«Όσο ψηλότερα πηδάει η μαϊμού… τόσο περισσότερο φαίνεται ο κώλος της».
Ευθύβολη και περιεκτικότατη η λαϊκή παροιμία, αποτυπώνει, «ακραιφνώς και ακιβδήλως», μιαν ανθρώπινη συμπεριφορά. Και, ως γνωστόν, το συμπαθέστατο, κατά τα άλλη, αυτό ζώο, η μαϊμού, εκτίθεται από την… πισινή του, θέα. Οι παροιμίες, σύμφωνα με τους μελετητές, είναι συμπυκνωμένοι μύθοι. Άρα, οφείλουμε, να παραθέσουμε το επιθύμιον, να την προβάλλουμε στην ανθρώπινη βιοτή. Λοιπόν. Κάποιοι άνθρωποι, ατάλαντοι και ασήμαντοι, «νοσούντες εξ ελαφρότητος και ρεκλαμομανίας», όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης, ονειροφαντάζονται λαμπρές καριέρες, υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους, αναρριχώνται στα υψηλά και… αποκαλύπτεται ο δυσειδής κώλος τους. (Το φαινόμενο αυτό το μελέτησε επαρκώς, ο Καστοριάδης, στο εξαιρετικό βιβλίο του «η άνοδος της ασημαντότητας». Και οι αρχαίοι το συνόψισαν, αριστοτεχνικά και δωρικώς, με τρεις λέξεις: «αρχή άνδρα δείκνυσι»).
Αν σκαλίσουμε λίγο τα περασμένα, ένα κλασικό παράδειγμα εγωτικής μεγαλαυχίας και ψωροπερηφάνειας (θαυμάσια λέξη), συναντάμε στα «απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη. Ας προσέξουμε το «πνεύμα ανεκτικότητας» και δημοκρατικότητας» με το οποίο αντιμετωπίζει ο βαθύτατα Ορθόδοξος χριστιανός, στρατηγός, μία τέτοια υπερφίαλη και φίλαυτη «μαϊμού»:
«Αφού είμουνα εις την Αρκαδία άκουγα τον πρόβοδον των Αράπηδων, ντρεπόμουν να καθήσω με τις γυναίκες, με τρακόσιους άνδρες διαλεχτούς οπούχα. Το λέγω του διοικητή της Αρκαδίας, να τον αφήσω έναν αξιωματικόν με πενήντα ανθρώπους και να πάγω με τους άλλους εις την ανάγκη της πατρίδας. Μ’ αποκρίνεται: «Δεν έχεις να πας πουθενά, ότι εγώ είμαι από κείνους οπού κατεβάζω κι ανεβάζω στρατηγούς». Ήταν ένας μπαρμπέρης, φίλος του αρχηγού Κολοκοτρώνη και του Πρωτοσύγκελου κι αλλουνών. Εγώ ‘λεγα να πάγω να σκοτωθώ με τους οχτρούς αυτός γύρευε να μου γκρεμίσει τον βαθμό μου. Του μίλησα δι’ αυτό, του κακοφάνη. Είπε ενός ανηψιού του, οπούχε εις το ψωμί και γεμεκλίκια και μας τάκοψε. Πήγα και τον έπιασα και τόδωσα ένα ξύλο διά πεθαμόν• κι αν δεν πήδαγε από το παλεθύρι κάτον ο διοικητής δεν ξέρω αν έμενε ζωντανός».
Βεβαίως, ένας εκλεπτυσμένος παρασιτοδιανοούμενος της σήμερον υπέρμαχος των ατομικών δικαιωμάτων, θα χαρακτήριζε, αυτήν την συμπεριφορά, βαρβαρική (ή φασιστική). Τι να κάνουμε όμως; Κάτι τέτοιοι μας απελευθέρωσαν, που έριχναν «ξύλο διά πεθαμόν» στις κενόδοξες «κοπριές» της εποχής τους.
