Στην εποχή του παλιμβαρβαρισμού που βιώνουμε, το παράδειγμα Παναγιώτης Κανελλόπουλος με το απαράμιλλο ήθος, την ανένδοτη αξιοπρέπεια, την βαθιά πνευματικότητα και την οξυδέρκεια που διέθετε, γεννά ελπίδα και δύναμη.
Ο «Εικοστός αιώνας», το ομότιτλο βιβλίο του Κανελλόπουλου, κυκλοφόρησε το 1950, ακριβώς στα μισά του αιώνα. Είχαν γίνει οι δύο φοβεροί-ο Α’ και ο Β’-Παγκόσμιοι Πόλεμοι και ήταν σε εξέλιξη ο Γ’, ο επονομαζόμενος Ψυχρός.
Στο τεράστιο πνευματικό του έργο, ο συγγραφέας επιδίδεται και πάλιν και πολλάκις με ασυνήθη οξυδέρκεια, σε κριτική ανάλυση της εποχής του και των δρώντων προσώπων.
Συσχετίζει τα παρόντα προς το ιστορικό παρελθόν και με την σφραγίδα της δωρεάς που έφερε ακούει τη «μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» και επιχειρεί ευθύβολες προεκβολές στα μέλλοντα.
Δύο ωστόσο βασικά του μελετήματα, ο «Εικοστός αιώνας» και 2 χρόνια αργότερα το «Ο Χριστιανισμός και η εποχή μας», συμπυκνώνουν τον «τρόπο» με τον οποίο ο σοφός συγγραφέας βλέπει και ερμηνεύει τις πραγματικότητες του καιρού του.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται «Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου 1939-1944», τα «Ιστορικά Δοκίμιά» του, «οι Ομιλίες στην Ακαδημία» και φυσικά οι αγορεύσεις του στη Βουλή.
Ιδού πώς «μέτρησε» την εποχή του:
«Για πρώτη φορά μετράω την εποχή μου αλλά και το παρελθόν και το μέλλον με μέτρα τόσο μεγάλα όπως είναι ο Ιησούς, η σταύρωση, ο θάνατος, το άγνωστο, ο πόνος, η πίστη. Τα μέτρα αυτά είναι σχεδόν ασύλληπτα» (Πρόλογος στην α’ έκδοση του «Χριστιανισμός και εποχή μας»).
Με αυτά τα μέτρα, η εισαγωγική του επισήμανση ότι την ώρα που έμπαινε στην ιστορία ο 20ος αιώνας, «ο Θεός δεν αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους». Αλλά και την ώρα που μπήκε ο δικός μας 21ος αιώνας, πάλι ο Θεός δεν αποκαλύφθηκε, ή σωστότερα οι άνθρωποι δεν έψαξαν να Τον βρουν. Η επισήμανση δεν είναι θεολογική, αλλά πολιτική. Πάντοτε βαριά η ευθύνη των πνευματικών ταγών. Είναι γεγονός ότι «ο λόγος εκείνων που βρήκαν τρόπο -ποιος ξέρει πώς- να καθήσουν άνετα πάνω στο Σταυρό, δεν μπορεί πια να έχει καμιάν απήχηση σ’ έναν αιώνα που σπαράζεται από πραγματικότητες ουσιαστικά τραγικές», έγραψε ο Marcel Moré.
Άθεοι υπήρχαν πάντοτε και με τον ιστορικό υλισμό του υπαρκτού-ανύπαρκτου σοσιαλισμού εξαναγκάσθηκαν να πολλαπλασιασθούν. Πάντως τον Χριστό δεν τον σταύρωσαν οι άθεοι, αλλά οι Φαρισαίοι.
Στους πολέμους του 20ου αιώνα διαδραματίσθηκαν ασφαλώς σημεία και τέρατα, όπως είθισται να συμβαίνουν αείποτε σ’ αυτές τις περιπτώσεις. «Πάσα τε ιδέα κατέστη θανάτου», κάθε είδους φονική καταστροφή «και ουδέν ότι ου ξυνέβη» (Θουκυδίδης ΙΙΙ, 81,5).
