Αθήνα 2008.Εκδόσεις Γόρδιος
Μακεδονίας 17 –τηλ. 210-8252279 e–mail: gordiosbooks@yahoo.gr
Ο 20ος αιώνας αποτελεί αναμφισβήτητα μία φάση όπου το έγκλημα της γενοκτονίας εμφανίστηκε και επανεμφανίστηκε συνεχώς και με μεγάλη συχνότητα. Η γενοκτονία των Αρμενίων, των Ασσυρίων, των Ελλήνων του Πόντου, της Ιωνίας και της Θράκης, το εβραϊκό ολοκαύτωμα, υπήρξαν πράξεις από ανελεύθερα καθεστώτα που παραβίασαν τα ανθρώπινα δικαιώματα, αφαιρώντας εκατομμύρια ζωές και εξαφανίζοντας ιστορία και πολιτισμό χιλιάδων ετών.
Ο καθηγητής και συγγραφέας πολλών βιβλίων για τη γενοκτονία των Αρμενίων Τανέρ Ακσάμ τονίζει στον πρόλογο του βιβλίου ότι « η εκτόπιση και οι δολοφονίες δεν ήταν μια μεμονωμένη πράξη μόνο ενάντια σε Αρμενίους. Πραγματοποιήθηκαν ως τμήμα ενός γενικού σχεδίου που θα μπορούσε να κληθεί «εθνοκάθαρση της Ανατολίας», μια πολιτική εκκαθάρισης του χριστιανικού πληθυσμού. Αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε ως γενικό σχέδιο μεταξύ του 1913-1918 και συνεχίστηκε ενάντια στους Έλληνες του Πόντου από το 1920 μέχρι το 1924. Ο κύριος στόχος όλης αυτής της πολιτικής ήταν να εξασφαλιστεί ο σχηματισμός μιας ομογενοποιημένης Ανατολίας, η οποία θα προετοίμαζε το έδαφος για ένα έθνος- κράτος, αποβάλλοντας οποιαδήποτε «επικίνδυνα στοιχεία» που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου….»
Είναι γεγονός ότι μετά τη βίαιη εκδίωξη του Ελληνισμού της Ανατολής και την έλευση των υπολειμμάτων αυτού του ιδιαίτερου και πλούσιου κομματιού του ελληνικού έθνους στον ελλαδικό χώρο, το ζήτημα της γενοκτονίας του έμεινε στο περιθώριο. Η πρώτη περίοδος της προσφυγιάς και οι τεράστιες δυσκολίες που υπήρξαν, μαζί με την πολιτική της ελληνοτουρκικής φιλίας και της λήθης που ακολουθήθηκε δεν επέτρεψαν να αναδειχθεί τόσο ο πολιτισμός και η ιστορική του διαδρομή.
Ο Δημήτρης Ψαθάς, στο ομολογουμένως σημαντικότατο βιβλίο του, όχι μόνο για το περιεχόμενό του αλλά και για τη χρονική περίοδο που εκδόθηκε όταν το ζήτημα των Ελλήνων της Ανατολής ήταν στο περιθώριο, τονίζει σχετικώς με το ζήτημα αυτό, στον πρόλογό του: «….ούτε επιτρέπεται να θυσιάζουμε την ιστορική αλήθεια σε καμία σκοπιμότητα, όπως, δυστυχώς, καθιερώθηκε να γίνεται απ΄ τον καιρό που χαράχτηκε η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία. Η άστοχη τακτική της αποσιώπησης των γεγονότων της Ιστορίας ήταν ίσως κι΄ ένας απ΄ τους λόγους που τόσο άσκημα πορεύτηκε η «φιλία» με τους Τούρκους. Να ρίξουμε τον πέπλο της λήθης στο παρελθόν αλλά να ξέρουμε, όχι να κρύβουμε….».
Όλα αυτά μέχρι πολύ πρόσφατα όταν το δικαίωμα στη μνήμη προβλήθηκε ως κεντρικό αίτημα, μαζί με το δικαίωμα στη γνώση, στην ιστορία, στην αναφορά στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, παράλληλα με το ζητούμενο της αναγνώρισης της γενοκτονίας. Αυτή που για διάφορους, εν πολλοίς γνωστούς λόγους οι οποίοι σχετίζονται με τις εγχώριες και ξένες πολυποίκιλες δεσμεύσεις και συμφέροντα, δεν προχώρησε, αφού σημειώθηκε μία ομολογουμένως προκλητική αδιαφορία του ελληνικού κράτους, ενώ οι κινήσεις του ελλαδικού συστήματος απονοενεχοποιούν την Τουρκία, τιμώντας τον πρωτεργάτη του εγκλήματος. Πως αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί το γεγονός ότι από το 1994 που ψηφίστηκε το σχετικό νομοσχέδιο για την καθιέρωση της ημέρας μνήμης της γενοκτονίας, το ελλαδικό θεσμικό σύστημα και πολιτική τάξη, συνεχίζει να αδιαφορεί για την διεθνοποίηση του εγκλήματος και αρκετές φορές παρεμποδίζει τις σχετικές προσπάθειες; Μάλιστα αυτά συμβαίνουν την περίοδο κατά την οποία πολιτικοί, κυβερνήτες, βουλευτές, ακαδημαϊκοί, επιστήμονες και ερευνητές, σε όλον τον κόσμο έχουν πειστεί για την τέλεση του εγκλήματος και εκδίδουν σχετικές αναγνωρίσεις και ψηφίσματα.
Το Ποντιακό, το Θρακικό, το Ιωνικό ζήτημα και γενικότερα ο Ελληνισμός της Ανατολής και η ιστορική του πορεία από την αρχαιότητα μέχρι τη βίαιη εκρίζωσή του, δεν αποτελεί ένα ευκαιριακό θέμα. Δεν αποτελεί δηλαδή ένα θέμα της επικαιρότητας, εφήμερο, προεκλογικό. Είναι ένα ζωντανό ζήτημα, με ιδιαίτερες αναφορές στο πεδίο της δυναμικής μνήμης που καθημερινά εμπλουτίζεται. Ειδικότερα, η ιστορία, η γνώση, η ανάδειξη της γενοκτονίας συνηγορούν σε μία ιδιαίτερη προσπάθεια για το ζήτημα. Αυτό που επισήμανε ήδη από τη δεκαετία του 1920 ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, ο οποίος γράφοντας στο εκδοτικό σημείωμα του «Αρχείου του Πόντου», επεσήμανε ότι δεν έπρεπε ν΄ «απολεσθή ο ιστορικός εθνικός πλούτος, της γλώσσης, και του κοινωνικού και πνευματικού εν γένει βίου των Ποντίων» .
Το βιβλίο αποτελεί συμβολή στην προσπάθεια ανάδειξης ενός ζητήματος, της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, ζήτημα το οποίο έμεινε στο περιθώριο για λόγους και συμφέροντα έξω από την ιστορική αλήθεια και τη δικαιοσύνη και θέλει να συνεισφέρει στην μεγάλη προσπάθεια που γίνεται σε όλον τον κόσμο για την διεθνοποίηση του μαζικού εγκλήματος.
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στις γυναίκες και στα παιδιά που δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας, αποτελώντας μία ιδιαίτερη πτυχή του μαζικού εγκλήματος ενάντια στους Έλληνες. Αυτό που ονομάστηκε δολοφονία του μέλλοντος, δηλαδή τη γυναικοκτονία και η παιδοκτονία, τη δολοφονία της συνέχειας του έθνους με την εκκαθάριση των γυναικών και των παιδιών.
.