Του Νικου Μαραντζιδη*
H αναζωπύρωση της τρομοκρατίας άνοιξε εκ νέου τη συζήτηση για την επαναστατική βία στη χώρα μας, δηλαδή για τη βία που το εύρος της εκτείνεται από την τρομοκρατία των καλάσνικοφ και φτάνει μέχρι τα γκαζάκια και τα σπασίματα βιτρινών. Αν και ποιοτικά υπάρχουν αναμφισβήτητες διαφορές, ο κοινός παρονομαστής του φαινομένου είναι η άρνηση του δημοκρατικού πλαισίου νομιμότητας εν ονόματι της επανάστασης και του κολεκτιβισμού.
Από κάποιους διανοούμενους της Αριστεράς επιχειρείται να δοθεί μια κοινωνιολογίζουσα ερμηνεία για τη βία αυτή· πως αποτελεί, δηλαδή, συνέπεια της οικονομικής κρίσης και της φτώχειας. Η άποψη αυτή είναι αφελής και επιφανειακή. Μια συγκριτική ματιά στον ευρωπαϊκό ορίζοντα θα μας πείσει εύκολα. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με πολύ χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο δεν αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους προβλήματα, ούτε επίσης η Πορτογαλία ή η Ιρλανδία, που βιώνουν την ίδια κρίση με εμάς. Αντίθετα, διαπιστώνουμε πως το εντονότερο κύμα τρομοκρατίας που αντιμετώπισε η Ευρώπη εμφανίστηκε σε πλούσιες χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία την εποχή της αφθονίας.
Η αντοχή της τρομοκρατίας στη χώρα μας έχει, πράγματι, σύνθετες αιτίες, αλλά αυτές πρέπει να αναζητηθούν προς άλλες κατευθύνσεις: στην ιδεολογία και στους θεσμούς. Συνοπτικά θα κατέγραφα τρεις σημαντικούς παράγοντες.
– Ο νομιμοποιητικός ιδρυτικός μύθος. Στην Ελλάδα ο ιδρυτικός μύθος της τρομοκρατίας ταυτίζεται με τον μύθο της πτώσης της δικτατορίας (η χούντα δεν τελείωσε το ’73, που λέει και το γνωστό σύνθημα), δηλαδή την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οι διάφορες ομάδες της άκρας Αριστεράς που στρατεύθηκαν τότε, πέτυχαν να νομιμοποιήσουν πολιτικά τη δράση τους μέσω του αντιδικτατορικού αγώνα. Αυτό συνέβαλε να αποκτήσουν έναν υψηλό βαθμό δημοφιλίας, κυρίως μέσα στους νέους, και ταυτόχρονα να απολαμβάνουν, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ένα ιδιότυπο καθεστώς ασυλίας: όποιος τις πολεμούσε ή όποιον πολεμούσαν αυτές εθεωρείτο από την ευρύτερη κοινωνία φασίστας ή χουντικός.
– Συμβατό ευρύτερο ιδεολογικό περιβάλλον. Η τρομοκρατία δεν αναπτύσσεται σε ιδεολογικό κενό. Παράγεται μέσα στους χώρους της άκρας Αριστεράς και του αναρχισμού που «συνδιαλέγεται» ιδεολογικά, κοινωνικά και ψυχολογικά με την επίσημη Αριστερά, τις ιδέες, τις αξίες και τις παραδόσεις της. Τράφηκε από τους μύθους της εποποιίας του αντάρτικου και του Αρη Βελουχιώτη, ως μια ελληνική εκδοχή Τσε Γκεβάρα. Μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων μεγαλωμένη στα γραφεία των κομμάτων της Αριστεράς αντιμετώπισε την επαναστατική βία ως φυσική προέκταση του πολιτικού ανταγωνισμού, ως ένα είδος πολιτικής με άλλα μέσα. Γι’ αυτό και η βία δεν καταδικάζεται συλλήβδην. Εχει πρωτίστως αρνητικό πρόσημο όταν είναι η βία του «καπιταλισμού», αλλά η βία της επανάστασης αποθεώνεται και οι επαναστάτες λατρεύονται και οργανώνονται στη μνήμη τους μνημόσυνα – σε ένα από τα οποία ήταν προσφάτως παρών ο Α. Τσίπρας. Επιπλέον, η ιδεολογική σχέση μεταξύ της επίσημης και της επαναστατικής Αριστεράς παράγει μια τρανταχτή αντίφαση: η επίσημη Αριστερά καταδικάζει την τρομοκρατία, συμφωνώντας με τον πυρήνα των ιδεολογικών επαγγελιών της τελευταίας.