Τα «πολλά και χαλεπά» της περιγραφόμενης περιόδου την οποία ανατέμνει ο Κανελλόπουλος, ανακεφαλαιώνονται και διαχρονίζονται με εκείνη την εκχειλίζουσα από τραγικότητα παρατήρηση του Θουκυδίδη, «γιγνόμενα μεν και αεί εσόμενα, έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η» (ΙΙΙ,82,2).
Είναι όμως αναλλοίωτη η ανθρώπινη φύση; Όχι. Κατά τους Πατέρες, «Χριστός καθ’ ημάς γέγονε και εις το κρείττον ηλλοίωσεν». Υπάρχει λοιπόν «καλή αλλοίωσις». Και αυτή μόνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Όχι η επανάσταση. Η τελευταία επιτυγχάνει εφήμερες μεταλλάξεις του έξω κόσμου. Αλλά χωρίς αλλαγή του έσω ανθρώπου, το αποτέλεσμα θα είναι μηδέν.
Ήδη ο Αριστοτέλης (Ηθικά Νικομάχεια 1177β), παρατηρούσε ότι ο ηθικά ανώτερος άνθρωπος ζει ως να υπάρχει κάπου θεϊκό στοιχείο μέσα του, «θείον τι εν αυτώ». Γι’ αυτό δεν πρέπει ως άνθρωποι να σκεφτόμαστε ανθρώπινα πράγματα και ως θνητοί θνητά. «Ου χρη δε ανθρώπινα φρονείν άνθρωπον όντα, ουδέ θνητά τον θνητόν». Αντίθετα, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό να συμπεριφερόματε ως αθάνατοι και να κάνουμε το παν, ώστε να συμμορφώνουμε τη ζωή μας προς αυτό που είναι το πιο σημαντικό μέσα μας. «Αλλ’ εφ’ όσον ενδέχεται αθανατίζειν και πάντα ποιείν προς το ζην κατά το κράτιστον των εν αυτώ». Η αριστοτελική θέση δεν αντιτίθεται στη θέση του Μάρκου Αυρηλίου, με την οποία συντάσσεται ο Κανελλόπουλος «τούτο έχει η τελειότης του ήθους, το πάσαν ημέραν ως τελευταίαν διεξάγειν».
Πώς κατορθώνεται αυτό; Την απάντηση την δίνει ο πρώτος μετά τον Ένα, ο κατά Κανελλόπουλον «μεγάλος πολιτικός νους του Χριστιανισμού» απόστολος Παύλος στο ιγ’ της Α’ προς Κορινθίους Επιστολής του, όπου ο ανεπανάληπτος «Ύμνος της Αγάπης». Η αγάπη «ουδέποτε εκπίπτει» και τελικά μας μένουν «πίστις, ελπίς, αγάπη». Και όπως σημειώνει ο τιμώμενος πολιτικός και παιδαγωγός, στη χριστιανική ιεραρχία των αξιών η αγάπη είναι πολύ πιο πάνω από τη γνώση, από την πίστη και από την ελπίδα.
Στους αιώνες της ιστορίας συντελούνται αδιάκοπες και δομικές αλλαγές, Όταν γράφονταν ο «Εικοστός αιώνας», ο ιστορικός χρόνος αν και είχε σημαντικά επιταχυνθεί, σε σχέση με την αρχή του ήταν ακόμη βραδύς.
Σήμερα, διαδίκτυο, κινητή τηλεφωνία, πλησμονή πληροφοριών που αποθηκεύεται και διακινείται με τους υπολογιστές και τα κοινωνικά δίκτυα, βεβαίως και αλλάζουν-ενεστώς διαρκείας- την εικόνα του κόσμου. Να αναλογισθούμε εδώ τον άθλο της «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» που επιτεύχθηκε με πρόδρομο «υπολογιστή» μόνο το σπάνιο μυαλό του συγγραφέα της.
Λένε ότι για να κοιτάξεις μπροστά, πρέπει πρώτα να κοιτάξεις πίσω. Η σχέση του χθες με το σήμερα και το αύριο είναι λειτουργική. Και το αύριο θα είναι σε λίγο χθες.
