Κόσμος, κατά την εκκλησιαστική έννοα του όρου, είναι το σύνολο των
ιδεών, αντιλήψεων, απόψεων ηθών και εθίμων που αντίκεινται στον λόγο της
Εκκλησίας, καθώς και οι άνθρωποι που αποδέχονται αυτά. Η διαμάχη μεταξύ
Εκκλησίας και Κόσμου είναι ακατάπαυστη και θα παραμείνει ως το τέλος της
ιστορίας, τέλος το οποίο, βεβαίως, αρνείται ο Κόσμος έχοντας ως βάση το
υλιστικό κοσμοείδωλο.
Η διαμάχη αυτή περνά σε φάση έξαρσης κατά χρονικά διαστήματα, τα οποία
επαναλαμβάνονται ετησίως σε περιόδους που συμπίπτουν γιορτές της Εκκλησίας και
του Κόσμου. Μια από αυτές είναι η περίοδος της Αποκριάς (Carnevale). Ενώ
η Εκκλησία καλεί τους πιστούς σε περισυλλογή, μέσω της συγχωρήσεως και της
αποχής από φαγητά και διασκεδάσεις, ο Κόσμος καλεί τους ανθρώπους σε ξεφάντωμα
“χαράς”. Τοποθετώ την λέξη χαρά σε εισαγωγικά και έχω τους λόγους μου.
Το δίλημμα ορθώνεται συγκλονιστικό για πολλούς από μας, δίλημμα ανάλογο
προς εκείνο που κατά τον αρχαίο μύθο αντιμετώπισε ο Ηρακλής. Οι πλείστοι επιλέγουμε δρόμο διαφορετικό από εκείνον του
μυθικού ημίθεου. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή ο άνθρωπος είναι ζητιάνος της
χαράς. Είναι λοιπόν εξηγήσιμο το να αναζητά αυτήν στη διασκέδαση, αδυνατώντας
να κάνει τη διάκριση μεταξύ των δύο. Γι’ αυτό και προηγουμένως έθεσα τη χαρά σε
εισαγωγικά. Η διασκέδαση βέβαια δεν είναι καθ’ εαυτή καταδικαστέα από την
Εκκλησία. Αν κάνουμε αναδρομή θα διαπιστώσουμε ότι αυτή καθ’ όλη τη μακραίωνη
περίοδο της ιστορίας μας, προχριστιανική και μεταχριστιανική, ήταν στενά
συνυφασμένη με τη θρησκευτική λατρεία. Βέβαια οι μορφές διασκέδασης άλλαξαν
δραματικά μετά την επικράτηση της νέας πίστης. Γι’ αυτό και μετά από αιώνες στη
Δύση ρίχτηκε το σύνθημα από ανθρώπους του Κόσμου για επάνοδο στο πνεύμα της
ελληνικής αρχαιότητας. Αν ήσαν πιο ειλικρινείς οι άνθρωποι του Κόσμου, θα
ομολογούσαν ότι τους είχαν λείψει πολύ η Αφροδίτη και Διόνυσος, όχι η Αθηνά και
η Άρτεμη.
Η αναβίωση ή συντήρηση τρόπων διασκέδασης, ηθών και εθίμων της
ειδωλολατρικής αρχαιότητας σχετιζομένων με τη λατρεία της Αφροδίτης και του
Διονύσου, προβάλλοναι ως προσπάθειες διατήρησης της πολιτιστικής μας
κληρονομιάς. Παράλληλα ο Κόσμος εκτοξεύει μύδρους κατά της Εκκλησίας με κύρια
την κατηγορία ότι αποτελεί εχθρό της χαράς του ανθρώπου, ότι επιχειρεί να
επιβάλει την συνείδηση της ενοχής για αμαρτίες, που κατά τον Κόσμο είναι
πράξεις φυσιολογικές, ότι τυραννά, σε τελευταία ανάλυση, με την άσκηση, που
απαιτεί, τον άνθρωπο που βλέπει τα χρόνια να περνούν, το αναπόδραστο τέλος να
πλησιάζει και θέλει να χαρεί! Τα επιχειρήματα αυτά φαίνονται συντριπτικά υπέρ
του Κόσμου για πολλούς από μας.
Κάποιοι προσπαθούμε να συγκεράσουμε
τις απόψεις του Κόσμου και της Εκκλησίας. Πρώτοι και στη διάσκέδαση πρώτοι και
στο ναό. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Καζαντζάκη (Τελευταίος πειρασμός)
προσπαθούμε να φιλιώσουμε σάρκα και πνεύμα, αγνοούντες κατά κανόνα το δεύτερο.
Ασφαλώς δεν αγνοούμε τον λόγο του Χριστού: “Ου δύνασαι δυσίν κυρίοις δουλεύειν”.
Υπάρχουν και κάποιοι που επιχειρούμε να καταπνίξουμε τη φωνή των
σειρήνων του Κόσμου, αναπτύσσοντας ως μηχανισμό άμυνας πάθος κατά των ανθρώπων
του Κόσμου, προς τους οποίους εκδηλώνουμε την άμετρη αντιπάθεια, αν όχι κάποιο
χειρότερο συναίσθημα, φθάνοντας να απαιτούμε από τον φιλάνθρωπο Θεό να
κατακεραυνώσει τους ασεβείς!
