Στις 28 Ιουνίου θα διεξαχθούν στη γειτονική μας Αλβανία βουλευτικές εκλογές. Δημοσκόπηση της εταιρίας έδειξε στις 21-5-2009 ότι προηγείται ο συνασπισμός του οποίου ηγείται το Σοσιαλιστικό Κόμμα με αρχηγό τον Έντι Ράμα και με ποσοστό 47,3%. Στον συνασπισμό αυτό ανήκει και το Κόμμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας, με βάση μία απόφαση που ξάφνιασε πολλούς, διότι μέχρι προ ολίγων ημερών το ΚΕΑΔ συγκυβερνούσε με τον δεξιό συνασπισμό του Σάλι Μπερίσα. Δεύτερος κατατάσσεται ο συνασπισμός του Δημοκρατικού Κόμματος με αρχηγό τον απερχόμενο (;) Πρωθυπουργό Μπερίσα με ποσοστό 44,7%. Στην τρίτη θέση βρίσκεται κατά τις εκτιμήσεις το Κόμμα Σοσιαλιστικής Ολοκλήρωσης με 7% και στην τέταρτη ο Πόλος για την Ελευθερία- εμφανής η επιρροή από το όνομα του κόμματος του Μπερλουσκόνι – με 1,5%.
Η Ελληνική κοινότητα υπάρχει φόβος να βγει διχασμένη από αυτές τις εκλογές δεδομένου ότι σημαντικά στελέχη της κατέρχονται ως υποψήφιοι με τον σχηματισμό του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως π.χ. ο ισχυρός παράγοντας της τοπικής αυτοδιοίκησης Σπύρος Ξέρρας, που θα είναι υποψήφιος στο Αργυρόκαστρο. Το ΚΕΑΔ, το οποίο υποστηρίζεται και από την Αθήνα ως η επίσημη έκφραση του εκεί Ελληνισμού, είχε τρεις βουλευτές στην Βουλή, της οποίας έληξε η θητεία. Η επανεκλογή του ίδιου αριθμού βουλευτών αποτελεί τον στόχο, αλλά η έλλειψη ομογνωμίας και η αδράνεια ως προς την προσέγγιση των Βλαχοφώνων Ελλήνων ίσως στερήσουν από το κόμμα αυτό την δύναμη που θα ήθελε και θα μπορούσε να αποκτήσει. Πάντως όσοι ασκούν κριτική στην ηγεσία του ΚΕΑΔ και στον Πρόεδρο Ευάγγελο Ντούλε σημειώνουν ότι παρά την συμμετοχή των Ελλήνων στην κυβέρνηση Μπερίσα δεν αποφεύχθηκαν καταπατήσεις δικαιωμάτων και διώξεις εις βάρος του Ελληνισμού. Η καταδίκη του Προέδρου της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και Δημάρχου Χειμάρρας Βασίλη Μπολάνου, ο οποίος νομίμως ζητούσε να γράφονται και στα ελληνικά οι πινακίδες των περιοχών με έντονη ελληνική παρουσία, καταδεικνύει μία σκληρή πραγματικότητα.
