Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΙΧΝΗ ΠΑΡΩΡΕΙΑ.
«Τυφλή απόσταση η στάχτη και το κίνητρο» – Γεωργία Δαλιανά
Αχ, τι να λέμε σε τούτη τη χώρα και να μη μας πληγώνει! Τι να μολογάμε και να μη μας ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Τι να μελετάμε και να μη φυλλορροούμε…
Διάβασα το βιβλίο του Κωνσταντίνου Φίλανδρου «Θαυμαστά Μυστήρια του Λυκαίου όρους». Εκεί είδα την ομορφιά του τόπου μας σʼ ένα βιβλίο κλεισμένη. Μια ομορφιά έτσι όπως θα τη θέλαμε, καβάλα ψηλά στης ιστορίας το ρολόι. Άγρια κυκλάμινα σα να φύτρωσαν στην κορυφή των Αρκάδων. Μέσα σε νύχτιους ουρανούς, σμαράγδια του Λύκαιου Δία τα στολίδια. Τʼ αστέρια της σκέψης τʼ ακυβέρνητα, σαν όνειρα πηδοβολούν και τρέχουν…
Όμως τέρμα οι αυταπάτες! Τα βράχια ας γίνουν δάκρυα μας, χέρια για να μας πνίξουν! Μόνο αυτή η τιμωρία μας αξίζει! Ακόμη ένα βήμα κι ας πέσουμε από την κορφή, ας ποντιστούμε στη γλίτσα του γελοίου. Εμείς, εμείς, όλοι εμείς οι βέβηλοι κάτοικοι τούτης της ιερής χώρας. Και είναι ασυμβίβαστα. Και είναι τραγελαφικά. Μια χλομάδα. Ένα κακό. Μια τιμωρία ατέρμονη. Όλα τούτα που γίνονται δίπλα μας. Τα τρομαγμένα όρνια ας φτεροδέρνονται. Χρώματα και εικόνες ας μας περιφρονούν. Κι ένα χθαμαλό απόσπασμα από της ΔΕΗ το τυφλοφόρο σύννεφο ας μας καλύψει! Χέρσα χρόνια, άνυδρα. Νεκρολίβανο και βάσανα, κάτω απʼ τους κρουνούς της αιθάλης.
«Δώστε μου έναν τόπο καταφυγής»! Δώστε μου μια λουρίδα ανέπαφη νʼ αποδράσω! Φέρε ψυχή, φέρε κραυγή τον ίσκιο σου, τη λέρα μας να σκεπάσει! Όμως είναι ώρα νʼ αφήσουμε για λίγο της «λόγιας» γραφής τα χερουβικά στήθη, για να περάσουμε στου πεζού λόγου το σύνορο, μήπως και κάποτε συνεννοηθούμε…
Κι ευχαριστώ το Γιάννη Τσιώκο, που μου χάρισε τούτο το βιβλίο. Γιατί μου έδωσε το κέντρισμα για να διώξω τη σιωπή μου, να κάτσω να σκεφτώ ελεύθερα, μήπως και βγει κάτι. Τούτη η χώρα κάποτε κατοικήθηκε από ημίθεους, που τα μεγάλα αχνάρια τους με τίποτα δε σβήνουν. Μπορεί οι καμινάδες τις ΔΕΗ της Μεγαλόπολης και τα ραδιενεργά σύννεφα, τα μάτια μας να καλύπτουν, όμως όλο και θα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, όταν μέσα στα βιβλία δεν ψαχουλεύουν, να μας σκουντάνε απʼ τον ύπνο μας και να μας ταρακουνάνε.
Χιλιάδες χρόνια μείνανε τʼ αρχαία μας μνημεία και κανένας κατακτητής δε μπόρεσε όλα να τα εξαφανίσει. Έτσι και τώρα, ό Νέος Κατακτητής ή η ΔΕΗ, όπως αλλιώς ονομάζεται, δε θα μπορέσει να καλύψει με την τέφρα της την ιστορία της περιοχής μας. Πάντα θα υπάρχει κάποιος δημοσιογράφος Φίλανδρος, κάποιος ποιητής Παρασκευόπουλος, κάποιοι θεόσταλτοι αρχαιολόγοι, το παρελθόν μας να μας θυμίζουν. Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι πρωτοπόροι, σαν τον «Πατριωτικό Σύλλογο Άνω Καρυωτών», που θα μας μεταλαμβάνουν με τα νερά της «Αγνούς» και θα μας μυούν στα θαυμαστά μυστήρια του Λύκαιου όρους.