Εκτιμάται ότι χρειάσθηκαν 250.000 χρόνια για να φτάσει ο πληθυσμός του πλανήτη το 1.800μ.Χ. στα 600 περίπου εκατομμύρια. Όταν γράφονταν ο «Εικοστός αιώνας» η γη είχε 2 δισεκατομμύρια ψυχές. Το 2000 έφτασε τα 6 δισ. και στην πρώτη δωδεκαετία του αιώνα μας αυξήθηκε άλλο 1 δισ. Το 2050 υπολογίζεται αισίως στα 9 δισ. ψυχών! Ο Μάλθους έχει παταγωδώς διαψευσθεί, αφού τα παραγόμενα αγαθά περισσεύουν.
Ο πλανήτης έχει πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή ικανή να θρέψει όλο τον κόσμο. Κακοί και ανίκανοι είναι αυτοί που διευθύνουν τη μοίρα του κόσμου. Η απληστία τους να συσσωρεύσουν το 99% του παγκόσμιου πλούτου ενώ αυτοί είναι το 1%, γεννά τις ανισότητες και την παγκόσμια δυστυχία.
Στον 21ο, όπως άλλωστε και στον προηγούμενο, η και τότε αποδυναμωμένη δημοκρατία δεν κατάφερε, δεν θέλησε να αναδιανείμει το εισόδημα με μέτρα δικαίου και δικαιοσύνης.
Μέχρι όμως την πτώση του Βερολίνειου Τείχους, η Δύση έτρεμε το αντίπαλον δέος της κομμουνιστικής Ανατολής. Οι πολιτικοί της αξιοποιώντας την απειλή του και οι έχοντες και κατέχοντες την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, παρά να τα χάσουν όλα και ίσως και τη ζωή τους αν επικρατούσε ο κομμουνισμός, συναίνεσαν και συνέπραξαν στην οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας.
Μετά το ’89, το αντίπαλον δέος εξέλιπε, το κοινωνικό κράτος άρχισε να υφίσταται διαλυτικές ρωγμές και η γενίκευση της πολιτικής παράνοιας της λιτότητας, το κατεδάφισε.
Ο Παγκόσμιος-οικονομικός αυτή τη φορά-Πόλεμος που εξαπέλυσαν κατά των λαών οι άπληστοι διεθνείς τοκογλύφοι και οι πολιτικοί υπάλληλοί τους χρησιμοποιώντας τους Έλληνες ως πειραματόζωο, έχει ήδη εξουθενώσει την ελληνική κοινωνία και φτωχοποιήσει μεγάλα πλήθη ανθρώπων στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Το κακό είναι πρωτοφανές σε ένταση και έκταση και για πρώτη φορά κυριαρχεί χωρίς κάποια παγκόσμια στρατιωτική αναμέτρηση, χωρίς πανδημία, χωρίς μια φυσική καταστροφή.
Η βαθύτερη ουσία του είναι σαφώς ηθικοπνευματική. Στην κρίση του 1929-ο Κανελλόπουλος δεν την άφησε ασχολίαστη-ο Keynes υποστήριζε ότι οι πόροι της φύσης και ο νους του ανθρώπου είναι εξίσου γόνιμοι και παραγωγικοί όπως και πριν το κραχ. Ανάλογη όμως είναι και η διαπίστωση του Paul Krugman για την παρούσα κρίση. Τώρα όπως και τότε γράφει ο νομπελίστας «έχουμε γίνει ξαφνικά φτωχότεροι, κι όμως ούτε οι φυσικοί μας πόροι, ούτε οι γνώσεις μας έχουν μειωθεί». Ωστόσο ως αμιγώς οικονομικό ζήτημα επιμένει ο Krugman η κρίση είναι αντιμετωπίσιμη. «Θα μπορούσαμε να επιτύχουμε μία ταχεία δυναμική ανάκαμψη, αν βρίσκαμε τη πνευματική διαύγεια και την πολιτική βούληση να δράσουμε».(Τέλος στην ύφεση τώρα. σ. 39). Το γε νυν έχον πάντως και δύο αυτές αρετές αργούν, ή έστω ανήκουν στα ουσιώδη εν ανεπαρκεία.
