Στο συνέδριο Τούρκων πρέσβεων που έγινε στην πόλη Μάρντιν το 2010, γεωγραφικά στην ίδια περίπου ευθεία με τα Άδανα, ανατολικότερα όμως, στα σύνορα με τη Συρία, κοντά στο Ιράκ και το Ιράν, ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου είχε κάμει μιαν εξαιρετικά εντυπωσιακή ομιλία. Ολόκληρη, μεταφρασμένη στα ελληνικά, μπορεί να τη βρει κανείς στο www.ifestosedu.gr/109Davutoglou.htm. Στην πραγματικότητα, θα ήταν ευχής έργο αν ολόκληρη την ομιλία διάβαζε κάθε διπλωμάτης, κάθε υπάλληλος των υπουργείων εξωτερικών Κύπρου και Ελλάδος, κάθε σοβαρά ενδιαφερόμενος πολίτης για τα τεκταινόμενα στην περιοχή μας.
Η ομιλία, εμπνευσμένη και εμπεριστατωμένη, με βάθος γνώσεων και ευαισθησία που σπανίζει σε οποιουδήποτε πολιτικού ή διπλωμάτη τον λόγο, αποτελεί στην ουσία την περιγραφή του «οράματος» της σημερινής Τουρκίας που αφορά στο μέλλον της και στο ρόλο που καλείται, κατά τη γνώμη της, να διαδραματίσει στη διαμόρφωση της νέας, παγκόσμιας νοοτροπίας, του καινούργιου «πολιτισμού συναδέλφωσης» των λαών και του «συμπατριωτισμού», όπως τον ονομάζει ο Νταβούτογλου. Ως κήρυκας και κεντρικός άξονας της διάσημης, πλέον (αν και για πολλούς διαβόητης), «παγκοσμιοποίησης», η Τουρκία εμφανίζεται παράλληλα να προωθεί για τον εαυτό της και τον ρόλο τής ηγέτιδας δύναμης στην ανάπτυξη ενός περιφερειακού, τουρκοκεντρικού «συμπατριωτισμού» που εκτείνεται, για την ώρα, από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη στα Βαλκάνια μέχρι και την Υεμένη, στην νοτιοδυτική άκρη της Αραβικής χερσονήσου.
Λόγω της λογοτεχνικής, αλλά και της πολιτικής και πολιτισμικής της αξίας, η ομιλία παρουσιάζει ένα τεράστιο ενδιαφέρον, ειδικά για λαούς που κινδυνεύουν να τους καταπιεί, χωρίς να χρειαστεί ούτε μια γουλιά νερό, η Τουρκία.
Όντας ένας από εκείνους που προσπάθησαν να κατανοήσουν την Τουρκία και τους Τούρκους, που θέλησαν να ερευνήσουν με όση αντικειμενικότητα γίνεται τις δικές μας ιδέες και αντιλήψεις γι’ αυτούς που, κατά γενική παραδοχή, κοιτάζαμε πάντα αφ’ υψηλού με περιφρόνηση, αδιαφορία και συχνά αγανάκτηση για τις ιστορικές τους βαρβαρότητες, προσπάθησα ταυτόχρονα όπως και πολλοί άλλοι, πιστεύω, να τις ξεχνώ με την πάροδο των χρόνων, να τις βάζω στην μπάντα και να λέω «άνθρωποι είναι κι αυτοί, κάποτε θα έρθουν στον λογαριασμό». Πολλά από αυτά ισχύουν ακόμα και αυτή τη στιγμή, όπως και το γεγονός ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τους Τούρκους εμπεριέχει και μια ειλικρινή θλίψη, μια πραγματική λύπηση, παράξενα, αλλ’ όχι ανεξήγητα συνδυασμένη με μια δόση ειρωνείας για την επιμονή τους να προβάλλουν – παρά τα ελλείμματά τους – ένα εξίσου πολιτισμένο πρόσωπο με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η πραγματικά πολύ σημαντική ομιλία του Νταβούτογλου, άκρως πειστική για τους ξένους, αλλά και για πολλούς αφελείς και απληροφόρητους (δηλαδή τους περισσότερους από μας – γι’ αυτό άλλωστε δεν μπορούμε να προσβλέπουμε σε εθνική επιβίωση χωρίς πολιτισμική άνοδο), όσο αλματωδώς βελτιωμένη κι αν παρουσιάζεται σήμερα σε σύγκριση με τα πολύ κακά προηγούμενα της, εξακολουθεί να μην μπορεί να κρύψει τις αληθινές φιλοδοξίες και τα αληθινά οράματα της Τουρκίας, που στην ουσία τους διαποτίζονται από έναν αδιάλειπτο επεκτατισμό.
