Eν αρχή παραπομπή σ’ έναν μύθο του Αισώπου, ας έχουμε πάντοτε υπ’ όψιν ότι «μύθος εστί λόγος ψευδής εικονίζων την αλήθειαν», ο μύθος εξεικονίζει, υποδηλώνει μια αληθινή κατάσταση.
Πρώτα το αρχαίο κείμενο, για να απολαύσουμε την αειφεγγή προγονική γλώσσα και κατόπιν η νεοελληνική απόδοση:
«Όνος άλας γέμων ποταμόν διέβαινεν. Ολισθήσας δε ως κατέπεσεν εις το ύδωρ, εκτακέντος του αλός, κουφότερος εξανέστη. Ησθείς δε επί τούτω, επειδή ύστερον σπόγγους εμπεφορτισμένος, κατά τινά ποταμόν εγένετο, ωήθη ότι, εάν πάλιν πέση, ελαφρότερος διεγερθήσεται. Και δη εκών ωλίσθησε. Συνέβη δε αυτόν των σπόγγων ανασπασάντων το ύδωρ, μη δυνάμενον εξανίστασθαι, εν τούτω αποπνιγήναι».
Δηλαδή: «Ένας γάιδαρος φορτωμένος αλάτι περνούσε ένα ποτάμι, αλλά γλίστρησε κι έπεσε στο νερό. Επειδή έλιωσε το αλάτι σηκώθηκε ελαφρότερος. Χάρηκε μ’ αυτό κι έτσι μια άλλη φορά που περνούσε φορτωμένος σφουγγάρια ένα ποτάμι, σκέφτηκε ότι, αν πέσει πάλι, θα σηκωθεί ελαφρότερος. Πράγματι γλίστρησε σκόπιμα. Τότε όμως τα σφουγγάρια ρούφηξαν το νερό, βάρυναν και ο γάιδαρος πνίγηκε».
Το πάθημα του γαιδάρου, το πάθαμε κι εμείς ως λαός και δεν εννοώ ότι έχουμε κάποια σχέση με το άκακο ζώο. Αν και ο Γ.Σουρής, ποιητής κλαυσιγελώτων, όπως τους ονόμαζαν οι αρχαίοι λέει για τους πολιτικούς: “Ω Ελλάς ηρώων χώρα/τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα“.
Κουβαλούσαμε, λοιπόν, ως λαός στους ώμους μας αλάτι. Το αλάτι ήταν και είναι πολύτιμο. Ο Όμηρος το αποκαλεί «θείον» και χαρακτηρίζει βάρβαρους τους λαούς που δεν το χρησιμοποιούν. «Ουδέ θ’ άλασσι μεμιγμένον είδαν έδουσι». (Όδ. Λ, 123) «και ούτε καν αλατισμένο φαγητό τρώνε». «Υμείς εστέ το άλας της γης», εσείς είστε το αλάτι της γης, λέει ο Κύριος στους μαθητές του, όλων των αιώνων. Το αλάτι, παλιότερα, το χρησιμοποιούσαν όπως σήμερα το ψυγείο. Μες στο αλάτι η τροφή δεν σαπίζει. Έτσι είναι και η πίστη του Χριστού, συντηρεί τον κόσμο, τον σώζει και νοστιμίζει την ζωή, της δίνει νόημα. Αλάτι είναι η παράδοσή μας. Τι είναι παράδοση; Σύμφωνα με την ετυμολογία της, παράδοση δεν είναι ό,τι παραλαμβάνει κανείς (αλλιώς θα λεγόταν παραλαβή) αλλά ό,τι θα παραδώσει. (Από το ρήμα παραδίδωμι). Παράδοση είναι η ζωντανή φωνή των κεκοιμημένων. Δεν είναι στροφή προς το παρελθόν, αλλά τροφή για το μέλλον. “Ελλάδα είσαι γεννημένη από τους πεθαμένους” λέει ο ποιητής Τ. Λειβαδίτης, Ποτάμι είναι οι σειρήνες της καλοπέρασης, της υλοφροσύνης, του εύκολου και άκοπου πλουτισμού, αυτό που λέμε Νέα Εποχή, που θέλει τη ζωή μας να μοιράζεται μεταξύ δύο συσκευών: της τηλεόρασης και του ψυγείου. Να βλέπουμε τι θα φάμε και να τρώμε βλέποντας. Γι’ αυτό και μας ονομάζουν καταναλωτές και όχι πολίτες. Καταναλωτές είναι τα ζώα. Λέει ο άγιος Χρυσόστομος: «Άνθρωπος γάρ εστίν ουκ όστις χείρας και πόδας έχει ανθρώπου, ούδ’ όστις εστί λογικός μόνον, άλλ’ όστις ευσέβειαν και αρετήν μετά παρρησίας ασκεί». (Ε.π. 49, 423).