Σε διακρατικό επίπεδο η πρόσφατη επίσκεψη του Πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή στα Τίρανα και η υπογραφή συμφωνίας για τον ακριβή καθορισμό των χωρικών υδάτων θεωρούνται ως βήματα βελτιώσεως των σχέσεων. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός μίλησε ξεκάθαρα για την σημασία που αποδίδει στην προστασία των δικαιωμάτων των Βορειοηπειρωτών. Πιστεύω, όμως, ότι χρειάζονται και άλλες πιέσεις για να σταματήσουν τα εκπαιδευτικά, ιδιοκτησιακά, εκκλησιαστικά και άλλα προβλήματα, τα οποία προκαλούν τα όργανα της διοικήσεως στους εναπομείναντες ομοεθνείς μας. Από την άλλη πλευρά καλό θα ήταν να εξετάσουμε πώς μπορούμε να αξιποιήσουμε την βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων για να πιέσουμε σε ένα άλλο εθνικό ζήτημα, δηλαδή στο σκοπιανό. Τα πρόσφατα γεγονότα μάς οδηγούν σε χρήσιμα συμπεράσματα. Και εξηγούμαι:
Στις 20 Μαίου τα αλβανικά κόμματα της ΠΓΔΜ και κυρίως το συνεργαζόμενο με την Κυβέρνηση Κόμμα Δημοκρατικής Ευημερίας του Αλί Αχμέτι, ζήτησαν επιτακτικά να μετέχουν ισότιμα στον διάλογο Αθηνών –Σκοπίων για την ονομασία του κράτους και να μη μονοπωλείται η συζήτηση από τα σλαβικά κόμματα. Οι Αλβανοί, που αποτελούν περίπου το 30% του πληθυσμού της χώρας, θεωρούν ότι το θέμα της ονομασίας δεν είναι μείζονος σημασίας και ότι πρέπει να λυθεί το ταχύτερον διότι παρεμποδίζει την πορεία της χώρας προς την Ευρ. Ένωση. Στις 13 Μαίου εξ άλλου οι Αλβανοί φοιτητές του κρατικού Πανεπιστημίου του Τετόβου (στη δυτική αλβανόφωνη περιοχή της ΠΓΔΜ) διαδήλωσαν στους δρόμους , γιατί δεν εκλήθη εκπρόσωπος του Κοσσόβου στην ορκωμοσία του σκοπιανού Προέδρου Γκεόργκι Ιβάνοφ. Μάλιστα οι Αλβανοί φοιτητές, αν και είναι υπήκοοι του κράτους των Σκοπίων, δεν χρησιμοποίησαν το συνταγματικό όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας», αλλά το όνομα που γίνεται δεκτό από τον ΟΗΕ, δηλαδή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Χαρακτήρισαν μάλιστα τον Ιβάνοφ ως «αυτοαπακαλούμενο Πρόεδρο». Η όλη στάση τους χειροκροτήθηκε από τον Αλβανό Πρόεδρο Μπαμίρ Τόπι, ο οποίος έκανε σχετικές δηλώσεις στα Τίρανα.
Είναι προφανές ότι οι πολυάριθμοι Αλβανοί της ΠΓΔΜ έχουν μία στρατηγική που κινείται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο προβάλλεται το πιο μετριοπαθές σύνθημα «δεν μας νοιάζει το όνομα, μας νοιάζει η ένταξη στην Ευρ. Ένωση για οικονομικούς λόγους». Σε δεύτερο επίπεδο προβάλλεται άλλοτε χαμηλόφωνα άλλοτε πιο δυνατά το αίτημα για ευρύτερη διοικητική αυτονομία των αλβανικών επαρχιών της χώρας και για απόλυτη ισοτιμία και συγκυβέρνηση με το σλαβικό στοιχείο. Πίσω από αυτά τα λογικοφανή συνθήματα κρύβεται η απειλή ότι «αν δεν μας δώσετε αυτά που ζητούμε, παίρνουμε τα εδάφη μας και φεύγουμε και πάμε να ενωθούμε με τους Αλβανούς του Κοσσόβου». Η Αθήνα έχει συμφέρον να μελετήσει προσεκτικά αυτήν την αλβανική στρατηγική εντός ΠΓΔΜ και να την αξιοποιήσει ως μοχλό πιέσεως προς την αδιάλλακτη κυβέρνηση του Γκορούεφσκι και του ΒΜΡΟ.
Πρώτιστος στόχος της ελληνικής διπλωματίας έναντι του αλβανικού δυναμισμού πρέπει να είναι η προστασία των Ελλήνων της Αλβανίας και η απόρριψη της προπαγάνδας των Τσάμηδων. Όμως η προοδευτικά βελτιούμενη κατάσταση των ελληναλβανικών σχέσεων μπορεί να διανοίξει νέες προοπτικές για μία πολύπλευρη στρατηγική της Αθήνας . Παράλληλα με όλες τις άλλες κινήσεις μας για την προστασία του ονόματος της Μακεδονίας, θα είναι χρήσιμο να λάβουμε υπ΄ όψιν μας και την διαπάλη μεταξύ Σλάβων και Αλβανών που έχει απρόβλεπτη εξέλιξη.
Κ.Χ. 22-5-2009
Δημοσιεύεται και στην Άμυνα και Διπλωματία, Ιούνιος 2009
.