Και είναι αυτό το αντίδοτο, ίσα μια κουκίδα ανθοπρόσωπη, μήπως και ξεπεράσουμε το άγος μας. Για να ησυχάσει για λίγο η θρυμματισμένη και σακατεμένη καρδιά μας. Για να ξεχάσουμε που ζούμε. Να ξεφύγουμε νοερά από του δήμιου τα χέρια. Να ξεγαντζωθούμε απʼ τα βλάστημα τέρατα που λέγονται εργοστάσια της ΔΕΗ. Να ξεχάσουμε, έστω για λίγα δευτερόλεπτα, τον βρώμικο αντίλαλο, απʼ τις πατημασιές των πολιτικών γυφτομανάβηδων.
Όμως να, στον αυχένα μου πάλε ένα σκυλί κλαίει με λυγμούς. Νανʼ τʼ αστέρια κατάμαυρα πίσω μου και μια στέρφη κιθάρα, μοιρολόι με ντέφι.
Χαμηλόφωνα λέω, ακούστε… Είναι η ώρα που σαπίζει το φως. Είναι η ώρα που η σελήνη θα σβήνει. Είνʼ η στιγμή που ακράτητος προσπαθώ να φορτωθώ το σταυρό μου. Γιʼ αυτό είμαι εδώ. Να σηκώσω της ατέλειωτης νύχτας το πέπλο πιο πάνω. Να χαράξω στο μυαλό μου για λίγο τον ανθό της αυγής. Τον ανθό που μου κρύβουν τα τέρατα. Καμινάδες με όψη λερή. Τα βουνά και τους κάμπους, τις πληγές να μετράω, την οδύνη της κρήνης, τα πεθαμένα χέρια αυτού του λαού.
Πάνε χρόνια που σκεφτόμουνα κάτι να γράψω για μια αρχαία πολίχνη, που ονομαζόταν Παρώρεια. Και να που το μπαρούτι μου το έβαλε τούτο το βιβλίο που έχω μπροστά μου. Έτσι λοιπόν της αυγής τη στρόφιγγα θα προσπαθήσω νʼ ανοίξω. Μήπως και λίγο φανεί μια πόλη θαμμένη. Σʼ αυτή την πόλη κι εγώ γεννήθηκα! Σʼ ένα βιογραφικό μου σημείωμα, που είχα γράψει από παλιά έλεγα: Γεννήθηκα στην αρχαία Παρώρεια, γεμάτος λείψανα από ανθόφυλλα καταπιεσμένης ποίησης και στίγματα μαχαιριών χίλιων αιώνων…
Και να που αυτή τη στιγμή, τα στίγματα και τα μαχαίρια ήρθαν στην επιφάνεια και με πονούν, μʼ απειλούν και μου …γνέφουν επιτακτικά να γράψω κάτι για την αρχαία πόλη μου!
Σύμφωνα λοιπόν με τον Παυσανία την Παρώρεια την έχτισε ο Παρωρεύς, ο μικρότερος από τους γιους του Τρικόλωνου σε απόσταση δέκα σταδίων από τη Ζοιτία (Ζουνάτι).
Αυτά τα στοιχεία βέβαια υπάρχουν στα «Αρκαδικά» του Παυσανία και ο καθένας μπορεί να τα διαβάσει και να τα ερμηνεύσει κατά πως θέλει. Όμως εγώ, έχω κάποια άλλα πράγματα να πω, που είναι από διηγήσεις παλαιότερων και που μετα
φέρονταν από γενιά σε γενιά, για να φτάσουν και στα δικά μας τʼ ανόητα αυτιά.
