Ἀρχιμ. Ἱερώνυμος Νικολόπουλος
Σκοπός τοῦ παρόντος ἄρθρου δέν εἶναι νά διεκδικήσει τήν ἀνατροπή κατεστημένων, οὔτε κἄν τήν ἁπλή μεταβολή τῶν ὑφισταμένων ρυθμίσεων. Ἀποτελεῖ ἁπλῶς μιά προσπάθεια περιγραφῆς τῶν ὅσων ἰσχύουν, ὥστε μέσα ἀπό τήν ἀποτύπωση τῆς πραγματικότητας νά ξεπεραστοῦν παγιωμένες προκαταλήψεις, εἰ δυνατόν νά ὑπερβαθοῦν ἰδεολογικές ἀγκυλώσεις καί σέ κάθε περίπτωση νά ἀπομυθοποιηθεῖ ἡ ὑστερόβουλα καλλιεργούμενη θεώρηση τῆς ἀπολαβῆς μονομερῶς προνομίων ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέσα ἀπό τό ὑφιστάμενο πλέγμα σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.
Ὅποτε τεθεῖ, συζητεῖται ἔντονα πάντα τό θέμα τῆς συνεισφορᾶς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στά βάρη τοῦ Κράτους. Τό ἔντονο τῆς συζητήσεως ἀποδεικνύει τό μεγάλο ἐνδιαφέρον τῶν πολιτῶν γιά τά ἐκκλησιαστικά θέματα, ἀλλά συνάμα καί τήν αἴσθησή τους ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι «δικιά τους», οἰκεία καί σημαντική, γι’ αὐτό καί διεκδικοῦν τό δικαίωμα ἐκφορᾶς τῆς ὅποιας ἄποψης. Δυστύχημα ἀποτελεῖ τό ὅτι συνήθως ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ, δυσκολεύεται ἤ ἐμποδίζεται νά καταστήσει κοινωνούς τῶν ἀπόψεών Της τούς πολίτες γιά λόγους ἄσχετους μέ τή θεματική τοῦ παρόντος ἄρθρου. Γεγονός πάντως εἶναι ἡ παγιωμένη δίκην προκατάληψης ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀρνεῖται νά συμμετάσχει στά κοινά βάρη διεκδικώντας γιά τόν ἑαυτό Της φορολογικές ἀπαλλαγές, ἑνίοτε κατά τρόπο σκανδαλώδη. Εἶναι ὅμως, ἔτσι;
Ἡ βασική πηγή προσπορισμοῦ ἐκκλησιαστικῶν ἐσόδων εἶναι οἱ μέσω τῆς κηροπωλησίας ἐκούσιες εἰσφορές τῶν πιστῶν, ἤ ἄλλοιῶς τό παγκάρι. Πρίν ἐξετάσουμε ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ὀφείλουμε νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἀνωτερότητα καί τή διάκριση μέ τίς ὁποῖες λειτουργοῦν τά περισσότερα ἐκκλησιαστικά συμβούλια στή χώρα μας, ἀφήνοντας στήν ἐλεύθερη προαίρεση τοῦ πιστοῦ τήν ἐπιλογή τοῦ τί θά ρίξει στό παγκάρι. Ἐξαιρέσεις μπορεῖ νά ὑπάρχουν, ἰδίως σέ περιπτώσεις ὅπου ὑφίσταται πιεστικό οἰκονομικό πρόβλημα στό Ναό π.χ. λόγω ἀνέγερσης, ἁγιογράφησης ἤ ἐκτέλεσης ἄλλου ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου, ἀλλά καί τότε ἀναγνωρίζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὅποια ἀνάγκη καί ἀνταποκρίνονται μέ φιλότιμο. Σέ κάθε περίπτωση οἱ εἰσφορές στό παγκάρι εἶναι ἐκούσιες, ἐλεύθερες καί αὐτοπροαίρετες καί προέρχονται ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τούς πιστούς καί ὄχι ἀπό τό σύνολο τῶν πολιτῶν. Ἀκριβῶς γι’ αὐτό καί τό χριστεπώνυμο πλήρωμα ἔχει προτεραιότητα στήν ἐκφορά τοῦ ὅποιου λόγου γιά τή διάθεση τῶν χρημάτων τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς πού γιά τήν Ἐκκλησία καί τούς σκοπούς Της τά προσφέρει.
