Κύριε διευθυντά Στην «Καθημερινή» της 17ης Ιουλίου (σε ένα από τα τόσο κατατοπιστικά άρθρα της κ. Δώρας Αντωνίου) διαβάσαμε την εξής δήλωση της υπουργού Εξωτερικών: «Η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχτεί ότι μπορούν να πετάνε πάνω από κατοικημένα νησιά οι Τούρκοι, παραβιάζοντας κάθε συνθήκη και κάθε έννοια δικαίου». Τάχθηκε, πάντως, η κ. Μπακογιάννη υπέρ της συνέχισης του διαλόγου, λέγοντας ότι «είναι τρόπος να εκτονωθεί η κατάσταση» και επανέλαβε ότι «μοναδική εκκρεμμότητα με την Τουρκία, μοναδικό θέμα που συζητά η Αθήνα είναι αυτό της υφαλοκρηπίδας». Θύμισε δε και «την ετοιμότητα της χώρας μας για παραπομπή του ζητήματος στη Χάγη».
Πολύ σωστά καταγγέλλει η υπουργός τις τουρκικές υπερπτήσεις πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά, διότι αυτές προκαλούν, συν τοις άλλοις, ανησυχία ή και πανικό των κατοίκων που δεν μπορεί παρά να τις βλέπουν ως γυμνάσια προπαρασκευαστικά ενδεχόμενης επίθεσης, όπως και είναι.
Δεν πρέπει, όμως, καθόλου να συναχθεί από τις ανωτέρω υπουργικές δηλώσεις ότι τουρκικές υπερπτήσεις πάνω από ακατοίκητα νησιά παραβιάζουν λιγότερο «κάθε συνθήκη και κάθε έννοια δικαίου». Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, όχι μόνο τα κατοικημένα νησιά, αλλά και τα ακατοίκητα, δικαιούνται υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) «αν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή». Και όσα, όμως, βραχονήσια δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις, έχουν και αυτά αιγιαλίτιδα ζώνη και, προφανώς, εναέριο χώρο, η παραβίαση του οποίου είναι εξίσου παράνομη. Ολα δε τα ελληνικά νησιά και βραχονήσια στο Αιγαίο, μαζί με την όλη θαλάσσια περιοχή όπου βρίσκονται, αποτελούν το πρότυπο αρχιπέλαγος, με τη γεωγραφική έννοια του όρου. Ενα σύνολο, συνιστώσες του οποίου οι Τούρκοι θέλουν να μας πάρουν για να το θέσουν ολόκληρο υπό τον έλεγχό τους.
Οσο για τις συνεχιζόμενες «διερευνητικές» ελληνοτουρκικές συνομιλίες με μοναδικό, δήθεν, θέμα την υφαλοκρηπίδα, αυτές είναι άκρως επικίνδυνες. Διότι έτσι που τα έχουμε καταφέρει, μία από κοινού οροθέτηση της υφαλοκρηπίδας προϋποθέτει συμφωνία της Αγκυρας για το πλάτος της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, αν όχι και για την ελληνικότητα ελληνικών νησιών. Και στο (ούτως ή άλλως αμφίβολης αντικειμενικότητας) Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η Τουρκία θα πήγαινε μόνο στη βάση συνυποσχετικού που θα μας υπαγόρευε.
Η στάση μας οφείλεται στον φόβο τουρκικής επίθεσης και ανάγεται στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στις 17 Αυγούστου 1984 (Πρόεδρος της Δημοκρατίας τότε) έλεγε σε κατ’ ιδίαν συνομιλία: «Ο διάλογος με τους Τούρκους είναι απαραίτητος. Ενας πόλεμος μαζί τους δεν θα μας βγει σε καλό. Θα πάθουμε ανυπολόγιστες καταστροφές». Και στις 11 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους: «Η Τουρκία αν θέλει μπορεί να μας τσακίσει τα πλευρά. Εκείνο που έκανε στην Κύπρο μπορεί να το κάνει ανά πάσα στιγμή στο Αιγαίο, μ’ ένα νησί, χωρίς εμείς να μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο από το να τιμήσουμε τα όπλα μας» (Χρήστος Πασαλάρης, Οι Βαρόνοι των Media, Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2008, σελ. 304 και 310).