Ο μεγάλος Έλληνας οσμανολόγος και βαλκανιολόγος καθηγητής Σπύρος Βρυώνης, εντοπίζει την παραδοσιακή πια και αγωνιώδη προσπάθεια του σύγχρονου τουρκικού κράτους να δημιουργήσει αρχαία Ιστορία για τον εαυτό του και στα μέτρα του ώστε να μπορεί να την κατευθύνει στην εξυπηρέτηση των διαχρονικά επεκτατικών «οραμάτων» του. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να κατανοήσει κανείς τον εντελώς ακατέργαστο και χονδροειδή τρόπο με τον οποίο ξεκίνησε αυτή η προσπάθεια της Τουρκίας και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το επίπεδο, καθ’ όλα και κατά τελεία μίμηση ευρωπαϊκό, στο οποίο έχει φτάσει σήμερα.
Ο Νταβούτογλου ξεκινά ακριβώς την ομιλία του με την παραδοχή ότι χωρίς έναν αρχαίο πολιτισμό ως θεμέλιο δεν είναι δυνατό να φτιαχτεί ένας καινούργιος. «Γι’ αυτό», λέει, «οι πρόγονοί μας διάλεξαν ως σύμβολό τους το πλατάνι. Οι ρίζες του είναι βαθιές, δεν μπορεί να ξεριζωθεί και η σκιά του δεν είναι ρηχή, αλλά πυκνή, κατάλληλη για όλα τα δόγματα, τις φυλές και τις θρησκείες»(!)
Η αγωνία αυτή της Τουρκίας για μια δική της αρχαία Ιστορία, ένα δικό της αρχαίο πολιτισμό, της έχει γίνει μια πραγματικά «έμμονη ιδέα» και έχει, ίσως, τις ρίζες της στην ανασφάλεια που της δημιουργεί η πολύ πρόσφατη εδραίωση της σε εδάφη που δεν της ανήκαν πάντα και στο γεγονός ότι, ακόμα πιο πρόσφατα, κινδύνευσε πολύ σοβαρά να χάσει ένα πολύ μεγάλο μέρος των εδαφών αυτών.
Πρώτος ο Κεμάλ Ατατούρκ, όταν βρέθηκε μπροστά στο ανέλπιστο και απίστευτο γεγονός να έχει εκδιώξει τον ελληνικό στρατό από την Μικρά Ασία, άρχισε να ψάχνει για ένα τούρκικο, αρχαίο πολιτισμό που θα έδινε στους πολίτες τού νέου τουρκικού κράτους τέτοια εθνική και ιστορική συνείδηση, ώστε να τους εμπνέει υπερηφάνεια για την καταγωγή τους και αυτοπεποίθηση. Πράγματα που για μάς ήταν ανέκαθεν δεδομένα και δεν αισθανθήκαμε ποτέ την ανάγκη να ψάξουμε για να τα βρούμε. Το μόνο που κατόρθωσε ο Κεμάλ – με τη βοήθεια μάλιστα κάποιων δυτικών «επιστημόνων» – ήταν να στήσει μια σειρά από ρατσιστικές θεωρίες που στα δικά μας τα μάτια μόνο κωμικές μπορούσαν να φαντάζουν. Αυτές είναι οι Turk Tarih Tezi και Gunes Dil Teorisi που «αποδεικνύουν» ότι όλοι οι λαοί που δημιούργησαν πολιτισμό (των Ελλήνων συμπεριλαμβανομένων) το κατάφεραν γιατί αναμίχθηκαν ή εμπλουτίστηκαν από την ανώτερη τουρκική φυλή η οποία έλκει, δήθεν, την καταγωγή της στην 7η π. Χ. χιλιετία, τη στιγμή που είναι ιστορικά γνωστό και αποδεδειγμένο ότι οι Τούρκοι άρχισαν να μπαίνουν στην Ανατολία μόλις τον 11ο μ. Χ. αιώνα. Επίσης ότι η βάση πλείστων ευρωπαϊκών και ανατολικών γλωσσών είναι απλώς και αδιαμφισβήτητα…η τουρκική. Οι λεπτομέρειες των ρατσιστικών αυτών θεωριών (διαχωρισμός των ανθρώπων σε βραχυκέφαλους και δολιχοκέφαλους) είναι ανατριχιαστικές και μπορεί να τις διαβάσει κανείς αναλυτικά στο βιβλίο του Σπύρου Βρυώνη “The Turkish State and History–Clio meets the Grey Wolf”. Οι θεωρίες αυτές μπήκαν στα σχολεία, στην τουρκική λογοτεχνία και είναι πολλοί οι Τούρκοι που εξακολουθούν να τις πιστεύουν μέχρι σήμερα.