Κοινή πεποίθηση εἶναι ὅτι ὅπου ὑφίσταται παγκάρι, πρέπει ὑποχρεωτικά νά θεωρήσουμε δεδομένο τόν ἔλεγχο τῆς Ἐκκλησίας σέ αὐτό. Μέ ἄλλα λόγια, στή συνείδηση ὅλων ὑπάρχει ἡ ἐντύπωση ὅτι τό κάθε παγκάρι ἄμεσα ἤ ἔμμεσα συνδέεται μέ τήν ἐκκλησιαστική ἀρχή τοῦ τόπου, ἡ ὁποία καί νέμεται τά ποσά πού προκύπτουν ἀπό αὐτό. Ὅσοι λοιπόν καλόπιστα διεκδικοῦν νά συνεισφέρει καί ἡ Ἐκκλησία στά κρατικά βάρη, ἤ ὅσοι κακόπιστα προσπαθοῦν νά Τήν πλήξουν καί μέ οἰκονομικά μέσα, ἀντιπαρερχόμενοι τήν ἤδη μεγάλη καί ποικιλότροπη προσφορά Της, τάσσονται ἀναφανδόν ὑπέρ τῆς φορολόγησης τῶν «μέσων πορισμοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πλούτου», ἐννοώντας κατ’ ἀρχήν τά παγκάρια καί ἐκφράζοντας τήν ἐπικρατοῦσα πεποίθηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπεκφεύγει τήν κοινή ὑποχρέωση.
Κι ὅμως! Πρόχειρη μελέτη τοῦ πράγματος ἄλλα δείχνει, μέ κυριώτερο τό ὅτι στό ζήτημα αύτό διαπιστώνεται, ἄν μή τι ἄλλο, ἔλλειμμα ἐνημέρωσης τῆς κοινῆς γνώμης. Κατ’ ἀρχην ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἀγνοεῖται ἤ σκόπιμα παραθεωρεῖται εἶναι τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἄλλοτε ἔχει ἀνεχθεῖ, ἄλλοτε ἔχει δεχθεῖ καί ἄλλοτε ἔχει προτείνει τή δήμευση ἤ διάθεση συγκεκριμένων παγκαριῶν Της ὑπέρ τοῦ Κράτους. Καί τό ἔχει κάνει αὐτό μέ τό σκεπτικό ὅτι, ἐπειδή ἡ πλειονότης τῶν ἐνοριακῶν παγκαριῶν εἶναι μικρές καί χωρίς δυνατότητες ἐνορίες, δέν ὑπάρχει νόημα νά ταλαιπωροῦνται μέ φορολογικές ἐπιβαρύνσεις, οἱ ὁποῖες μένοντας ἀνεξόφλητες λόγω ἀδυναμίας καταβολῆς, ἐπιτείνουν τίς δυσμενεῖς γιά τήν Ἐκκλησία ἐντυπώσεις. Μερικά παραδείγματα χρειάζονται γιά νά καταστήσουν σαφές τό τί ἐννοοῦμε.
Γεγονός ἀναμφισβήτητο τυγχάνει ὅτι στόν ἑλλαδικό χῶρο τό μεγαλύτερο προσκύνημα καί ἑπομένως, τό πιό προσοδοφόρο, εἶναι ἡ Παναγία τῆς Τήνου. Σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 1 τοῦ Ν. 349/1976 «Περί διοικήσεως τοῦ Πανελληνίου Ἱεροῦ Ἱδρύματος Εὐαγγελιστρίας Τήνου» (Φ.Ε.Κ. 149/1976, τ.Α΄): «Τό Πανελλήνιον Ἱερόν Ἵδρυμα τῆς Εὐαγγελιστρίας Τήνου ἐπανέρχεται ὡς ἑνιαῖον νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ὑπό τήν ἐποπτείαν τοῦ κράτους». Βεβαίως, ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης Σύρου εἶναι ὁ ex officio Πρόεδρος τῆς δεκαμελοῦς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς, τά ὑπόλοιπα ὅμως, μέλη ἐκλέγονται μέ τή διαδικασία τῶν ἄρθρων 2-6 τοῦ ἀνωτέρω Νόμου. Ἡ δέ διάθεση τῶν ἐσόδων τοῦ Ἱεροῦ Ἱδρύματος ἀποφασίζεται βάσει προϋπολογισμοῦ καταρτιζόμενου ἀπό τή Διοικητική Ἐπιτροπή καί ἐγκρινόμενου ἀπό τό Ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν, χωρίς ἀνάμειξη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σύρου ἤ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Διατίθενται δέ τά ἔσοδα αὐτά μεταξύ ἄλλων καί γιά κοινοφελεῖς σκοπούς στήν Τῆνο ὅπως π.χ. ἀνέγερση/ἐπισκευή σχολείων ἤ κατασκευή/ἐπισκευή δρόμων, μνημείων, λιμένος κλπ, ἐπί προφανῇ ὠφελείᾳ τοῦ κρατικοῦ κορβανᾶ, ὁ ὁποῖος ἀλλοιῶς θά ἐπιβαρυνόταν μέ τά ἀντίστοιχα ποσά. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε ὅτι ἀπό τά ἐτήσια ἔσοδα τοῦ Π.Ι.Ι.Ε.Τ., βάσει Κανονισμοῦ, ἡ Ἱερά Μητρόπολις Σύρου δικαιοῦται μόλις τό 2%, τή στιγμή πού ὁ Δῆμος Τήνου λαμβάνει τό 10%.
