Θεωρείται ασυγχώρητο ατόπημα οποιαδήποτε αναφορά σε φασιστική ιδεολογία, οι ελάχιστοι τολμητίες προκαλούν την απορία για το ψυχικό τους σθένος. Ο χαρακτηρισμός «φασίστας» ή «ακροδεξιός» ισοδυναμεί με την μέγιστη πολιτική, αλλά και προσωπική ύβρη. Όσοι τήν δέχονται αναλώνουν το υπόλοιπο της ζωής τους για να αποδείξουν ότι δεν είναι έτσι. Άλλοι, όμως, έχουν το Όνομα και άλλοι την Χάρη.
Καταρχήν να ξεκινήσουμε από τα προφανή, καμιά πολιτική ιδεολογία δεν ισοδυναμεί με το απόλυτα κακό. Δεν υπάρχουν καλά και κακά πολιτεύματα, η επιτυχία ενός πολιτεύματος εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία ενός λαού και την ιστορική συγκυρία. Οι Έλληνες λόγω της παράδοσης του κοινοτισμού έχουμε στο πολιτιστικό μας DNA το γονίδιο της ισότιμης μετοχής, δηλ. της Δημοκρατίας, υπάρχουν όμως άλλοι λαοί όπως οι Ρώσοι για παράδειγμα οι οποίοι ανέκαθεν είχαν μια προτίμηση στα αυταρχικά καθεστώτα είτε με Τσάρο, είτε με Στάλιν, είτε με Πούτιν. Υπάρχουν πάλι ιστορικές περίοδοι που επιβάλλουν αυταρχικά πολιτεύματα λόγω γεωπολιτικών κινδύνων και της ανάγκης για υψηλούς βαθμούς αποτελεσματικότητας, όπως σε πολεμικές περιόδους. Η αρχαία Αθήνα με την τελειότερη Δημοκρατία έχασε τον Πελοποννησιακό πόλεμο και καταστράφηκε λόγω των αλλοπρόσαλλων αποφάσεων του Δήμου. Στην πραγματική Δημοκρατία μπορεί ο πολίτης, λόγω των ευθυνών που επωμίζεται ως απόρροια της πολιτικής ελευθερίας του, να αποκτάει ωριμότητα και λόγω της καλλιέργειας της σχέσης του με την κοινότητα να νιώθει πληρότητα, αλλά σε επικίνδυνες ιστορικά περιόδους μπορεί αυτά να αποδειχθούν τραγική πολυτέλεια.
Τα αυταρχικά πολιτεύματα περιορίζουν τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες των ανθρώπων με συνέπεια οι πολίτες να μην αναλαμβάνουν ευθύνες και να μην ωριμάζουν πολιτικά. Ως αντιστάθμισμα αυτού μέσα από αυστηρές κοινωνικές ιεραρχίες και ένα εθνικό όραμα προσδίδεται εύκολα νόημα στην ζωή των ανθρώπων. Η ζωή του ανθρώπου αποκτά νόημα, διότι έχει ξεκάθαρη πορεία, έρχεται από την κατώτερη βαθμίδα μιας ιεραρχίας και πάει προς την ανώτερη. Δέχεται τις προσταγές από επάνω και δίνει τις εντολές προς τα κάτω. Η ζωή του έχει νόημα, δηλαδή έχει αιτία και σκοπό. Η ατομική ελευθερία σήμερα υπερεκτιμάται ως αγαθό, η αλήθεια όμως είναι ότι περισσότεροι άνθρωποι προτιμάνε το νόημα στην ζωή τους ή τον αγώνα της καθημερινότητας και δεν θέλουν ευθύνες. Όταν φυσικά υπάρχει πληρότητα στην ζωή ενός ανθρώπου κανείς δεν αναζητά κανένα νόημα.
Μεταξύ πραγματικής Δημοκρατίας και Μοναρχίας υπάρχει ένα σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό. Απαιτούν και τα δύο μεταφυσικούς άξονες αναφοράς (κάτι αιώνιο που δεν υπόκειται σε φθορά). Στην Δημοκρατία είναι η Πόλις, και στην Μοναρχία το Ιερό. Η Πόλις είναι ένα είδος Συλλογικής Ευφυΐας και το Ιερό ένα είδος Εξωανθρώπινης Ευφυΐας. Και οι δύο μεταφυσικοί άξονες προσεγγίζονται όχι νοητικά, αλλά βιωματικά. Η Πόλις φανερώνεται στην Εκκλησία του Δήμου και το Ιερό στο πρόσωπο του Μονάρχη (βλέπε Βασιλιάς, Αυτοκράτωρ, Καίσαρ, Σουλτάνος, Πάπας, Τσάρος, Φύρερ, Ντούτσε, Δαλάι Λάμα κλπ). Τα δύο πολιτεύματα βρίσκονται τόσο κοντά που ανάγκασαν ένα σοφό λαό, όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι, να θεσμοθετήσουν κάτι τόσο απάνθρωπο και αχάριστο, όπως ο εξοστρακισμός. Ο εξοστρακισμός δεν ήταν ποινή! Ποινή ήταν η εξορία. Συνήθως οι εξοστρακιζόμενοι πηγαίνανε σε άλλες πόλεις ως πρεσβευτές των Αθηνών με τιμές και αποζημίωση από τον Δήμο. Μόνο επιφανείς άνθρωποι, όπως οι Αριστείδης, Θεμιστοκλής, Μιλτιάδης και άλλοι παρόμοιοι εξοστρακίζονταν, όχι επειδή είχαν κάνει κάτι αξιόμεμπτο, ακριβώς το αντίθετο, επειδή ήταν πολύ ικανοί και ενάρετοι, οπότε λόγω της μεγάλης τους προσφοράς και δημοφιλίας κινδύνευε η Δημοκρατία να ολισθήσει σε Τυραννία. Ο εξοστρακισμός υπήρξε σίγουρα ένα μνημείο αχαριστίας, αλλά, όπως είχε πει και ο Πλούταρχος, και το επανέλαβε αργότερα ο Ντε Γκώλ στον Τσώρτσιλ στην τελευταία του εκλογική ήττα: «Μόνο οι μεγάλοι λαοί είναι αχάριστοι στους μεγάλους άνδρες τους».