Η κυριαρχία των αριστερών ιδεών στη Μεταπολίτευση επέτρεψε να στρατολογηθούν με ευκολία τρομοκράτες από το πλήθος των απογοητευμένων ή ανυπόμονων οπαδών της κατεστημένης Αριστεράς. Τα πανεπιστήμια και οι καταλήψεις υπήρξαν οι κύριοι χώροι της στρατολόγησης. Η ιδεολογική ώσμωση ανάμεσα στην επίσημη και την εξτρεμιστική Αριστερά σε κινήματα όπως των «δεκεμβριανών» του 2008 ή των «αγανακτισμένων» είχε αμφίπλευρες, βέβαια, δυναμικές. Ενα κομμάτι των επαναστατών «συνθηκολόγησε» και εντάχθηκε σε πορεία ενσωμάτωσης μέσα στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, ενώ ένα άλλο τμήμα, απογοητευμένο από το «άδοξο» τέλος του Δεκέμβρη και την αναποφασιστικότητα της επίσημης Αριστεράς, στράφηκε σε πιο ριζοσπαστικές επιλογές.
– Αμήχανη καταστολή, αδύναμη δημοκρατία. Η πολιτική καταστολής της τρομοκρατίας στη χώρα μας υπήρξε για πολλά χρόνια αμήχανη, αμυντική και εντέλει ελλειμματική. Η απονομιμοποίηση των μηχανισμών ασφαλείας λόγω της σύνδεσής τους με τη δικτατορία, ο φόβος του πολιτικού κόστους, η προστασία που παρείχαν κάποια ΜΜΕ και κοινοβουλευτικά κόμματα σε τμήματα της άκρας Αριστεράς, ή η πρόσφατη οικονομικοπολιτική κρίση αποτελούν μερικές αιτίες αυτής της αδυναμίας να ακολουθηθεί μια σοβαρή «τεχνική» αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, όπως έγινε στην Ευρώπη.
Η αντιμετώπιση της επαναστατικής βίας αποδεικνύεται ένα σύνθετο έργο, που απαιτεί αποτελεσματικότερη λειτουργία εκ μέρους του κράτους. Γίνεται αναμφίβολα κατανοητό γιατί έχουμε ανάγκη από ένα ισχυρό κράτος δικαίου που θα μπορεί να επιβάλλει τον νόμο. Επιπλέον, όμως, στη σφαίρα της ιδεολογίας χρειαζόμαστε διεύρυνση και εμβάθυνση της δημοκρατικής κουλτούρας της αντι-βίας. Χρειαζόμαστε να κοινωνικοποιηθούμε εκ νέου στις αξίες της ανοικτής κοινωνίας και της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μακριά από τις επαναστατικές χίμαιρες που οδήγησαν κοινωνίες ολόκληρες στον όλεθρο του ολοκληρωτισμού.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
ΠΗΓΗ: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_03/02/2013_510079
3 comments
Ποια “αριστερά” και ποιος “ολοκληρωτισμός”, ποια “Αμήχανη καταστολή” και “αδύναμη δημοκρατία”, ποιο “ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ”, αγαπητό Αντίβαρο; Το κράτος, η δημοκρατία και το δίκαιο έχουν καταλυθεί, φρόντισαν γι’ αυτό οι προδότες δωσίλογοι που μας κυβερνούν με τα ψέματα που ενσυνείδητα διακήρυτταν προεκλογικά και εξαπάτησαν τους πολίτες που τους ψήφισαν… Ο Μαντζαρίδης αποτυπώνει την “ιδεολογία” της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ του Αλαφούζου και του ΣΚΑΪ, της Μεγάλης των βερέμηδων και τατσόπουλων Σχολής. Η …δημοκρατία μας, απειλείται από 20χρονα μειράκια που -αφού αυτοί οι ίδιοι τα “κατασκεύασαν”, οι ηθικοί αυτουργοί της διάλυσης του κράτους και της εκτόξευσης της ανεργίας των νέων στο 60%- τώρα τα δέρνουν τα εξευτελίζουν και τα διασύρουν; Ντροπή που προβάλλετε εκπροσώπους του πραγματικού ολοκληρωτισμού, αυτούς που με τον εθνομηδενισμό τους προετοίμασαν την διαπόμπευση και την παράδοση της πατρίδας στους επικυρίαρχους. Τους ραγιάδες προβάλλετε; Συνεχίστε.