Ἀνάλογα θά μποροῦσαν νά καταγραφοῦν καί γιά τό ἄλλο μεγάλο προσκύνημα τῆς χώρας, τήν Παναγία Σουμελᾶ, ἄν καί ἐν ὄψει τῆς ὑφιστάμενης ἀντιδικίας μεταξύ ποντιακῶν σωματείων δέν μποροῦμε ἀναλυτικά νά ἀναφερθοῦμε στό ἰσχύον νομικό πλαίσιο. Γεγονός πάντως εἶναι ὅτι οἱ πρόσοδοι καί τοῦ Προσκυνήματος αὐτοῦ δέν ἐνισχύουν ἐκκλησιαστικά ταμεῖα, ἐπί προφανῇ ὠφελείᾳ πάλι τοῦ κρατικοῦ κορβανᾶ.
Μέ τό Ν. 1416/1984 «Τροποποίηση καί συμπλήρωση διατάξεων τῆς δημοτικῆς καί κοινοτικῆς νομοθεσίας γιά τήν ἐνίσχυση τῆς Ἀποκέντρωσης καί τήν ἐνδυνάμωση τῆς Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης» (Φ.Ε.Κ. 18/1984, τ.Α΄) σαφῶς ὁρίζεται: «Ἡ “Ἐγχώρια Περιουσία τῶν νήσων Κυθήρων καί Ἀντικηθύρων” ἀποτελεῖ διακοινοτική περιουσία τῶν ὀργανισμῶν τοπικῆς αὐτοδιοίκησης τῶν Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων. Ἡ περιουσία αὐτή περιλαμβάνει: (…) β) Τήν κινητή καί ἀκίνητη περιουσία τῶν ἱερῶν προσκυνημάτων τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιώτισσας, τῆς Ἁγίας Μονῆς καί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ “ἐν Κρημνῷ” καί τῶν ἀνηκόντων σέ αὐτά παρεκκλησίων.». Περαιτέρω δέ ὁρίζεται ὅτι: «Ἡ διαχείρηση τῆς περιουσίας τῆς προηγούμενης παραγράφου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν “Ἐπιτροπή Ἐγχώριας Περιουσίας”, πού ἀποτελεῖ νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου μέ ἕδρα τήν Κοινότητα Κυθήρων καί ὑπόκειται στήν ἐποπτεία τοῦ κράτους, πού ὑπόκεινται καί οἱ ὀργανισμοί τοπικῆς αὐτοδιοίκησης τοῦ νησιοῦ. Μέ προεδρικό διάταγμα πού ἐκδίδεται μέ πρόταση τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐσωτερικῶν, ἡ διαχείρηση τῆς παραπάνω περιουσίας μπορεῖ νά ἀνατεθεῖ σέ ἀναπτυξιακό σύνδεσμο τῶν ὀργανισμῶν τοπικῆς αὐτοδιοίκησης τῶν Κυθήρων καί τῶν Ἀντικυθήρων.». Ἀπό τίς ἀνωτέρω διατάξεις νομίζουμε προκύπτει ἀβίαστα ἡ κρατικοποίηση ἑνός ἀκόμη μεγάλου προσκυνήματος, καθώς καί δύο μικρότερων καί βεβαίως, τῶν παγκαριῶν τους.
Τά ἀνωτέρω παραδείγματα, ὅσο ἐντυπωσιακά κι ἄν εἶναι, θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν ἀπό ὁρισμένους μεμονωμένα. Δυστυχῶς γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, δέν εἶναι ἔτσι. Ἐκτός ἀπό τά συγκεκριμένα «μεγάλα» παγκάρια, τό κράτος ἔχει δεσμεύσει ὑπέρ αὐτοῦ ἤ τοῦ εὑρύτερου δημόσιου τομέα καί συγκεριμένες κατηγορίες παγκαριῶν μέ κριτήριο πάντα τήν ὑψηλή ἀπόδοση.