Τέλος λίγοι, πράγματι, πιστοί,
έχοντας ξεπεράσει με την άσκηση την κοσμική πρόκληση, πορεύονται αταλάντευτα
στο δρόμο του αιωνίου προτύπου, του Θεανθρώπου. Προσβλέπουν με συμπάθεια και
φιλανθρωπία προς τους ζητιάνους της χαράς, καθώς εκείνοι τη γεύονται
πλουσιοπάροχα ως θείο δώρο. Γιατί, αν αναζητούσαμε την απάντηση στο ερώτημα
“προς τί η άσκηση”, θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τις άδικες κατηγορίες κατά της
Εκκλησίας. Γι’ Αυτήν η άσκηση δεν αποτελεί αυτοσκοπό ούτε και δικαιώνεται ο
ασκούμενος, αν δεν καθαρθεί από τα πάθη του εγωισμού και της κενοδοξίας, αν δεν
συγχωρήσει και αν δεν αγαπήσει τον πλησίον του. Και πλησίον για την Εκκλησία
δεν είναι μόνο ο πιστός.
Οι άνθρωποι του Κόσμου ζουν την ανομολόγητη τραγωδία. Αναζητώντας τη
χαρά στη διασκέδαση και όχι στην, μέσω της άσκησης, κάθαρση βυθίζονται στο
υπαρξιακό κενό, από το οποίο επιχειρούν να εξέλθουν με ισχυρότερες συγκινήσεις
κατά τη διασκέδαση, όπως οι εθισμένοι σε ουσίες αναζητούν νέες συγκινήσεις σε
φοβερότερα ναρκωτικά. Η κατάπτωση του δυτικού κόσμου, του κατ’ εξοχήν
εκπροσώπου του Κόσμου, είναι πανθομολογούμενη. Στο βωμό του πανσεξουαλισμού
θυσιάσε τα νειάτα, διέλυσε την οικογένεια και τον κοινωνικό ιστό. Χρήματα
βρίσκονται άφθονα σήμερα μόνο για τον εκμαυλισμό της νεότητας. Ας είναι καυτά
τα προβλήματα της ανεργίας, της ακρίβειας, της ανασφάλειας. Ο αποτυχημένος
Κόσμος έχει κάθε δικαίωμα να διασκεδάζει με την αίσθηση ότι προκαλεί την Εκκλησία,
κατά της οποίας επιτίθενται ενορχηστρωμένοι διανοούμενοι, πολιτικοί,
καλλιτέχνες, φιλόσοφοι και φιλοσοφούντες.
Δεν
έχουμε προσέξει, όσο θα έπρεπε το ότι, πολλούς από τους ανθρώπους του Κόσμου
ερεθίζει αφάνταστα η αστοχία των πιστών, ενώ πολλούς άλλους φαίνεται να τους
ανακουφίζει. Οι πρώτοι εκτονώνονται με τις κατηγορίες της υποκρισίας να φαντάζουμε
πιστοί σε μια “ουτοπία”. Βλέπουμε ότι ο Κόσμος βδελύσσεται, όπως και ο Θεός, τη
μεγάλη αυτή αδυναμία του ανθρώπου, που θέλει να εμφανίζεται διαφορετικός, απ’
ότι είναι, φορώντας προσωπείο, το οποίο κάποτε αποκαλύπτεται. Ο Κόσμος έκανε
βήματα μπροστά και κατήργσε το προσωπείο. Τώρα το φαύλο διαπράττεται με ακάλυπτο
το πρόσωπο. Έφθασε μάλιστα και ο λαός να εξοικειωθεί με το κοινωνικό κακό, σε
βαθμό που να θεωρεί τα πάντα φυσιολογικά. Αυτή είναι η μεγάλη “επιτυχία” του Κόσμου! Οι
μετριοπαθέστεροι του Κόσμου ανακουφίζονται με την παρηγοριά ότι “όλοι στο ίδιο
καζάνι βράζουμε”.
Η
Εκκλησία γνωρίζει πολύ καλά ότι όλοι μας είμαστε τραυματισμένοι, και όσοι
αισθανόμαστε να βρισκόμαστε κοντά της και οι άλλοι που εισάγουμε το ένα πόδι
μας σ’ αυτή και, πολύ περισσότερο, οι άνθρωποι που διακηρύσσουν ότι ανήκουν
στον Κόσμο. Η Εκκλησία είναι ένα νοσοκομείο, το οποίο εφημερεύει επί
εικοσιτετραώρου βάσεως. Σε μας
εναπόκειται να αποδεχθούμε ότι πάσχουμε, να προστρέξουμε σ’ Αυτήν για τη
θεραπεία μας. Η ψευδαίσθηση της ευτυχίας στη βιωτή κατά Κόσμον συνιστά τη
μεγαλύτερη τραγωδία του συγχρόνου ανθρώπου.
“ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”
.