του Γιάννη Χαραλαμπίδη
«Η Μεσόγειος φλέγεται» έλεγε ο τίτλος μιας παλιάς ελληνικής
πολεμικής ταινίας, που σήμερα θα έβρισκε απόλυτη συμφωνία με την
πραγματικότητα. Η Ανατολική Μεσόγειος έχει σταδιακά το τελευταίο διάστημα
μεταβληθεί σε καζάνι που βράζει, με στόλους να συρρέουν από διάφορες
κατευθύνσεις, αίμα να χύνεται καθημερινά και την πιθανότητα έκρηξης ενός
(τουλάχιστον) περιφερειακού πολέμου να επικρέμαται καθημερινά. Το θερμόμετρο
στις σχέσεις Συρίας-Τουρκίας έχει ανέβει υπερβολικά, ενώ – προς το παρόν
τουλάχιστον – οι σύμμαχοι της πρώτης φαίνονται πολύ πιο αποφασισμένοι από τους
συμμάχους της δεύτερης.
Ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος μοιάζει να γεννιέται. Η Ρωσία
δείχνει πλέον ξεκάθαρα και χωρίς περιστολή τα δόντια της στις ΗΠΑ, που μοιάζουν
να μην ξέρουν ακριβώς τι θέλουν και με ποιο τρόπο θα το κατορθώσουν. Ίσως να
μην είναι άνευ σημασίας ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει τις (νικηφόρες) εκλογές
πίσω του, ενώ ο Μπαράκ Ομπάμα έχει κάποιες (αμφίβολες) μπροστά του. Η υπερβολική
όξυνση και μια πιθανή επέμβαση απέναντι στην Συρία θα φανεί ως ξεκάθαρη
παραφωνία στην στρατηγική σταδιακής απαγκίστρωσης των ΗΠΑ από τα πολεμικά
μέτωπα που οι ίδιες άνοιξαν, όπως αυτή εφαρμόστηκε από την διακυβέρνηση Ομπάμα
με σχετική συνέπεια. Από την άλλη, μια εμφανώς ήπια ή και υποχωρητική στάση θα
ενισχύσει σημαντικά την φαρέτρα των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι ασκούν δριμεία
κριτική στην εξωτερική πολιτική του Αμερικανού προέδρου.
Με αυτό το πλαίσιο η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο δεν
φαίνεται ότι θα ξεκαθαρίσει εύκολα. Πέρα από την αμερικανική
αναποφασιστικότητα, υπάρχει για πρώτη φορά σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής μια
σοβαρή διαφοροποίηση της στάσης του Ισραήλ. Το Τελ Αβίβ δεν φαίνεται ως τώρα
καθόλου πρόθυμο να στηρίξει την πάλαι ποτέ σύμμαχο και σήμερα άσπονδη φίλη του
Τουρκία αλλά και να βοηθήσει μια οιαδήποτε ενέργεια κατά του καθεστώτος της
Συρίας. Ο Μπασάρ Άσαντ υπήρξε γενικά ένας συγκαταβατικός και μετριοπαθής
συνομιλητής των Ισραηλινών και τίποτα δεν εγγυάται το ίδιο για την όποια ισλαμιστική
διάδοχη κατάσταση στην χώρα του. Οι Αμερικανοί έπεισαν το Ισραήλ να δεχτεί την αντικατάσταση
του ιδιαίτερα συνεργάσιμου Χόσνι Μουμπάρακ από το αβέβαιο. Στην Αίγυπτο όμως
υπήρχε και υπάρχει ο στρατός, ένας ισχυρός θεσμικός πολιτικός παράγοντας,
ικανός να ισοσταθμίσει την αβεβαιότητα που παράγει η ανάρρηση των μετριοπαθών
σχετικά Μουσουλμάνων Αδελφών στην εξουσία. Στην Συρία κάτι ανάλογο απλώς δεν
υφίσταται. Η κατάρρευση του καθεστώτος θα συμπαρασύρει οτιδήποτε έχει ταυτιστεί
με αυτό, κυρίως γιατί η διαμάχη στην Συρία δεν είναι κοινωνική αλλά
θρησκευτική.