Ἔτσι, μέ τό ἄρθρο 1 τοῦ Ν. 547/1977, «Περί διοικήσεως καί διαχειρίσεως τῶν μή ἐνοριακῶν ναῶν τῶν κοιμητηρίων» ρητά ὁρίζεται: «Ἡ διοίκησις καί διαχείρησις τῶν ἐν κοιμητηρίοις μή ἐνοριακῶν ναῶν, ὡς καί τῆς περιουσίας αὐτῶν, (…) τῶν δήμων πληθυσμοῦ ἄνω τῶν 50.000 κατοίκων, (…) ὡς καί τῶν δήμων ἑδρῶν Νομῶν καί τῶν περιλαμβανομένων εἰς τήν περιφέρειαν τῆς τέως διοικήσεως πρωτευούσης καί πρώην Δήμου Θεσσαλονίκης, ἀσχέτως πληθυσμοῦ, ἀσκεῖται κατά τάς περί διοικήσεως καί διαχειρίσεως τῆς δημοτικῆς καί κοινοτικῆς περιουσίας κειμένας διατάξεις». Μέ τή διάταξη αὐτή, ἡ ὁποία μεταπολιτευτικά ἐπικαιροποιοῦσε καί κωδικοποιοῦσε διατάξεις νομοθετημάτων τῆς ἑπταετίας, ὑπήχθησαν ὅλα τά κοιμητήρια σέ Δήμους πληθυσμοῦ ἄνω τῶν 50.000 κατοίκων στά νομικά πρόσωπα τῶν Δήμων, μέ αὐτονόητο τό δικαίωμα τῶν Δήμων νά καρποῦνται τά σχετικά ἔσοδα ἐκ κηροπωλησίας, τά ὁποῖα στά κοιμητήρια εἶναι ἰδιαίτερα ὑψηλά. Μέ τήν παράγραφο 1 τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ ἴδιου νόμου ὁ νομοθέτης διασαφηνίζει ὅτι: «Τά ἔσοδα τῶν ἐν κοιμητηρίοις μή ἐνοριακῶν ναῶν, ὡς καί τῆς περιουσίας αὐτῶν ὧν ἡ διοίκησις καί διαχείρησις ἀνήκει εἰς τούς δήμους ἤ τάς κοινότητας, διατίθενται πρωτίστως διά τήν ἐπισκευήν, συντήρησιν, βελτίωσιν, ἐπέκτασιν καί ἐν γένει διατήρησιν εἰς καλήν κατάστασιν τοῦ ναοῦ, ὡς καί διά πάσας τάς ἀνάγκας τοῦ κοιμητηρίου, περιλαμβανομένης καί τῆς ἐπεκτάσεως τούτου (…). Τυχόν περισσεύματα τῶν ἐσόδων τούτων διατίθενται ὑπό τοῦ δήμου ἤ τῆς κοινότητος δι’ ἄλλους σκοπούς.». Θλιβερή διαπίστωση εἶναι ὅτι πολλοί δήμοι, ἀντιπαρερχόμενοι τήν πρώτη πρόταση τῆς παραπάνω διάταξης, πηγαίνουν κατευθείαν στή δεύτερη, διαθέτοντας τά ἔσοδα τῶν κοιμητηρίων «δι’ ἄλλους σκοπούς». Μέ ἄλλες διατάξεις κατοχυρώνεται τό δικαίωμα τῶν δήμων στά κοιμητήρια, ἐκτός τοῦ νά εἰσπράττουν τά παγκάρια, νά ἐκποιοῦν συνάμα ἤ νά ἐνοικιάζουν τάφους, καθώς καί νά παρατείνουν τίς σχετικές μισθώσεις, καθιερώνοντας συνολικά ἕνα καθεστώς, τό ὁποῖο ἄν καί ἀφορμᾶται ἀπό τά ταφικά ἔθιμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, οὐσιαστικά Τήν ἀποκλείει ἀπό τήν ὅποια συμμετοχή, πλήν τῆς λειτουργικῆς, παραδίδοντας τά πάντα στούς Ο.Τ.Α.. Ἀπόρροια αὐτοῦ εἶναι ὁ θεσμικός χαρακτηρισμός τῶν νεκροταφείων ὡς «Δημοτικῶν Ἐπιχειρήσεων Α.Ε.», μέ ὁρισμένους εἰλικρινεῖς δήμους νά τό ἀναγράφουν καί στήν προμετωπίδα τῆς εἰσόδου τῶν κοιμητηρίων τους.
Ἐκτός ὅμως, ἀπό τά προσοδοφόρα παγκάρια τῶν κοιμητηρίων, τό κράτος νέμεται καί τά παγκάρια τῶν Ναῶν τῶν νοσοκομείων, ἐπιφορτίζοντας τήν κάθε διοίκηση νοσοκομείου νά καταμετρᾶ τίς προσόδους καί νά τίς ἐνσωματώνει στά ἔσοδα του. Εἶναι δέ γεγονός ὅτι ἄσχετα ἀπό τήν ὅποια μεταφυσική θεώρηση τοῦ καθενός, ὅλοι στό χῶρο τοῦ νοσοκομείου σπεύδουν «καλοῦ-κακοῦ νά ἀνάψουν ἕνα κεράκι». Ἔτσι, καί οἱ ἀντίστοιχες πρόσοδοι φυσικό εἶναι νά προσδοκῶνται ὑψηλές. Ἐν ὄψει δέ καί τῶν περιορισμένων οἰκονομικῶν προσόδων τῶν νοσοκομείων, τά ἔσοδα ἀπό τό παγκάρι τῶν νοσοκομειακῶν Ναῶν εἶναι γιά τούς ἀντίστοιχους ὀργανισμούς σημαντική ἀνάσα. Εἰδικώτερα μόνο νά τονίσουμε τό γεγονός ὅτι, ἄν καί τά οἰκόπεδα τῶν νοσοκομείων στήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν ἀποτελοῦν κατά κύριο λόγο δωρεές τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀσωμάτων Πετράκη, ἡ ὁποία θά μποροῦσε εὐλόγως νά ἐπιδιώξει οἱ ἀντίστοιχοι νοσοκομειακοί Ναοί νά παραμείνουν σέ αὐτήν ὡς Μετόχιά της, παρά ταῦτα ἡ Ἱερά Μονή οὐδέποτε διεκδίκησε κάτι τέτοιο ἀποδεχόμενη τήν ἀντίστοιχη ἀποστέρηση ἐσόδων της.