Το έργο του Κεμάλ συνέχισε στα τέλη του 20ου αιώνα ένας άλλος – κωμικός και στο σουλούπι – υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας, Ο Τουργκούτ Οζάλ, με το βιβλίο του “La Turquie en Europe” (Η Τουρκία στην Ευρώπη-Παρίσι 1988), το οποίο ουσιαστικά εγκολπώνεται και εμπνέεται από αυτές τις θεωρίες για να καταδείξει πόσο…δικαιωματικά Ευρωπαίοι είναι οι Τούρκοι. Ανάμεσα στις πολλές φαιδρότητες του βιβλίου (έκθεση και ανάλυση τους πάλι στο βιβλίο του Βρυώνη), είναι και ο ισχυρισμός ότι ο ειδεχθής και πρωτοφανής θεσμός των γενιτσάρων αποτελεί το πλησιέστερο παράλληλο ή μοντέλο στην εκπαίδευση των κυβερνώντων και στρατιωτών στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ότι ο Όμηρος ήταν Τούρκος, ότι οι Τούρκοι ουδέποτε ενόχλησαν οποιονδήποτε αλλ’ απλώς εκπολιτίζουν άλλους και άλλα πολλά και απίστευτα.
Το μεγάλο και με αξιοθαύμαστο τρόπο γραμμένο βήμα που κάμνει τώρα ο Νταβούτογλου – ενδεικτικό και της οικονομικής και πολιτισμικής ανάπτυξης που συντελείται σήμερα στην Τουρκία χωρίς εμείς ούτε καν από μακριά να παρακολουθούμε – έγκειται στο γεγονός ότι δεν ανοητολογεί πλέον στα φανερά, αλλά χρησιμοποιεί μεθόδους και ορολογία που χρησιμοποίησε με επιτυχία η ιστοριογραφία της Ευρώπης για να εξωραΐσει και να αποδεχτεί τη δική της γερμανο-τευτονική βίαιη κατάκτηση που συντελέστηκε κυρίως μεταξύ 3ου και 5ου μ. Χ. αιώνα. Η βίαιη κατάργηση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, πέρασε στην επίσημη ευρωπαϊκή Ιστορία με τον όρο «μεταναστεύσεις των λαών», των κατακτητικών λαών που τελικά συγχωνεύτηκαν με τους κατακτημένους, εγκατεστημένους πληθυσμούς, με κατάληξη τα σημερινά εθνικά κράτη. Ο Ιωάννης Ρωμανίδης στο βιβλίο του «Το προπατορικό αμάρτημα» αποδίδει μνήμες ρωμαϊκής–ρωμέϊκης συνείδησης στα πλήθη της Γαλλικής Επανάστασης εναντίον των «αριστοκρατών» και των βασιλέων της Γαλλίας, απογόνων των γερμανο-τευτόνων κατακτητών τους. Είναι, δε, γνωστό ότι το αρχαίο όνομα της Γαλλίας ήταν Γαλλική Ρωμανία και όχι France, Φραγκία. «Φράγκοι» είναι το όνομα του κυριότερου γερμανικού φύλου που κατέκτησε τη χώρα και τη βάφτισε με το όνομα του. Γι’ αυτόν τον λόγο, μόνο στα ελληνικά, στην κυρίαρχη γλώσσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η οποία απέφυγε τη γερμανική κατάκτηση, διατηρείται το αρχαίο όνομα της χώρας, «Γαλλία». Είναι, επίσης, γνωστό ότι η Εκκλησία της Ρώμης, που τελούσε στα ελληνικά τη λειτουργία μέχρι τον 4ο αιώνα (τελευταίος Έλληνας Πάπας το 1009 μ. Χ.), υπέστη τα πάνδεινα μέχρι να συμβιβαστεί με τους κατακτητές με αποτέλεσμα τα αιρετικά εφευρήματά της – λόγω της αδυναμίας των αγράμματων εισβολέων να εννοήσουν βασικές, αλλά «δύσκολες» έννοιες του Χριστιανισμού – να την οδηγήσουν και στο σχίσμα του 1054. Βέβαια όλ’ αυτά έχουν ξεχαστεί με την ανάμιξη κατακτητών και κατακτημένων και σήμερα ελάχιστα ίχνη μνήμης μεταξύ τους επιβιώνουν, κυρίως στην αντιπάθεια των (κατακτημένων) λαϊκών στρωμάτων για τους κατακτητές τους, που αυτοαποκλήθηκαν «Αριστοκρατία» και διατήρησαν για πολλούς αιώνες μέχρι και σήμερα την ιδιοκτησία της γης.