Ομως, είναι πια φανερό πως, στην πραγματικότητα, καθιστά τον πόλεμο όλο και πιο πιθανό η πολιτική των πάση ελληνική θυσία συνομιλιών ως μέσον προστασίας από τουρκική επίθεση (πολιτική που και ο Ανδρέας Παπανδρέου υιοθέτησε πλήρως στο Νταβός το 1988).
Διότι η Τουρκία βλέπει ότι ο γκανγκστερισμός της αποδίδει. Οτι στην Κύπρο δεχόμαστε επί 35 χρόνια τη μεταμφίεση του Αττίλα σε διακοινοτική διαφορά. Οτι επανειλημμένα δεχθήκαμε συνομιλίες με την Τουρκία για τους μουσουλμάνους συμπολίτες μας και μάλιστα παρά τις φανερές βλέψεις της εναντίον της ελληνικής Θράκης και παρά την εκδίωξη των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη, την Ιμβρο και την Τένεδο. Οτι δεχθήκαμε να είναι αντικείμενο συνομιλιών η οροθέτηση της υφαλοκρηπίδας σε ολόκληρο το Αιγαίο και όχι, όπως θα έπρεπε, μόνο στις περιοχές που γειτνιάζουν με τα ανατολικά ελληνικά νησιά. Οτι συνεχίσαμε τον διάλογο αφού δεχθήκαμε, κατά παραβίαση και του Συντάγματός μας, μετατροπή των Ιμίων σε «γκρίζα ζώνη». Οτι παζαρεύουμε κυριαρχικά μας δικαιώματα στις «διερευνητικές» ομιλίες, η διάρκεια των οποίων τους έχει προσδώσει προ πολλού χαρακτηριστικά διαπραγματεύσεων.
Αυτά διαπιστώνοντας, η Αγκυρα διευρύνει όλο και περισσότερο τη «διένεξη», περιλαμβάνοντας τώρα στις «γκρίζες ζώνες» και άλλα συγκεκριμένα ελληνικά νησιά, προσπαθώντας να οικειοποιηθεί την ΑΟΖ του Καστελόριζου και μη αναγνωρίζοντας στη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου το δικαίωμα να ορίσει τέτοια ζώνη.
Ετσι, η πιθανότητα ένοπλης σύρραξης μεγαλώνει. Είτε ο τουρκικός επεκτατισμός, ενθαρρυνόμενος από τις συνεχείς υποχωρήσεις μας, θα φθάσει σε σημείο τέτοιο που κανονικά να μην έχουμε επιλογή άλλη από την ένοπλη άμυνα, είτε η Τουρκία θα μας επιτεθεί διότι θα κρίνει πως οι συνθήκες θα είναι κατάλληλες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο παγκόσμιο περιβάλλον. Ηδη, όπως επισημαίνει ο διαπρεπής αρθρογράφος σας κ. Σταύρος Λυγερός, η Αγκυρα έχει καταφέρει να καλλιεργήσει διεθνώς την εντύπωση πως το Αιγαίο είναι τουλάχιστον προβληματική περιοχή. (Ανάλογη είναι η τουρκική επιτυχία ως προς την Κύπρο).
Ισως, βέβαια, αποφύγουμε τον πόλεμο αν, ό,τι και αν μας κάνουν, συνεχίσουμε να πληρώνουμε σταδιακά στους προς Ανατολάς γείτονες ένα τίμημα που τελικά δεν θα είναι μικρότερο από εκείνο μιας στρατιωτικής ήττας μας. Οι Τούρκοι ξέρουν να επιμένουν μέχρι να το καταβάλλουμε ολόκληρο.
Μόνος τρόπος να σταματήσουμε την κατρακύλα, προστατεύοντας συγχρόνως την ειρήνη, είναι μια πειστική αποτρεπτική στρατηγική και, στο πλαίσιο αυτό, μια διπλωματική τακτική ανένδοτη στην ουσία, αλλά ευέλικτη στη μορφή, την οποία η διπλωματική μας υπηρεσία έχει την πείρα και την ικανότητα να εισηγηθεί και να εφαρμόσει, αν υπάρξει η αναγκαία βούληση της πολιτικής ηγεσίας.
Θεμος Χ. Στοφοροπουλος / Συνταξιούχος πρεσβευτής
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_01/08/2009_324194.