Περιορίζοντας τήν ἔκταση τοῦ παρόντος ἄρθρου δέν καταγράφουμε τίς διατάξεις μέ τίς ὁποῖες τά ἔσοδα ἀπό τά παγκάρια τῶν στρατιωτικῶν παρεκκλησίων εἰσπράττονται ἀπό τίς διοικήσεις τῶν στρατιωτικῶν σχηματισμῶν στούς ὁποίους ὑπάγονται. Σχολιάζουμε μόνον ὡς εὐτυχῆ τήν πρόνοια, τά ἔσοδα αυτά, ἀφαιρουμένων τῶν λειτουργικῶν ἐξόδων τῶν Παρεκκλησίων, νά διατίθενται γιά τή βελτίωση τοῦ συσσιτίου τῶν στρατευσίμων.
Πέραν ὅμως, τῶν ἀνωτέρω, παρατηρεῖται τά τελευταῖα χρόνια μιά σαφής τάση πολλῶν Ὀργανισμῶν ἤ Φορέων τοῦ Δημοσίου νά ἱδρύουν Παρεκκλήσια ἤ νά ἐκμεταλλεύονται ὑφιστάμενα σέ ἰδιοκτησίες τους, προκειμένου νά συμπεριλαμβάνουν στά ἔσοδά τους καί τό ἀντίστοιχο παγκάρι. Χαρακτηριστική ὡς πρός αὐτό εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ε.Ο.Τ., ὁ ὁποῖος ἰδίως στά θέρετρά του ὅπου ὑπάρχουν ἰαματικά λουτρά καί ἑπομένως, πλειοψηφοῦν οἱ ἡλικιωμένοι, ἐπιδιώκει νά λειτουργεῖ Παρεκκλήσιο γιά τίς θρησκευτικές ἀνάγκες τῶν λουομένων, τά ἔσοδα τοῦ ὁποίου προσκυρώνονται στά ἔσοδα τοῦ ἀντίστοιχου θερέτρου. Αὐτό γιά παράδειγμα, συμβαίνει στά Λουτρά τῆς λίμνης Καϊάφα, ὅπου ἐνῶ ἡ Ἱερά Μητρόπολις Τριφυλλίας καί Ὀλυμπίας συγκατατίθεται καί στέλνει Κληρικό ἀπό τή Ζαχάρω καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς παραθεριστικῆς περιόδου, τό παγκάρι τοῦ Παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Αικατερίνης Λουτρῶν Καϊάφα τό καρποῦται ὁ Ε.Ο.Τ..
Τέλος, χαρακτηριστική τῆς κρατικῆς ὑπεροψίας ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὑπ’ ἀριθ. Φ. 30215/9797/347 Ἀπόφαση (Φ.Ε.Κ. 1490/23-7-2009, τ.Β΄) τῆς Ὑπουργοῦ Ἀπασχόλησης καί Κοινωνικῆς Προστασίας Φάνης Πάλλη-Πετραλιᾶ, λίγες μόλις ἑβδομάδες πρίν τίς ἐκλογές τῆς 4ης Ὀκτωβρίου 2009, μέ τήν ὁποία μονομερῶς τό κράτος θεσπίζει ὅτι: «Τό ποσοστό ἐπί τῶν ἐτησίων ἐσόδων τῶν ἰερῶν παρεκκλησίων καί ἐξωκκλησίων πού περιέρχεται στόν Τομέα Προνοίας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐφημεριακοῦ Κλήρου Ἑλλάδος τοῦ Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Ὑπαλλήλων, καθορίζεται στό 50% ἐπί τῶν ἀκαθαρίστων ἐσόδων τους». Ἡ διάταξη ἀφορᾶ τά παγκάρια τῶν Παρεκκλησίων τοῦ καταργηθέντος Ταμείου Προνοίας Ὀρθοδόξου Ἐφημεριακοῦ Κλήρου Ἑλλάδος, τό ὁποῖο μέ τό ἄρθρο 17 τοῦ Ν. 3607/2007 ὑπήχθη ὡς αὐτοτελής κλάδος τοῦ Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Ὑπαλλήλων, καί ξεκάθαρα θεσπίζει τήν ἐνίσχυση τοῦ ἀσφαλιστικοῦ αὐτοῦ ταμείου ἀπό τό ἥμισυ τοῦ προϊόντος τῶν παγκαριῶν αὐτῶν, τή στιγμή πού τά Παρεκκλήσια αὐτά, τά ὁποῖα περιῆλθαν στήν πλειονότητά τους στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, χρήζουν ἐκτεταμένων ἐπισκευῶν εἰδικῆς μορφῆς λόγω ἀρχαιότητας, ἐνῶ καί οἱ πρόσοδοί τους δέν ἐπαρκοῦν ὥστε νά καλύπτουν καί τό ἐπιβληθέν βάρος καί τά λειτουργικά τους ἔξοδα.