Βουλιάξαμε σ’ αυτό το ύπουλο ποτάμι, έλιωσε το άλας, χάσαμε και ξεχάσαμε την παράδοσή μας και νιώσαμε ελεύθεροι. Με γλώσσα ανάπηρη – έλεγε σοφός Ρώσος γλωσσολόγος, “όταν οι εχθροί σου θα έχουν ξεμάθει την ορθογραφία τους, να ξέρεις ότι η νίκη πλησιάζει“- αφιλόπατροι και, κυρίως, χωρίς την αμώμητο πίστη μας, χωρίς Χριστό και «χωρίς Χριστό, όλα επιτρέπονται», κατά την αειθαλή ρήση του Ντοστογιέφσκι.
Φορτωθήκαμε σφουγγάρια, είχαμε τζιβαϊρικόν πολυτίμητο και πήραμε ασκιά γιομάτ’ αγέρα και κούφια καρύδια, όπως θα έλεγε ο Μακρυγιάννης.
Όμως, ας μην απελπιζόμαστε. Ένας σύγχρονος γέροντας, ο πατήρ Ανανίας Κουστένης, λέει: «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει. Τώρα είμαστε στο ξαπόσταμα». Ποιά είναι η λύση. Να γυρίσουμε πίσω: «Όλα τα έθνη για να προοδεύσουν πρέπει να βαδίσουν εμπρός, πλην του ελληνικού που πρέπει να στραφεί πίσω», έλεγε ο σοφός αθηναιογράφος, Δημήτρης Καμπούρογλου. Σ’ αυτό το διαμαντένιο πέλαγος, την παράδοσή μας θα βουτήξω και θα ανασύρω λίγα τιμαλφή και πολύτιμα για να δούμε τι μας πρέπει. Τώρα είμαστε σαν τον άρρωστο, όμως δεν είμαστε μόνοι μας. «Ιδού, ο Χριστός που γέρνοντας/ στου πόνου το κρεββάτι / σου σιάζει το προσκέφαλο / και σε παρηγορά», γράφει ο Σολωμός σ’ ένα εξαιρετικό του ποίημα.
Κατά εποχές κάποιες λέξεις, καταλαμβάνουν πρωτεύουσα θέση στο λεξιλόγιό μας. Τώρα η επίζηλη λέξη είναι η κρίση. Κατ’ εμέ η κρίση, για μας τους Ρωμηούς τουλάχιστον, είναι ένα προσωπείο πίσω από το οποίο βρίσκεται ένα πρόσωπο, ο τωρινός Έλληνας, η σημερινή Ελληνίδα, που νοσταλγούν. Η κρίση για μας είναι μια πολύ οδυνηρή νοσταλγία. Η λέξη νοσταλγία, δεν είναι λέξη ελληνική, το σωστότερο είναι να πούμε ότι μιλάει ελληνικά. Όπως, έλεγε ο μεγάλο Ευρωπαίος φιλόσοφος, Χάιντεγγερ, «αυτό που χωρίζει την ελληνική γλώσσα από κάθε άλλη ανθρώπινη γλώσσα, είναι ότι οι λέξεις δεν παραπέμπουν στα πράγματα, αλλά εικονίζουν τα πράγματα. Απαντά η κάθε λέξη στο ερώτημα «τι εστίν». Νόστος είναι η επάνοδος, η επιστροφή στην πατρίδα, η παλιννόστηση. Άλγος είναι ο πόνος. Τις «παντρεύει» ωραιότατα αυτές τις δύο λέξεις η γλώσσα μας, και… τι τίκτεται; Η νοσταλγία, ο πόνος, ο πόθος της επιστροφής στην πατρίδα. Παραπέμπω σ’ ένα έξοχο κείμενο του τροπαιούχου νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη. «Όσο προχωρεί ο καιρός», έλεγε το 1936, «και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα· πώς αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά, δεν είναι ο τόπος μας, αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα με μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό…».