Μιλώντας, λοιπόν, ο Νταβούτογλου για την κατάκτηση της Μικράς Ασίας, τον βίαιο ή απλώς εξ ανάγκης εκούσιο εξισλαμισμό των πληθυσμών της, γλαφυρότατα τον περιγράφει με τον πιο ευρωπαϊκό τρόπο ως εξής: «Αν θέλετε να κατανοήσετε, μετέπειτα, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πρέπει να έχετε καταλάβει την περιπέτεια των Σελτσουκιδών… Πρέπει να καταλάβετε το τόξο που εκτάθηκε απ’ την κεντρική Ασία ως την Ανατολία, το πώς αναμείχθηκαν με τους πολιτισμούς οι άνθρωποι που κινούνταν μες στο τόξο και τι είδους συνθέσεις δημιούργησε η ανάμειξη αυτή στην Ανατολία. Το πνεύμα της τάξης που λέμε οθωμανική δεν πρωτοπαρουσιάστηκε τον 16ο αιώνα. Αναδύθηκε από τη συνάντηση των κινητικών ανθρώπινων στοιχείων και του σταθερού χώρου. Οι άνθρωποι κινήθηκαν από την κεντρική Ασία κατά μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα και έχτισαν νέες τάξεις στα μέρη που συναντήθηκαν… Σύνθεση δύο πολιτισμών από τους οποίους ο ένας ήταν πιο κινητικός, ό άλλος πιο εγκατεστημένος».
Τα ίδια που έγιναν στην Ευρώπη, λοιπόν, έγιναν αργότερα και στην Μικρά Ασία. Οι στην Ευρώπη αποκαλούμενες «μεταναστεύσεις των λαών», στην Μικρά Ασία ονομάζονται πανομοιότυπα «κινήσεις» και «κινητικότητα» των κατακτητών σε βάρος των «πιο εγκατεστημένων».
Αυτά, όμως, ανήκουν στο παρελθόν. Το απώτερο παρελθόν της Μικράς Ασίας, από τον 11ο μέχρι τον 15ο αιώνα. Χωρίς ν’ αναφέρεται στις πρόσφατες ανακάμψεις του τουρκικού, επεκτατικού και εθνοκαθαρτικού πνεύματος σε βάρος των Αρμενίων, των Ελλήνων, των Κούρδων και ξανά των Ελλήνων στην Κύπρο, σήμερα, λέει στη συνέχεια ο κύριος Νταβούτογλου, ο κόσμος χρειάζεται μια νέα τάξη, τη νέα τάξη τής παγκοσμιοποίησης, στην οποία η Τουρκία έχει όλα τα φόντα να παίξει πρωτεύοντα ρόλο. Κι αν γι’ αυτόν τον ρόλο δεν έχει παρά ν’ ακολουθήσει το δυτικό παράδειγμα και τις ντιρεκτίβες του, στη δική της περιοχή, στην ανάπτυξη του δικού της περιφερειακού, τουρκοκεντρικού «συμπατριωτισμού» έχει ν’ ακολουθήσει άλλο παράδειγμα, εκείνο της πρώτης-πρώτης πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης: Κατά τον ίδιο τρόπο που ο Μέγας Αλέξανδρος μετάφερε τον ελληνικό πολιτισμό στα βάθη της Ασίας, η Τουρκία θα μεταφέρει τον δικό της τουρκοϊσλαμικό σε όλη τη γύρω της περιοχή κι ακόμα πιο πέρα, ποιος ξέρει, πόσο μακρια – αφού μέχρι την Υεμένη και τη Βοσνία Ερζεγοβίνη φτάνουν, για την ώρα, οι «συμπατριωτικές» βλέψεις της:
