Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με την ιστορική ιδρυτική Διακήρυξη της 30ης Σεπτεμβρίου 1974, όρισε τη Νέα Δημοκρατία ως πολιτική παράταξη που ταυτίζει το Έθνος με τον Λαό και την Πατρίδα με τους Ανθρώπους της. Πέντε χρόνια αργότερα, στο Α΄ Συνέδριο του κόμματος στην Χαλκιδική (Μάιος 1979), διατύπωσε ως μία (και μάλιστα την πρώτη) από τις βασικές ιδεολογικές αρχές της Νέας Δημοκρατίας, την πίστη στην ιδέα του έθνους, για την οποία, ειδικότερα, επισήμανε τα εξής:
Το έθνος παραμένει το φυσιολογικό πλαίσιο της ζωής του ατόμου. Κανένα πρόσωπο και κανένας σχηματισμός δεν καταξιώνεται ηθικά, πολιτικά και πολιτιστικά έξω από τα εθνικά πλαίσια. Η εθνική συνείδηση είναι συνείδηση μιας αποστολής. Εμπνέει τα άτομα και τα παρακινεί να μοχθήσουν για την πρόοδο και την ανεξαρτησία της πατρίδας τους και να την υπερασπιστούν ακόμη και με θυσία της ζωής τους. Η Νέα Δημοκρατία εμπνέεται και παραδειγματίζεται από τα λαμπρά πολιτιστικά πρότυπα που εδημιούργησε ο ελληνικός πολιτισμός κατά την διαδρομή των αιώνων. Η ουσία της πολιτικής της φιλοσοφίας είναι ελληνική και συνδυάζει την υγιά παράδοση με ό,τι καλύτερο έχει να μας προσφέρει η σύγχρονη σκέψη.
Δεν χρειάζονται να ειπωθούν περισσότερα για να καταδειχθεί:
α) ότι η ιδέα του έθνους αποτελεί θεμελιώδη ιδεολογική σταθερά της Νέας Δημοκρατίας και
β) ότι ο πατριωτισμός, ως συναίσθηση αποστολής και πηγή έμπνευσης, αποτελεί, για τον συνειδητό νεοδημοκράτη, ουσιώδη έκφραση της πίστης του προς την ιδέα του έθνους.
Με αυτά τα δεδομένα είναι προφανές ότι, εδώ και πολλά χρόνια, η Νέα Δημοκρατία, έχοντας αποσυνδέσει τον πολιτικό της λόγο από την οφειλόμενη διαρκή αναφορά της στην ιδέα του έθνους και στον πατριωτισμό, ως συγκεκριμένη και πρωταρχικής αξίας έκφραση της ιδεολογικής της αυτογνωσίας, όχι μόνον απέκλινε ουσιωδώς από τις ιδεολογικές παρακαταθήκες του ιδρυτή της, αλλά και συνέβαλε, στην συστηματικά καλλιεργούμενη, από την αριστερά, εδώ και δεκαετίες, απαξίωση των ιδεών αυτών στην συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας.
Πράγματι, είναι γνωστό ότι στην χώρα μας, όπου η αριστερόστροφη διανόηση έχει επιβάλει την ιδεολογική της κυριαρχία, εκμεταλλευόμενη την χρόνια ανοχή του φιλελεύθερου χώρου, η επίκληση της ιδέας του έθνους και η αναφορά στον πατριωτισμό λοιδορούνται ως εκδηλώσεις αναχρονιστικής και αντιδραστικής, αν όχι φασιστικής νοοτροπίας, από τους άλλοτε δουλικούς υμνητές της «μοναδικής πατρίδας των λαών», οι οποίοι, ισοσταθμίζουν, σε επίπεδο ιδεολογικής επιρροής, ό,τι η ιστορική πραγματικότητα τους έχει αμετάκλητα αφαιρέσει, μετά την παταγώδη κατάρρευση των κοσμοειδώλων τους.
Η εκλογική συντριβή της Νέας Δημοκρατίας ανέδειξε, μέσα από την προσπάθεια αναζήτησης των αιτίων της ήττας, τις οδυνηρές συνέπειες του ιδεολογικού αφοπλισμού του κόμματος και θέτει επιτακτικά, εν όψει της διαδικασίας ανάδειξης του νέου ηγέτη της παράταξης, την ανάγκη ιδεολογικής ανασυγκρότησης.
