Λευκές Κορδέλες: κινηματογραφικό έργο, σκηνοθετικό αριστούργημα του Γερμανού σκηνοθέτη Μίκαελ Χάνεκε που απέσπασε τον χρυσό φοίνικα και το βραβείο κριτικών στις Κάννες. Πραγματεύεται τον κυρίαρχο γερμανικό τρόπο ζωής σε ένα από τα πολλά Γερμανικά χωριά στην προπολεμική περίοδο του 1913, λίγο πριν αρχίσει ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος. Το προπαγανδιστικό «μήνυμα» του έργου είναι ξεκάθαρο: τότε ήταν χειρότερα από τώρα.
Το έργο αποτελεί μνημείο κατασυκοφάντησης της αγροτικής ζωής του χωριού, κάνει την έναρξη του πολέμου να μοιάζει ως λύτρωση γι αυτούς τους ανθρώπους. Αυτός ο τρόπος ζωής παρουσιάζεται ως απόλυτα καταπιεστικός από την μικρότητα του συνάνθρωπου, υποκριτικός λόγω της θρησκευτικής πίστης και γεμάτος σεξουαλικές διαστροφές από την απλή σαρκική δεισιδαιμονία μέχρι την εγκληματική αιμομιξία. Είχαμε και εμείς παρόμοιο τρόπο ζωής με τους Γερμανούς στα δικά μας χωριά, και στις γειτονιές των μεγάλων πόλεων. Πηγή γνώσης μας, εκτός από τις εμπειρίες όσων πρόλαβαν να τον ζήσουν, ο ελληνικός κινηματογράφος που πραγματεύεται την ζωή του χωριού, αλλά και της παρόμοιας γειτονιάς στο αστικό περιβάλλον. Κάποιες φορές, ναι, μπορούσε η ζωή αυτή να ήταν τυραννική για τον άνθρωπο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων όμως θυμόμαστε κυρίως την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους και την ηρεμία τους στα όρια της αθωότητας και της αφέλειας.
Και στους δύο τρόπους ζωής, Γερμανικό και Ελληνικό, ο άνθρωπος μετείχε σε κάτι που τον ξεπερνούσε. Μεταφυσικός άξονας της Γερμανικής κοινωνίας ήταν το Ιερό, όπως αυτό εκφραζόταν μέσα από την έντονη κοινωνική ιεραρχία και πειθαρχία. Μεταφυσικός άξονας στην Ελληνική κοινωνία ήταν η ίδια η Κοινότητα, όπως αυτή εκφραζόταν μέσα από δημοκρατικά σχήματα και την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Υπήρχε τέλος πάντων και στις δύο κοινωνίες κάτι υπέρτερο από το άτομο, ο άνθρωπος δεν τέλειωνε στο τομάρι του. Διαφορά μεταξύ του Γερμανικού και του Ελληνικού τρόπου ζωής ήταν ο τρόπος μετοχής. Στην Ελληνική κοινότητα η μετοχή συνήθως ήταν ισότιμη, δεν είχαμε τις έντονες ταξικές διαφορές των Γερμανών και την αυστηρή κοινωνική διαστρωμάτωση των άλλων Ευρωπαίων.
Αυτός ο τρόπος ζωής του Γερμανικού ή Ελληνικού χωριού/γειτονιάς δεν είχε αναγάγει την ελευθερία ως το μόνο αγαθό άξιο επιδίωξης για τον άνθρωπο όπως γίνεται τώρα. Υπήρχαν και άλλα αγαθά εξίσου σημαντικά προς επιδίωξη, όπως το αίσθημα της πληρότητας και το νόημα στην ζωή του ανθρώπου. Η ζωώδη φύση του ανθρώπου αποζητάει την απόλυτη ελευθερία, ο ατομισμός και τα υλικά αγαθά είναι ο αναγκαίος δρόμος προς αυτή την επίτευξη. Όμως ο άνθρωπος λόγω της συναίσθησης τής θνητότητάς του αποζητάει και νόημα στην ζωή του, δηλαδή αιτία και σκοπό στην ύπαρξή του. Αποζητάει επίσης την πληρότητα στην σχέση του με τους άλλους λόγω της εκ κατασκευής ελλειμματικής φύσης του, η ανθρώπινη ψυχή είναι απλωμένη στους δικούς της ανθρώπους, πάντα αναζητά το κομμάτι που της λείπει. Ο τρόπος ζωής της κοινότητας προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία αυτών των τριών βασικών αγαθών: της ελευθερίας, της πληρότητας και του νοήματος.
