Εκ συστάσεώς του το ΠΑΣΟΚ εγκαινίασε έναν πολιτικό λόγο ο οποίος ήταν αμφίσημος. Από την μία αυτοπαρουσιαζόταν από το 1974 ως ένα ριζοσπαστικό «αντι» – ιμπεριαλιστικό μόρφωμα βασισμένο στις αρχές του ακροαριστερού ΠΑΚ. Από την άλλη, όσο πλησίαζε ο καιρός για να αναλάβει την ηγεσία εμφανιζόταν ως το «κίνημα της αλλαγής», ο «αντι» – δεξιός πόλος που διεκδικούσε την εξουσία. Από την μία οι διακηρύξεις του εντάσσονταν αναθεωρητικά στην έννοια του έθνους ως συλλογικής συνείδησης και από την άλλη προέβαλλε έναν «εθνικιστικό» χαρακτήρα τριτοκοσμικού τύπου με όχημα του κράτος. Αυτός ο δημαγωγικός – πολυσυλλεκτικός λόγος είχε ως επίπτωση την απαρχή μίας πολιτικοϊδεολογικής σύγχυσης ανάμεσα στην κοινωνία με αποτέλεσμα να ανατραπούν οποιεσδήποτε ξεκάθαρες ταυτότητες ενυπήρχαν σε αυτήν. Ο λαϊκισμός και η ανατροπή του «ανήκομεν εις την Δύσιν» με το αντεπιχείρημα της «εθνικής ανεξαρτησίας» καταστά σαφές το πώς έχει διαμορφωθεί σήμερα, ως πολιτική κουλτούρα, αναχρονιστικά το δίλημμα «Ευρώ ή δραχμή» ως παγιωμένη αντιπαράθεση κατά την οποία ο πολιτικός λόγος δύναται να εξαπατά απροσχημάτιστα ψηφοφόρο.
Ο «Εθνοκρατικιστικός ρεφορμισμός» που επίσης αναχρονιστικά εφηρμόσθη όλη την δεκαετία του ’80 ενώ όλη η υπόλοιπη Ευρώπη έμπαινε στην διαδικασία του μικρότερου και στρατηγικότερου κράτους σε ένα νέο πλαίσιο παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, ενισχύθηκε με ένα μαζικό πελατειακό σύστημα. Σε αυτήν ακριβώς την τελευταία λογική εντάχθηκε και η ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αντιγράφοντας τον τρόπο που είχε διαρθρώσει την κοινωνία το ΠΑΣΟΚ με όχημα το κράτος, με εργοδότη το κράτος, με μία πολιτιστική ταυτότητα κατά την οποία απουσιάζει η ατομική ευθύνη και σύμφωνα με την οποία για όλα έφταιγε το κράτος.
Κατά την περίοδο Σημίτη το κράτος και πάλι απετέλεσε τον δίαυλο μέσω του οποίου ανέρχονταν σε θέσεις πανεπιστημιακές άνθρωποι ιδεοληπτικοί που ανήκαν εν τη πλειοψηφία τους στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Άνθρωποι που ενώ από την μία ήταν μακριά από την πραγματικότητα του Δυτικού τρόπου σκέψης σε σχέση με το πώς πρέπει να κατανέμεται η παραγωγή στην Ελλάδα, από την άλλη υιοθετούσαν άκριτα από την Δύση ό, τι ήταν ικανό να κάνει πιο απαραίτητη την παρουσία τους ως οργανικούς διανοουμένους. Εισήγαγαν έτσι στην Ελλάδα με τον πιο βάναυσα ψυχολογικό τρόπο την έννοια της «πολυπολιτισμικότητας». Όταν λοιπόν η Ελλάδα έπρεπε να αντιμετωπίσει με ορθολογικό τρόπο το ζήτημα της μαζικής λαθρομετανάστευσης, η δικτατορία της δημοκρατικής πολιτικής ορθότητας, μέσω των τηλεοπτικών καναλιών, κατείχε το μονοπώλιο της καταγγελίας. Όποιος δεν συμφωνούσε με τις θέσεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α αναγόταν αυτομάτως σε «φασίστα». Η ανίκανη ιδεολογικά κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, καμία ιδέα δεν είχε στο πώς θα αντικρούσει την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και προτίμησε αντ’ αυτού να σκύψει το κεφάλι και με μπόλικη δόση ηττοπάθειας να κατασκευάσει ευκαιριακά ιδεολογήματα τύπου «μεσαίου χώρου» και να επιμένει σε αυτά, την ώρα που έπρεπε να δίνει πειστικές απαντήσεις.
