης.
Η απόσταση από τις λεκτικές περιγραφές ώς τη ζούγκλα της πραγματικότητας είναι απροσμέτρητη – για να καταλάβει κανείς σε ποιο επίπεδο πρωτογονισμού βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα πρέπει να βρεθεί, αυτόπτης και αυτήκοος, σε συνεδρίαση δημοτικού συμβουλίου, σε γενική συνέλευση συνδικαλιστικού σωματείου ή πανεπιστημιακού Τμήματος, σε σύγκλητο πανεπιστημιακή ή σε γεωργικό συνεταιρισμό ή σε οποιοδήποτε νομικά συγκροτημένο συλλογικό όργανο. Εκεί θα διαπιστώσει το απόγειο του καφρικού παραλόγου: Οτι οι Ελληνες, πριν και από τα στοιχειώδη κοινά συμφέροντα, πριν και από τις λύσεις των προβλημάτων τους, βάζουν το εγωκεντρικό γινάτι της κομματικής ένταξης, την ξιπασμένη ιδιοτέλεια.
Φαύλος κύκλος κλασικής ψυχοπαθολογίας: Για να υποστυλώσουν τον ναρκισσισμό τους επενδύουν στη φαντασιώδη υπεροχή του κόμματος όπου θέλουν να ανήκουν και για να δικαιώσουν την υπεροχή παθιάζονται και παλεύουν για το κομματικό συμφέρον. Αλλά το κομματικό συμφέρον είναι η εξουσιολαγνεία και πλουτομανία των ηγητόρων, οι παθιασμένοι οπαδοί αποδείχνονται απλώς εθελόδουλοι, λακέδες των τυράννων τους. Ωσπου να αφυπνιστούν στο ερώτημα: «γιατί μόνο αυτοί, όχι και εγώ». Και τότε μαθαίνουν το κατ’ εξοχήν κομματικό άθλημα: να σπρώχνουν με τους αγκώνες για να απωθήσουν τους ανταγωνιστές, να προωθηθούν βήμα – βήμα, ώσπου να φτάσουν σε θέση που κάνει πια περιττή κάθε άλλη βιοποριστική απασχόληση.
Η εικόνα (ίσως και η πραγματικότητα) της ελλαδικής κοινωνίας σήμερα είναι απελπιστική. Η κομματική φαυλοκρατία έχει αχρηστέψει κάθε κώδικα συνεννόησης, κάθε άξονα κοινωνικής συνοχής. Δεν υπάρχουν πια ερείσματα για να θεμελιωθεί αίσθηση ευθύνης, αιτιολόγηση σεβασμού του άλλου, του πλησίον, του κοινωνού της συμβίωσης. Εσπειραν τα κόμματα μηδενισμό και αμοραλισμό «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ». Και τώρα θερίζουμε τις συνέπειες.
Ο εφιάλτης του γενικευμένου τρόμου δεν τιθασσεύεται με «μέτρα καταστολής». Δεν γεννιέται στα Εξάρχεια η τρομοκρατία, ούτε από την ανεργία γεννιέται ή τη μείωση τού κατά κεφαλήν εισοδήματος. Μήτρα της είναι η απουσία πολιτικού λόγου που να προδίδει πόνο και έγνοια για σχέσεις κοινωνίας, για κοινωνική συνοχή. Να είναι λόγος με ανιδιοτέλεια, με προτεραιότητα μέριμνας για «αυτήνη την πατρίδα που την έχομεν όλοι μαζί».
Αλλά και ένας τέτοιος λόγος είναι πια πολύ αργά για να αναχαιτίσει τον εφιάλτη. Κάθε ρεαλιστικός προβληματισμός οφείλει να ξεκινάει από το δεδομένο ότι το πολιτικό σύστημα έχει καταρρεύσει. Και ελπίδα θα αρχίσει να γεννιέται όταν κάτω από τα μπαλκόνια των κομματικών ρητόρων δεν θα υπάρχει ούτε ένας πολίτης. Μα ούτε ένας.
Αναδημοσίευση από την Καθημερινή – Ημερομηνία δημοσίευσης: 01-03-09
.