Οι Αμερικανοί παραδοσιακά – ακόμα κι αν κάποιες φορές δεν
φαίνεται –χρησιμοποιούν το σουνιτικό Ισλάμ ως το καλύτερο εργαλείο άσκησης
πολιτικής ισχύος, από την Ανατολική Μεσόγειο ως την Κεντρική Ασία. Η καλή αυτή
σχέση φαίνεται να επιβεβαιώνεται και τούτη τη φορά, καθώς το θεοκρατικό (αλλά
φιλοδυτικό) καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας αφ’ ενός και το ήπια ισλαμιστικό
καθεστώς της Τουρκίας αφ’ ετέρου χρησιμοποιούνται ως οι δύο μοχλοί της τανάλιας
που κινείται να περισφίξει την Συρία. Το Ισραήλ όμως δεν μπορεί τίποτα να το
πείσει ότι η διαρκής ενίσχυση του σουνιτικού Ισλάμ στην περιφέρειά του είναι
κάτι καλό. Εξού και φαίνεται να έχει αναπτύξει διαύλους γεωπολιτικής
επικοινωνίας με την Ρωσία, που για πρώτη φορά μετά από δυόμιση περίπου
δεκαετίες αναλαμβάνει τόσο εμφανώς αλλά και τόσο αποφασιστικά δράση έξω από τον
στενό της χώρο.
Απορία: Πού βρίσκεται η Ελλάδα μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο;
Απάντηση: Μέχρι στιγμής, πουθενά! Χρόνια τώρα, η ελληνική παρουσία έχει εκλείψει
από ένα φυσικό χώρο για τον Ελληνισμό, αυτό της ΑΜ/γείου. Η Ελλάδα είχε
ουσιαστικά συμβιβαστεί απολύτως επί χρόνια με την τουρκοισραηλινή συμμαχία και
συνεργασία. Τα τελευταία δύο χρόνια, η διάρρηξη των σχέσεων Τελ Αβίβ-Άγκυρας
και η σταδιακή ενεργοποίηση ενός άξονα Τελ Αβίβ-Λευκωσία-Αθήνα (που στην πράξη
σταμάτησε στην Λευκωσία) έδωσε βάσιμες ελπίδες ότι αυτή η εξαφάνιση της χώρας
μας από την ΑΜ/γειο αποτελούσε παρελθόν. Δυστυχώς όμως αυτές οι ελπίδες
διαψεύσθηκαν πολύ σύντομα. Η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα έχει
μετατραπεί σε αιτία (ή πρόφαση) και μιας γεωπολιτικής έκλειψης. Η σοβαρότατη
κρίση στην Συρία, αποτελούσε (και εν πολλοίς ακόμα αποτελεί) μια πρώτης τάξεως
ευκαιρία η Ελλάδα να επανακτήσει χαμένο έδαφος στη σκακιέρα ισχύος της
ΑΜ/γείου. Θα αναρωτηθούν πολλοί, μα μέσα σε τέτοια οικονομική κρίση;
Ένα από τα συνηθέστερα σφάλματα, που κάνουν όσοι δεν έχουν
πολύ καλή σχέση με την Ιστορία και την Γεωπολιτική, είναι να θεωρούν την
οικονομία τον αποκλειστικό πυλώνα πολιτικής ισχύος και διακρατικής επιβολής. Η
οικονομία αποτελεί ασφαλώς ένα ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης της
παρουσίας και επιρροής ενός κράτους στη διεθνή σκηνή. Επ’ ουδενί όμως αποτελεί
τον μοναδικό, συχνά ούτε καν τον ισχυρότερο. Η ικανή διπλωματία, η στρατιωτική
ισχύς, η γεωγραφική θέση, τα ευρύτερα ιστορικά, πληθυσμιακά, θρησκευτικά
ερείσματα και κυρίως η πολιτική βούληση και ικανότητα εκμετάλλευσης όλων των
παραπάνω, αναδεικνύονται συχνά εξίσου (αν όχι περισσότερο) σημαντικοί παράγοντες
επιρροής στη διεθνή πολιτική. Παράδειγμα, η Ελβετία είναι μια οικονομικά
ακμάζουσα και γενικώς ευημερούσα χώρα. Στην σκηνή όμως της διεθνούς πολιτικής
είναι κομπάρσος. Αντιθέτως, η Τουρκία είναι μια χώρα με διαχρονικά και ποικίλα
οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Αυτό όμως δεν την εμπόδισε ποτέ να
διαδραματίζει καίριο ρόλο σε όλες τις εξελίξεις στον χώρο της Ευρασίας.