Νομίζουμε ὅτι ὅλα τά παραπάνω ἀναμφισβήτητα καταδεικνύουν τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει ἀποστερηθεῖ συγκεριμένες κατηγορίες Ναῶν προκειμένου τά ἔσοδά τους ἐξ ὁλοκλήρου καί αὐτούσια (in corpore) νά ἐνσωματωθοῦν καί νά ἀποτελέσουν εἴτε ἀπ’ εὐθείας προσόδους τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ, εἴτε προσόδους τοῦ εὑρύτερου δημόσιου τομέα. Σέ κάθε περίπτωση, τό κράτος ὠφελεῖται μεγάλα ποσά, πολύ μεγαλύτερα ἀπό αὐτά πού θεωρητικά θά εἰσέπραττε ἄν ἐπιστρέφοντας τούς ἀνωτέρω Ναούς στή διαχείρηση τῆς Ἐκκλησίας ἐπέβαλε ἑνιαῖο φορολογικό συντελεστή στίς προσόδους ἀπό κηροπωλησία σέ ὅλες τίς κατηγορίες Ναῶν συνολικά (ἀκόμη καί ἐάν ἐπανέφερε τόν παλαιό συντελεστῆ φορολογήσεως εἰς 35% ἐπί τῶν ἐκ κηροπωλησίας ἐσόδων).
Τότε ἀπό τή στιγμή πού ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συμμετέχει στά κρατικά βάρη καί μάλιστα μέ τό παραπάνω, γιατί δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἔχει φορολογικά προνόμια καί ἀνεπίτρεπτες ἐλαφρύνσεις; Ἡ σχετική συζήτηση, ἄν καί εἶχε ξεκινήσει νωρίτερα, ἐντάθηκε στίς ἀρχές τοῦ 2004, ὁπότε καί ἡ τότε κυβέρνηση Σημίτη, μέ εἰσήγηση καί ἐνέργειες τοῦ τότε Ὑφυπουργοῦ Οἰκονομικῶν κ. Ἀπόστολου Φωτιάδη, ἀποφάσισε τήν κατάργηση τοῦ ἕως τότε ἰσχύοντος φόρου σέ ποσοστό 35% ἐπί τῶν ἀκαθαρίστων ἐσόδων τῶν ἐνοριακῶν Ναῶν ἀπό κηροπωλησία καί ἱεροπραξίες (γάμοι, βαπτίσεις, μνημόσυνα κλπ). Σημειωτέον ὅτι ἄν καί καταργήθηκε ὁ ἀνωτέρω φόρος γιά τά ἐξ ἱεροπραξιῶν ἔσοδα, δέν καταργήθηκε ρητά καί τό χαρτόσημο ὑπέρ τοῦ ἑλληνικοῦ δημοσίου σέ ποσοστό 7,4% ἐπί τῶν ἐσόδων ἐξ ἱεροπραξιῶν. Ὡς λόγος προβλήθηκε τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐπιτελεῖ ἕνα σπουδαῖο κοινωνικό ἔργο καί ἑπομένως τό κράτος, μέ τήν κατάργηση τοῦ ἐπαχθοῦς αὐτοῦ φόρου, τό ἀναγνωρίζει, τό ἐνισχύει καί τό προστατεύει. Ἐπίσης, τότε ἀναγνωρίσθηκε ὅτι μέ ἐξαίρεση τούς μεγάλους Ναούς τῶν ἀστικῶν κέντρων τῆς χώρας μας, ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν Ἐνοριῶν εἶναι σέ ἡμιαστικές ἤ ἀγροτικές περιοχές, μέ συνακόλουθο ἀποτέλεσμα τά μικρά ἔσοδα καί τή μή βιωσιμότητά τους σέ περίπτωση διατήρησης τοῦ ἀνωτέρω φόρου. Δέν ἔγινε ὅμως, τότε σαφές ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος οὕτως ἤ ἄλλως συμβάλλει μέ ὅσα ἀνωτέρω ἀναπτύξαμε, στόν κρατικό κορβανᾶ καί ἄρα δικαιοῦται τήν ἐλάφρυνση αὐτή στά παγκάρια τῶν ἐνοριακῶν Της Ναῶν και μόνον. Ἔτσι, πολλοί ἀπό ἀντιπολιτευτική διάθεση πρός τήν τότε κυβέρνηση ἤ ἀποβλέποντας σέ κομματικά ὠφέλη, ἔσπευσαν νά διαχύσουν πρός τά Μ.Μ.Ε. τήν ἐντύπωση προκλητικῶν καί ὄχι ἀναγκαίων φοροαπαλλαγῶν ὑπέρ μιᾶς Ἐκκλησίας πού «ἔχει πολλά».
