Η επιτροπή που ανέλαβε τη διερεύνηση της τριπλής καταστροφής στο εργοστάσιο της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία έδωσε πριν μερικούς μήνες στην δημοσιότητα μία έκθεση από 641 σελίδες για τα αίτια του ατυχήματος. Η έκθεση αυτή δεν προσέχτηκε ιδιαίτερα. Εκείνο που σαφώς δηλώνεται είναι ότι το ατύχημα στο εργοστάσιο της Φουκουσίμα μετά από τον σεισμό και το τσουνάμι το 2011 προξενήθηκε από κακό συντονισμό, έλλειψη κανονισμών και αμοιβαία συγκάλυψη από την ιαπωνική κυβέρνηση, τον διαχειριστή του εργοστασίου και τους ελεγκτές. Αλλά και αυτές οι αιτίες του πυρηνικού ατυχήματος προέρχονται από πολιτισμικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ως στοιχεία ενισχυτικά της προσπάθειας αποτροπής ενός ανθρώπινου λάθους και μιας ανθρώπινης παράλειψης. Βλέπουμε λοιπόν ότι σε κάθε περίπτωση είναι δυνατόν, αλλά και στατιστικά βέβαιο, ότι ο ανθρώπινος παράγοντας θα γίνει αιτία πυρηνικού ατυχήματος.
Στην έκθεση της επιτροπής, που συνέστησε η ιαπωνική βουλή, απορρίπτονται οι ισχυρισμοί από τον διαχειριστή του εργοστασίου της Φουκουσίμα ότι η καταστροφή σε τρεις αντιδραστήρες προξενήθηκε αποκλειστικά λόγω του τσουνάμι που ακολούθησε τον μεγάλο σεισμό της 11.3.2011. Κατηγορούνται έτσι ο διαχειριστής του εργοστασίου και οι ελεγκτές ότι απέτυχαν να λάβουν ικανοποιητικά προληπτικά μέτρα, παρά τη βεβαιότητα ότι η περιοχή της Φουκουσίμα είναι εξόχως σεισμογενής και υπόκειται στον κίνδυνο τσουνάμι. Έτσι, η επιτροπή διερεύνησης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πυρηνικό ατύχημα «ήταν το αποτέλεσμα συμπαιγνίας μεταξύ της κυβέρνησης, των ελεγκτών και του διαχειριστή του εργοστασίου, με συνέπεια την έλλειψη ικανοποιητικής διαχείρισης». Έτσι, «απέτυχαν να προστατεύσουν το έθνος από το πυρηνικό ατύχημα. Επομένως, συμπεραίνουμε ότι το ατύχημα ήταν αποτέλεσμα αποκλειστικά της ανθρώπινης αμέλειας». «Πιστεύουμε ότι οι αιτίες του δυστυχήματος βρίσκονται στα οργανωτικά συστήματα, τα οποία στήριξαν λανθασμένες προϋποθέσεις για αποφάσεις και δράσεις. Η επιτροπή διαπίστωσε άγνοια και αλαζονεία ανεπίτρεπτες για τόσο σοβαρά θέματα. Διαπίστωσε επίσης αδιαφορία για κινδύνους παγκόσμιας σημασίας, όπως και αδιαφορία για την ασφάλεια και την υγεία του πληθυσμού».
Ο πρόεδρος της επιτροπής, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τόκυο, επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά ως αίτια του δυστυχήματος. Συγκεκριμένα δήλωσε: «Εκείνο που πρέπει να αποδεχθούμε με οδύνη είναι ότι η καταστροφή μπορεί να χαρακτηριστεί ως made in Japan. Θεμελιώδεις αιτίες της ανιχνεύονται στις σταθερές τάσεις του ιαπωνικού πολιτισμού: στην άτεγκτη προσήλωσή μας στην υπακοή, στην άρνησή μας να αμφισβητήσουμε τις επίσημες αρχές, στην επιμονή μας προς τους κανονισμούς, στη συλλογικότητά μας. Ακόμη και αν άλλοι Ιάπωνες βρισκόταν στη θέση των υπευθύνων το αποτέλεσμα μάλλον θα ήταν το ίδιο».
Η εξάρτηση της Ιαπωνίας κατά το 30% των ενεργειακών της αναγκών από την πυρηνική ενέργεια σχεδόν μηδενίστηκε για πρώτη φορά σε διάστημα 40 ετών. Όλοι οι 50 αντιδραστήρες, που απέμειναν άθικτοι μετά τον σεισμό και το τσουνάμι το 2011, έχουν τεθεί σε αδράνεια. Πρόσφατα μόνο άρχισαν να λειτουργούν πάλι μερικοί, αφού πέρασαν τον έλεγχο που καθιέρωσε πλέον η ιαπωνική κυβέρνηση. Ωστόσο, η επαναλειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων κατέβασε στους δρόμους χιλιάδες διαδηλωτές που δεν πείστηκαν από τις κυβερνητικές διαπιστώσεις.
Οι διαπιστώσεις της επιτροπής επιβεβαιώνουν με επίσημο τρόπο τους φόβους ότι ο αποκλεισμός του ανθρώπινου λάθους από τις διαδικασίες παραγωγής ενέργειας με πυρηνική σχάση είναι αδύνατος. Ακόμη και προϋποθέσεις θεωρούμενες θετικές, όπως το προηγμένο τεχνολογικό περιβάλλον, η πειθαρχία και η υπακοή, μπορούν να γίνουν αιτίες ανθρώπινου λάθους και συνακόλουθης πυρηνικής καταστροφής. Είναι άξιο μεγάλης προσοχής το ότι «η επιμονή στους κανονισμούς», στοιχείο απαραίτητο στις πυρηνικές εγκαταστάσεις, διαπιστώθηκε ως αιτία του πυρηνικού δυστυχήματος. Αυτό συνέβη στην Ιαπωνία, όπου οι θετικές προϋποθέσεις μιας από τις πιο τεχνολογικά προηγμένες χώρες του κόσμου κατέληξαν σε αιτίες ανθρώπινων λαθών και παραλείψεων. Θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι διαβεβαιώσεις της λογικής δεν μπορούν να καλύψουν την πολυπλοκότητα των συστημάτων διαχείρισης των πυρηνικών διεργασιών.