Σε ένα πρόσφατο, πολύ ενδιαφέρον άρθρο του, ο Γ. Βαρουφάκης αναφέρεται στον επικείμενο, εντός της κρίσης, «Θάνατο της σοσιαλδημοκρατίας» (http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=20740). Είναι, άραγε, όντως έτσι; Πνέει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία τα λοίσθια, κινδυνεύοντας να μετατραπεί σύντομα σε ένα μέρος, απλώς, του παρελθόντος της γηραιάς ηπείρου;
Κατά την εξέταση αυτού του ερωτήματος, θα αφήσουμε στην άκρη την περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, καθώς θεωρούμε ότι η ελληνική περίπτωση έχει σαφείς ιδιαιτερότητες και ότι εδώ τα αίτια της πτώσης του διαφαίνονται εμφανώς διαφορετικά από ό,τι συνέβη με τη σοσιαλδημοκρατία σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Θα πρέπει, επίσης, να επισημάνουμε εξ αρχής ότι εδώ ο Γ. Βαρουφάκης περιορίζεται σε μια οικονομική ανάλυση της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, όπως αυτή εξελίχθηκε κυρίως από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα. Έτσι, αναφέρει, στη δεκαετία του ’80, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και οι ηγέτες του χώρου, όπως ο Μιτεράν, επεχείρησαν να θεμελιώσουν το κοινωνικό κράτος στο δανεισμό. Από τη δεκαετία του ’90 εμφανίστηκαν στο χώρο «εκσυγχρονιστές», όπως ήταν, λ.χ., ο Μπλερ, που στράφηκαν στη διατήρηση του κοινωνικού κράτους μέσω του τοξικού χρήματος. Η λογική τους, δηλαδή, ήταν ότι, εφόσον ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα επιτρεπόταν να λειτουργήσει ελεύθερα (ή και ανεξέλεγκτα), το κοινωνικό κράτος θα μπορούσε να στηριχθεί στα υπερκέρδη του τραπεζικού τομέα που, ως ένα βαθμό, θα χρησιμοποιούνταν και για την τροφοδότησή του. Καθώς, λοιπόν, η χρηματοπιστωτική φούσκα έσκασε, η οικονομική κρίση που δημιουργήθηκε οδηγεί, πλέον, και στην απώλεια της αξιοπιστίας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και, εντέλει, στο θάνατο της σοσιαλδημοκρατίας.
Το εν λόγω συμπέρασμα δε φαίνεται, όμως, να είναι επαρκώς θεμελιωμένο.
Κατ’ αρχάς, καθώς ο Γ. Βαρουφάκης επιχειρεί μια, εν πολλοίς, οικονομική ανάλυση της ιστορίας της σοσιαλδημοκρατίας, παραβλέπει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική διάσταση του εν λόγω φαινομένου. Ή, με άλλα λόγια, ασχολείται με την επιχειρούμενη εκ μέρους της σοσιαλδημοκρατίας οικονομική διαχείριση, προκειμένου αυτή να επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (την εξομάλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την επίτευξη της κοινωνικής ειρήνης). Λείπει, όμως, έτσι η ανάλυση των κοινωνικών αιτιών και φαινομένων που οδήγησαν στην εμφάνιση της σοσιαλδημοκρατίας και στην επικράτησή της, στις περιπτώσεις που αυτή κατάφερε να επικρατήσει• απουσιάζει δηλαδή η απαραίτητη για το θέμα κοινωνικο-πολιτική ανάλυση.
Σε ένα παλαιότερο κείμενό του («Η αριστερά που μοιάζει με τη δεξιά», http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=332730), ο κορυφαίος κοινωνικός θεωρητικός της εποχής Ζ. Μπάουμαν, επεσήμανε εύστοχα τα εξής: «η σοσιαλδημοκρατία έχει χάσει την ειδική βάση που την συγκροτούσε – τα δικά της κοινωνικά φρούρια και οχυρά, εκείνες τις περιοχές τις γεμάτες κόσμο, τους τελικούς αποδέκτες της κοινωνικοπολιτικής της δράσης – την οποία προσδοκά και ελπίζει ότι θα επαναπροσδιορίσει ή επανατοποθετήσει, όχι ως μια μάζα θυμάτων αλλά ως ένα συμπαγές συλλογικό υποκείμενο με δικά του συμφέροντα, πρόγραμμα και πολιτικό οργανισμό. Αυτή η βάση που συγκροτούσε τη σοσιαλδημοκρατία έχει εντελώς διαλυθεί, καθώς έχει μετατραπεί σε ένα σύνολο απομονωμένων και εγωκεντρικών ατόμων, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για μια εργασία ή για μια προαγωγή, με ελάχιστη επίγνωση του ότι τους συνδέει μια κοινή μοίρα και με ακόμα λιγότερη διάθεση να συσπειρωθούν και να αναπτύξουν αλληλέγγυα δράση. Η ‘αλληλεγγύη’ υπήρξε ένα ενδημικό φαινόμενο εκείνης της κοινωνίας των παραγωγών που έχει ήδη τελειώσει. Στην τωρινή κοινωνία των καταναλωτών δεν είναι παρά μια αυταπάτη που τροφοδοτείται από τη νοσταλγία. Τα μέλη αυτής της νέας κοινωνίας γνωρίζονται μεταξύ τους επειδή συνωστίζονται στα ίδια καταστήματα την ίδια μέρα και την ίδια ώρα και καθοδηγούνται σήμερα από το ‘αόρατο χέρι της αγοράς’, με την ίδια αποτελεσματικότητα με την οποία συναθροίζονταν στο παρελθόν στα εργοστάσια, μπροστά στις αλυσίδες συναρμολόγησης, καθοδηγούμενα από τους εργοδότες τους και από τους καλοπληρωμένους επόπτες τους».