Ο κόσμος έχει μπει σε μια φάση που πολλοί την ονομάζουν μεταδημοκρατία. Με την κατάρρευση του «υπαρκτού», τα πολυκομματικά καθεστώτα επεκτάθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Για τους λαούς που δεινοπάθησαν κάτω από το σοβιετικό μοντέλο και η ελλειμματική μετακομμουνιστική δημοκρατία, αποτελεί μία κάποια πρόοδο.
Ο δυτικός κόσμος ωστόσο προσδοκούσε να ζήσει την ολοκλήρωση της δημοκρατίας ως πολιτικής και κοινωνικής οντότητας. Αντ’ αυτού, από την δεκαετία του ’90 και έκτοτε τα κόμματα, κατ’ εξοχήν δε τα κόμματα εξουσίας, μεταλλάχθηκαν σε θυγατρικές της τραπεζικής βιομηχανίας. Το φαινόμενο της διαπλοκής, δηλαδή του ασφυκτικού εναγκαλισμού χρήματος και πολιτικής, γνώρισε τη μεγαλύτερη έξαρσή του.
Οι κοινοβουλευτικές ομάδες και ασφαλώς οι Κυβερνήσεις που αυτές στηρίζουν, τέμνονται οριζοντίως και καθέτως απ’ τους χρηματοδότες τους (παρ’ ημίν εθνικούς εργολάβους και προμηθευτές του δημοσίου) στους οποίους και λογοδοτούν επί ανυπολογίστω ζημία του κοινού, αλλά και του εθνικού συμφέροντος.
Οι ολιγάρχες είναι ιδιοκτήτες των μεγάλων, κυρίως ηλεκτρονικών ΜΜΕ, τα οποία κατ’ επάγγελμα «κατασκευάζουν» εκλογικά σώματα, ο Τσόμσκυ τα ονομάζει «προγραμματισμένους πολίτες» και πολιτικά είδωλα. Πάντα ταύτα εξ ορισμού ανακλητά.
Ο πολίτης δεν έχει πρόσβαση στα κανάλια. Κάποιες «προσομοιώσεις» συμμετοχής του είναι εκ του πονηρού. Γίνονται για να θολώσουν την ατμόσφαιρα. Ο πολίτης είναι μόνον δέκτης, όχι πομπός.
Οι υποτιθέμενες πολιτικές αναλύσεις που γίνονται στα κεντρικά μεγαλοκάναλα, είναι χειραγωγούμενες. Οι συνήθεις καλούμενοι απ’ τους συνήθεις καλούντες, λένε πράγματα που αρέσουν στο σύστημα και αν κάποιος δεν αρέσει, είναι το άλλοθι της δήθεν πολυφωνίας και αν δεν είναι ούτε αυτό δεν ξανακαλείται.
Γλαφυρή περιγραφή του αμερικανικού μοντέλου από τον νομπελίστα και πρώην Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Αλ Γκορ στο βιβλίο του «Προσβολή στη λογική». Δική του η επισήμανση ότι η ροή των πληροφοριών είναι μονής κατεύθυνσης και τα περισσότερα δελτία ειδήσεων βασίζονται στο γνωστό αξίωμα «if it bleeds, it leads» (=το αίμα πουλάει), στο οποίο ορισμένοι προσθέτουν «if it thinks, it stinks» (=η πολλή σκέψη διώχνει τον κόσμο). (ενθ’ αν.σ.32).
Καθώς τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ στον καιρό του τιμωμένου ήταν ακόμη λιγοστά και στα χέρια του κράτους, ο ίδιος δεν βίωσε την εμπορευματοποίηση της συναίνεσης των ψηφοφόρων από τους ετεροχρηματοδοτούμενους κομματικούς μηχανισμούς.
Η κρατική χρηματοδότηση που λειτουργεί παράλληλα με την αδρή ιδιωτική, ισχύει με όρους καρτέλ αφού αφορά αποκλειστικά τα εντός Βουλής κόμματα, την αναπαραγωγή των οποίων υπηρετεί.