Εύστοχη η ανάλυσή σας κ.Μαραντζίδη.Πράγματι η βία εφάπτεται ιδεολογικά με πολιτικούς χώρους,στην εποχή μας με την Αριστερά αλλά προσέξτε ότι ο φορμαλισμός αυτής της σύνδεσης θυμίζει την προ χούντας περίοδο και τη βία του παρακράτους της Δεξιάς.Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα κατά την άποψή μου.Η εξαλλοσύνη ορισμένων πτερύγων ορισμένων πολιτικών κομμάτων εκπορεύεται από μια ανωμαλία που θα πρέπει να αναζητηθεί βαθιά πίσω στην ιστορία,σε αυτόν τον καταστρεπτικό εμφύλιο που είχε η χώρα μας.Όπου μετά τον Β.Παγκόσμιο Πόλεμο μας βρίσκει ο Ψυχρός Πόλεμος με το Σιδηρούν Παραπέτασμα,αν θα δείτε τον χάρτη,να ταυτίζεται με μεγάλος μέρος των βορείων συνόρων μας.Μπορεί το καθεστώς στη Ρωσία να είχε αλλάξει αλλά τα γεωπολιτικά συμφέροντα ήταν ίδια.Διακόσια χρόνια προσπαθούσε η Ρωσία να βγει στη Μεσόγειο και μάλιστα ο Zbigniew Brzezinski στο βιβλίο του “Η Μεγάλη Σκακιέρα” στην αρχή όπου αναλύει τις διάφορες Αυτοκρατορίες που υπήρξαν στην Ιστορία και εξετάζει τους λόγους της παρακμής τους και γιατί δεν μπόρεσαν να εξελιχθούν σε παγκόσμιες,για την ΕΣΣΔ δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό το σημείο,τη μη έξοδό της δηλαδή στην Μεσόγειο.Σε αυτό το παιχνίδι των μεγάλων έπεσε η χώρα μας στην οποία ασκήθηκε μεγάλη πίεση και από τις δύο πλευρές ως εκ της γεωγραφικής θέσεώς της και αυτό λειτούργησε σαν μια τομή που διαπέρασε κάθετα την κοινωνία μας,μας ενέπλεξε σε έναν καταστρεπτικό εμφύλιο πόλεμο που τελείωσε μεν με την επικράτηση των αστικών και δημοκρατικών δυνάμεων αλλά μαζί με αυτές και ενός παρακράτους που ασκούσε την τρομοκρατία του στην ελληνική επικράτεια και ένα Στρατό που δεν ήταν απολύτως ελεγχόμενος από την Κυβέρνηση.Μια ετεροβαρής συνύπαρξη των πολιτικὠν δυνάμεων που τελικώς οδήγησε στη χούντα,και στη Μεταπολίτευση έχουμε την ανάστροφη κίνηση του εκκρεμούς και παρόμοια φαινόμενα από την άλλη πλευρά,και σε επίπεδο πρακτικής αλλά και φρασεολογίας,είναι χαρακτηριστικό δηλαδή αυτό που επισημαίνετε πως όποιος αντιστρατεύονταν τη δράση της άκρας Αριστεράς εθεωρείτο φασίστας,είναι ακριβώς το ίδιο με τους Κεντρώους τα μετεμφυλιακά χρόνια που χαρακτηρίζονταν κομμουνιστές!