Άρα η οικονομική
δυσπραγία και καχεξία σε καμμία περίπτωση δεν συνεπάγονται την εξαφάνιση ενός
κράτους από τα παιγνίδια ισχύος σε διεθνές επίπεδο. Δεν αποτελούν λοιπόν και
δικαιολογία ανυπαρξίας της Ελλάδας στις εξελίξεις στην ΑΜ/γειο. Η χώρα μας
συνδυάζει μια σειρά από χαρακτηριστικά που της παρέχουν μοναδικές ευκαιρίες
παρέμβασης και επηρεασμού των διεργασιών στον ευρύτερο χώρο της Συρίας. Η
Ελλάδα είναι η μόνη χώρα-μέλος της ΕΕ που έχει ταυτοχρόνως:
·
παραδοσιακά
καλές σχέσεις με τον αραβικό κόσμο και με το καθεστώς της Συρίας,
·
συνομολογημένη
αμυντική και ενεργειακή συνεργασία με το Ισραήλ,
·
την
Κυπριακή Δημοκρατία ως μεμακρυσμένο γεωπολιτικό της βραχίονα και στρατιωτικές δυνάμεις μόνιμα εγκατεστημένες στην Κύπρο,
·
παραδοσιακούς
και δοκιμασμένους διαύλους επικοινωνίας με την Ρωσία.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά καθιστούν την Ελλάδα την ιδανική
(ίσως και τη μόνη) χώρα της Ευρώπης με ικανότητα αποτελεσματικής παρέμβασης και
ανάληψης πρωτοβουλιών σε πολλά επίπεδα, ιδίως τώρα που η ΕΕ, αντιμετωπίζοντας
τα βαθιά της αδιέξοδα, δείχνει πολύ απασχολημένη ώστε να επέμβει ουσιαστικά
στην περιοχή, που δεν της είναι όμως καθόλου αδιάφορη.
Μια δραστική διπλωματική παρέμβαση από ελληνικής πλευράς
ενδέχεται να έχει πολλαπλά οφέλη για τη χώρα. Μπορεί να αναδείξει τον ρόλο της
Ελλάδας ως περιφερειακού παίκτη στην ευρύτερη περιοχή, δίδοντας επιπλέον
επιχειρήματα σε όσους μάχονται για την οικονομική διάσωσή της και την ουσιαστική
της στήριξη. Μπορεί να αναβαθμίσει την πληγείσα εικόνα της χώρας και συνολικά
το πολιτικό βάρος του ευρωπαϊκού νότου μέσα στα πλαίσια της ΕΕ. Επίσης, μπορεί
να εξασφαλίσει de facto ένα άμεσο και έμπρακτο consensus για την ανακήρυξη και απολύτως
ευνοϊκή οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ από την πλευρά τόσο της ΕΕ όσο και της
Ρωσίας. Αυτή ίσως να είναι η καλύτερη ευκαιρία εξασφάλισης της ΑΟΖ μας στην
ΑΜ/γειο μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Μουμπάρακ. Σε καμμία περίπτωση δεν
πρέπει να την κλωτσήσουμε.
Το συνολικό πλαίσιο, που διαμορφώνεται με την ανάληψη της
προεδρίας της ΕΕ από την Κύπρο και την ιδιαίτερα ευνοϊκή πολιτική του Ισραήλ
στο θέμα, είναι εξαιρετικά πρόσφορο. Οι πρώτες κινήσεις του νέου ΥπΕξ αφήνουν
μια χαραμάδα αισιοδοξίας, που ελπίζουμε να επαληθευτεί. Η Ελλάδα έχει πολύ
έδαφος να ξανακερδίσει σε ό,τι αφορά τον διεθνή σεβασμό. Έχει την ευκαιρία να
ξεκινήσει άμεσα. Ας μην τη σπαταλήσει για άλλη μια φορά.