«…κάτι παρόμοιο με την παγκοσμιοποίηση που ζούμε σήμερα, βιώθηκε σε παλιότερες εποχές. Ρίξτε μια ματιά στους αιώνες μεταξύ του 5ου και 7ου αιώνα π. Χ. Η περίοδος εκείνη μας δείχνει ότι μια νέα τάξη μπορεί να δημιουργηθεί μόνο αν υπάρξει μια νέα νοοτροπία. Τους αιώνες εκείνους σε διάφορες γωνιές της γης, σε διαφορετικές περιοχές όπου ανθούσαν πολιτισμοί παρουσιάστηκαν σημαντικά φιλοσοφικά ρεύματα, ηγετικές φυσιογνωμίες, θρησκευτικοί αρχηγοί. Λόγου χάρη στην περιοχή του ελληνικού πολιτισμού είχαμε τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη. Επί μερικές γενιές, τη μια μετά την άλλη. Την ίδια περίοδο και λίγο πριν, περίπου δύο αιώνες πριν, έζησαν ο Ζαρατούστρα στο Ιράν, ο Βούδας στην Ινδία, ο Κομφούκιος και το Ταό στην Κίνα. Και δύο τρεις αιώνες αργότερα, η διανοητική κινητικότητα που δημιούργησαν αυτά τα φιλοσοφικά ρεύματα, έγινε αιτία να αναδυθούν σημαντικά τοπικά καθεστώτα (τάξεις). Κι αυτά τα περιφερειακά καθεστώτα άρχισαν να διαχέοντα το ένα μέσα στο άλλο. Μαθητής του Αριστοτέλη ο Μέγας Αλέξανδρος, ό,τι πήρε από το δάσκαλό του, πολλαπλασιάζοντας το καθ’ οδόν – πέρασε έξω απ’ το Μάρντιν – το μετέφερε ως τις Ινδίες και την Αίγυπτο. Δημιουργήθηκαν πάμπολλες πόλεις με τ’ όνομα του (Αλεξάνδρειες) και αναδύθηκε μια τάξη».
Γιατί, όμως, η Τουρκία αισθάνεται έτοιμη ν’ αναλάβει ηγετικό ρόλο στην εδραίωση της νέας τάξης της παγκοσμιοποίησης και κατ’ επέκταση μιας δικής της στην «περιοχή της», στην εποχή μας; Ο Αχμέτ-Αλέξανδρος Νταβούτογλου είναι σαφής, σαφέστατος: «Η Τουρκία», λέει, «είναι γέφυρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση», είναι «ρυθμιστικός παράγοντας ανάμεσα στον Βορρά και το Νότο», είναι «υπερασπιστής της ανάμειξης Ανατολής-Δύσης και των διαφόρων πολιτισμών στο πρόγραμμα του Συνασπισμού των Πολιτισμών», και είναι «άμεσος ανακλαστήρας των οικονομικών ανισοτήτων ανάμεσα σε Βορρά και Νότο ως μέλος των G 20».
Ένας πρώην γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών, συνεχίζει ο Νταβούτογλου, τον ρώτησε κάποτε: «Δηλαδή, τι ακριβώς εκπροσωπούμε;» Και ο Αλέξανδρος-Αχμέτ απάντησε: «Εμείς τους εκπροσωπούμε όλους. Γιατί ο αρχαίος πλούτος που έχουμε μας κάνει να συναντιόμαστε με όλους τους πολιτισμούς της Ανατολής, έχουμε πάρει κάτι από όλες αυτές τις κουλτούρες, ταυτόχρονα όμως, με την έννοια της πολιτικής κουλτούρας βρισκόμαστε στο κέντρο της Δύσης. Η υποψηφιότητά μας να γίνουμε μέλος της ΕΕ, οι επαφές μας στην Ασία, οι δεσμοί μας στη Μέση Ανατολή δεν είναι, με την έννοια αυτή, αντικρουόμενοι, αλλά δημιουργούν μια ολότητα. Γι’ αυτό όσο ‘γίνουμε δεκτικοί’ σε όλα αυτά, όσο πιο δραστικά κινούμαστε σ’ αυτά τα επίπεδα, τόσο πιο ενεργητικό ρόλο θα έχει η Τουρκία στην αναζήτηση της οικουμενικής τάξης… Για ένα πράγμα να είστε βέβαιοι! Απ’ την σκοπιά αυτής της αρχής – της δεκτικότητας– καμιά χώρα στον κόσμο δεν έχει την ιδιαιτερότητα της Τουρκίας να αντιπροσωπεύει την εμπειρία της ανθρωπότητας. Εμείς είμαστε σίγουροι γι’ αυτό και προχωρούμε στην εξωτερική μας πολιτική με αυτή την αυτοπεποίθηση… Αυτή είναι η προσδοκία της τουρκικής κοινωνίας, αυτός είναι ο ορίζοντας της Τουρκίας»!