Με άλλα λόγια, όπως προκύπτει από το ανωτέρω απόσπασμα, για να επιτύχει την πολιτική της επικράτηση και να προωθήσει τον παρουσιαζόμενο στο άρθρο του Γ. Βαρουφάκη οικονομικό σχεδιασμό, η σοσιαλδημοκρατία βασιζόταν ιστορικά σε ένα ακμαίο και δυναμικό εργατικό κίνημα, οργανωμένο ήδη σε συνδικάτα και εκπαιδευμένο σε διαδικασίες συλλογικές, το οποίο αναζητούσε την πολιτική του έκφραση. Γι’ αυτό, άλλωστε, θα προσθέταμε ότι η σοσιαλδημοκρατία επιχείρησε σε μεγάλο βαθμό να προωθήσει αλλά και να στηριχθεί σε συλλογικές διαπραγματεύσεις και συναινετικές διαδικασίες, βασισμένες στον κοινωνικό διάλογο.
Η διάλυση και η παρακμή αυτής της συλλογικότητας, λοιπόν, εμφανίζεται ως η κύρια αιτία της σημερινής κρίσης (ή και παρακμής;) της σοσιαλδημοκρατίας, που παρουσιάζεται στο άρθρο ως ο «θάνατός» της. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι αυτή είναι και η κύρια αιτία που η διαχείριση της οικονομικής πραγματικότητας από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διεξήχθη, από ένα σημείο και ύστερα, κυρίως από τους αποκαλούμενους «εκσυγχρονιστές», ερήμην της κοινωνίας.
Παρ’ όλ’ αυτά, θεωρούμε ότι οι διαπιστώσεις περί «θανάτου της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας» είναι μάλλον υπερβολικές.
Δεν κατανοούμε, κατ’ αρχάς, τον ισχυρισμό του Γ. Βαρουφάκη, ότι οι κοινωνίες, πλέον, θα προτιμήσουν να εμπιστευτούν μια κεντροδεξιά, που μάλιστα την αντιπαθούν, η οποία επιπλέον «δεν υποσχέθηκε ποτέ στους αδύναμους ότι θα διεξάγει υπέρ τους τον αγώνα τον καλό εναντίον των ισχυρών», έναντι μιας κεντροαριστεράς, που απέτυχε στο στόχο της, (ακόμη και εάν, στη χειρότερη περίπτωση, αυτή εξαπάτησε μια κοινωνία).
Άλλωστε, δεν πρέπει να παραβλέπουμε, για παράδειγμα, ότι στις Σκανδιναβικές χώρες, χαρακτηριστικά που είναι συνδεδεμένα με τη σοσιαλδημοκρατία (όπως το κοινωνικό κράτος, η αναδιανομή μέσω της υψηλής φορολογίας, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και το συναινετικό μοντέλο λήψης αποφάσεων) δεν αποτελούν σημεία του προγράμματος κάποιου κόμματος, αλλά κατακτήσεις ενσωματωμένες στο «μοντέλο» αυτών των χωρών (Μαίρη Χίλσον, Το σκανδιναβικό μοντέλο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012). Και παρότι αυτές οι κατακτήσεις απειλούνται, οι εν λόγω χώρες δείχνουν να αντεπεξέρχονται στην κρίση με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, επιδεικνύοντας μεγαλύτερη ευελιξία και διατηρώντας, παράλληλα, την υψηλή κοινωνική αλληλεγγύη που τις χαρακτηρίζει.
Ακόμη και η Ισλανδία, που βρέθηκε μπλεγμένη για τα καλά στην οικονομική κρίση της εποχής, προσέφυγε για την αντιμετώπισή της ακριβώς στην επίτευξη ευρύτερων κοινωνικών συναινέσεων μέσω των δημοκρατικών διαδικασιών. Γι’ αυτό, άλλωστε, την αναφέρουμε ανελλιπώς και ως παράδειγμα, που έρχεται σε αντίθεση με την ελληνική –και όχι μόνο- περίπτωση.
Συνεπώς, σε καμία περίπτωση, νομίζουμε, δεν προκύπτει το συμπέρασμα ότι η κρίση θα σημάνει και το τέλος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας – πολύ δε περισσότερο των κατακτήσεων που, όπως το κοινωνικό κράτος, συνδέονται με αυτήν. Αντίθετα, θα μπορούσαμε ίσως να ισχυριστούμε ότι ένα από τα συμπεράσματα στα οποία αναπόφευκτα θα καταλήξουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, όταν εξέλθουν από την κρίση, θα είναι η αναγκαιότητα του κοινωνικού κράτους, καθώς θα καταστεί πλέον πασιφανές ότι, χωρίς αυτό, δεν θα μπορέσει να επιβιώσει και ό,τι ιστορικά πλέον έχει διαμορφωθεί ως ευρωπαϊκή κοινωνία.
Γ.Μ.