Η ελευθερία αποτελεί σίγουρα την έναρξη της αναζήτησης του ανθρώπου για ευτυχία, χωρίς την έναρξη αυτή δεν προχωράει ο άνθρωπος στην παραπέρα ολοκλήρωσή του. Η Ελληνική παράδοση μετά την ελευθερία έδινε έμφαση στην ανθρώπινη πληρότητα, ενώ η Γερμανική παράδοση στο νόημα. Το πρόβλημα του καιρού μας είναι ότι η αναζήτηση μένει προσκολλημένη στην έναρξη. Βέβαια πρέπει να παραδεχθούμε ότι η εμμονή του ανθρώπου στην επίτευξη της ελευθερίας και μόνο, οδηγεί σε ένα πολύ υψηλό βιοτικό επίπεδο, μια πληθώρα υλικών αγαθών. Ο λόγος είναι ότι σε περιβάλλον απόλυτης ελευθερίας έχουμε ανάδυση ισχυρών ενστίκτων ανταγωνιστικότητας που οδηγούν σε υψηλούς βαθμούς παραγωγικότητας. Από την άλλη όμως, υποβαθμίζοντας την σημασία του αισθήματος της πληρότητας και του νοήματος στην ζωή, υποβαθμίζεται η ποιότητα της ανθρώπινης ζωής, όπως αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από τους σημερινούς δείκτες της εγκληματικότητας, των αυτοκτονιών, των διαζυγίων, των ψυχικών νοσημάτων κ.λπ.
Ακόμα και η ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι αποτέλεσμα της απώλειας της σχέσης του ανθρώπου με την φύση και της εμμονής του στην παραγωγικότητα. Ιστορικά σίγουρα ήταν αναγκαία η έμφαση στην παραγωγικότητα και κατά συνέπεια στην αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας λόγω πολλών ευρωπαϊκών αιώνων συνεχών πολέμων και κακουχιών. Μέχρι τώρα καλώς πράξαμε, έφτασε όμως η ώρα να κάνουμε πίσω γιατί περάσαμε την γραμμή. Βέβαια οι θιασώτες του σύγχρονου τρόπου ζωής συνεχίζουν να μας υπόσχονται «λαγούς με πετραχήλια», αλλά νομίζω ότι αρχίζει να αποτελεί κοινή αίσθηση ότι πλησιάζουμε σε αναπόφευκτα αδιέξοδα ή αλλιώς κινδυνεύουμε να περάσουμε την γραμμή χωρίς επιστροφή.
Πρέπει να αναζητήσουμε ιστορικά πρότυπα κοινωνικής ζωής περισσότερο ανθρωποκεντρικά και αναγκαστικά λιγότερο παραγωγικά που θα μας βοηθήσουν να επαναπροσδιορίσουμε τους σύγχρονους κοινωνικούς θεσμούς για τον απαραίτητο πλέον κοινωνικό μετασχηματισμό. Να αντιστρέψουμε την παγκόσμια κοινωνική τάση για τυφλή υιοθέτηση Αγγλοσαξονικών προτύπων κοινωνικής ανάπτυξης και συνοχής. Η ηπειρωτική Ευρώπη λόγω πολιτιστικής παράδοσης οφείλει να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας αναμοχλεύοντας κυρίως την Ελληνική και την Γερμανική παράδοση. Γι αυτό είναι απογοητευτικό όταν βλέπεις σε επίπεδο τέχνης ευρωπαϊκού κινηματογράφου να επιδεικνύεται τέτοια μεροληψία, αν όχι ανοικτή εχθρότητα, στην περιγραφή ιστορικών κοινωνικών προτύπων τα οποία αργά ή γρήγορα θα αποτελέσουν σημεία αναφοράς του αναπόφευκτου κοινωνικού μετασχηματισμού και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο.
Δημήτριος M. Ζιαμπάρας, Δικηγόρος, ΜΒΑ, DiplEng
.