Καί πάλι ὅμως, παρά τό γεγονός ὅτι καταργήθηκε ὁ ἐπαχθέστατος αὐτός φόρος δέν εἶναι ἀλήθεια ὅτι τά ἐνοριακά παγκάρια ἀπολαμβάνουν ἀτέλεια. Καί τοῦτο διότι μπορεῖ μέν νά μήν πληρώνουν πιά φόρο, πληρώνουν ὅμως, εἰσφορές…
Συγκεριμένα, μέ τό ἄρθρο 3, παρ. 1 τοῦ Ν.Δ. 228/1973 (Φ.Ε.Κ. 284/1973, τ.Α΄) ἐπεβλήθη ὑπέρ τοῦ τότε Ταμείου Ἀσφαλίσεως Κληρικῶν Ἑλλάδος (Τ.Α.Κ.Ε.) εἰσφορά σέ ποσοστό 7% ἐπί τῶν ἀκαθαρίστων ἐσόδων τῶν Ενοριακῶν Ναῶν καί σέ ποσοστό 6% ἐπί τῶν ἀκαθαρίστων ἐσόδων τῶν μή Ἐνοριακῶν Ναῶν, ἤτοι φιλανθρωπικῶν, ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων, Ἱερῶν Προσκυνημάτων, Κοιμητηριακῶν, ὡς καί πάντων τῶν διεπομένων ὑπό εἰδικῶν νόμων. Ὁ λόγος ἐπιβολῆς αὐτῆς τῆς εἰσφορᾶς ἦταν τό ὅτι ἐπετράπη ἡ ἐγγραφή στό ἀσφαλιστικό αὐτό Ταμεῖο, τῶν Νεωκόρων καί τῶν Ἱεροψαλτῶν ὡς ἀσφαλισμένων του καί ἑπομένως τά ἀνωτέρω ποσοστά καταβάλλονταν ὡς ἐργοδοτικές εἰσφορές τῶν Ἱερῶν Ναῶν γιά τήν ἀσφαλιστική κάλυψη τοῦ προσωπικοῦ τους. Μέ νεώτερα νομοθετήματα ὅμως, οἱ Νεωκόροι και οἱ Ἱεροψάλτες ἀσφαλίζονται πλέον ὑποχρεωτικά στό Ι.Κ.Α., τοῦ ὁποίου ἡ σχετική νομοθεσία προβλέπει τά περί ἐργοδοτικῶν εἰσφορῶν καί τοῦ τρόπου καταβολῆς αὐτῶν, τά ὁποῖα αὐτονόητο εἶναι ὅτι ἐπιβαρύνουν τούς Ἱερούς Ναούς. Ἔτσι, οὐσιαστικά ἐξέλιπε ὁ λόγος ἐπιβάρυνσης τῶν παγκαριῶν μέ τά ἀνωτέρω ποσοστά. Ἡ ἐπιβάρυνση ὅμως, αὐτή, ὄχι μόνον δέν καταργήθηκε, ἀλλά μετά τήν ὑπαγωγή τοῦ πρώην Τ.Α.Κ.Ε. καί μετέπειτα Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε. (Ταμεῖο Προνοίας Ὀρθοδόξου Ἐφημεριακοῦ Κλήρου Ἑλλάδος) στό Ταμεῖο Προνοίας Δημοσίων Ὑπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.) ὡς αὐτοτελοῦς κλάδου, προβλέπεται πλέον νά ἀποδίδεται στό Τ.Π.Δ.Υ., ἀσχέτως τῶν ἀσφαλιστικῶν κρατήσεων πού ὑφίστανται οἱ Ἐφημέριοι, ὅπως ὅλοι οἱ μισθωτοί, ἐπί τοῦ μισθοῦ τους. Ἔτσι, μέχρι σήμερα τό Τ.Π.Δ.Υ./Κ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε. εἰσπράτει τό 7% ἐπί τῶν ἀκαθαρίστων ἐσόδων τῶν Ἐνοριακῶν Ναῶν καί τό 6% ἐπί τῶν ἀκαθαρίστων ἐσόδων ὅλων τῶν ὑπολοίπων, καλύπτοντας ἐλλείμματά του μέ τίς ἀνωτέρω εἰσφορές τῶν παγκαριῶν. Σημειωτέον ὅτι ἐπί τῆς εἰσφορᾶς αὐτῆς ὑπάρχει κράτηση χαρτοσήμου ὑπέρ τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου σέ ποσοστό 2,4%, ἡ ὁποία δέν ἔχει καταργηθεῖ καί καταβάλλεται κανονικά ἀπό τούς Ἱερούς Ναούς.