Η Τουρκία, λοιπόν, έχει όραμα. Είτε μας αρέσει το όραμά της είτε όχι, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε με την παγκοσμιοποίηση στην οποία προτίθεται να παίξει σημαίνοντα ρόλο, προωθώντας κι ένα δικό της «συμπατριωτισμό» με συγγενικούς η ομογενείς της λαούς, έχει όραμα. Μεταφέροντας, τώρα, την ερώτηση σε μάς, δηλαδή «τι ακριβώς εκπροσωπούμε εμείς» κι αν έχουμε το δικαίωμα, όπως κι εγώ το έχω ήδη κάμει εδώ, να ειρωνευόμαστε την Τουρκία για τα «οράματά» της, νομίζω δεν μπορούμε να αποφύγουμε τις απαντήσεις: Είμαστε εκείνοι που έδωσαν και το χώρο και τους πληθυσμούς για να γίνει η Τουρκία μια μεγάλη χώρα με δικαίωμα σε περιφερειακά και παγκόσμια οράματα· είμαστε εκείνοι που μόνοι τους «έβαλαν τα χέρια τους και έβγαλαν τα μάτια τους» ώστε, τώρα, σαν τον τυφλό Τειρεσία να είμαστε οι μόνοι που μπορούν να δουν τι αληθινά συμβαίνει, οι μόνοι που καταλαβαίνουμε πού ακριβώς το πάει, τι ακριβώς κρύβεται μέσα στο «όραμα» της. Η Τουρκία που «οραματίζεται» την ειρηνική κατάργηση των συνόρων ανάμεσα σ’ εκείνη και τους συγγενικούς της ή ομογενείς λαούς, στο μεταξύ δεν χάνει ευκαιρίες να δημιουργεί δια της βίας νέα σύνορα, όπως για παράδειγμα στην Κύπρο, και να σχεδιάζει να δημιουργήσει κι άλλα αλλού, όπως στο Αιγαίο. Εποικίζει τώρα την Κύπρο και το ίδιο θα πράξει και σε επόμενο στάδιο με το Αιγαίο με συγγενικούς ή ομογενείς λαούς, οπότε οι νέοι κάτοικοι που θα κουβαλήσει εκεί, ως «πιο κινητικοί» σε βάρος των «εγκατεστημένων», θα της δίνουν κάθε δικαίωμα να καταργήσει πάλι τα καινούργια σύνορα που διαχωρίζουν τους λαούς για χάρη της παγκοσμιοποίησης, της ειρήνης και του…«συμπατριωτισμού»!
