Ο Νεοέλληνας έχει από δεκαετιών επιδοθεί σε αγώνα για την προβολή των αδυναμιών του αλλά και για την καύχηση γι’ αυτές. Θεωρεί σε πολλές περιπτώσεις τον εαυτό του εξυπνότερο από τους άλλους Συνέλληνες αλλά κυρίως από τους “Ξένους” και καυχάται ότι καταφέρνει να “περνά καλά” (το κύριο ζητούμενο) με σχετικά λίγο κόπο, όταν οι άλλοι έχουν αναγάγει την εργασία (δουλειά για τον Νεοέλληνα εκ του δουλεία) σε πεμπτουσία της ύπαρξής τους. Δύο είναι τα θέματα που θα σχολιάσουμε στο παρόν άρθρο.
Ο τουρισμός είναι το χρυσοφόρο κοίτασμα που ανακάλυψαν κρατούντες και λαός στην αρχή της δεκαετίας του 1960. Καθώς η Ελλάδα έδειχνε να συνέρχεται από τα δεινά που συσσώρευσαν επάνω της οι συνεχείς πόλεμοι, με τελευταίο και πλέον ολέθριο τον εμφύλιο, οι Έλληνες διαπίστωσαν ότι ο τουρισμός, και ιδίως ο εξωτερικός τουρισμός, θα μπορούσε να συμβάλει κατά τρόπο αποφασιστικό στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Με κάποιες υποδομές , τις οποίες ανέλαβε να κατασκευάσει το υπάρχον τότε κράτος (σε αντίθεση με το σήμερα ανύπαρκτο) προσελκύσαμε τους Ευρωπαίους τουρίστες με το ισχυρό βαλάντιο, οι οποίοι εντυπωσιάζονταν από τις ομορφιές της θάλασσας και τον ήλιο της χώρας μας. Οι προνιμιούχες τουριστικά περιοχές έχασαν σύντομα τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα, καθώς με γοργό ρυθμό αναπτύχθηκε η “βιομηχανία” του τουρισμού. Κανείς δεν εθλίβη εκ του ότι η “βιομηχανία” αυτή γνώρισε διαρκή άνθιση ώς το τέλος του 20ου αιώνα σε αντίθεση προς την καθ’ αυτό βιομηχανία η οποία συρρικνώθηκε σταδιακά και μάλιστα με εντεινόμενο ρυθμό μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ –ΕΕ, ώστε να πνέει πλέον σήμερα τα λοίσθια. Φαινόταν ότι τα εκ του τουρισμού οφέλη θα υπαρκάλυπταν τις ζημίες από την αποβιομηχάνιση της χώρας και μάλιστα με το παραπάνω!
Στα πλαίσια αυτής της “εθνικής στρατηγικής” αφανίστηκαν σταδιακά και τα παραδοσιακά επαγγέλματα και κυριάρχησε σε πολλούς η αντίληψη ότι με εργασία, εντατική οπωσδήποτε, δύο μηνών θα μπορούσαν να εξασφαλίζουν εφ’ όρου ζωής εισόδημα κατά πολύ πιο ικανοποιητικό από εκείνο που τους παρείχε η όποια εργασία της προτουριστικής εποχής. Στο πλαίσιο των νέων αντιλήψεων καλλιεργήθηκε πνεύμα δουλικής υποτέλειας έναντι των ξένων επισκεπτών με το χρήμα, η οποία εκδηλωνόταν και ως ακραία περιφρόνηση προς τον Έλληνα παραθεριστή, ο οποίος έκανε δειλά δειλά την παρουσία του στα τουριστικά θέρετρα από την αρχή της δεκαετίας του 1970. Κάποιοι “ευγενικοί ανθέλληνες” από τότε σάρκαζαν την αδυναμία μας τονίζοντας ότι η χώρα μας είναι κατάλληλη μόνο για τουρισμό και συνέδρια. Αυτό το πίστεψαν κρατούντες και εργαζόμενοι στο κύκλωμα του τουρισμού και ενέτειναν την όλη προσπάθεια για την αύξηση της προσέλευσης τουριστών. Πανάκριβες διαφημίσεις του ΕΟΤ στο εξωτερικό, φιλοξενία υψηλών προδιαγραφών σε πράκτορες που δρουν ως νονοί του χώρου και πανάκριβες υπηρεσίες προς τους Έλληνες. Η ζωή στη χώρα μας κατέστη με την πάροδο του χρόνου ακριβή, ιδιαίτερα μετά την ένταξη μας στη ζώνη του ευρώου. Η ακρίβεια έγινε αισθητή ακόμη και σε τουρίστες με υψηλό εισόδημα. Ανταγωνιστικές χώρες προσέφεραν τις ίδιες υπηρεσίες με πολύ χαμηλότερες τιμές. Και ασφαλώς η γειτονική Τουρκία θα είχε υφαρπάσει από τη χώρα μας τη μερίδα του λέοντα, αν επικρατούσε εκεί κοινωνική σταθερότητα.