Σύμφωνα με αυτές τις διηγήσεις η αρχαία πολίχνη Παρώρεια βρισκόταν μεταξύ Παλαμαρίου και Ψαρίου με κέντρο της την περιοχή του Αγίου Γεωργίου λίγο πιο κάτω απʼ το Ψάρι Τρικολώνων. Όταν πέρασε ο Παυσανίας τη βρήκε χωρίς κατοίκους, μια και την είχαν εγκαταλείψει, για να συνοικιστούν με τους άλλους Αρκάδες στη Μεγαλόπολη, προκειμένου να γίνουν δυνατοί και νʼ αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες. Όμως, σύμφωνα πάντα με τις διηγήσεις, δεν την εγκατέλειψαν όλοι οι κάτοικοι και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Κάποιοι που ζούσαν στη βορεινή πλευρά της κωμόπολης, παρέμειναν εκεί στο μικρό πλέον χωριό Παρώρεια.
Σήμερα φαίνονται καθαρά τα θεμέλια αυτών των σπιτιών, παρόλο που ένας αυθαίρετος δρόμος που ανοίχτηκε τελευταία, προξένησε μεγάλες καταστροφές.
Εκεί λοιπόν ζούσαν οι Παρωρείς, μέχρι που μια αρρώστια, που την ονόμαζαν «μπενοκλάδι», θέριζε τα παιδιά τους. Πίστευαν ότι η αρρώστια αυτή προερχόταν από τα υπάρχοντα πηγάδια ύδρευσης. Γιʼ αυτό εγκατέλειψαν το χωριό τους, έχωσαν με πέτρες τα πηγάδια, για να μην τα χρησιμοποιεί κανείς, και μετακόμισαν στο σημερινό Ψάρι Τρικολώνων Αρκαδίας.
Με έκπληξή μου, όταν διηγήθηκα μια μέρα στο φίλο Πολυνείκη Παπούλια, για τα πηγάδια κλπ, μου είπε ότι έχει ένα κτήμα εκεί και ότι είχαν βρει πηγάδια, χωμένα με πέτρες! Επίσης όταν πριν από χρόνια μια μπουλντόζα άνοιγε τον πρώτο δρόμο στην περιοχή, είχε καταστρέψει ένα αρχαίο αγγείο και τα θραύσματά του τα είχα δει κι εγώ. Πολύ παλιότερα είχε ακουστεί ότι κάποιος συμπατριώτης μας είχε βρει ένα αγαλματίδιο χρυσό. Επίσης θυμάμαι, όταν ήμουν μαθητής του Δημοτικού, ότι υπήρχε στην είσοδο του Σχολείου μας, ένας ευμεγέθης πίνακας με κορνίζα, όπου ανέφερε τη συνεισφορά στην ίδρυση του σχολείου, του «Συλλόγου Ψαραίων Αμερικής, Η Παρώρεια».
Όταν πριν από μερικά χρόνια, είχα διηγηθεί όλα αυτά τα ακούσματα στον μακαριστό εφημέριο του χωριού Φώτη Σμαϊλη, θυμάμαι που πήδηξε κυριολεκτικά από την καρέκλα που καθόταν και μου είπε ότι στο γραφείο της κοινότητας Παλαμαρίου υπάρχει ακόμη ένα δημοτολόγιο που γράφει Παρώρεια. Επειδή μετά από μερικές ημέρες εγώ έφυγα εκτός Ελλάδας, δε μπόρεσα να το δω ο ίδιος. Ύστερα από χρόνια, όταν επί «Καποδίστρια» καταργήθηκαν οι κοινότητες και υπήχθησαν στο Δήμο Τρικολώνων, ζήτησα να μου βρουν αυτό το δημοτολόγιο, αλλά όπως μου είπαν, μετά από έρευνα που έκαναν, δεν υπήρχε αυτό που ζητούσα. Αργότερα έμαθα, ότι κάποιος συμπατριώτης μας, που εκτός των άλλων φαίνεται να λειτουργεί και σαν … «αρχειοφύλακας», βρήκε την ευκαιρία, τότε με την μεταβατική περίοδο του «Καποδίστρια», και το πήρε για να το …προφυλάξει!