Όμως, η ιδεολογική ανασυγκρότηση προϋποθέτει την εγκατάλειψη των συνεπειών μιας μακρόχρονης όσο και αδικαιολόγητης ψυχοπνευματικής διεργασίας, μέσα από την οποία η αριστερά αποτίναξε, πολύ σύντομα και με περίσσιο θράσος, τις ευθύνες της για αντεθνικού χαρακτήρα επιλογές της (υπονόμευση της μικρασιατικής εκστρατείας, συναίνεση για την αποκοπή Μακεδονίας -Θράκης από τον εθνικό κορμό, βίαιη απόπειρα εγκαθίδρυσης «λαϊκής» δημοκρατίας) και, εμφανίζοντας τον εαυτό της ως μόνιμο και μάλιστα μαρτυρικό θύμα των αντιπάλων της, πέτυχε, κατ’ αρχήν, να διαμορφώσει, στην συνείδηση των νεοτέρων γενεών, την συμπάθεια που εύλογα συγκεντρώνει ο «βασανισμένος» και ο «αδύνατος» και, στη συνέχεια, να μετατρέψει αυτή την απλή συμπάθεια σε πεποίθηση ιστορικής αδικίας για την χαμένη ευκαιρία του επαναστατικού της ονείρου….
Μέσα από αυτή την διαδικασία φθάσαμε, σταδιακά, στο επονείδιστο κατάντημα της διαρκούς θωπείας της αριστεράς, προκειμένου να τύχουμε της μεγάθυμης συναίνεσης της τελευταίας και να αποκτήσουμε ιδεολογικοπολιτική νομιμοποίηση. Στο πλαίσιο δε αυτής της διαρκούς θωπείας «ξεχάστηκαν» από τον πολιτικό μας λόγο (πλην ελαχιστοτάτων εξαιρέσεων) και η ιδέα του έθνους και ο πατριωτισμός.
Συνεπώς, για να ανασυγκροτηθεί ιδεολογικά η Νέα Δημοκρατία πρέπει, πάνω απ’ όλα, να πάψει να αισθάνεται ενοχές επειδή η παράταξη, την οποία εκφράζει, δεν επέτρεψε στην κομμουνιστική ανταρσία να μετατρέψει την χώρα μας σε ολοκληρωτικό σταλινικό «παράδεισο». Πρέπει, με άλλα λόγια, η παράταξη να πάψει να ντρέπεται, επειδή νίκησε και να υπενθυμίζει, όταν η ιστορική μνήμη το απαιτεί, ότι η νίκη εκείνη, σ’ ένα αγώνα που δεν τον θέλησαν οι νικητές, αλλά τον επεδίωξαν, συστηματικά, οργανωμένα και φανατισμένα, οι μετέπειτα ηττημένοι, διατήρησε την Ελλάδα ελεύθερη και κυρίαρχη. Και πρέπει να ξαναθυμηθεί η Νέα Δημοκρατία ότι η τιμή προς τον εθνικό στρατό και προς όλους όσοι υπάκουσαν στην φωνή της Πατρίδας, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις τιμές που αποδίδονται, ιδίως σήμερα, στον Γράμμο και στο Βίτσι, προς τους ηττημένους «επαναστάτες»…
Ακόμη, η Νέα Δημοκρατία πρέπει να ξαναθυμηθεί και να υπενθυμίσει στον ελληνικό λαό ότι, ο ιδρυτής της, έθεσε τις βάσεις της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, μετά την εμπόλεμη δεκαετία του 1940-50, ότι αποκατέστησε αναίμακτα την δημοκρατία, όταν άλλοι κρύβονταν, μετά την πτώση της απριλιανής δικτατορίας και ότι κατέστησε την Ελλάδα ισότιμο μέλος της ενωμένης Ευρώπης, όταν κάποιοι, σημερινοί βουλιμικοί καταναλωτές των ευρωπαϊκών κονδυλίων, λοιδορούσαν και χλεύαζαν το ευρωπαϊκό όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στοιχημένοι πειθήνια πίσω από τις τριτοκοσμικές ονειρώξεις του Α. Παπανδρέου.
Πρόκειται για τα μεγάλα εθνικά επιτεύγματα της παράταξης, που εκφράζει η Νέα Δημοκρατία και τα οποία αποκρυσταλλώνουν την αυξημένη αίσθηση ευθύνης έναντι του έθνους και τον δημιουργικό πατριωτισμό, χάρη στον οποίο ξεπεράστηκαν δυσχέρειες, εμπόδια και αντιστάσεις, που, κάλλιστα, θα μπορούσαν να λυγίσουν ή να απογοητεύσουν.