Τά παγκάρια ὅμως, ἐπιβαρύνονται καί μέ ἄλλες εἰδικές, μή ἀνταποδοτικές εἰσφορές. Ὅπως ὅλα τά Ν.Π.Δ.Δ. ἔτσι καί οἱ Ἱεροί Ἐνοριακοί Ναοί καί οἱ Ἱερές Μονές, διενεργοῦν πληρωμές βάσει τιμολογίων. Αὐτονόητο εἶναι ἑπομένως, ὅτι πληρώνουν Φ.Π.Α. σέ ποσοστό συνήθως 23% ἐπί τοῦ πληρωτέου ποσοῦ. Ἐπιπλέον ὅμως, γιά τιμολόγια τά ὁποῖα ἀφοροῦν στήν ἐκτέλεση ἐκκλησιαστικῶν ἔργων (ἀνέγερση/ἐπισκευή Ναοῦ, προμήθεια Σκευῶν, ἀμφίων Ἁγίας Τραπέζης, στασιδίων κλπ, ἐκτέλεση καλλιτεχνικῶν ἔργων κλπ), ὅπου καί διοχετεύονται μεγάλα ποσά ἀπό τίς εἰσπράξεις τῶν ἀντίστοιχων Ναῶν, ὑφίσταται ἐπιβάρυνση μέ τά ἑξῆς ποσοστά ὑπέρ τῶν κάτωθι φορέων: α. 1% ὑπέρ Ἀποστολικῆς Διακονίας, τοῦ ἐπιτελικοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος συντονίζει τό Ἱεραποστολικό καί πνευματικό ἔργο ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδας, ὁπότε ἴσως καί νά εἶναι εὔλογο νά ἔχει μία ἀντίστοιχη πρόσοδο ἀπό ἐκτέλεση ἐκκλησιαστικῶν ἔργων, β. 3% ὑπέρ Μετοχικοῦ Ταμείου Πολιτικῶν Ὑπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.), ἑνός Ταμείου στό ὁποῖο δέν ὑπάγονται οἱ Κληρικοί καί ἑπομένως ἀπό τό ὁποῖο δέν λαμβάνουν μέρισμα, ἄρα οἱ σχετικές κρατήσεις εἶναι μή ἀνταποδοτικές, γ. 1% ὑπέρ τοῦ Ταμείου Συντάξεως Μηχανικῶν Ἐργοληπτῶν Δημοσίων Ἔργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.), ἑνός Ταμείου στό ὁποῖο δέν ὑπάγονται οἱ Κληρικοί καί ἑπομένως ἀπό τό ὁποῖο δέν λαμβάνουν μέρισμα, ἄρα οἱ σχετικές κρατήσεις εἶναι μή ἀνταποδοτικές. Συνολικά, ἡ ἐκτέλεση ἑνός ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου προκαλεῖ ἐπιβάρυνση ἐπί τοῦ κόστους του συνολικοῦ ποσοστοῦ 26% ἐπιπλέον, τό ὁποῖο σαφῶς καί ἀποτελεῖ δυσβάστακτη δαπάνη, ἡ ὁποία καλύπτεται ἀπό τά παγκάρια.
Ἐν ὄψει τῶν ἀνωτέρω, καταδεικνύεται σαφῶς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὄχι μόνον δέν ὑπεκφεύγει τήν κοινή ὑποχρέωση, ἀλλ’ ἀντιθέτως συνεισφέρει καί μάλιστα μέ τό παραπάνω, δυστυχῶς χωρίς νά καθίσταται ἀντιληπτή ἡ προσφορά της αὐτή. Τό ἐρώτημα εἶναι ἀπό ποιό ὅριο καί μετά ἡ ποικιλότροπη καί πολυεπίπεδη αὐτή οἰκονομική συνεισφορά, μετατρέπεται σέ οἰκονομική ἀφαίμαξη σέ βάρος τοῦ πνευματικοῦ καί προνοιακοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας μας, οὐσιαστικά σέ βάρος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
(Πρώτη δημοσίευση στό περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τεῦχος Ἰουλίου-Αὐγούστου 2010).