Ο τουρισμός είναι άμεσα εξηρτημένος από την διεθνή οικονομική κατάσταση. Η οικονομική κρίση του θέρους του 2008 συζητείται ακόμη και σήμερα και ελάχιστοι είναι οι αισιόδοξοι που τολμούν να βεβαιώσουν τη λήξη της σε σύντομο χρονικό διάστημα. Απεναντίας πολλοί σκεπτικιστές ψιθυρίζουν ότι ακόμη δεν ήρθαν τα δύσκολα. Ήταν λοιπόν επόμενο η κρίση να έχει επιπτώσεις πρωτίστως στον τουρισμό. ΟΙ εμπλεκόμενοι στη “βιομηχανία” ζητούν παρέμβαση της Πολιτείας, ώστε τμήμα των απωλειών να αντισταθμιστεί με την θέρμανση του εσωτερικού τουρισμού. Αλλά πώς είναι δυνατόν η υπερχρεωμένη οικονομία μας, λόγω του αλόγιστου εξωτερικού δανεισμού, να στηρίξει επί μακρόν τον λεγόμενο κοινωνικό τουρισμό; Μήπως είναι καιρός να σχεδιάσουμε και την μετατουριστική εποχή, έστω και αν ο σχεδιασμός εν γένει μας είναι ανυπόφορος, σε αντίθεση προς τους “Κουτόφραγκους” που πάντοτε σχεδιάζουν πριν εκτελέσουν;
Το δεύτερο προς σχολιασμό θέμα είναι οι ποικίλες θερινές εκδηλώσεις, για τις οποίες διατίθενται σημαντικά ποσά από την τοπική αυτοδιοίκηση σε όλη την έκταση της χώρας. Καλό βέβαια το θέαμα, αλλά, νομίζω, ότι προηγείται ο άρτος. Όταν ο επίσημος αριθμός των ανέργων αποδίδεται, ως ποσοστό επί του ενεργού πληθυσμού, με διψήφιο αριθμό, είναι αφροσύνη να κατασπαταλώνται πόροι για την διασκέδαση κυρίως των εχόντων. Είναι καιρός η τοπική ηγεσία κάθε τόπου να δείξει το καλό παράδειγμα προς τους πολίτες. Να νοικοκυρέψει τον προϋπολογισμό και να συμβάλει στην μικρή, έστω, μείωση, της ανεργίας, αφού το αποδομημένο κράτος έχει παραδοθεί άνευ όρων στο αδηφάγο κεφάλαιο, το κύριο γενεσιουργό αίτιο της ανεργίας. Πρέπει να κατανοηθεί σε βάθος ότι η περίοδος των παχειών αγελάδων πέρασε ανεπιστρεπτί. Το μη αισθητό της μεταβολής οφείλεται στην εκδαπάνηση των αποταμιεύσεων παρελθουσών δεκαετιών. Είναι πλέον καιρός να ανασκουμπωθούμε και να εκτιμήσουμε την αξία της υγιούς εργασίας και να πάψουμε να λατρεύουμε την ενασχόληση με τον τριτογενή τομέα. Ο Έλληνας καταναλώνει πλείστα όσα χωρίς να παράγει σχεδόν τίποτε. Υπό την προοπτική αυτό η οικονομική κατάρρευση είναι αναπόδραστη. Χρειάζεται να έχει σπουδάσει κάποιος οικονομία για να το αντιληφθεί;
“ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”.