Συναφής είναι και η κατανομή του προεκλογικού τηλεοπτικού χρόνου, τον οποίο οικειοποιείται εξ ολοκλήρου το αυτό καρτέλ. Εννοείται ότι αυτό μονοπωλεί πολύ περισσότερο και τον μη προεκλογικό χρόνο.
Η λειτουργία της Δημοκρατίας νοθεύεται επίσης από την απουσία εσωκομματικής δημοκρατίας.
Η αρχηγική δομή, των ελληνικών τουλάχιστον κομμάτων, καθιστά τους βουλευτές ομήρους του εκάστοτε αρχηγού. Η ελευθερία ψήφου τους είναι σχεδόν άγνωστη και συχνά και η ελευθερία λόγου τους αν εκφεύγει της κομματικής γραμμής.
Κατ’ ακολουθίαν και η συναίνεση των πολιτών αποσπάται με εκφοβισμούς, εκβιαστικά διλήμματα που εκπέμπουν οι μηχανισμοί της εξουσίας.
Μία καίρια παρατήρηση του Κανελλόπουλου για την κατά σύστημα άδικη μεταχείριση της Ελλάδος από συμμάχους και εταίρους: Και στους 2 μεγάλους πολέμους, ενώ οι θυσίες των Ελλήνων στο πλευρό των συμμάχων είναι βαρύτατες και η συνεισφορά τους στη νίκη ανεκτίμητη και αποφασιστική και οι όροι της ειρήνης κοινοί για όλους τους συμμάχους, μεγάλους και μικρούς, η επιβολή των όρων για την Ελλάδα αφέθηκε και στις δύο περιπτώσεις να γίνει από την ίδια την Ελλάδα. Αυτή έπρεπε να βγάλει το φίδι από την τρύπα.
Μήπως η ίδια προδοτική τακτική, η επιεικώς Ποντίου Πιλάτου, δεν τηρείται από τους συμμάχους στο Κυπριακό, το σκοπιανό με αποκορύφωμα τους ωμούς εκβιασμούς των εσχάτων ημερών από την επικυρίαρχη Γερμανία;
O εξευτελισμός και η ταπείνωσή μας από εκείνους που επικαλούμενοι το όραμα για μια Ευρώπη των λαών και της αλληλεγγύης συσπείρωσαν λαούς υπό τη σημαία αυτού του οράματος, όπως καλή ώρα εμάς, για να τους βρούμε σήμερα όχι δίπλα μας αλλά απέναντί μας ως βασανιστές και δημίους, είναι η οικτρή διάψευση των προσδοκιών πολλών γενεών.
Θα σταθούμε επίσης σε μιαν επισήμανση του Κανελλόπουλου για τα μετά τον μικρασιατικό ξεριζωμό. Κανένας δεν σκέφθηκε, λέει ο συγγραφέας του «Εικοστού αιώνα», «να καλλιεργήσει το αίσθημα για μια μελλοντική ανταπόδοση (σ.98)». Κατ’ αυτόν, αν συνέβαινε το αντίθετο, «θα δημιουργούνταν εστία μιας φοβερά επικίνδυνης αστάθειας» στην ευρύτερη περιοχή.
Από την άλλη μεριά όμως, η αυτοκτονία του «αισθήματος ανταπόδοσης» για το μέγα κακό που υπέστη ο Ελληνισμός εξ αιτίας της συμμαχικής προδοσίας αλλά και των οικείων ανομημάτων, εκτέλεσε επί τόπου και το ίδιο το δικαίωμα του εθνικού οράματος.
Χρειάσθηκαν να περάσουν π.χ. 80 χρόνια για να αρχίσει δειλά και διά της πλαγίας οδού (προτάσεις νόμου προσφυγικής καταγωγής βουλευτών) για να αναγνωρίσει η Βουλή την εναντίον μας Γενοκτονία από το τουρκικό κράτος. Αυτό μάλιστα έγινε κατά δόσεις (Ποντιακή, Μικρασιατική, ανέστειλαν στη Θρακική) και πρόταση νόμου από τον ομιλούντα για ενοποίηση των Γενοκτονιών στη Βουλή του 2004, «λόγω αρνήσεως των κομμάτων» δεν ήχθη καν σε συζήτηση.