Σήμερα το ελλαδικό πολίτευμα στον υπέρτατο νόμο μας χαρακτηρίζεται ως «δημοκρατία» και στην πολιτική θεωρία ως «αντιπροσωπευτικό σύστημα». Κατ’ ουσίαν όμως έχουμε ένα πρωθυπουργό που δεν υπόκειται σε κανενός είδους έλεγχο, ούτε εσωκομματικό λόγω της διαβόητης κομματικής πειθαρχίας, ούτε κοινοβουλευτικό λόγω της περιβόητης κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας. Περνάει από την Βουλή όποιο νόμο θέλει. Προκηρύσσει εκλογές όποτε θέλει. Διορίζει και παύει ανά πάσα στιγμή οποιονδήποτε υπουργό ή την ηγεσία οποιουδήποτε δημόσιου φορέα ή ακόμη την ηγεσία της ίδιας της δικαιοσύνης. Αμφισβητείται μάλιστα για το αν δεσμεύεται και από το Σύνταγμα της χώρας, διότι αν διαθέτει 180 βουλευτές το αλλάζει και αυτό. Ναι, αλήθεια εμείς εκλέγουμε τον εκάστοτε Πρωθυπουργό, όπως, όμως είπε και ο Παπαδιαμάντης, απλά «μεταλλάσουμε τυράννους».
Διαπιστώνεται επίσης στην ελλαδική κοινωνία μια απέραντη εννοιολογική σύγχυση. Λέμε «Δημοκρατία» και εννοούμε την ανά τετραετία ψήφο ανάδειξης των κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων μας χωρίς να «μετέχουμε κρίσεως και αρχής», ούτε εμείς ούτε οι αντιπρόσωποί μας ένεκα της κομματικής τους πειθαρχίας. Λέμε «Αριστερά» και μπορεί να εννοούμε ό,τι πιο απίθανο, από συνδικαλιστικούς συντεχνιακούς εκβιασμούς μέχρι διάπραξη κακουργημάτων υπό την προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου. Λέμε «Ποιότητα Ζωής» και εννοούμε σπίτι με περισσότερα τετραγωνικά και ταχύτερο αυτοκίνητο. Λέμε «Μόρφωση» και εννοούμε την ακαλλιέργητη εξειδίκευση με πτυχίο. Λέμε «Θεός» και εννοούμε ένα δυνάστη ηθικολόγο. Λέμε «Ξύπνιος» και υπονοούμε το λαμόγιο που επαίρεται για την ευτέλειά του. Ο κατάλογος είναι ατέλειωτος. Αυτή όμως η εννοιολογική σύγχυση δεν μπορεί παρά να σημαίνει σοβαρή πολιτιστική και πολιτική υποβάθμιση των Ελλήνων πολιτών.
Η πραγματική Δημοκρατία από την φύση της ωριμάζει τους πολίτες, διότι επωμίζονται ευθύνες. Η εμφανής πολιτιστική και πολιτική μας υποβάθμιση όμως είναι απόδειξη ότι δεν έχουμε δημοκρατία, αλλά κάτι άλλο. Αυτό το κάτι άλλο δεν είναι καν ένα «Αντιπροσωπευτικό Σύστημα», διότι βασική αρχή της όποιας αντιπροσώπευσης είναι η δυνατότητα ανάκλησής της οποτεδήποτε με πρωτοβουλία του εντολέα, δεν είναι καν μια «ολιγαρχία» διότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι ολιγάρχες. Είναι ένα απάνθρωπο σύστημα με δικό του πλέον ένστικτο αυτοσυντήρησης και ως προς τις πολιτιστικές και πολιτικές συνέπειές του στον λαό έχει αρχίσει να προσομοιάζει με αυτές ενός ιδιότυπου φασισμού. Αυτή, λοιπόν, η ανακολουθία μεταξύ πάνδημης αντιφασιστικής ρητορείας και πάνδημης αποδοχής μιας ζώσας φασιστοειδούς «Δημοκρατίας» συνιστά την μέγιστη δυνατή υποκρισία για μια κοινωνία. Αν δεν υποδηλώνει τον κρυφό έρωτά της…
Ο Δημήτρης Ζιαμπάρας είναι Δικηγόρος Αθηνών, ΜΒΑ, DiplEng
.