Σήμερα, που η παράταξη αναζητεί την χαμένη της ιδιοπροσωπία και με δεδομένη την κρισιμότητα των εθνικών μας θεμάτων, είναι επιβεβλημένη η επιλογή ηγεσίας ικανής να αποκαταστήσει την ιδέα του έθνους στο ιδεολογικό βάθρο που της αξίζει και να εξυψώσει τον πατριωτισμό ως αναγκαία προϋπόθεση της πολιτικής.
Χρειαζόμαστε, συνεπώς, ηγεσία που θα προτάξει το πατριωτικό φρόνημα, που θα είναι ανένδοτη στον απόλυτο σεβασμό της εθνικής μας αξιοπρέπειας, που θα τιμά με υπερηφάνεια τα ιερά και τα όσια της φυλής, τους ήρωες και τους νεκρούς των εθνικών μας αγώνων, που δεν θα ντρέπεται να μιλήσει για το έθνος, την ιστορία του και την προσφορά του στην ανθρωπότητα.
Χρειαζόμαστε ηγεσία που να αποκλείει την πιθανότητα να στηριχθεί από το εθνικό κέντρο, κάποιο άλλο ανοσιούργημα σε βάρος της Κύπρου, αντίστοιχο με το σχέδιο Ανάν, που εξυφαίνουν οι ποικιλώνυμοι υποστηρικτές της τουρκικής αδιαλλαξίας, υπό την πρόθυμη ανοχή που προσφέρουν εγχώριοι «προοδευτικοί», πρόθυμοι εντολοδόχοι ή αφελείς ειρηνόφιλοι.
Χρειαζόμαστε ηγεσία που να θυμίζει ότι, το πρόβλημα του ονόματος των Σκοπίων παραμένει αγκάθι στις πλάτες του Ελληνισμού επειδή κάποιοι, όχι μόνον δεν πίστεψαν ποτέ στην εθνική υπόθεση για την αποτροπή του σφετερισμού του ονόματος και της ιστορίας της Μακεδονίας, αλλά και έσπευσαν να δηλώσουν, διαψευδόμενοι πανηγυρικά από την ίδια την ιστορία, ότι «σε δέκα χρόνια κανείς δεν θα θυμάται το Μακεδονικό».
Χρειαζόμαστε ηγεσία που δεν θα αντιμετωπίζει με επιπολαιότητα, μελετημένες προκλήσεις, όπως η προσγείωση στην Κέρκυρα του αεροπλάνου της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», με το οποίο και με την σύμφωνη γνώμη του υπουργείου εξωτερικών, κατέφθασε στο νησί ο σκοπιανός ΥΠΕΞ Μιλόσκι και δεν θα φορτώνει, με πολύ ελαφριά καρδιά, την αδικαιολόγητη έξοδο από την χώρα σημαντικών υποδίκων, στις πλάτες διοικητικών υπαλλήλων.
Χρειαζόμαστε ηγεσία που να μπορεί να συνεχίσει την επιτυχία του Βουκουρεστίου, την πολιτική των αγωγών, την συνεργασία με την Κίνα, χωρίς να αισθάνεται υποχρεωμένη να απολογείται ή να δικαιολογείται, για πολιτικές και αποφάσεις που ενισχύουν την εθνική ανεξαρτησία και ενδυναμώνουν την θέση της χώρας στην διεθνή σκηνή.
Χρειαζόμαστε, τελικά, ηγεσία που να διαπνέεται από διάθεση ανιδιοτελούς προσφοράς προς το έθνος και να υπηρετεί με αφοσίωση και πατριωτισμό τα εθνικά συμφέροντα.
Είναι προφανές ότι αυτή την ηγεσία μπορεί να την διασφαλίσει, καλύτερα από τον καθένα, ο Αντώνης Σαμαράς. Αντιθέτως, η μέχρι στιγμής πολιτεία της Ντόρας Μπακογιάννη, κάθε άλλο παρά αποδεικνύει ότι συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες εκείνων που, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ταυτίζουν το Έθνος με τον Λαό και την Πατρίδα με τους Ανθρώπους της.-
3.11.2009
Διονύσης Κ. Καραχάλιος
.