Για να υπάρχει η λεγόμενη «επαναστατική βία» πρέπει να έχει προηγηθεί μία άλλου είδους βία. Το δικαίωμα της αντίστασης σε μια παράνομη εξουσία είναι αυτονόητο. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Άγγλος φιλόσοφος Τζον Λοκ ήδη από το 1688, το δικαίωμα των Ελλήνων χριστιανών, απογόνων των παλαιών κατοίκων αυτής της χώρας, να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό που τους επιβλήθηκε διά της βίας είναι αδιαμφισβήτητο . Αυτό το οποίο απαιτεί ηθική δικαιολόγηση είναι η αντίσταση των πολιτών όταν η εξουσία που αυθαιρετεί σε βάρος τους διαθέτει τα μορφολογικά γνωρίσματα νόμιμης, εκλεγμένης εξουσίας. Η αντίληψη της αντίστασης των πολιτών ως αμυντικής πράξης είναι συνυφασμένη με τη θεμελίωση του δικαιώματος της πολιτικής ανυπακοής.
Όπως εύστοχα σημειώνει ο Γιάννης Πολίτης στο τελευταίο βίβλίο όταν …
….οι νομοθέτες δεν ενεργούν προς όφελος των πολιτών, αλλά προς όφελος τρίτων.
….διαπιστώνεται εκτεταμένη ανομία, ως αποτέλεσμα αμέλειας εφαρμογής των υπαρχόντων νόμων από την πλευρά της κυβέρνησης.
….οι φορείς της εξουσίας καταχρώνται ή σπαταλούν τους πόρους που τους εμπιστεύονται οι πολίτες.
….η πολιτική εξουσία στερεί την ατομική ιδιοκτησία των πολιτών, χωρίς την έγκρισή τους.
τότε υπάρχει πρόβλημα στο Κοινωνικό Συμβόλαιο ή Καταπίστευμα.
Άλλωστε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ήταν σαφής:
«Από την άλλη πλευρά, όμως, οφείλουμε να πούμε πως, όταν υπάρχει αναλγησία και ανευθυνότητα από την πλευρά της εξουσίας, τότε πράγματι πυροδοτούνται φαινόμενα ανυπακοής και αυτοδικίας.
Όταν διαρρηγνύεται το Κοινωνικό Συμβόλαιο ανάμεσα στην…Κυβέρνηση και το λαό, τότε καταρρέει η εμπιστοσύνη των πολιτών στους νόμους και διαχέεται κάθε είδους αντικοινωνική προδιάθεση.
Όταν διαλύεται η οικονομία από αλλεπάλληλες φορο-επιδρομές εκεί οδηγούμαστε.
Όταν πληρώνουμε επί δεκαετίες για… μελλοντικά αγαθά και υπηρεσίες, εκεί οδηγούμαστε.
Όταν αυξάνονται τα τιμολόγια των ΔΕΚΟ πολύ πέρα από τα όρια ανοχής των ανθρώπων,εκεί οδηγούμαστε.
Η ανυπακοή στους νόμους της Δημοκρατίας είναι αντικοινωνική συμπεριφορά ή οδηγεί σε αντικοινωνικές συμπεριφορές. Αλλά αυτό είναι μόνον η μισή αλήθεια…
Η άλλη μισή – και οφείλουμε να την πούμε – είναι ότι η αναλγησία της κυβέρνησης πυροδοτεί κάθε είδους αντικοινωνικές συμπεριφορές.»