Δεν θα έπρεπε λοιπόν να προκαλεί καμία εντύπωση ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. διεκδικεί με αξιώσεις την θέση του πρώτου κόμματος για να κυβερνήσει. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελεί τελολογικά τον απότοκο της διακυβέρνησης του τόπου τόσα χρόνια από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Αλέξης Τσίπρας καμώνεται τον νέο, τον προοδευτικό, αλλά η μόνη νεότητα που διαθέτει είναι αυτή της ηλικίας. Διότι πνευματικά ενσαρκώνει όλα αυτά που η Ελλάδα πρέπει να αφήσει πίσω της : τον λαϊκισμό και την αμφισημία, το μεγάλο κράτος ως ιδιοκτήτη και εργοδότη, την απεμπόληση της κυρίαρχης εθνικής κουλτούρας μέσω της εισαγωγής της πολυπολιτισμικότητας, την ενοχοποίηση του επιχειρείν και μία ακραία, στα όρια του ενδοτισμού, αντίληψη στην εξωτερική πολιτική. Το πιο κρίσιμο όμως είναι ότι η ελληνική κοινωνία, χρόνια τώρα μπερδεμένη από τις διασπάσεις ταυτότητας που έχει υποστεί στα εντός της εξαιτίας της ανευθυνότητας και της δίψας για εξουσία από τους πολιτικούς φορείς, φαίνεται να διψά και αυτή για έναν νέο Ανδρέα Παπανδρέου. Έτσι την έμαθαν.
Ραφαήλ Α. Καλυβιώτης – Πολιτικός Επιστήμων
3 comments
«Ἔτσι τὴν ἔμαθαν» !
Ἒ, ἀφοῦ «αὐτοὶ» τὴν ἔμαθαν, γιατί ἄρα γε ἄλλοι, ὑποτίθεται καλύτεροι ἀπὸ τὴν Ἀνδρέα, δὲν μποροῦν νὰ τὴν ξεμάθουν ;
Οἱ δημοσιολογοῦντες ἀποδίδουν μεγάλη σημασία στὴν ἰδεολογία καὶ τὴν πολιτικὴ συζήτηση, ἐνῶ τὸ μόνον ποὺ ζητᾶ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ψηφοφόρων εἶναι ἡ εὐκαιρία νὰ σιτίζεται μὲ ἔξοδα ἄλλων : φορολογουμένων, δανειστῶν, Γερμανῶν, πλουσίων, ἐφοπλιστῶν, ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, κοιτασμάτων πετρελαίου καί δὲν συμμαζεύεται.
Συμφωνώ με τις διαπιστώσεις του άρθρου. Ωστόσο πρέπει να έχουμε υπόψη πως η αποσυλλογικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και η διάλυσή της σε ένα σύνολο από άτομα-κάφρους ξεκίνησε πολύ πριν το πασοκ. Διαφορετικά άλλωστε ο Ανδρέας δε θα μπορούσε να κάνει μια γιγάντια κοινωνική, οικονομική και διοικητική επανάσταση με μηδενική αντίσταση. Ο Γιανναράς και ο Κοντογιώργης έχουν δείξει με ποιους τρόπους συντελείται η αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού από το 19ο αιώνα, με πρωταγωνιστή το κράτος κατοχής, όπως το ονομάζει πολύ σωστά ο δεύτερος.
Η περιγραφή παρακμιακής πορείας και η αναζήτηση ευθυνών χωρίς καμία συνέπεια είναι εύκολη, ιδίως όταν είναι γενικόλογη. Ο αξιότιμος αρθρογράφος σταματάει τη διαδρομή της σκέψης του ακριβώς στο σημείο, που έχουμε σήμερα ανάγκη : τι πρέπει να γίνει ώστε να αντιστραφεί ή, έστω, να ανακοπεί η τάση της κοινωνίας προς τον γκρεμό σε τυφλή αναζήτηση εύκολου χρήματος. Η τελευταία φράση “έτσι την έμαθαν” καταδεικνύει πως κατά την άποψή του η ελληνική κοινωνία μοιάζει με κακομαθημένο ανήλικο, που δεν μπορούν να του αποδοθούν ευθύνες και χρήζει αναμορφώσεως υπό καθεστώς συμπαράστασης. Αυτό είναι αδύνατο, ή, πάντως, εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί υπό το παρόν πολιτειακό σύστημα, καθώς οι διψώντες για νέο Ανδρέα νομοτελειακά, κατά την δύσβατη οδό της απόπειρας αναστροφής, αργά ή γρήγορα, θα υπερισχύσουν εκλογικά. Μήπως γι’ αυτό αποφεύγεται η πρόταση λύσεων;