Αφήστε το άλλο, επί χρόνια καλλιεργείται η ελληνική κοινωνία με το δόγμα «χαμένες πατρίδες». Με μεγάλη δυσκολία οι «χαμένες» αρχίζουν να γίνονται τελευταία «αλησμόνητες» και «αξέχαστες».
Ο ξεριζωμός του «αισθήματος ανταπόδοσης», μπόλιασε σε καταλυτικό βαθμό τη δημόσια ζωή με μια παθολογική εσωστρέφεια, καρπός της οποίας υπήρξε το πολιτικά αφελές και εθνικά επικίνδυνο δόγμα «δεν διεκδικούμε τίποτε».
Η χώρα έχει εξ ανατολών ένα κάκιστο γείτονα ο οποίος ποδοπατεί προκλητικά τη διεθνή νομιμότητα και τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Εφαρμόζει επεκτατική πολιτική. Ασκεί μόνιμο στρατιωτικό εκβιασμό εναντίον μας και παραβιάζει καθημερινά τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, μόνο το πρώτο εννιάμηνο του 2012 πραγματοποίησε με τα μαχητικά της 3.500 παραβιάσεις , από τις οποίες, προς δόξα της κατευναστικής μας πολιτικής, καμία δεν κατηγγέλθη στις Βρυξέλλες, τον ΟΗΕ, τις ξένες κυβερνήσεις. Είναι προφανής η ανάγκη για ένα εκ βαθέων αναπροσανατολισμό της στρατηγικής μας. Όποιος δεν διεκδικεί, διεκδικείται. Χρειαζόμαστε στρατηγική αποτρεπτικής ισχύος.
Ο κόσμος ασφαλώς και αλλάζει, αλλά τα βασικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των κρατών και κυρίως των ισχυρών, παραμένουν αναλλοίωτα. Το δόγμα Πάλμερστον είναι αήττητο: Δεν υπάρχουν διαρκείς φιλίες και σταθερές συμμαχίες, υπάρχουν διαρκή και σταθερά συμφέροντα. Καταθλιπτική η διαπίστωση του Κανελλόπουλου ότι «μια μεγάλη ηττοπάθεια χαρακτηρίζει τα πνεύματα πολλών διαλεχτών [μάλλον εννοεί επωνύμων]. Μια ηττοπάθεια απέναντι του κακού» (σ.95).
Σε μια ώρα καταπληκτικής αύξησης της παραγωγής και των βιοτικών μέσων όπου μπορεί ο σύμπας κόσμος -και ο ελληνικός- να είναι ασφαλέστερος, υγιέστερος, πλουσιότερος, με δραστικά αμβλυμένες κοινωνικές ανισότητες και παραγωγικότερος εν όψει των καινοτομιών και της λεγόμενης προσθετικής τεχνολογίας, τα παιχνίδια της διεθνούς τοκογλυφίας και των πολιτικών υπαλλήλων της τον καταδικάζουν στην ύφεση, την ανεργία και την εξαθλίωση.
Αυτή η κρίση είναι τελικά βαθύτατα ηθική και πνευματική. Έτσι θα την έβλεπε ο σήμερα τιμώμενος.
Ζητείται ελπίς και ζητείται ηγεσία με όραμα και ηθικό θάρρος.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος αγαπούσε τον T.S.Eliot. Με αυτόν θέλω να τελειώσω:
«Ο κόσμος πειραματίζεται δοκιμάζοντας να διαμορφώσει μια πολιτισμένη αλλά μη χριστιανική νοοτροπία.
Το πείραμα θα αποτύχει. Όμως πρέπει να δείξουμε μεγάλη υπομονή, περιμένοντας το γκρέμισμά του. Στο μεταξύ να εξαγοράζουμε τον καιρό, ώστε η πίστη να κρατηθεί ζωντανή στους σκοτεινούς αιώνες που έχουμε μπροστά μας για να αναστήσουμε και ξαναχτίσουμε τον πολιτισμό και να σώσουμε τον κόσμο απ’ την αυτοκτονία».
Αθήνα, Παλαιά Βουλή 23/11/12