Το 1964 η Κύπρος ήταν de facto ενωμένη με την Ελλάδα. Ο Ντενκτάς, οι τούρκικες εφημερίδες στην Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη θρηνούσαν τον χαμό της Κύπρου. Οι Αμερικανοί μας πρόσφεραν επισημοποίηση της Ένωσης με μεγάλη πιθανότητα να μην παραχωρηθεί κανένα αντάλλαγμα στην Τουρκία. Μόνη, απλή, εύκολη προϋπόθεση η σύμπνοια και η συνεργασία με την τότε ελληνική κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου. Εμείς, όμως, με πρωταγωνιστές την ίδια την Εκκλησία της Κύπρου κι όλους τους άλλους που βρίσκονται κατά καιρούς στην εξουσία διαπληκτιζόμενοι για το ποιος είναι ο πιο πατριώτης, κυκλοφορούσαμε τότε φυλλάδια, ψιθύρους και διαβολή εναντίον της Ελλάδας. Ζητούσαμε την εκδίωξη της ελληνικής μεραρχίας, την απομάκρυνση της Ελλάδας, την ακύρωση της Ένωσης. Ζητούσαμε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε. Χωρίς αναγνώριση και παραδοχή των ασυγχώρητων σφαλμάτων μας, πώς μπορούμε να βρούμε την υπευθυνότητα που χρειάζεται για να αντιμετωπίσουμε την τραγική κατάληξη;
Το γεγονός ότι δεν έχουμε την τόλμη που χρειάζεται για να παραδεχτούμε τα λάθη μας, τα λάθη που άνοιξαν τον δρόμο στα «οράματα» της Τουρκίας, το γεγονός ότι στα πολιτικά μνημόσυνα των ηρώων μας φτάνουμε μόνο, έστω και σπάνια, μέχρι του σημείου απλώς να παραδεχτούμε ότι υπάρχουν αυτά τα δικά μας, τεράστια, φοβερά και ασυγχώρητα λάθη, χωρίς να έχουμε το πολιτικό θάρρος να τα κατονομάσουμε, γιατί έτσι μπορεί να ρίξουμε τους «ήρωές» μας από τα βάθρα τους και ν’ αντικρύσουμε τους εαυτούς μας γυμνούς πλέον από ψευδαισθήσεις «αγώνων» που μόνο την παραμονή κάποιων ανίκανων και μωροφιλόδοξων στην εξουσία εξυπηρετούσαν, μας αφαιρεί κάθε δικαίωμα να ειρωνευόμαστε την Τουρκία και τα «οράματα» της. Στο κάτω-κάτω, ακόμα κι αν την ανάγκη των Τούρκων, την έμμονη ιδέα τους ν’ αποκτήσουν αρχαίο πολιτισμό, την χρησιμοποιούν σαν λεοντή για να κρύψουν τις πραγματικές κατακτητικές προθέσεις τους – που είναι, ίσως, η κυριότερη κληρονομιά τους – δεν παύουν να αναγνωρίζουν την αξία τού να έχει κανείς αρχαίο πολιτισμό. Κι αυτό δεν μπορεί να είναι ολότελα αρνητικό. Ας μην ειρωνευόμαστε, λοιπόν, τους Τούρκους. Ας ειρωνευόμαστε καλύτερα τους εαυτούς μας, που έχοντας ως Έλληνες εκείνο ακριβώς που λείπει στους Τούρκους, μιαν αληθινά μεγάλη πολιτισμική κληρονομιά, αντί να εντοπίσουμε με θάρρος, εντιμότητα και ειλικρίνεια τα φοβερά μας λάθη, την παταγώδη αποτυχία και το τραγικό τέλος των εθνικών μας αγώνων, ώστε με σοφία και αυτογνωσία να χτίσουμε την υπευθυνότητα που χρειάζεται (το δικό μας μεγάλο έλλειμμα), για να μπορέσουμε να πάρουμε τις αναγκαίες γενναίες αποφάσεις που θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο και τον εφιάλτη της διχοτόμησης, τον εφιάλτη της μόνιμης τουρκοποίησης της βόρειας Κύπρου και ύστερα ολόκληρης, συνεχίζουμε ακάθεκτοι την τρελή πορεία μας του κυνηγητού της εξουσίας και του προσωπικού συμφέροντος.
Κι αντί να είμαστε, ως Έλληνες, συνειδητοί αγωνιστές μιας αληθινά ανθρωπιστικής, γνήσια φιλειρηνικής και πολιτισμικά δημιουργικής παγκοσμιοποίησης, παραμένουμε άπραγοι και ανήμποροι τηλεθεατές, υποψήφια θύματα της παγκοσμιοποιημένης βαρβαρότητας της μετατροπής του Ανθρώπου σε αποβλακωμένο καταναλωτή άχρηστων στην ουσία βιομηχανικών προϊόντων, που το κυριότερο τους επίτευγμα είναι να καταστρέφουν τον πλανήτη για τα οικονομικά συμφέροντα και την καλοπέραση μιας συγκριτικά απειροελάχιστης μειοψηφίας. Τέτοιους ανθρώπους σαν εμάς, σε μερικά ακόμα χρόνια, λίγο θα τους ενδιαφέρει αν τους αποκαλούν Τούρκους, Αμερικανούς ή Έλληνες.
Άντης Ροδίτης