Πεδίον λαμπρόν στο οποίο σταδιοδρομεί το συνοθύλευμα αθλίων και μετρίων είναι… ποιό άλλο; Η πολιτική τέχνη. Το 1877, ο Ροϊδης, με το γνωστό σκωπτικό ύφος, γράφει στις «Σκνίπες», του «Ασμοδαίου»: «Το έθνος ημών υφίσταται πολιτικήν τινά ζύμωσιν, καθ’ ην τα ακαθαρτότερα στοιχεία ανέρχονται και επιπλέουσιν, εν είδει εξαφρίσματος, επί της επιφανείας. Ο τοιούτος αφρός, κατέχων, κατά τους νόμους της φυσικής, τα ανώτερα στρώματα, θέλει κυβερνά, φλυαρεί και κλέπτει ασυστόλως την Ελλάδα, μέχρις ου (τώρα αυτό το «ου» γυμνό από τα στολίδια του, την δασεία και την περισπωμένη, που έπαιρνε η αναφορική αντωνυμία δεν καταλήγει να φαίνεται αρνητικό μόριο;) τελειώσει η ζύμωσις και λάβη ανά χείρας ο λαός την μεγάλη εξαφριστικήν κουτάλαν». («Άπαντα», τομ. β’, σελ. 70). Πέρασαν 150 χρόνια από το ροϊδικό όραμα και ο λαός όχι μόνον δεν κατόρθωσε ακόμη «να λάβη ανά χείρας» την «εξαφριστικήν κουτάλαν», αλλά τα ακαθαρτότερα στοιχεία (τα καθάρματα) επληθύνθησαν σφόδρα, κλέπτοντας, ασυστόλως και ποικιλοτρόπως, την Ελλάδα, στέλνοντας τον λαό της, στον βυθό της οικονομικής φρίκης. Τοιούτος όμως αφρός, μαϊμουδίλων και επιπλέων επί της πολιτικής επιφανείας, μας προέκυψε και στις πρόσφατες εκλογές. Εξ αιτίας του πανάθλιου εκλογικού μέτρου, με 1500 περίπου ψήφους εξελέγη «εθνομητριά» και η κ. Ρεπούση. Αφηνιάζοντας (ή σαλτάροντας όπως λένε οι νεότεροι) από την αναπάντεχη προβολή και δόξα, άρχισε να ….. τις βλακώδεις και προδοτικές ιδεοληψίες της. Δοκός, εν τω οφθαλμώ της χαριτόβρυτης βουλευτού, η Εκκλησία. («Παν απωθούμενον προβάλλεται», έλεγε νομίζω, ο Γιούγκ).
Και ο εκλλησιασμός των μαθητών την ενοχλεί και οι εικόνες του Χριστού στην τάξη και το μάθημα των θρησκευτικών την ερεθίζει επιζητώντας την κατάργησή του ή την μετατροπή του σε θρησκειολογική τιποτολογία. Παρένθεση. Εδώ συμπλέει με τους μεταπατερικούς «αφρούς». Γι’ αυτούς ισχύει απόλυτα το, υπό τον αγίον Εφραίμ του Σύρου, ρηθέν: «η υπερηφάνεια αναγκάζειν επινοείν καινοτομίες, μη ανεχόμενη το αρχαίον», δηλαδή, την παράδοση των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Ας προσέξουν οι κενόσπουδοι «μεταπατερικοί» οικουμενιστές, μην πάθουν σαν την μαϊμού της παροιμίας.
Και έχω την εντύπωση ότι, κάποιοι, κάτω από το κέλυφος της μεταπατερικής ή συναφειακής, τάχα και θεολογίας, κρύβουν τα υπαρξιακά τους κουρέλια, την αποτυχία τους, την οποία θέλουν να κατοχυρώσουν και δογματικά, πράγμα που είναι αρχή και ρίζα πάσης αιρέσεως. Η δε περπερέουσα κ. Ρεπούση, επειδή «επικράνθη» και εξευτελίσθηκε από την υποτιμιτική απόσυρση του «κουρελουργήματος» της (Ζουράρις), εκσφενδονίζει τις θυμηδιογόνες εκκλησιομαχίες της πιστεύοντας, η ταλαίπωρη, ότι έτσι παίρνει το αίμα της πίσω. Τι να πει ……; «Ο καθείς την μύξα του για βούτυρο την έχει». Εκδικείται• ποιόν; Την ιστορία μας; Τον λαό, που θεωρεί το όνομά της συνώνυμο της προδοσίας και του γραικυλισμού; «Αέρα δέρει».
Τόσα χρόνια «παίδευε» φοιτητές στο παιδαγωγικό, δεν έμαθε ότι το μεγαλείο του δασκάλου κρύβεται στην αναγνώριση του λάθους; Ότι η συγγνώμη είναι το μυστικό υφάδι της σωστής διδασκαλίας; Έφυγε από την Βουλή, γιά να μην τιμήσει τους χιλιάδες σφαγιασθέντες από τις συμμορίες του Μουσταφά Κεμάλ, δηλαδή τίμησε τους εγκληματίες. Δεν το γνωρίζει, όμως στις γενέθλιες εθνοσυνελεύσεις του κράτους μας, υπάρχει πρόβλεψη για την περίπτωσή της:
«Κάλλιον να μην υπάρχει Έλλην εις τον κόσμον, παρά να ατιμάζει το κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωσιν, υπάρχων ανδράποδον του αναισθήτου Τούρκου, ενώ επλαίσθη από τον Θεόν ελεύθερος». (Γ’ Εθνοσυνέλευσις, Τροιζήνα 5 Μαϊου 1827). Ας αφήσει τις τουρκολατρικές εκκενώσεις της γιατί μας φτάνει η εξαθλίωση που μας φόρτωσαν οι κομματικές συμμορίες. Τι του έμεινε άλλωστε αυτού του πολύπαθου, πληγωμένου λαού, παρά μία ελάχιστη, ευλογημένη καύχηση για την ιστορία του; Ως πότε θα την μαγαρίζει, υπάρχουσα ανδράποδον του αναισθήτου Τούρκου; Στην κατάσταση που βρισκόμαστε, δεν είναι απίθανα, να επαναληφθούν τα λεγόμενα «Σανιδικά». Και λόγω έντονων τελευταία βροχοπτώσεων οι σανίδες είναι βρεγμένες…