Όμως το φαιδρό της όλης ιστορίας, που δείχνει το κατάντημα και τον ευτελισμό της φυλής μας, είναι κάπου αλλού. Λίγα μέτρα πιο πάνω, απʼ εκεί που εικάζεται ότι ήταν το κέντρο της Παρώρειας και το ανάκτορο του ιδρυτή της Παρωρέα, σήμερα έχει αναγερθεί ένα χωροταξικά ασύμμετρο «μέγαρο» με τʼ όνομα «Αρκαδιανή». Εκεί λοιπόν, τον Μάιο του 2008 πραγματοποιήθηκε «Διεθνές επιστημονικό Συμπόσιο», υπό την αιγίδα του Δήμου Τρικολώνων. Ο στόχος του Δήμου, όπως είπε ο ίδιος ο δήμαρχος, ήταν «Η ανάδειξη του πολιτιστικού πλούτου της περιοχής και όλης της Αρκαδίας». Ότι ειπώθηκε σʼ αυτό το συμπόσιο καταγράφτηκε σʼ ένα πολυσέλιδο βιβλίο με τίτλο: «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΡΚΑΔΙΑ».
Δεν παραγνωρίζω τη χρησιμότητα του βιβλίου, ούτε κι αυτή του «Συμποσίου». Όμως το να γίνεται ένα πολυέξοδο «Συμπόσιο», πάνω στα θεμέλια μιας αρχαίας πολίχνης, να ακούγονται «ιστορίες», από αρχαιολόγους για όλη σχεδόν την Αρκαδία και να μην αναφερθεί ούτε καν το όνομά αυτής της αρχαίας πόλης, που πάνω στα θαμμένα σπλάχνα της… «φιλοξενούσε» τους «συμποσιάρχες», αυτό τουλάχιστον αγγίζει τα όρια του γελοίου! Και είναι αίσχος, είναι ντροπή, όταν ένας Δήμος ξοδεύει αφειδώλευτα τα χρήματα του ελληνικού λαού, για την «προβολή», όπως λέει, της «Αρκαδικής ενδοχώρας», να μην ξέρει ότι στην «επικράτεια» του υπάρχουν ακόμη τα θεμέλια ενός αρχαίου οικισμού, για τον οποίο οι περισσότεροι κάτοικοι του δημοτικού διαμερίσματος Ψαρίου, κάτι ξέρουν, κάτι έχουν δει ή κάτι έχουν ακούσει!
Όμως, παρʼ όλο τα όσα είπα, το κακό «προαίσθημα» μένει! «Τυφλή απόσταση η στάχτη και το κίνητρο». Τυφλή απόσταση η στάχτη απʼ τα μάτια μας. Τυφλός και κατεργάρης κι ο σημερινός ορίζοντας της Ελλάδας. Γιʼ αυτό νομίζω ότι κανένας δεν θα κινηθεί! Όλα εδώ σʼ αυτή τη χώρα ακολουθούνε τη δική τους πορεία. Κάποια «Συμπόσια» ή «Βιβλία», όσο κι αν φαίνονται ευεργετικά, δίνονται σα χάπια στο λαό γ
ια να χωνέψει, πότε τη μάστιγα της αυτοπροβολής και την πανάκριβη επίδειξη των τοπικών «αρχόντων» του και πότε για να διαφημιστούν ανέξοδα κάποιοι εκ των αποκαλούμενων…«Σίταρχων» του «Υψαρίου» Τρικολώνων!
Στην ουσία τίποτα άλλο δεν τους ενδιαφέρει. Και τι μας απομένει; Μόνο να, σʼ εμάς τους «απροσάρμοστους», μερικές στιγμές, μια ρουνιά ναυτίας φαίνεται ωσάν να κυλάει μέσα μας σπαραχτικά κι ένα ικρίωμα ψηλό και φθονερό, πάνω και πέρα απʼ του χαρτοπολτού τους μύθους, καραδοκεί να μας αδράξει!
Παρώρεια Τρικολώνων Αρκαδίας, 5 Οκτ. 09..