Εμείς οι Έλληνες, οι Ρωμηοί, οι Γραικοί, και τα τρία δικά μας είναι-ένα μοιρολόι της Άλωσης της Πόλης, του Ματθαίου, Μυρέων, έγραφε: «Αλλοίμονον, αλλοίμονον στο γένος των Ρωμαίων / Ω! Πώς εκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων / Σ’ εμάς εις όλους τους Γραικούς / να έλθη τούτ’ η ώρα» – την πίκρα, την οδύνη αυτή, την καταργούμε με δύο δυνάμεις: την πίστη και την μνήμη. Το αγιασμένο πετραχήλι του Πατροκοσμά δίδασκε ψυχή και Χριστό. Το ίδιο πράγμα είναι. Πρέπει να βρούμε την ψυχή μας – αν και δεν μου αρέσουν τα «πρέπει», «να γδάρω το πρέπει από το γιώτα και να το φτάσω μέχρι το πι» έλεγε ο Ελύτης – έχουμε χρέος να ανακαλύψουμε πάλι το χρυσοφόρο κοίτασμα της Παράδοσής μας. Κυρίως οι νέοι.
«Να μην βαριέστε το ψάξιμο / και να μην κουράζεστε στο σκάψιμο». Έτσι αποκρίθηκε ο Παλαμάς σε φοιτητική συντροφιά που τον επισκέφτηκε την μεγάλη ημέρα της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Και μέθυσαν εκείνα τα παιδιά με το «αθάνατο κρασί του ‘21».
Και από αυτό το διαμαντοφόρητο πέλαγος της παράδοσής μας, που φιλοξενεί τα προσανάμματα που εφώτισαν όλη την Οικουμένη θα βγάλω λίγα κοσμήματα από μια περίοδο της ιστορίας μας, που δεν την πολυτιμούμε. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τότε που έλαμπε το μυστήριον της ευσεβείας, η Πονεμένη Ρωμηοσύνη. Σήμερα δεν ζούμε μια νέα Τουρκοκρατία, ύπουλη και δολερή, όπως έλεγε ο Μάνος Χατζηδάκις; Όπως και τότε έτσι και τώρα οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι μας μέμφονται ότι δεν είμαστε απόγονοι Ελλήνων. Όταν κάποτε ένας Φράγκος ρώτησε τον Σεφέρη «μα πιστεύετε σοβαρά ότι είστε πραγματικά απόγονοι του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή» απάντησε:
«Όχι, είμαστε απόγονοι μονάχα της μάνας μας, που μας μίλησε ελληνικά, που προσευχήθηκε ελληνικά, που μας νανούρισέ με παραμύθια για τον Οδυσσέα, τον Ηρακλή, τον μαρμαρωμένο βασιλιά και τον Παπαφλέσσα και ένιωθε την ψυχή της να βουρκώνει την Μεγάλη Παρασκευή, μπροστά στο ξόδι του Θεανθρώπου».
Και να ‘ταν μονάχα οι ξένοι; Έχουμε και τους δικούς μας Γραικύλους της σήμερον, όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης. Ένας παλιός θυμόσοφος επίσκοπος έλεγε για κάποιους μεταμοντέρνους εκκλησιομάχους «αν δώσεις μια οδοντογλυφίδα σε έναν Νεοέλληνα, ιδίως απ’ αυτούς που ξεκινά το επίθετό του με το “παπά”, τότε στα δόντια του θα ανακαλύψεις ψίχουλα από τα πρόσφορα, που έφαγε και μεγάλωσε η οικογένειά του»…